FtS114
Και πώς κατασπαταλήθηκαν αυτά και πυροδότησαν τον εμφύλιο μεσούντος του αγώνα του 1821
Βίκτωρ Παν. Σαμπώ
Μέρος 1ο
Τα δάνεια αυτά πέρασαν στην ιστορία ως «δάνεια ανεξαρτησίας».
Μόνο που η μεταγενέστερη αλλά και σύγχρονη έρευνα αποδεικνύουν ότι ήταν δάνεια υποδούλωσης και εμφυλίων σπαραγμών. Πράγμα το οποίο ουδείς αμφισβητεί. Τόσο εξαιτίας των άμεσων και έμμεσων καταστροφικών αποτελεσμάτων που είχαν, όσο και επειδή η γλώσσα των αριθμών σπάει κόκαλα. Ο λόγος σήμερα κυρίως για τα δυο πρώτα δάνεια που πήρε η επαναστατημένη Ελλάδα από την Αγγλία το 1824 και το 1825. Αλλά και για το τρίτο που υποτίθεται πως έφεραν οι Βαυαροί στην Ελλάδα με την ενθρόνιση του Όθωνα.
Υποστηρίζεται ότι υπάρχουν «καλά» και «κακά» δάνεια από το εξωτερικό. Υποτίθεται ότι τα πρώτα είναι εκείνα που παρέχονται με ληστρικούς όρους, αλλά και τα διαχειρίζονται «ληστές». Αν και το πρόβλημα δεν ήταν πάντα ο τρόπος διαχείρισης των δανείων. Στις διάφορες φάσεις της οικονομικής ανάπτυξης θα συναντήσουμε διαφορετικές αντιμετωπίσεις τους.
Ακόμη και κλασικοί οικονομολόγοι όπως οι Χιούμ, Σμιθ, Ρικάρντο θα είναι κατά των εθνικών δανείων. Αυτά περίπου ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Μετά θα φτάσουν περίπου να θεοποιηθούν. Και όπως θα προσθέσει στο ίδιο μήκος κύματος ο Αγγ. Αγγελόπουλος «καθώς ογκούται το κύμα» των χωρών που τάσσονται υπέρ «δια του μεταξύ των χωρών δανεισμού το δημόσιον χρέος δύναται να αποβή ο σύνδεσμος της διεθνούς επικοινωνίας, το προπαρασκευαστικό μέσον της παγκόσμιας οικονομίας, της ανωτάτης ταύτης βαθμίδας της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά χωρίς περιεχόμενο για τα «δάνεια της ανεξαρτησίας».
Μπορεί κατά τον αείμνηστο καθηγητή «το δημόσιο δάνειο να μην αποτελεί χρέος του έθνους, αλλά κεφάλαιο», μα τότε ήταν κάτι παραπάνω από χρέος. Ήταν τα δεσμά της ελληνικής ανεξαρτησίας. Αν έφεραν κάτι καλό τα δάνεια αυτά, δεν ήταν τόσο η οικονομική ενίσχυση του αγώνα ή η συγκρότηση του νέου κράτους. Αλλά ότι με την έγκριση και την παροχή τους αναγνωριζόταν ότι οι ξένες κυβερνήσεις, εν μέσω ακόμη ελληνο-οθωμανικών συγκρούσεων και διεθνούς αβεβαιότητας, «ποντάριζαν» στην ύπαρξη ενός ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους. Άλλο θέμα αν το φαντάζονταν ως κάποια αποικία τους…
1. Η προϊστορία
Πριν ακόμη αποκτήσει το ελληνικό κράτος και νόμιμη αναγνώριση τα κάθε είδους Εκτελεστικά (οι κυβερνήσεις θα λέγαμε) είχαν βγει στο διεθνές παζάρι αναζητώντας δάνειο.
Η σύγκριση εσόδων και εξόδων ήταν τραγική. Έτσι για να πάρουμε μια γεύση σύμφωνα με τα στοιχεία των ετών 1823-24, υπολογίστηκε ότι τα έσοδα ήταν 13 εκατομμύρια Γρόσια και τα έξοδα τριπλάσια (το τουρκικό γρόσι δεν είχε αλλάξει ακόμη τότε, αργότερα θα αντικατασταθεί από τους Φοίνικες επί Καποδίστρια και σε δραχμή επί Όθωνα). Την αναλογία αυτή έδωσε επισήμως έκθεση που υποβλήθηκε στη Γ’ Εθνική Συνέλευση το 1827. Ήταν όμως υπολογισμοί γραφείου. Τα μισά έσοδα υπολογίζονταν ότι θα προέρχονταν από την Κρήτη, η οποία καταλήφθηκε, και ουδέποτε αποδόθηκαν. Ενώ τα έξοδα ήταν πολύ περισσότερα, καθώς άφθονο χρυσάφι χρησιμοποιήθηκε στις εμφύλιες διαμάχες.
Όποιος, από τους καπεταναίους, δεν πλήρωνε λουφέ, οι στρατιώτες τον εγκατέλειπαν και περνούσαν στο στρατόπεδο αυτού που έδινε μισθό. Για να έχουμε μια σύγκριση και με τα μεγέθη του προϋπολογισμού, ας αναφερθεί ότι αυτός ο μισθός ήταν τότε γύρω στα 10-20 γρόσια. Ο ανώτερος έφτανε στα 60 το μήνα. Πως εξασφαλίζονταν τα χρήματα αυτά δεν είναι θέμα του παρόντος, αλλά να σημειωθεί ότι όταν δεν προέρχονταν από τις κυβερνήσεις ή τις κοινότητες εξαργυρώνονταν ομολογίες του Δημοσίου με αντίκρισμα τους φόρους ή φορολογούνταν οι κάτοικοι από εκείνους που ελέγχανε κάθε φορά μια επαρχία. Για να έχουμε μια άλλη σύγκριση, ας αναφερθεί ότι ήταν άδεια τα ταμεία της Φιλικής Εταιρείας όταν ανέλαβε την ηγεσία της επανάστασης ο Αλέξανδρος Υψηλάντης1. Και για τις πολεμικές επιχειρήσεις ξόδεψε ο ίδιος από την περιουσία του κάπου 5 εκ. γρόσια. Ποσό «τεράστιο ιδιωτικό, μικρό όμως για ένα τόσο μεγάλο τόλμημα» όπως επισημαίνει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Εδώ να συγκρατήσουμε ότι οι «πόροι της που είχε στη διάθεσή της η επανάσταση ήταν τα λάφυρα, οι λείες και τα λύτρα, τα εσωτερικά δάνεια και οι αναγκαστικές εισφορές, η τακτική φορολογία, οι τελωνειακοί δασμοί, οι εκούσιες εισφορές και οι εισφορές των φιλελλήνων». Όσο για τον τρόπο που γινόταν οι εισπράξεις αυτός δεν απείχε πολλές φορές με κείνους που χρησιμοποιούν οι σπείρες των εκμεταλλευτών. Το ίδιο συνέβη και με τη χρήση των «εθνικών κτημάτων». Η αντίληψη που επικρατούσε την πρώτη επαναστατική περίοδο ήταν να μην εκποιηθεί η γη, «αλλά να υπόκειται σε υποθήκευση με την έννοια της εγγυητικής βάσεως σε περίπτωση συνάψεως εξωτερικών δανείων, οπότε οι Έλληνες αναλάμβαναν σαν έθνος την ευθύνη των αλληλέγγυων εγγυητών έναντι των δανειστών». Εγγύηση βεβαίως που άνοιξε την όρεξη στους ξένους επενδυτές και τη χρησιμοποίησαν ακόμη και με αποικιοκρατικό τρόπο.
