FtS110
Για μία ακόμη φορά οφείλουμε να συγχαρούμε τους διοργανωτές του Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας που λαμβάνει χώρα κάθε δύο χρόνια στο συνεδριακό κέντρο του Κάστρου της Λαμίας και διοργανώνεται από το Πνευματικό Κέντρο Σταυρού.
Προσφάτως κυκλοφόρησαν τα πρακτικά του συνεδρίου 2007 (9 – 11 Νοεμβρίου 2007). Ένας ογκώδης τόμος από 840 σελίδες. Θέματα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Λαογραφίας προσεγγίζουν οι εισηγητές και προσφέρουν ουσιαστική ύλη για την ενημέρωση και πνευματική καλλιέργεια του φθιωτικού λαού.
Στους διοργανωτές και σε κάθε εισηγητή αξίζει κάθε έπαινος. Με ιδιαίτερη αγάπη και ενδιαφέρον βλέπουμε εδώ ανθρώπους που είναι μέλη του Συμβουλίου για τον Αχιλλέα υπό τον φίλο Ελληνοαμερικανό καθηγητή Δημήτρη Μπριάννα. -Έναν συλλογικό φορέα, μία κίνηση να βρεθούν του ανάκτορα του ομηρικού ήρωα συντοπίτη μακρινού προγόνου μας που ο Σύλλογος και η ΦτΣ στηρίζουμε- Προσεγγίζουν και προβάλλουν την δική τους εκδοχή για τα ανάκτορα του Αχιλλέα που πιθανολογούν να βρίσκονται στον Σπερχειό, στην ευρύτερη περιοχή Σπερχειάδας και επιχειρηματολογούν γι’ αυτό. Οι φίλοι εκπαιδευτικοί Τάκης Ευθυμίου, Βασίλης Κανέλλος, ο Ευθύμιος Αδάμης. Μία καινούργια συμμετοχή πάνω στο ίδιο θέμα: Η ιταλίδα καθηγήτρια αρχαιολογίας Cantarelli Floriana, την οποία ήδη φέραμε σε επαφή με τον καθηγητή Μπριάνα, πραγματεύεται το θέμα «Η σύνδεση μεταξύ της Φθιώτιδας και του μύθου του Αχιλλέα». Καθ’ όλα αξιόλογη εργασία.
***
Για μία ακόμη φορά, ωστόσο, η προσοχή μας στέκεται –και θέλουμε όλως ιδιαιτέρως να εξάρουμε- την πολύ σημαντική επιστημονική εργασία της Ιστορικού κυρίας Βασιλικής Λάζου – με σπουδές στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στο Karl-Frazens Universitaet, Graz , αλλά και με μεταπτυχιακούς τίτλους Master of Arts –University of Essex, United Kingdom- που προσεγγίζει ένα θέμα σχετικά πρόσφατο, αλλά εντελώς ή περίπου άγνωστο όχι μόνον σε μας, αλλά υποθέτουμε και σε πάρα πολλούς συμπατριώτες μας. Με πλήρη επιστημονική αρτιότητα και αποδεικτικά τεκμήρια και μαρτυρίες σε έκταση 50 σελίδων παρουσιάζει το ζήτημα
«Η απονομή της δικαιοσύνης στην πόλη της Λαμίας την περίοδο του εμφυλίου πολέμου- Η περίπτωση του Έκτακτου Στρατοδικείου Λαμίας – Απονομή δικαιοσύνης ή πρόσχημα διώξεων».
Συστήνουμε ανεπιφύλακτα σε κάθε φίλο να αναζητήσει και να διαβάσει την εργασία της συντοπίτισσας Ιστορικού η οποία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα «Ο εμφύλιος πόλεμος από την οπτική μιας επαρχιακής πόλης: Λαμία 1946-1949», ενώ η ίδια έχει στο ενεργητικό της πλήθος συμμετοχών και επιστημονικών ανακοινώσεων σε συνέδρια για την περίοδο 1940-1950.
Είναι δύσκολο να αποσπάσει κανείς κάποιο τμήμα από την εκτενή εργασία, καθώς αισθάνεται ότι αδικεί τόσες άλλες άκρως ενδιαφέρουσες ενότητες. Παρά ταύτα το επιχειρούμε χάριν των αναγνωστών της ΦτΣ:
***
[….]