2. Η Ιστορία
Ένας από τους πρώτους που ήθελε να κάνει πράξη την ιδέα πρέπει να ήταν ο Θεόδωρος Νέγρης2, επικεφαλής του «Αρείου Πάγου» της Ανατολικής Ελλάδος. Υπολόγιζε να συνάψει δάνειο από 150.000 φλορίνια. Την απόφαση πήρε το Νοέμβριο του 1821 στο κράτος του και έστειλε μάλιστα λίγο αργότερα αντιπροσωπεία για να το αναζητήσει στην Ευρώπη. Γιατί ακριβώς χρεοκόπησε η προσπάθεια αυτή είναι δυσδιάκριτο μέσα από τις μαρτυρίες της εποχής. Οι ραδιουργίες του Φαναριώτη Νέγρη είναι τόσες πολλές, που μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν. Πάντως το επόμενο έτος θα τον βρούμε υπουργό Εξωτερικών υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο3 στη Διοίκηση του επαναστατημένου έθνους. Αν ο τελευταίος πήρε την ιδέα από τον στενό συνεργάτη του ή την είχε ο ίδιος ή ενήργησε κάτω από το βάρος αδήριτων4 αναγκών και πολιτικών υπολογισμών, πάλι υποθέσεις διατυπώνονται. Η ουσία πάντως είναι πως απέστειλε τον φίλο του από την Άρτα Α. Λουριώτη5 στην Ευρώπη να διερευνήσει για τη σύναψη δανείου. Ο απεσταλμένος πήγε πρώτα στην Ισπανία, μετά στην Πορτογαλία ζητώντας δάνειο με υποθήκη την ελληνική εθνική γη. Κατέληξε στο Λονδίνο όπου ανέπτυξε σχέσεις με κερδοσκόπους και τυχοδιώκτες που φορούσαν τη μάσκα του φιλελληνισμού. Αυτά την Άνοιξη του 1823.
Στο μεταξύ το Εκτελεστικό αποφάσισε και επισήμως να συνάψει δάνειο. Όρισε μάλιστα και τριμελή επιτροπή από τον Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη, που θα το διαπραγματευόταν στο Λονδίνο. Η επιτροπή αυτή φυσικά βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο του πολυπράγμονα και αγγλόφιλου υπεράνω όλων Μαυροκορδάτου. Οι οδηγίες που παίρνουν είναι να κρατήσουν περίπου τη θέση ενός «αξιοπρεπούς ζητιάνου». Κατά τα άλλα να δώσουν ό, τι έχει και δεν έχει η Ελλάδα αρκεί να πετύχουν την αποστολή τους.
3. Το …μεγάλο πρόβλημα
Η αποστολή όμως καθυστερούσε. Είχε να αντιμετωπίσει ένα και μοναδικό πρόβλημα. Πώς θα ταξίδευαν στην αγγλική πρωτεύουσα αφού δεν υπήρχε πεντάρα στα ταμεία; Και ποιος από τους έχοντες θα άνοιγε την κασέλα του για να τους δώσει μερικά χρυσά νομίσματα; Τότε οι φωστήρες του Μαυροκορδάτου σκέφτηκαν να τους δώσουν 100.000 εθνικές ομολογίες που υποτίθεται ότι ανταποκρίνονταν στα «εθνικά κτήματα». Μόνο που δεν τις αγόραζε πια κανένας, αφού τα περισσότερα κτήματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν περιέλθει στους κοτζαμπάσηδες.
Πήγαν στην αγγλοκρατούμενη Επτάνησο μήπως και τις εξαργυρώσουν. Αλλά δεν βρέθηκε ούτε ένας αγοραστής. Τελικά το πρόβλημα θα ξεπεραστεί με 4.000 λίρες που θα διαθέσει ο Λόρδος Μπάιρον6. Έτσι τον Ιανουάριο του 1824 θα φτάσουν στο Λονδίνο.
«Οι κύριοι αυτοί, της επιτροπής – πάμπλουτοι για την εποχή να σημειώσουμε – έπρεπε να ζουν σα Μεγάλοι Άρχοντες στην Μποντ Στρητ όταν χιλιάδες συμπατριώτες τους πάθαιναν από την πείνα πάνω στα βουνά», όπως γράφει ένας Άγγλος ιστορικός. Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα θα πάρουν το δάνειο. Οι δανειστές ήταν σαν να τους περίμεναν από καιρό και εκείνοι είχαν καθυστερήσει. Tο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς κεφαλαιούχοι δάνειζαν μια μικρή επαναστατημένη χώρα με αβέβαιο μέλλον. Η απάντηση μάλλον είναι απλή καθώς είχε τότε δημιουργηθεί μια νέα τάξη νεόπλουτων και κερδοσκόπων που συγκέντρωσε πολλά χρήματα μέσα στις συνθήκες της εποχής. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν το μέγιστο δυνατό κέρδος, έστω και ριψοκινδυνεύοντας. Ονομάσανε αυτές τις μέρες «περίοδο αμφίβολης και άγριας κερδοσκοπίας». Και από τότε επαναλαμβάνονται συνεχώς, εννοείται μεταλλαγμένες ανά εποχή.
4. Οι πρώτες «αλυσίδες»
Κάπως έτσι υπογράφτηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1824 η σύναψη του δανείου μεταξύ της Ελλάδας και του τραπεζικού οίκου Λόφναν και Ο’ Μπράιαν. Το ύψος του ήταν 800.000 λίρες στερλίνες. Ποσό ασφαλώς που θα αρκούσε για τις ανάγκες του αγώνα της περιόδου αυτής. Μπαρούτι και ψωμί χρειάζονταν τότε Η Ελλάδα. Αυτό ήταν, μόλις έγινε γνωστή η σύναψη του δανείου ήρθαν τα πάνω κάτω στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Εκτός από τους αγνούς και ανιδιοτελείς πατριώτες, οι άλλοι κοιμούνταν και ξύπναγαν με το όνειρο ότι θα εξασφαλίσουν τσουβάλια και σεντούκια με λίρες. Αυτές ήταν το καύσιμο του εμφυλίου πολέμου… Μόνο που δεν ήταν τόσο πολλές παρά μόνο στα χαρτιά. Τα μετρητά που θα φτάσουν στην Ελλάδα με μεγάλη καθυστέρηση και με δόσεις. Η πραγματική τιμή του δανείου ήταν 454.700 λίρες αφού εκδόθηκε στο 59% της οικονομικής τιμής του. Έτσι όποιος επενδυτής αγόραζε μια μετοχή 100 λιρών έδινε γι’ αυτή μόνο 59. Ο ετήσιος όμως τόκος (5%) ορίστηκε πάνω στην ονομαστική του αξία. Με απλά λόγια σχεδόν ο τόκος διπλασιάστηκε. Για την απόσβεσή του δόθηκε διορία 36 ετών. Εγγύηση ήταν «τα εθνικά κτήματα». Ίσχυε αναδρομικά από τον Ιανουάριο του 1824, και ήταν πληρωτέος στο Λονδίνο κατά εξάμηνο. Οι τόκοι ορίστηκαν σε 8000 λίρες το χρόνο, δηλαδή το 1% και ως εγγύηση για την καταβολή τους έμπαιναν όλα τα δημόσια έσοδα. Το δάνειο θα δινόταν σε αγγλικές λίρες και ισπανικά δίστηλα σε καταθέσεις σε αγγλική τράπεζα της Ζακύνθου. Ως επίτροποι του δανείου ορίστηκαν ο Λ. Κουντουριώτης7, ο Λόρδος Βύρων και ο συνταγματάρχης Λ. Στάνχοπ8. Και η αποστολή του θα γινόταν σε περιοδικές δόσεις και με αγγλικά πλοία.
Θα μεσολαβήσουν άπειρες όσες ίντριγκες οικονομικές και πολιτικές μέχρι να φτάσουν στην προσωρινή διοίκηση μόνο 298.700 λίρες. Κι αυτό γιατί παρακρατήθηκαν οι τόκοι και τα χρεολύσια δυο χρόνων. Κάπου 3% παρακρατήθηκε από τους τοκογλύφους υπό μορφή μεσιτείας, 1,5% για ασφάλιστρα, διάφορα άλλα ποσά για έξοδα και άλλες απίθανες δαπάνες. Όπως ας πούμε για προμήθεια πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες!! Μια σπουδαία λεπτομέρεια: η ελληνική αντιπροσωπία πήρε για προσωπικά της έξοδα το μυθώδες ποσό των 5.046 λιρών. Τόσο μεγάλοι πατριώτες αποδείχτηκαν!!
5. Οι νέες «αλυσίδες»
Το δεύτερο δάνειο έγινε με όρους πολύ χειρότερους από το πρώτο, αφού όλη σχεδόν η τότε Ελλάδα ήταν υποθηκευμένη. Το ονομαστικό κεφάλαιο ήταν 2 εκ. λίρες και διαιρέθηκε σε 2000.000 ομολογίες που η καθεμία ισοδυναμούσε με 100 λίρες. Η πραγματική αξία ορίστηκε στο 55,5%. Αφού τραπεζίτες, τοκογλύφοι και όλοι οι υπόλοιποι εξαντλήσανε τις απαιτήσεις ( έφτασαν στο ποσό των 284400!) απέμεινε για την Ελλάδα το ποσό των 826.000 λιρών. Και αυτό το ποσό ήταν αρκετό για να ανακουφίσει τότε τη χώρα που ο Ιμπραήμ 9 απειλούσε να καταπνίξει την επανάσταση.
Το δάνειο αναλάβανε οι ίδιοι οι δανειστές να το διαχειριστούν! Να ξαναβάλουν δηλαδή το κεφάλαιο με ληστρικές αξιώσεις στην τσέπη τους. Δανειστές αυτή τη φορά ήταν οι εβραίοι τραπεζίτες αδελφοί Ρικάρντο. Και εδώ αρχίζουν τα κωμικοτραγικά. Ένα κονδύλι 496.000 θα κατευθυνθεί με διάφορες προφάσεις στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, ενώ κάπου 392.000 για στρατιωτικές δαπάνες εκτός Ελλάδος! Για τις πρώτες «επενδύσεις» ένα μόνο παράδειγμα. Έριξαν τις ομολογίες του πρώτου δανείου στο 15-22%. Ύστερα …για να μην κλονιστεί η πίστη της Ελλάδος τις αγόρασαν με λεφτά του δεύτερου δανείου σε τριπλάσια τιμή από την τρέχουσα αξία τους. Όσο και αν οι τόκοι, οι προμήθειες ήταν μια καθαρή αισχροκέρδεια και οι όροι του δανείου αβάσταχτοι, αυτό ξεπερνούσε τα όρια της καταλήστευσης της εθνικής περιουσίας. «Η ελληνική υπόθεση προδόθηκε στην Αγγλία», θα γράψουν, τότε, οι ΤΑΙΜΣ του Λονδίνου. Δόθηκαν 160.000 για τη συγκρότηση ξένου επικουρικού σώματος υπό το ναύαρχο Κόχραν10. Από τα πλοία που το καθένα κόστισε πολλαπλάσια της αξίας τους, μόνο τέσσερα κι αυτά καθυστερημένα θα φτάσουν στην Ελλάδα. Ποτέ άλλοτε έθνος δεν καταληστεύθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως συνέβη με το Ελληνικό στην προκειμένη περίπτωση. Και είναι συμβολικό το γεγονός ότι ένα από αυτά, η περίφημη φρεγάτα «Ελλάς11» θα καταπλεύσει στο Ναύπλιο με κάπου δυο χρόνια καθυστέρηση και μόνο μετά από την κατακραυγή που προκάλεσε η καθυστέρηση στους φιλέλληνες Αμερικανούς. Και το καμάρι αυτό του πολεμικού ναυτικού θα το τινάξουν στον αέρα το 1831 ελληνικά χέρια.
6. Ο «πυρετός του χρυσού»
Τελικά το ποσό του δεύτερου δανείου που θα φτάσει στην Ελλάδα ήταν μόλις 232.558 λίρες. Δηλαδή πιο μικρό από εκείνο του πρώτου δανείου, αν και το δεύτερο ήταν υπερδιπλάσιο. Το δάνειο αυτό θα πυροδοτήσει το δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, αφού οι ελληνικές κυβερνήσεις θα πέσουν με τα μούτρα ποιος θα φάει τα περισσότερα. Γρήγορα έγινε καπνός και δεν έμεινε ούτε μονό σεντς στα ταμεία. Σε μια εποχή που το Μεσολόγγι σπαρταρούσε και η επανάσταση φαινόταν να σβήνει. Ένα χρόνο μετά (Απρίλιος 1826) θα αποφασιστεί νέο δάνειο από 1000.000 τάλιρα για τη σωτηρία του Μεσολογγίου. Δεν θα το βρουν οι κυβερνήτες πουθενά. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θα σημειώσει σχετικά: «Λαβούσα (η κυβέρνηση) εις τας χείρας αυτής κατά το παρελθόν δωδεκάμηνον εκατομμύρια ταλλήρων δεν ηδυνήθη να οικονομήσει εξ αυτών τας 100 εκείνας χιλιάδας από των οποίων εξαρτάτο η τύχη της Ελλάδος». Θα γίνουν και άλλες μάταιες προσπάθειες για τη σύναψη δανείων, η χρεοκοπία όμως ήταν ήδη παρούσα. Όπως και η εξάρτηση της χώρας.
7. Ο θλιβερός επίλογος
Οι «καταθλιπτικοί όροι» των δανείων, όπως ονομάστηκαν λίαν επιεικώς, σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα οδήγησαν στην πρώτη πτώχευση το 1827. Όταν ανέλαβε ο Ι. Καποδίστριας12 η Ελλάδα χρωστούσε 3 εκ. λίρες και στο δημόσιο ταμείο υπήρχε μόνο ένα νόμισμα και αυτό κίβδηλο!! Αμέσως δημιουργήθηκε η ανάγκη νέου δανείου που θα συναφθεί τελικά το 1832 με τη μεσολάβηση των «προστατών» μας και της Βαυαρίας! Αυτό ήταν το πρώτο δάνειο του αναγνωρισμένου πια κράτους που θεωρητικά έφτανε στα 60 εκ. χρυσά φράγκα.