Οι τελευταίες στιγμές πριν από την εκτέλεση, ο ήχος από τα φορτηγά που έφταναν στη φυλακή για να παραλάβουν τους μελλοθανάτους, οι πόρτες που ανοιγόκλειναν, οι τελευταίοι χαιρετισμοί «Γεια σας αδέρφια» από τους κρατούμενους που έμεναν πίσω στις φυλακές και από τους μελλοθανάτους χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη των πολιτικών κρατουμένων.
Εκείνες τις στιγμές ήμασταν πολύ στενοχωρημένοι και δεν μιλούσαμε καθόλου. Επικρατούσε νεκρική σιγή στο θάλαμό μας, όπως και στους άλλους.
(Λευκαδίτης, σελ. 168).
Η Μαρία Καραγιώργη, κρατούμενη στο στρατόπεδο των φυλακών Λαμίας, στέλεχος του ΚΚΕ και γυναίκα του Διοικητή του ΚΓΑΝΕ Κώστα Καραγιώργη, περιγράφει τις αναμνήσεις της τις τελευταίες στιγμές των κρατουμένων και τη διαδρομή τους από τις φυλακές στον τόπο εκτέλεσής τους.
Ένα βράδυ πριν προλάβω καλά – καλά να μάθω τα γύρω μου και να προσαρμοστώ στην πραγματικότητα, μέσα στην ησυχία της νύχτας, αρχίζει μία αναστάτωση στο θάλαμο, ψίθυροι ταραγμένοι, μισοσηκωμένα κορμιά –ανεξήγητα πράγματα για μένα. Μια λέξη μόνο ψιθυριζόταν: Εκτέλεση. Άλλο να το λες από μακριά και άλλο να το ζεις. Αμέσως ακούγονται τα γκράγκ – γκράγκ από τις βαριές σιδεριές του «Νταχάου» να ανοίγουν.
Ανοίγουν το «Νταχάου» παίρνουν και άνδρες … ψιθυρίζουν οι παλαιότερες που είχαν ζήσει τέτοιες καταστάσεις.
Και στο δρόμο κάτω από το σχολείο, ακούγεται η μηχανή του αυτοκινήτου που περιμένει να τους παραλάβει, να δουλεύει στο ρελαντί. Εκείνος ο ήχος! Εκείνο το συνεχές μπ-μπ-μπ να περιμένει να πάει στο θάνατο τόσα νιάτα. Ήταν και γυναίκες που πήγαιναν για εκτέλεση μέσα στα φορτηγά. Τραγουδούσαν το παντοτινό τραγούδι των μελλοθανάτων «στη στεριά δε ζει το ψάρι, ουδ’ ανθός στην αμμουδιά..». Μέσα από το τραγούδι ακούγεται μία γυναικεία φωνή.
-Γεια σας συναγωνιστές, γεια σας σύντροφοι! Το αίμα το δικό μας να είναι το τελευταίο που χύνεται. Όλοι οι μελλοθάνατοι αυτό εύχονταν στους υπόλοιπους.
κι η φωνή συνέχιζε:
-Γεια σου (έλεγε ονόματα), γεια σου Γεωργία …
Το τραγούδι και οι χαιρετισμοί συνεχίζονταν, ώσπου το βαρύ αυτοκίνητο μαρσάρισε, ξεκίνησε – φαινόταν από τον ήχο βαρύ τζέιμς. Ακούγονταν για λίγο να απομακρύνεται κι ύστερα ησυχία. Ο θάλαμος παγωμένος. Τσικ δεν ακούγονταν. Σε λίγο άρχισαν οι ψίθυροι. Πολλές γνώρισαν τη γυναικεία φωνή. Ήταν η Κούλα Ντάνου. Την ήξεραν. Λεβεντοκοπέλλα, λέγαν όλες. Γενναία και παλικάρι. Η Γεωργία που ονομάτισε ήταν φίλη της. (…) περιμένοντας στο προαύλιο των γυναικείων φυλακών, αποχαιρετούσε τους φυλακισμένους και τραγουδούσε κάποιους αυτοσχέδιους στίχους:
Γεια σας χαρά σας αδελφοί,
που μένετε δω πέρα.