Μόνο που η Ελλάδα υπό τον Όθωνα13 τον επόμενο χρόνο δεν θα πάρει δραχμή. Θα περισσέψουν μόνο 9 εκ. Μετά τη διαχείρισή του από τους «προστάτες» μας και αυτά θα κατασπαταληθούν από τους Βαυαρούς. Έτσι το 1843 που έληγε η εξυπηρέτησή του θα κηρυχτεί η δεύτερη πτώχευση. Από τότε και μέχρι το 1878 έκλεισαν για την Ελλάδα οι ξένες χρηματαγορές και γινόταν προσφυγή στον εσωτερικό δανεισμό. Σαν να επαναλαμβάνεται όμως η ιστορία. Η νέα περίοδος δανεισμού που θα αρχίσει το 1879 θα τερματιστεί το 1893 με το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χ. Τρικούπη14. Και από εκεί κατευθείαν στην επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. Κάθε κύκλος δανεισμού και μια χρεοκοπία με αποκορύφωμα την «κατοχή» της χώρας. Για πολλοστή φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται στη χώρα μας, όσον αφορά την προσπάθειά της …σωτηρίας της από κακόβουλες εξωτερικές ή εσωτερικές δυνάμεις. Και στην προκειμένη περίπτωση, σήμερα εν έτει 2010, οι Κυβερνητικοί άρχοντες, ιθύνοντες και επιτελείς, αποφάσισαν να γίνει μια υπερπροσπάθεια από όλους μας, ανεξαρτήτως ηλικίας ή οικονομικών δυνατοτήτων μας, υφαρπάζοντας ετσιθελικώς μεγάλο μέρος μισθών και συντάξεών μας, προκειμένου να διασωθεί η πατρίδα απ’ την χρεοκοπία, που οι ίδιοι κυβερνώντες μας οδήγησαν χρόνια και χρόνια τώρα, με την κακοδιαχείρισή τους.
Αν αναλογιστούμε ότι το χρέος μας σαν χώρα από τα δάνεια που είχαμε λάβει επί εποχής του μεγάλου μας Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, τα ξεχρεώσαμε μόλις πριν λίγα χρόνια το 1958, καταλαβαίνουμε όλοι μας φαντάζομαι ότι αυτά τα δάνεια που μας χορηγεί σήμερα η 3ανδρία του ΔΝΤ, ελέω περιβόητου γνωστού μας πλέον Μνημονίου, θα περάσουν άλλα τόσα χρόνια να το ξεχρεώσουμε, χωρίς μάλιστα να παράγουμε έργο!
Από σήμερα δε, άρχισαν ήδη να μετρούν οι τόκοι αυτού του δανείου που με μεγάλη ευχαρίστηση μας διέθεσαν, όπως και τότε, οι φιλεύσπλαχνοι και φιλέλληνες…Τροϊκανοί, και που το κύριο ποσό ένας Θεός ξέρει ποια γενιά μας θα μπορέσει να το ξεχρεώσει, όπως προείπαμε! Απλά εμείς ευελπιστούμε ότι θα χρειαστούν άλλα 150 με 200 χρόνια στην καλύτερη περίπτωση, και με ευοίωνες προοπτικές!
Ως τότε, και αν εξακολουθήσουμε να φερόμαστε και να αγόμεθα ως «πρόβατα επί σφαγήν», απλά θα παρατείνουμε ακόμη περισσότερο τον χρόνο αυτόν, ενώ οι εκάστοτε πολιτικοί μας, θα εξακολουθούν να αποταμιεύουν για τα …γεράματά τους κ.λπ., τον δικό μας ιδρώτα, πόνο και μόχθο.
Αλλά και μέχρι τότε, οι καλοί μας φίλοι, θα εξακολουθούν να κάνουν βόλτες και επισκέψεις ακόμη και στις γειτονιές μας, περιγελώντάς μας ανενόχλητοι, και κάνοντας όνειρα… Και εμείς, ο λαός, απλά, θα κάνουμε ίσως, με κατεβασμένο το κεφάλι, την διαπίστωση, ότι η ΕΛΛΑΣ ΕΑΛΩ και μαζί της μια ιστορία και ένας πολιτισμός δέκα χιλιάδων χρόνων, που χτίστηκε λιθάρι τω λιθάρι με αίμα και αγώνες ! Μπράβο μας, άξιοι της μοίρας μας!!.
Μέρος 2ο
Ντοκουμέντα, τεκμηρίωση και σχόλια
« Δεν πρέπει να στοχάζεστε πολλά μεγάλην ευεργεσίαν»
1. Ο Μ. Οικονόμου στα «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» περιγράφει ως εξής την κατάσταση καθώς έφταναν οι δόσεις των δανείων: «Κατά την παροιμίαν εν ταύτη τη εποχή και το σκυλί δεν εγνώριζε τον αφέντη του, συγγενείς τους συγγενείς τους συγγενείς, φίλοι τους φίλους, αδελφοί τους αδελφούς, γονείς τα τέκνα και ταύτα τους γονείς παρήτουν επί μόνη τη προσδοκία του χρυσού. Εκοιμάτο τις εν μέσω πολλών φίλων και εξυπνών ευρισκόμενος εν μέσω εχθρών ή έρημος. Τόσο μεγάλη η του χρυσού προσδοκώμενη δύναμις».
2. Ο Αδαμάντιος Κοραής με γράμμα του από το Παρίσι προς τον Γ. Κουντουριώτη σχολιάζει την πρώτη δανειακή συνομολόγηση με τούτα τα λόγια: «Το δάνειον το γενόμενον από το Αγγλικόν Έθνος, δεν πρέπει να στοχάζεσθε πολλά μεγάλην ευεργεσίαν. Και εις αυτόν τον διάβολον ήθελαν μετά χαράς δανείσουν αργύρια, αν ο διάβολος είχε να τους ασφαλίσει με ενέχυρα»
3. Ο ιστορικός Δ. Φωτιάδης κρίνοντας τα δυο πρώτα δάνεια σημειώνει: «Οι οικονομικές αλυσίδες, όπου από αυτές ποτέ δεν γλιτώσαμε, είχαμε δέσει τον τόπο μας πριν ακόμη αποκτήσει τη λευτεριά του. Και όμως η Βουλή της κυβέρνησης Κουντουριώτη δέχτηκε με μεγάλες εκδηλώσεις χαράς την είδηση της συνομολόγησης του δανείου, όπως της χάριζε τη βεβαιότητα ότι θα κέρδιζε τον εμφύλιο σπαραγμό. Σωστά ειπώθηκε πως με την προοπτική της διανομής του πρώτου δανείου τερματίστηκε ο πρώτος εμφύλιος και με την προοπτική του δευτέρου αρχίζει ο δεύτερος. Όταν πήρε τέλος και ο δεύτερος εμφύλιος κι έπεσε το Μεσολόγγι και παραιτήθηκε ο Κουντουριώτης και σχηματίστηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη βρέθηκαν στο ταμείο του κράτους όλα και όλα 60 γρόσια!»
4. Ο ακαδημαϊκός Αγγ. Αγγελόπουλος που έχει ασχοληθεί με το θέμα των δύο πρώτων δανείων εκτιμώντας συνολικά την κατάσταση γράφει: «Η Ελλάς εισέπραξε τελικώς μόνον 540.000 λίρες, ήτοι μόνον το 20% του αρχικού κεφαλαίου. Το υπόλοιπον εσπαταλήθη υπό του εν Αγγλία ομίλου του αναλαβόντος την χρησιμοποίησιν του δανείου, δια την καταβολήν των προμηθειών, δια την παρακράτησιν τόκων, δια την εξαγοράν ομολογιών προς δήθεν συγκράτησιν της χρηματιστηριακής αξίας και δια την παραγγελίαν έξι ατμοπλοίων, τα οποία πάντα πλην ενός κατεποντίσθησαν ή εξόκειλαν καθ’ οδόν και δυο φρεγατών εξ ων παρελήφθη μόνο η μία και αυτή εις αθλίαν κατάστασιν».
5. Ο Νίκος Μπελογιάννης στη μελέτη του «Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα» διαπιστώνει: « Ο επίλογος αυτής της θλιβερής ιστορίας είναι ότι τις 2.800.000 λίρες στην ουσία τις χρωστάμε ως σήμερα (το βιβλίο γράφτηκε λίγο μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς), παρόλο που πληρώνουμε για δαύτες αμέτρητα ποσά… Να προσθέσουμε μόνο ότι από το 1827 και ύστερα οι ξένοι δανειστές δεν είσπραξαν τόκους και χρεολύσια και η Ελλάδα κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης. Από τότε αρχίζει – μαζί με άλλες αιτίες η επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας και έτσι τα δάνεια αυτά που ονομάστηκαν – για ειρωνεία – δάνεια της ανεξαρτησίας αποτελέσανε τον πρόλογο της οικονομικής υποδούλωσης της Ελλάδας στο ξένο κεφάλαιο…»
6. Ο φιλέλληνας συνταγματάρχης Λ. Στάνχοπ, επίτροπος του δανείου, στον αποχαιρετισμό του τον Μάιο του 1824 θα απευθύνει σε Έλληνες συναγωνιστές του τούτα τα λόγια (από τον Τύπο της εποχής): «Η κοινή ζήτησίς μας είναι δια τα χρήματα. Τα χρήματα λέγετε θέλει σας ασφαλίσουν την νίκην και την ανεξαρτησίαν. Διατί λοιπόν οι πρόγονοί σας ΄/ετρεψαντους Πέρσας εις φυγήν και σεις οι ίδιοι τους Τούρκους οίτινες ήσαν τόσο πλούσιοι και ανώτεροι τον αριθμόν; Ψευδές είναι λοπόν το να λέγη τις ότι ο χρυσός και ο σίδηρος είναι τα νεύρα του πολέμου. Ταύτα είναι μόνον μέσα βοηθητικά…»
7. Επιστρέφοντας στην αρχή του θέματος ας κλείσουμε με τον τρόπο που δικαιολογεί ο Κ. Παπαρρηγόπουλος τις ενέργειες του Αλ. Μαυροκορδάτου (το κείμενο σε απόδοση): « Το πλήθος των σχέσεων που δημιούργησε φαίνεται από τις οδηγίες που έδωσε από την Τρίπολη στις 24 Ιουνίου 1823, σαν γενικός γραμματέας του εκτελεστικού στην επιτροπή (Ι. Ορλάνδος, Ι. Ζαΐμης, Α. Λουριώτης) που είχε σταλεί στο Λονδίνο για να συμφωνήσει το πρώτο δάνειο. Το δάνειο κατά τη γνώμη του είχε δυο σκοπούς. Να προσφέρει χρηματικούς πόρους στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και να ενοχοποιήσει κατά κάποιον τρόπο την Αγγλία για την πορεία της ελληνικής επανάστασης και, όπως έλεγε κατηγορηματικά, να δώσει αφορμή ν’ αρχίσουν αμοιβαίες σχέσεις ,μεταξύ των δυο εθνών. Το τελευταίο δεν ήταν καθόλου πιο λίγο σπουδαίο από το πρώτο…»
Σημειώσεις
1. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, (1792-1828), ήταν Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας. Το 1810 κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα όπου στη μάχη της Δρέσδης, (27 Αυγούστου 1813 ν. ημ.), έχασε το δεξί του χέρι. Το 1814-1815 συμμετείχε και αυτός ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης με τον βαθμό του υποστράτηγου. Χαρακτήρας Η φυσιογνωμία του είχε τον τύπο της ανατολίτικης (Πολίτικης) ανδρικής ομορφιάς με έντονα χαρακτηριστικά μάτια. Ήταν αγαθός και ευγενής, μελαγχολικός και ονειροπόλος, ευκολοσυγκίνητος και ενθουσιώδης. Κληρονόμος των μεγάλων παραδόσεων και προσπαθειών της οικογένειας των Υψηλάντηδων είχε θέσει ως μεγάλο σκοπό και όνειρο της ζωής του την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Εξ αυτού και ο φλογερός ενθουσιασμός του και η μεγάλη φαντασία του εύκολα μπορούσαν να τον παρασύρουν σε πολύ παράτολμα εγχειρήματα. Μάλιστα στο Συνέδριο της Βιέννης εξέφρασε την άποψη ότι το ζήτημα των Γραικών (Ελλήνων) είναι υπόθεση του χριστιανισμού και του ανθρωπισμού που θα πρέπει να αναχθεί σε υπόθεση όλων των Βασιλικών Αυλών της Ευρώπης.
2. Ο Θεόδωρος Νέγρης (1790-1824) ήταν Έλληνας πολιτικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και καταγόταν από παλαιά αρχοντική Φαναριώτικη οικογένεια της Γένοβας. Λόγω της καλής οικονομικής του κατάστασης απέκτησε αξιόλογη μόρφωση. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έγινε ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της. Διετέλεσε γραμματέας του Σκαρλάτου Καλλιμάχη στη Μολδαβία και λίγο πριν την έκρηξη της επανάστασης διορίστηκε από την τουρκική κυβέρνηση επιτετραμμένος της στο Παρίσι. Στην διαδρομή όμως έφτασαν τα νέα για την έκρηξη της επανάστασης, οπότε αυτός έσπευσε κρυφά στην επαναστατημένη Ελλάδα. Παράλληλα οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από τον διωγμό που εξαπολύθηκε εναντίον του ελληνικού πληθυσμού, αποκεφάλισαν τον πατέρα του. Φτάνοντας στις Σπέτσες με περιβολή τουρκικού αξιωματούχου παραλίγο να λιντσαριστεί από το πλήθος. Τελευταία στιγμή σώθηκε από τον [[Νεόφυτο Βάμβα]]. Παρόλο τον κίνδυνο που πέρασε, ο Νέγρης συνέχισε να προκαλεί διαδίδοντας ψευδώς ότι ήταν συγγενής των Υψηλάντηδων. Στην Καλαμάτα θα συναντηθεί με τον Κωστάκη Καρατζά και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο εγκαινιάζοντας ουσιαστικά μια άτυπη συμμαχία με κυρίαρχο το αντι-υψηλαντικό και φαναριώτικο στοιχείο. Στις 19 Νοεμβρίου 1821 ίδρυσε την Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, τον Άρειο Πάγο. Με διατάγματα όπως αυτό, το οποίο απαγόρευε την είσοδο στρατευμάτων χωρίς την άδεια της αρχής, ουσιαστικά συγκροτούσε ανεξάρτητο κρατίδιο. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου εκλέχτηκε ο ίδιος. Συμμετείχε στην Α’ και Β’ Εθνοσυνέλευση ενώ στη συνέχεια θέλοντας να ξεπεράσει τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο συμμάχησε με τον Κολοκοτρώνη και έπειτα με τον Ανδρούτσο. Συγκάλεσε νέα συνέλευση, η οποία όμως απέτυχε. Εν τω μεταξύ ο Άρειος Πάγος είχε χάσει ήδη την ισχύ του. Έτσι σιγά σιγά παραμερίστηκε από τα πολιτικά πράγματα. Ο χαρακτήρας του ήταν αλλοπρόσαλλος και ανυπόμονος. Σε αντίθεση με το παρουσιαστικό του, ήταν πάρα πολύ έξυπνος και δόλιος, αντιπροσωπεύοντας επαρκώς το φαναριώτικο πρότυπο. Οι φιλοδοξίες του, σε συνδυασμό με την ανυπομονησία του, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τον επίσης φιλόδοξο Μαυροκορδάτο καθώς και με άλλες πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής. Απεβίωσε στις 22 Νοεμβρίου του 1824 από τύφο στο Ναύπλιο.
3. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ( Κωνσταντινούπολη 3 Φεβρουαρίου 1791 – Αίγινα 6 Αυγούστου 1865) ήταν διπλωμάτης, αγωνιστής του ’21 και πολιτικός. Συμμετείχε κυρίως στα πολιτικά πράγματα της επανάστασης του ’21, ιθύνων νους της ανταρσίας της Ύδρας (1831) και πρωθυπουργός πέντε φορές. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης αλλά και επί Όθωνα ήταν ο κύριος εκφραστής της αγγλικής πολιτικής. Από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως το «μαύρο πρόβατο» του ’21 ενώ οι σύγχρονοι ιστορικοί τον κατατάσσουν στην κατηγορία των αμφιλεγόμενων προσώπων.
4. Αδήριτος = ακαταμάχητος, ανίκητος.
5. Ανδρέας Λουριώτης, Πολιτικός επί της Ελληνικής Επανάστασης και μετά. Ως αποσταλμένος της προσωρινής Κυβέρνησης διεπραγματεύθη τα δυο εθνικά δάνεια του 1824 και 1825. Για τον τρόπο διαπραγμάτευσης επί των δανείων αυτών, επεκρίθει από πολλούς και περισσότερο από το μέλος της επιτροπής των δανείων και της επιτροπής εξέλεγξης του λογαριασμού αυτών Γ. Σιανιολάκη. Στις 4 Ιανουαρίου 1835 εξεδόθη εις βάρος του δυσμενής απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις ενάργειές του ως προς τα εθνικά δάνεια.
6. Ο Λόρδος Βύρων, ή και εξελληνισμένα Λόρδος Γεώργιος Γκόρντον, (αγγλικά: George Gordon Byron VI, 22 Ιανουαρίου 1788 – 19 Απριλίου 1824) ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και φιλέλληνας.
7. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης (Ύδρα 1769-6 Ιουνίου 1852) ήταν Έλληνας γερουσιαστής και παράγοντας της επανάστασης του 1821.
8. Λέστερ Στάνχωπ (Stanhope), Άγγλος συνταγματάρχης. Ήλθε στην Ελλάδα το 1823 ως συνοδός του Λόρδου Βύρωνα και ως αντιπρόσωπος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου.
9. Ο Ιμπραήμ Πασάς (إبراهيم باشا στα αραβικά, 1789-10 Νοεμβρίου 1848) ήταν αντιβασιλέας της Αιγύπτου και στρατιωτικός. Γεννήθηκε στην Καβάλα και ήταν κατά πάσα πιθανότητα γιος του χεβίδη Μωχάμετ Αλή, αν και μερικοί υποστηρίζουν ότι ήταν θετός γιος του, και κάποιας χριστιανής, χήρας του Τουρματζή.
10. Κόχραν Θωμάς Άγγλος ναυτικός (1775 – 1860). Το 1827 ανέλαβε την αρχηγία του συμμαχικού στόλου που βρισκόταν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Κ. μαζί με τον Κάνιγκ συντέλεσαν στη συμφιλίωση των δύο συνελεύσεων, στην Αίγινα και στην Ερμιόνη, που αντιμάχονταν. Αργότερα στη συνέλευση της Τροιζήνας, όπου ορίστηκε ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδας και ο Ριχάρδος Τσορτς ως στρατάρχης, ο Κ. έγινε ο αρχηγός των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων. Οι επιχειρήσεις του στην Ελλάδα δεν ήταν νικηφόρες. Απέτυχε στην πολιορκία της Ακρόπολης, στην επιχείρηση της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, στην προσπάθειά του να συλλάβει τον Ιμπραήμ και στην πυρπόληση του στόλου του Μοχάμετ Άλη. Η μόνη νικηφόρα ενέργειά του ήταν στον κόλπο των Σαλώνων, όπου έκαψε 6 τουρκικά πλοία και μία αλγερινή κορβέτα. Το 1827 επέστρεψε στην Αγγλία και το 1832 ανέλαβε την αρχηγία του αγγλικού στόλου ως υποναύαρχος. Έγραψε “Αυτοβιογραφία ενός ναυτικού”, “Σημειώσεις περί των Βρετανικών Δυτικών Ινδιών” κ.ά.
11. Φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ», ιστιοφόρος φρεγάτα ναυπηγηθείσα στη Ν. Υόρκη των ΗΠΑ. Κατέπλευσε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1826. Η φρεγάτα χρησιμοποιήθηκε ως ναυαρχίδα του Κόχραν, με κυβερνήτη τον Ανδρέα Μιαούλη. Ήταν εξοπλισμένη με 64 τηλεβόλα ανά 32 σε κάθε πλευρά, μέχρι δε να έλθει στην Ελλάδα στοίχισε πάνω από 3 εκατομμύρια φράγκα. Στον Αγώνα μέχρι το τέλος αυτού ελάχιστες ήταν οι υπηρεσίες τις οποίες το πρώτο ελληνικό πολεμικό πλοίο προσέφερε. Το τέλος όμως αυτού σχετιζόμενο με τις πολιτικές έριδες, οι οποίες κατά την εποχή εκείνη τάραζαν την Ελλάδα, υπήρξε τραγικό. Συνέπεια της εξεγέρσεως των Υδραίων εναντίον της Κυβέρνησης του Καποδίστρια, ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης κατέλαβε με 150 Υδραίους ναύτες τον ναύσταθμο του Πόρου και τα εις αυτόν ελλιμενισμένα πλοία, μεταξύ αυτών και την φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ». Απειλούμενος όμως από αποκλεισμό από πλοία της ρωσικής μοίρας της Μεσογείου και φοβούμενος την από τους Ρώσους ανακατάληψη του ελληνικού ναυστάθμου και των πολεμικών πλοίων, πυρπόλησε την 1η Αυγούστου του 1831 την «ΕΛΛΑΣ». Στο εγχείρημά του αυτό είχε σύμβουλο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η πράξη αυτή του Μιαούλη προκάλεσε τη γενική αγανάκτηση και αποδοκιμασία. Και ενώ προετοιμαζόταν η παραπομπή του σε δίκη για τη συμμετοχή του στην ανταρσία και το κάψιμο των καραβιών η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια, απέτρεψε την δίωξή του.
12. Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας (Ρωσικά: граф Иоанн Каподистрия, Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 – Ναύπλιο 9 Οκτωβρίου 1831) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός που διετέλεσε πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, κατά τη μεταβατική περίοδο και ενώ τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, και νωρίτερα υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πολιτική παράδοση γι’ αυτό και αναμείχθηκε με την πολιτική ήδη από το 1803 οπότε και διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους αποσύρθηκε και εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Εκεί ανέλαβε σημαντικές θέσεις, καταφέρνοντας να αναδειχθεί σε υπουργό εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1815 έως το 1822, οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω της επανάστασης του 1821. Στις 14 Απριλίου 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον επέλεξε πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, θέση από την οποία ήρθε σε τριβή με τους τοπικούς αξιωματούχους με αποτέλεσμα την δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου 1831 από τους Μαυρομιχαλαίους. Ως κυβερνήτης της Ελλάδας προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση της κρατικής μηχανής, καθώς και για την θέσπιση του νομικού πλαισίου της πολιτείας, απαραίτητου για την εγκαθίδρυση της τάξης. Επίσης, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση πετυχαίνοντας αφενός να καταπολεμήσει το κατεστημένο των φατριών και αφετέρου να παρεμποδίσει την οθωμανική προέλαση. Η πρωτοβουλία για τον διορισμό του Καποδίστρια στην θέση του κυβερνήτη ανήκε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Με την βοήθεια της αγγλικής παράταξης αποφασίστηκε τελικά στην Γ’ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας να κληθεί ο Καποδίστριας να αναλάβει τα ηνία της χώρας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη συνέλευση. Στις 30 Μαρτίου 1827 εξελέγη επίσημα κυβερνήτης της Ελλάδας. Η εκλογή του θεωρήθηκε ως ήττα της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε επισκέφθηκε την Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου είχε συναντήσεις με Βρετανούς πολιτικούς. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι αναχώρησε για την Ελλάδα. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 έφτασε στο Ναύπλιο και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Η Κυβέρνηση Καποδίστρια είχε σημαντικό έργο Στο εσωτερικό της χώρας ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, την διάλυση του στρατού καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η αναστολή του συντάγματος και η διάλυση της βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της βουλής δημιούργησε το “Πανελλήνιον”, ένα γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ την διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, διοικούμενο από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε την χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Να σημειωθεί ότι αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή αυτών λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν αυτές διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για την δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης. Παράλληλα προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στρατού, που ήταν απαραίτητος για την συνέχιση του πολέμου και την επέκταση των συνόρων, καθώς και στην υπαγωγή του στόλου υπό τις εντολές της κυβέρνησης που μέχρι τότε βρισκόταν στην υπηρεσία των Υδραίων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να μειώσει την επιρροή των κοτζαμπάσηδων και να προστατέψει τα σύνορα. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό γρόσι. Όσον αφορά στην εκπαίδευση κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε την μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση παραμένοντας έτσι εκατομμύρια στρέμματα δεσμευμένα είτε από τους δανειστές είτε από τους κοτζαμπάσηδες και την εκκλησία. Μερίμνησε επίσης για την ανοικοδόμηση του Μεσολογγίου και των Πατρών, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και κατασκευάζοντας ναυπηγεία στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα. Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και έγινε η πρώτη απόπειρα για την καλλιέργεια πατάτας. Ο τρόπος που ο Καποδίστριας εισήγαγε την καλλιέργεια της πατάτας παραμένει περίφημο ανέκδοτο σήμερα: Παραγγέλλοντας ένα φορτίο πατάτες, πρώτα διέταξε ότι πρέπει να προσφερθούν σε όποιον θα ενδιαφερόταν. Όμως οι πατάτες αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία από τον πληθυσμό και ολόκληρο το σχέδιο φάνηκε να αποτυχαίνει. Όμως ο Καποδίστριας, έχοντας γνώση των ελληνικών συνηθειών, διέταξε ολόκληρη η αποστολή των πατατών να ξεφορτώνεται σε δημόσια επίδειξη στις αποβάθρες του Ναυπλίου, αλλά να φυλάσσονται από φαινομενικά αυστηρές φρουρές. Σύντομα, κυκλοφόρησαν φήμες για τις πατάτες, ότι αφού τόσο καλά φρουρούνταν, έπρεπε να είναι μεγάλης σπουδαιότητας. Και αφού ήταν έτσι, κάποιοι δοκίμαζαν να τις κλέψουν. Οι φρουρές είχαν διαταχθεί εκ των προτέρων να κάνουν με τρόπο τα στραβά μάτια και να επιτρέπουν ουσιαστικά την κλοπή. Έτσι, σύντομα όλες οι πατάτες του φορτίου είχαν κλαπεί και το σχέδιο του Καποδίστρια να τις εισαγάγει στην Ελλάδα είχε πετύχει. Προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία ίδρυσε την “Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα”, η οποία όμως απέτυχε, καθώς το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων. Αν και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων “Ανεξάρτητος”, “Ηώς” και “Απόλλων”, που είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες του διώχθηκαν. Σφοδρή κριτική υπήρξε και για την τοποθέτηση των δύο αδερφών του, Βιάρο και Αυγουστίνο στις δύο κορυφαίες θέσεις, αυτές του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία και οι δύο θεωρούντο ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την πτώση του κυβερνήτη. Εξωτερική πολιτική Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθεταν τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όσον αφορά στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Saxe-Coburg, ο οποίος όμως παραιτήθηκε από την διεκδίκηση του θρόνου λόγω διαφωνιών για τα σύνορα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο Καποδίστριας επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, κάτι τέτοιο όμως απορρίπτεται από τους περισσότερους σύγχρονους ιστορικούς. Παράλληλα οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν καθώς και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχη από τις επιτυχίες της Ελλάδας και της Ρωσίας, η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στην συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευόδωσε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Παρόλα αυτά η Ρωσία και η Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος αποστέλλοντας 3.750.000 γαλλικά φράγκα. Αντιπολίτευση και Δολοφονία Η αντιπολίτευση απαρτιζόταν από δύο κυρίως ομάδες. Την πρώτη την αποτελούσαν οι παραμερισμένοι από τον Καποδίστρια και την δεύτερη οι μεγαλοκτηματίες και πλοιοκτήτες που διεκδικούσαν για λογαριασμό τους την εξουσία. Ο συγκεντρωτισμός και οι καισαρικές τάσεις που επέδειξε ο Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τους κοτζαμπάσηδες και τους πλοιοκτήτες. Το κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των καραβοκύρηδων και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη. Εκεί είχε καταφύγει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καθώς και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αρχηγός της φατρίας των Μαυρομιχαλαίων που είχε παραγκωνιστεί από την εξουσία. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα “Απόλλων” του Αναστάσιου Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία θεωρώντας τον Καποδίστρια υποχείριο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και θέλοντας να καταστήσουν την Ελλάδα σε δικό τους προτεκτοράτο ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους. Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε εξέγερση στη Μάνη, στην οποία προσπάθησε να φτάσει με αγγλικό καράβι από την Ύδρα, αναγκάζοντας τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικά σώματα για να την καταστείλει. Την 14η Ιουλίου οι Ανδρέας Μιαούλης, που αν και είχε ευεργετηθεί από τον Καποδίστρια είχε προσχωρήσει στην αντιπολίτευση, και Κριεζής με 150 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο. Η φρουρά του νησιού στάθηκε ανίκανη να τους αντιμετωπίσει αφού στήριξη από το ναυτικό δεν υπήρξε. Παρά τις πιέσεις ο Κωνσταντίνος Κανάρης αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επαναστατική αυτή κίνηση. Ο Καποδίστριας ζήτησε τη συνδρομή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, μόνο όμως ο Ρώσος ναύαρχος απάντησε θετικά στην πρόσκλησή του. Την 1η Αυγούστου κατέφθασε ο Ρωσικός στόλος στο λιμάνι του Πόρου απαιτώντας την άμεση εγκατάλειψη των πλοίων. Μπροστά στον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί, ο Μιαούλης ανατίναξε την φρεγάτα “Ελλάς” βάζοντας παράλληλα φωτιά και στα υπόλοιπα πλοία του στόλου. Ύστερα από την πυρπόληση του στόλου, ο Καποδίστριας προχώρησε στην λήψη σκληρότερων μέτρων συλλαμβάνοντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα και υπό την καθοδήγηση των Άγγλων και Γάλλων πρακτόρων οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο (δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1831) έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του, Γεώργιος Κοκκώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχτηκε στο λιμάνι. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία.. Τελικώς καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς. Η δολοφονία του Καποδίστρια οργανώθηκε σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς από τη Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία. Απόδειξη ίσως είναι και το γεγονός ότι η γαλλική πρεσβεία δέχτηκε με ευκολία να παραχωρήσει άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φάκελος για την δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά αρχεία παραμένει απόρρητος. Μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, την θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της τριμελούς ανώτατης αρχής με το όνομα Διοικητική επιτροπή που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του, Αυγουστίνος, στην Κέρκυρα όπου και ενταφιάστηκε στην Μονή Πλατυτέρας. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς της επανίδρυσης του κράτους. Έπειτα από αυτά το συμπέρασμα που βγαίνει είναι αυτό που έγραψε ο Κων/τίνος Τσάτος: «Αν κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας μερικά χρόνια ακόμα θα ήταν άλλη η μοίρα αυτού του τόπου και πολλά δεινά που ακολούθησαν θα είχαν αποτραπεί. Ίσως λίγοι τότε να ήταν σε θέση να αναμετρήσουν το μέγεθος της εθνικής συμφοράς, που προκάλεσε ο θάνατός του. Μόνον η απόσταση μας επιτρέπει να την ιδούμε σήμερα ολόκληρη, σε όλες της τις συνέπειες».