Μη λησμονείτε οι δρόμοι μας
θ’ ανταμωθούν μια μέρα
(Μ. Καραγιάννη, σ. 92-93 και Λευκαδόιτης για ρτην εκτέέση της Κούλας Ντάνου σ. 168)
Η Κούλα Ντάνου ήταν από τις πρώτες γυναίκες που κατατάχτηκαν στα ένοπλα σώματα του ΕΛΑΣ. Υπηρέτησε στο Τάγμα Θανάτου της 36ης Μεραρχίας και αργότερα στο Γενικό Στρατηγείο.. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδερφής της Γιαννούλας
Στο Μαυρολιθάρι την τραυματίσανε σε μία μάχη. Κλείστηκε σε μία σπηλιά. Την πιάσανε και τη φέρανε στη Λαμία. Το Δεκέμβρη 1948 πέρασε Στρατοδικείο. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το Φεβρουάριο 1949. Η δίκη ήταν μία παρωδία. Δεν είχαμε μάρτυρες υπεράσπισης. Οι εφημερίδες γράφανε «κρατείται η καπετάνισσα Ντάνου!» Είχαμε μόνο τρεις μάρτυρες κατηγορίας. Ήτανε, είπανε, πραγματική κομουνίστρια, γι’ αυτό βγήκε στο κλαρί. Ζήτησα να τη φιλήσω για τελευταία φορά. Δεν το επέτρεψε ο Κινίνος (=ΣΣ έτσι παρονόμαζαν το Στρατοδίκη, από το πικρό κινίνο).Ήτανε πολύ άτυχη η Κούλα, γιατί μετά από αυτήν σταμάτησαν οι εκτελέσεις. Βιάστηκαν οι στρατοκράτες να τη στείλουν στο θάνατο. Προσβεβλημένοι από την άρνησή της να υπογράψει δήλωση. Απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας την δελεαστική πρόταση του ίδιου του στρατηγού. Και βάδισε στο θάνατο τραγουδώντας το αγαπημένο της τραγούδι.
(Γ. Μωραϊτης, Οι αναμνήσεις ενός αντάρτη, Αθήνα – Καστανιώτης, 1999 σ. 196).
Περιμένοντας το ξημέρωμα και τη στιγμή που θα τους έπαιρναν για εκτέλεση, οι μελλοθάνατοι έγραφαν τα τελευταία τους γράμματα προς τους οικείους τους και ενδεχόμενα ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα προς τους συντρόφους τους που έμεναν πίσω. Από τις λίγες σωζόμενες τελευταίες επιστολές μπορούμε να εξετάσουμε το νόημα που προσέδιδαν οι πολιτικοί κρατούμενοι στο θάνατό τους. Η δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσάντζα ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε και μία από τους πρώτους εκτελεσμένους με απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου Λαμίας στις 9 Μαΐου 1947. Είχε σημαντική δράση στην Αντίσταση στην περιοχή της Καρδίτσας και μετά την απελευθέρωση ήταν στέλεχος της κομματικής οργάνωσης της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΕ στην Καρδίτσα. Είχε βασανιστεί από παρακρατικούς και μαζί με άλλα στελέχη είχε βγει στα τέλη του 1947 στο βουνό για να καθοδηγεί από εκεί τις οργανώσεις. Συνελήφθηκε μαζί με άλλα στελέχη στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού στα Άγραφα την άνοιξη του 1947, παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Το τελευταίο της γράμμα γραμμένο στο θάλαμο μελλοθανάτων στις φυλακές της Λαμίας λίγες ώρες πριν την εκτέλεση απευθύνονταν προς μία φίλη και συνάδελφό της:
Θάλαμος μελλοθανάτων 08.05.1947 Λαμία
Αγαπημένη μου Σωτηρία!
Σ’ αφήνω γεια μια για πάντα. Είμεθα μία μεγάλη παρέα. Με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις βρεθήκαμε στη Νιάλα στ’ Άγραφα. Η απότομη πρωτοφανής χιονοθύελλα μας εδυσκόλεψε. Εγώ επί 24 ώρες έμεινα αναίσθητη και αν έζησα μέχρις εδώ τη ζωή μου, τη χρεωστώ στο Βασίλη Φυτσιλή από τη Σέκλιζα, ο οποίος για χατίρι μου κατεδικάσθη σε ισόβια δεσμά, χωρίς όμως και για να ζήσω.
Ύστερα από πολλά, ενώ καθήμεθα μέσα στις σκηνές μας, μας παρέλαβε ο στρατός. Από το ψύχος είχα πρηστεί. Μας πήγαν στα Άγραφα. Εν όλω είμεθα 30 κι εγώ 31. Μας κράτησαν τρεις ημέρες για ενέσεις. Από κει στο Μοναστηράκι. Το τι δοκιμάσαμε εκεί δε λέγεται. Μας χτύπησαν και μου κόψαν τα μαλλιά μου, ολίγα πάντως. Στο Καρπενήσι, εκεί ήταν τα πολλά. Με πήγαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κραυγές. Μου σπάσαν δύο πλευρά και ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο. Μας φέρανε εδώ. Τελική απομόνωση. Τους εξευτελισμούς και τις ηθικές καταπιέσεις, όπου δοκιμάσαμε, δεν λέγονται. Στην 1η Μαΐου μας κοινοποίησαν την απόφαση, ότι στις 3 περνάμε από στρατοδικείο. Γράμμα δεν μπορούσαμε να στείλουμε, διότι δεν έκανε, όπως μας είπαν. ‘Ήλθε ο πατέρας μου. Παρακολούθησε δύο ημέρας και μετά πήγε στην Αθήνα. Δεν με άφηναν διόλου να μιλήσω. Τώρα από προχθές 5 Μαΐου βγήκε απόφαση με θανατική ποινή. ας σκηνοθέτησαν πολλά, ιδία εμένα, τόσα που δεν λέγονται. Εν τέλει μας χαρακτήρισαν ως στρατολόγους ηθικούς αυτουργούς.
Τι να γίνει Σωτηρία μου, αφού έτσι είναι ο κόσμος.
Δεν έχω μπροστά μου, παρά λίγα λεπτά, ελπίζοντας ίσως από Αθήνα ο πατέρας μου να φανεί. Έπειτα πλέον φεύγω μια για πάντα χρυσή μου. Εσύ να εργαστείς στο σχολείο και να δώσεις στην νεολαία να πιστέψει τι είναι εκείνο που εμείς πεθαίνουμε υπερήφανοι για την Ελλάδα και πηγαίνουμε ψηλά με τη συνείδησή μας καθαρή. Ως ενθύμιο δωρίζω το καρρέ στη Βασιλικούλα σου, αφού άλλο δεν έχω. Στη μάνα μου να κάνεις κουράγιο και να της δώσεις σε παρακαλώ τα υπόλοιπα πράγματα για ανάμνηση.
Δεν θέλω να με κλάψετε, ούτε να πενθείτε. Η θυσία μας που γίνεται θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή. Σε όλο τον δικό μας κόσμο σκόρπα τους ενθουσιώδεις χαιρετισμούς μας. Όπου πάμε και βρεθούμε θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας, ώστε ερχόμενοι κάποτε κι εσείς, να απολαύσουμε όλοι μαζί τα αγαθά εκείνα που εδώ καθόλου δεν βρέθηκαν.
Σας αποχαιρετώ παντοτινά.
Γεια σας – γεια σας!
Βαγγελίτσα
ΥΓ Έρχονται να μας πάρουν για το σφαγείο. Θάρρος και υπομονή.
Μη μας ξεχάσετε.
Εύχομαι οι κόποι μας να αποβούν σε όφελος όλου του λαού
Καλή καρδιά. Αντίο – αντίο για πάντα»
(Φυτσιλής, σ. 56-7)
***
Με την αναφορά μας στην ηρωική δασκάλα, δεν μπορούμε παρά να παραθέσουμε και σχόλια με στιχουργήματα του δικού μας –αξέχαστου αγωνιστή- Πάνου Φούντα από το βιβλίο του Πολιτιστικού Συλλόγου Σκαμνού «Ιστορία Εθνικής Αντίστασης στη γούρνα μας»
Από τα χρόνια της πίκρας
Βαγγελίτσα Κωσάντζα – Δασκάλα
Τούτη η ανδρειωμένη απ’ το Παλαμά Καρδίτσας, Νιάλα Αγράφων, εποχή του αίματος, 12 του Απρίλη 1947
Το μπλε σου χρώμα ουρανέ μου
παιχνίδι στη στράτα της ζωής
σε κάθε κούραση της ύπαρξής μου
από πόνο.
Και πάντα μια ανήσυχη λαχτάρα
με κατέχει
για το μέλλον ουρανέ και τη ζωή
της άνοιξης του κόσμου
και συ φεγγάρι από πάνω μας
φωτίζεις πάντα την ανάμεικτη
θολούρα της ζωής στη γη
του σήμερα.
Γονατιστός εγώ,
ελάχιστος στη γη μας,
ταπεινός
και με τα χέρια σε θέση ωσαννά
ικέτης σου έρχομαι και πάλι
να μου χαρίσεις θέλω πυγολαμπίδες
φτερωτές.
Κι εσύ φεγγάρι τ’ ουρανού φέξε
δυνατά να δω, να γράψω τ’ όνομά της.
Κωσάντζα τη φωνάζαμε,
Κωσάντζα πάντα λέμε!!
Πυγολαμπίδες λαμπερές
γράψανε τ’ όνομά σου
εκεί ψηλά στα Άγραφα
στην παγωμένη Νιάλα.
Είσαι εκεί Νεράιδα μου
και πάντα εκεί θα είσαι!!
Νέα Ζωή, 08.02.2005, Πάνος Φούντας
***
[…]
Η έννοια του θανάτου που έχει νόημα είναι διάχυτη και στα αποχαιρετιστήρια σημειώματα που συχνά άφηναν οι μελλοθάνατοι προς τους συγκρατουμένους τους. Ο καταδικασμένος για την ίδια υπόθεση φοιτητής της Νομικής Βασίλης Τσιρώνης έγραφε στους συντρόφους του:
Λαμία (Θάλαμος μελλοθανάτων)
Στους φίλους της Καρδίτσας – Θεσσαλίας
Σας αφήνω γεια.
Αυτός είναι ο δρόμος της τιμής και του καθήκοντος. Φεύγω περήφανος και ικανοποιημένος γιατί πιστεύω ότι θα συμπληρώσετε ό,τι εγώ αφήνω μισό.
Ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ
Ζήτω η Ανεξαρτησία!
Ζήτω η Δημοκρατία!
Σας φιλώ όλους 09.05.1947 Βασίλης Τσιρώνης
Τ. Ψημμένος, Αντάρτες στ’ Άγραφα- Αναμνήσεις ενός Αντάρτη 1946-1950, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή 1998, Γ’ έκδοση, σελ. 112
Η έννοια της θυσίας για την εκπλήρωση ενός ανώτερου ιδανικού προσέδιδε νόημα και σημασία σε έναν θάνατο που διαφορετικά θα φαινόταν παράλογος και αναιτιολόγητος. Προσφέροντας κάποιος τη ζωή του για το κόμμα και για ανώτερα ιδανικά της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας, αποκτούσε πρόσβαση στη «συλλογική αθανασία» και δικαίωνε το θάνατό του. Ο θάνατος γινόταν κατ’ αυτό τον τρόπο ένα κατανοητό και δικαιολογημένο ενδεχόμενο. (Βόγλης, σελ. 236-237).
Ο τιμημένος θάνατος ήταν η μοναδική επιλογή για τους αγωνιστές, οι οποίοι κατ’ αυτό τον τρόπο εκπλήρωναν το αγωνιστικό τους καθήκον αφήνοντας βαριά παρακαταθήκη σε όσους ζούσαν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν τον αγώνα. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι καταδικασμένοι έβρισκαν το θάρρος να στηθούν αλύγιστοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και να φωνάξουν συνθήματα υπέρ του κομμουνιστικού κόμματος. Εκλαμβάνοντας το θάνατο με την έννοια της θυσίας ως ένα θάνατο δικαιολογημένο, μπορούσαν να υπερνικήσουν αισθήματα αδυναμίας και φόβου που πιθανόν αισθάνονταν και να θέσουν τον εαυτό τους πέρα από το θάνατο. Όσο όμως αποφασισμένοι και αν ήταν να μη λυγίσουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο φόβος της αντίδρασης τη στιγμή της εκτέλεσης ήταν υπαρκτός.
Ας ήταν μόνο να φτάσει και η δική μου ώρα να μπορέσω να φύγω κι εγώ με την ίδια ήρεμη αποδοχή που δείξανε όσοι φύγανε από κοντά μας,
γράφει μια μελλοθάνατη στις φυλακές Αβέρωφ (Μ. Γεωργοπούλου – Ιωαννίδου, Πικρή Εποχή, Καβάλα 1981, σελ. 53)
Και μια άλλη:
Η αγωνία μου ήταν αν θα τα βγάλω πέρα. Να μη ρεζιλευτώ. Μα μη με πιάσει σπασμός. Να μην αρχίσω να κλαίω. Να μην καταλάβουν αυτοί ότι φοβάμαι.
(προφορική μαρτυρία Σάσας Τσακίρη στην Τασούλα Βερβενιώτη. Παρατίθεται στο Βερνενιώτη σ. 143).
Η Κουσάντζα τοποθετεί μετά την εκτέλεση τον εαυτό της και τους άλλους μελλοθανάτους σε έναν φανταστικό ιδανικό κόσμο όπου θα έχουν επιτευχθεί τα ιδανικά «που καθόλου δεν βρέθηκαν» στον πραγματικό κόσμο. Ουσιαστικά πρόκειται για άρνηση του θανάτου.
Από μαρτυρίες κρατουμένων τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια και οι χοροί ήταν συχνό φαινόμενο πριν από τις εκτελέσεις. Αποτελούσαν μέρος μιας τελετουργίας η οποία σχετιζόταν με το θέμα του θανάτου και συνδέονται με την ευρύτερη λαϊκή παράδοση. Και σε αυτή την περίπτωση διαπλέκεται η έννοια της θυσίας με την έννοια του θανάτου. Στην περίπτωση της Κουσάντζα και των συγκατηγορούμενών της, όταν ως μελλοθάνατοι έφτασαν στο τόπο της εκτέλεσης, έστησαν χορό μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας το «έχετε γεια βρυσούλες» και ένα αυτοσχέδιο τραγούδι:
Είναι σκληρός ο θάνατος γι’ αυτούς που μένουν πίσω
μα δω δεν είναι θάνατος, θάνατος απ’ αρρώστια.
Είναι της δόξας τα παιδιά δαφνοστεφανωμένα.
Θάνατο εμείς δε βρίσκουμε και λησμονιά η γενιά μας…
για μιαν ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας
***
Για τη δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσάντζα και τα δραματικά γεγονότα στη διάρκεια του Εμφυλίου σημειώνουμε ακόμη [Κώστα Δ. Πεντεδέκα: Το επιμελητειακό και το υγειονομικό στο Δημοκρατικό Στρατό Ρούμελης 1946-1949, Εκδόσεις Εντός, Αθήνα, σελ.:39]:
«.. Ένα τάγμα όμως με διοικητή το Σοφιανό που είχε φτάσει στο χωριό Βραγγιανά κι έπρεπε να κινηθεί ανατολικά κι αυτό με υποχρεωτικό πέρασμα του αυχένα της Νιάλας, βόρεια του χωριού Άγραφα τη Μεγάλη Παρασκευή έπεσε σε χιονοθύελλα με αποτέλεσμα να πεθάνουν από το πολύ κρύο ορισμένοι μαχητές του και πολλοί διωκόμενοι που κινούνταν μαζί του. Ο αντίπαλος γράφει ότι βρήκε περί τους 50 πεθαμένους στη διαδρομή Βραγγιανά-Νιάλα.
Ο σ. Βασίλης Φυτσιλής, στο μικρό αλλά εξαιρετικό βιβλίο του «Βαγγελίτσα Κουσάντζα» γράφει ονόματα πολλών μαχητών και διωκόμενων χωρίς ν’ αναφέρει συγκεκριμένο αριθμό. Γράφει όμως τα ονόματα 31 αγωνιστών που καταδικάστηκαν από Στρατοδικείο Λαμίας: 10 σε θάνατο κι εκτελέστηκαν και 19 σε ισόβια δεσμά, ανάμεσά του κι ο ίδιος. Δύο πέθαναν στην πορεία από Νιάλα στη Λαμία.
Στους εκτελεσμένους ήταν και στελέχη της οργάνωσης του ΚΚΕ Καρδίτσας και η δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσάντζα. Όλοι είχαν αιχμαλωτιστεί μέσα στα αντίσκηνα του Στρατού στα οποία μπήκαν για να γλιτώσουν από τη χιονοθύελλα, κι έμειναν εκεί μαζί με φαντάρους, χωρίς να αντιληφθούν το στρατό που ανέβηκε από το χωριό Άγραφα. Μια τραγική κατάσταση που την πληροφορηθήκαμε τότε στα υψώματα της Βράχας, όταν έφτασε ως το τάγμα του ο Λόχος Ερμή που βάδιζε στην οπισθοφυλακή κι είπε όσα έζησε, όταν πέρασε τη Νιάλα…»