2. Ο Όθων-Φρειδερίκος-Λουδοβίκος, πλήρες όνομα Όττο Φρίντριχ Λούντβιχ φον Βίττελσμπαχ (Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach) (1 Ιουνίου 1815 – 14 Ιουλίου 1867), ήταν Πρίγκιπας της Βαυαρίας και πρώτος Βασιλεύς του Βασιλείου της Ελλάδος, με τον επίσημο τίτλο «Βασιλεύς της Ελλάδος».
3. O Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832- 30 Μαρτίου 1896) ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και Πρωθυπουργός. Ο Τρικούπης κυριάρχησε την πολιτική σκηνή της Ελλάδας από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Στη τελευταία του κυβέρνηση, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις και πτώχευσε. Στον Τρικούπη αποδίδεται η φράση “δυστυχώς επτωχεύσαμεν” ενώπιον της Βουλής, την οποία, όμως ουδέποτε διετύπωσε, όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωση των πρακτικών της Βουλής. Πέραν αυτού, από μελέτη των στοιχείων εκτιμάται ότι η πτώχευση θα είχε αποφευχθεί, αν ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ αποδεχόταν τους χειρισμούς του Χαρίλαου Τρικούπη για την σύναψη νέου δανείου για την αντιμετώπιση του χρέους. Ο Γεώργιος δεν δέχτηκε την πρόταση του Τρικούπη να κυρωθεί η σύμβαση του δανείου – όπως προέβλεπε σχετικός Νόμος – και η σύσταση «Ταμείου Δανείου» με βασιλικό διάταγμα και αντιπρότεινε να δώσει η Βουλή ειδική εξουσιοδότηση. Πιεζόμενος από τον Τρικούπη ζήτησε προθεσμία 48 ωρών “για να σκεφτεί”. Στο διάστημα αυτό με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που εστάλη στο Λονδίνο από τα Ανάκτορα δινόταν η εντολή να πουλήσουν στο χρηματιστήριο πολλών εκατομμυρίων ομολογίες ελληνικών δανείων, που οι τιμές τους ανέβαιναν καθημερινά εν όψει του νέου δανείου. Το ανακτορικό παιχνίδι οδήγησε αμέσως τον Τρικούπη σε παραίτηση και τη χώρα, ύστερα από λίγο, στην πτώχευση. Στις εκλογές της 16ης Απριλίου του 1895 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής (εκλέχτηκε ο εντελώς άγνωστος αντίπαλος του Γουλιμής με διαφορά τεσσάρων ψήφων!) με αποτέλεσμα να αυτοεξοριστεί στις Κάννες της Γαλλίας. Το 1896, λίγο πριν πεθάνει, τέθηκε χωρίς την θέλησή του υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές στην επαρχία Βάλτου και εκλέχτηκε πανηγυρικά. Απεβίωσε σε ηλικία 64 ετών στις Κάννες και ενταφιάστηκε στην Αθήνα. Τον Οκτώβριο του 1867 ως υπουργός Εξωτερικών υπέγραψε σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας με τον ηγεμόνα Μιχαήλ της Σερβίας. Τον Μάρτιο του 1880 με πρότασή του καταργήθηκε ο φόρος της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα και αντικαταστάθηκε με τον φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Επίσης μείωσε τη στρατιωτική θητεία σε ένα έτος αντί τριών που ήταν μέχρι τότε. Με την κυβέρνηση που συγκρότησε τον Μάρτιο του 1882 αναδιοργάνωσε την αστυνομία, την αγροφυλακή και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Θέσπισε νόμους για προσόντα, μονιμότητα και προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων. Αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1882 υπήρχαν σε λειτουργία μόνο 9 περίπου χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεαν την Αθήνα (Θησείο) με το επίνειό της, τον Πειραιά, το 1893 λειτουργούσαν 914 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και άλλα 490 ήταν υπό κατασκευή. Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και το κρασί. Η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου επετεύχθη χάρη στον Τρικούπη, ο οποίος και την εγκαινίασε το 1893. Επίσης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της παιδείας. Στην επόμενη διακυβέρνησή του (1886-1890) μείωσε τον αριθμό των βουλευτών από 240 σε 150 (το κατώτατο όριο που προέβλεπε τότε το Σύνταγμα) και επίσης ενίσχυσε το Βασιλικό Ναυτικό με παραγγελία τριών μεγάλων πλοίων, των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, για τη χρηματοδότηση των οποίων αναγκάστηκε να πάρει και άλλο ένα δάνειο. Επέβαλε και φόρο επί των οικοδομών. Ο Χαρίλαος Τρικούπης επιδίωξε έναν ιδιαίτερα αισιόδοξο εκσυγχρονισμό, ο οποίος παρουσίασε πάντως προβλήματα καθώς οι αλλαγές δε βρήκαν πρόσφορο έδαφος λόγω της προβληματικής ελληνικής οικονομίας και του συντηρητικού πνεύματος της εποχής. Χαρακτηριστικός πολιτικάντης αντίπαλος στην εποχή του ήταν ο Τσελεπίτσαρης που διοργάνωνε πορείες με εναντίον του Τρικούπη συνθήματα. Χαρακτηριστικό της προοδευτικότητάς του είναι το παράτολμο, για την εποχή του, όραμά του για τη ζεύξη του στενού Ρίου-Αντιρρίου, ιδέα που υλοποιήθηκε πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 2004, με την κατασκευή της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, στην οποία δόθηκε το όνομά του στις 25 Μαΐου 2007.Γενικότερα, η δράση του Χαρίλαου Τρικούπη στην Ελλάδα, θεωρείται ως μία από τις πιο καθοριστικές για τη μετάβαση της χώρας στον 20ο αιώνα. Το έργο του προκάλεσε πολλές φορές διχογνωμίες και αντιδράσεις την εποχή εκείνη, όμως τα αποτελέσματά του σε πολλές περιπτώσεις είναι ορατά ακόμα και στη σύγχρονη και μεταγενέστερη Ελλάδα. Συνοψίζοντας, ο Χαρίλαος Τρικούπης υλοποίησε πολλά έργα στη χώρα με στόχο τον εκσυγχρονισμό της και γι’ αυτό αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που πέρασαν από αυτή.
Βιβλιογραφία και πηγές πληροφόρησης
1. Αγαπητός Σ. Αγαπητός (1877). Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος σελ. 216-221. Τυπογραφείο Α. Σ.
2. Σπύρος Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κεφ. 56.
3. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
4. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1977-2000
5. Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος, τ. 2 (1922-1924)
6. Καθημερινή. Ένθετα επτά ημέρες.
7. Αικατερίνη Φλεριανού, Χαρίλαος Τρικούπης: Η ζωή και το έργο του, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1999
8. Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη