FtS107
Γιώργου Μωραϊτη
Στην πρόσφατη εργασία του Πολιτιστικού μας Συλλόγου που συνοδεύτηκε από την έκδοση του ογκώδους βιβλίου Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης στη γούρνα μας 1941-44, Παρνασσός – Καλλίδρομο – Οίτη – Γκιόνα, που έτυχε πολύ καλής υποδοχής όχι μόνον από την περιοχή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, αλλά και ευρύτερα, προκύπτουν χρήσιμες επισημάνσεις που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Οφείλουμε να σταθούμε και να καταγράψουμε τουλάχιστον τις ουσιωδέστερες από αυτές, όπως πράξαμε για το επεισόδιο στη Λάρυμνα, με τον επιτυχή αφοπλισμό των Ιταλών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην περιοχή μας. Η καταγραφή αυτή αποσκοπεί και στην διατήρηση όλων εκείνων των στοιχείων που θα μας επιτρέψουν σε μία μελλοντική επανέκδοση να προσθέσουμε εκείνα τα στοιχεία που θα συμπληρώσουν το έργο αυτό το δυνατόν πληρέστερα.
Ιδιαιτέρως σημαντική είναι και η κίνηση των ανταρτικών ομάδων από τη Φθιώτιδα στην Εύβοια, για την οποία αξίζει να αντλήσουμε στοιχεία από το εξαιρετικό βιβλίο του συντοπίτη μας αγωνιστή από την Μενδενίτσα Γιώργου Μωραϊτη Αναμνήσεις ενός Αντάρτη, Β’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ.: 262 και επ. στον οποίο δίνουμε ευθύς αμέσως το λόγο:
***
[…] Από την Εύβοια μας ήρθαν «καλά χαμπέρια». Σύνδεσμος της Οργάνωσης Αιδηψού φέρνει την πληροφορία πως οι Ιταλοί των Λουτρών σκέφτονται σοβαρά να παραδοθούν. Τις πληροφορίες είχαν δώσει Ιταλοί αντιφασίστες. Ο Κωστούλας (Κώστας Αμπλιανίτης), γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ, αυτός ο τόσο ωραίος και τολμηρός άνθρωπος, αρπάζει την ευκαιρία. Κι ασφαλώς θα κάνει κάτι τολμηρό! Από την Καρυά έρχεται εσπευσμένα στη Βοδονίτσα για συνεννοήσεις με τη διοίκηση του τάγματος. Συζήτησε το πρόβλημα.
Στα Λουτρά της Αιδηψού ήταν ολόκληρο ιταλικό σύνταγμα με δύναμη 850 ανδρών και πάνω. Διοικητής ( ο «κολονέλος») ένας συνταγματάρχης ή αντισυνταγματάρχης που βλέπει ρεαλιστικά, σα μοναδική λύση, την παράδοση. Δε θέλει σε καμία περίπτωση να συνταχθεί και να συνεχίσει τον πόλεμο και την Κατοχή στο πλευρό των Γερμανών. Έτσι σκέφτονται και οι περισσότεροι αξιωματικοί και πολύ περισσότερο οι φαντάροι. Εξαίρεση αποτελούν μονάχα οι «βαμμένοι» φασίστες αξιωματικοί και τα τσιράκια τους. Με ποιους, όμως, θα ‘ρθουν σε διαπραγματεύσεις; Στην Εύβοια το αντάρτικο τότε ήταν αδύνατο. Ούτε η πολιτική οργάνωση είχε τέτοια κότσια. Έπρεπε η πρωτοβουλία να προέλθει από την αντίπερα όχθη, που είχε φημισμένο αντάρτικο και επί πλέον μία επιτυχία σαν εκείνην της Λάρυμνας. Εξάλλου οι Ιταλοί ήθελαν να ‘ρθουν σε επαφή με μόνιμους αξιωματικούς, εκπροσώπους μεγάλης μονάδας του ΕΛΑΣ, που να παρέχουν εγγυήσεις.
Η διοίκηση του τάγματος δήλωσε αδυναμία να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Αρνήθηκε να διακινδυνεύσει αποστολή τμήματος στην Εύβοια. Και τελικά δέχθηκε απλώς να βοηθήσει. Το ομολογεί ο Μυλωνάς κατά κάποιο τρόπο. Προσπαθεί και να το δικαιολογήσει. Αρνείται όμως να κάνει αυτοκριτική. Γιατί αυτόν βαρύνει η κύρια ευθύνη οπωσδήποτε. Δεν ξέρω τι γνώμη είχε ο Χελμός. Ένας πολύ καλός αξιωματικός και τολμηρός άνθρωπος. Αμφιβάλω αν ο Καραλίβανος συμφώνησε με το Μυλωνά. Κι αν δεν ήταν ο Κωστούλας, θα χανόταν μια μεγάλη επιτυχία (από τις πιο σημαντικές, όχι μόνο για τη Λοκρίδα). Αυτός ήταν ο κύριος συντελεστής. Αυτός σήκωσε το βάρος της τολμηρής αποστολής. Μαζί και με άλλα τολμηρά παλικάρια. Ο Μυλωνάς που εκ των υστέρων το πανηγύρισε, όφειλε να του το αναγνωρίσει.
Όπως κάνει ο Λοκρός. Ο οποίος αν δεν ήταν άρρωστος, σίγουρα θα πραγματοποιούσε την αποστολή.
«Από τον Άγιο Κωνσταντίνο», γράφει, «(όταν κατέβαινα για τη Λάρυμνα) έστειλα γράμμα στον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αιδηψού Εύβοιας να προετοιμάσουν την παράδοση των εκεί Ιταλών, αρκετά μεγάλης δύναμης (850 αξιωματικών και ανδρών). Στην επιστροφή από τη Λάρυμνα με πληροφόρησαν πως στην Εύβοια θα ήταν καρποφόρο το πέρασμά μας. Ο ίδιος έπεσε άρρωστος από πυρετό για λίγες μέρες, προσβλήθηκα από ελονοσία, μα το σχέδιο για «υπερπόντιο» ταξίδι μπήκε σε εφαρμογή. Είναι αλήθεια πως η διοίκηση του τάγματος στάθηκε δισταχτική για μία τέτοια περιπέτεια, μα όμως πραγματοποιήθηκε με την επιμονή και την πρωτοβουλία του γραμματέα της ΚΟ Λοκρίδας Κωστούλα Αμπλιανίτη, του Γιάννη Μαυράκου και του Ανδρέα Φιλίππου, καπεταναίων του Εφεδρικού ΕΛΑΣ της Λοκρίδας».
Υπάρχει και η γραφτή μαρτυρία (στα χέρια μου) του Κώστα Κατσαβού (αυτόπτη μάρτυρα στην αποστολή), που αναφέρει:
«Στα Λουτρά Αιδηψού εδρεύει ένα σύνταγμα Ιταλών. Οι πληροφορίες που είχε η εκεί Οργάνωση και ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ έλεγαν πως οι Ιταλοί θα ήταν δυνατόν να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ, αλλά στο μίνομο και όχι στον Εφεδρικό. Τούτο το ζήταγαν για περισσότερη εγγύηση και ασφάλεια. Οι προσπάθειες που έγιναν από τους εκεί υπεύθυνους για την παράδοσή τους, απότυχαν. Κατόπιν τούτου η ΠΕ Ευβοίας πήρε την απόφαση να στείλει στη Λοκρίδα σύνδεσμο, έτσι ώστε να συνδεθεί με το Υπαρχηγείο Ρούμελης, για τα περαιτέρω. Ο σύνδεσμος έφτασε στη Λοκρίδα, και συγκεκριμένα στο χωριό Μενδενίτσα. Το όλο θέμα απασχόλησε τη διοίκηση, αλλά, δυστυχώς για δαύτην, η απόφασή της ήταν αρνητική στο να περάσει τμήμα της στην Εύβοια. Η άρνησή της οφειλόταν στο γεγονός ότι ολόκληρος ο Ευβοϊκός κόλπος περιπολούνταν από γερμανικές τορπιλακάτους. Κατόπιν της αρνήσεως αυτής, του θέματος επελήφθη η ΠΕ Λοκρίδας, η οποία και αποφάσισε πάσει θυσία να σταλεί τμήμα στην Εύβοια».
Η αποστολή
Συγκροτήθηκε μία ομάδα από έντεκα διαλεχτά παλικάρια. Και πήγε στην Εύβοια. Η επιλογή εθελοντικά. Την αποτέλεσαν: Ο Κωστούλας επικεφαλής. Ο Ανδρέας Φιλίππου (Ροβεσπιέρος), καπετάνιος του Εφεδρικού Συντάγματος Λοκρίδας. Αυτός κάτεχε απταίστως την ιταλική γλώσσα (ήταν διερμηνέας των Ιταλών στο Μώλο). Και ντυμένος με στολή ανώτερου αξιωματικού (ταγματάρχη) θα παρουσιαζόταν σαν εκπρόσωπος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής! Ο Καρπής (συγγενής του Καραλίβανου), κοντόχοντρος μαυριδερός, με τη γενειάδα, τον ντουλαμά και τα τσαπράζια του. Ο Λαφαζάνης, ξανθοκόκκινος άντρακλας, ψηλός, με μακριά μαλλιά, γένια, με «κλέφτικη» στολή κι αυτός. Ο Μανώλης Μωραϊτης (Αχιλλέας), απ’ τη Βοδονίτσα (από τους πρώτους αντάρτες). Ο Βασίλης Καλέντζος (Σταυραϊτός) . απ’ τη Βοδονίτσα (απ τους πρώτους αντάρτες κι αυτός). Ο Κώστας Κατσαβός, καπετάνιος τότε του εφεδρικού λόχου της Βοδονίτσας. Ο Μήτσος Μπαλωμένος, αντάρτης, απ’ το Ξηροχώρι της Εύβοιας. Ο Μήτσος αντάρτης απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο, ξανθός, μέτριου αναστήματος, με λίγα γένια. Κι ο σύνδεσμος πού ‘χε έρθει από την Εύβοια. Ομαδάρχης ορίστηκε ο Κατσαβός. Σκοπευτής ο Σταυραϊτός, πού ‘χε το οπλοπολυβόλο. Όλοι ήταν οπλισμένοι με αυτόματα! Τους είδα όταν έφευγαν. Ήμουν στα ταμπούρια παρατηρητήριο. Τους χαιρέτησα. Που να φανταστώ που πήγαιναν…
Τολμηρή κι επικίνδυνη αποστολή. Ούτε καν μπορείς να μαντέψεις πώς θα φέρουν εις πέρας τέτοιο έργο. Φεύγουν απ’ τη Βοδονίτσα αποβραδίς. Στα ποδάρια έχουνε φτερά. Δρασκελάνε πλαγιές και ρεματιές. Και κατά τις 11:00 τη νύχτα φτάνουνε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Το καΐκι πού’ χε ετοιμάσει η τοπική οργάνωση τους περίμενε στο λιμάνι. Οι καϊκτζήδες, τρεις λεβέντες, θαλασσόλυκοι, παίρνουν ευθύνη απάνω τους να τους περάσουν πέρα σώους. Ένας μόνιμα «δεμένος» στο κατάρτι με το κιάλι και «το μάτι του γαρίδα», ανιχνεύει αδιάκοπα τη θάλασσα μη τυχόν και πέσουν σε «ενέδρα». Ο απόπλους είχε οριστεί για την 01:00 τα μεσάνυχτα. Και το πέρασμά τους έγινε στο πιο στενό σημείο. Κάπου στην Αϊ-Γιώργη και στο Γρεγολίμανο. Οι γερμανικές καταδιώξεις που περιπολούσαν τον Ευβοϊκό τους «απόφυγαν»… Αν πέφταν απάνω τους, ήταν αποφασισμένοι να βαρέσουν με όλα τους τα όπλα. Θα έκαναν «ναυμαχία»!..
Άραξαν σε μια παραλία της Αιδηψού, πέρα προς το στενό. Θα ‘ταν κοντά το πρωί, μια δυο ώρες νύχτα. Κάθισαν σ’ ένα μαγαζάκι και σε κάτι σπιτάκια μέχρι να φέξει. Ο σύνδεσμος απ’ την Εύβοια έφυγε αμέσως για το χωριό να ειδοποιήσει την Οργάνωση> Κάποια στιγμή φτάνει εκεί ένας άνθρωπος με μοτοσικλέτα. Ο σκοπός τον σταματάει. Έρχεται ο Ανδρέας:
-«Ποιος είσαι εσύ;»
-«Της Περιφερειακής Επιτροπής Εύβοιας. Εσείς ποιοι είστε; Και τι γυρεύετε εδώ; Ποιος σας ειδοποίησε νά ‘ρθετε;»
-«Απ’ το Αρχηγείο Ρούμελης. Για την παράδοση των Ιταλών. Εσείς μας ειδοποιήσατε…»
-«Να σηκωθείτε αμέσως να φύγετε…»
Ο «περιφερειακός» ήταν ζόρικος. Μιλούσε άσχημα. «Άναψαν τα λαμπάκια» του Ανδρέα. Και κατά το συνήθειο του σηκώνει την μαγκούρα και τον κοπανάει. Μπαίνει στη μέση ο Κωστούλας κι αποσοβήθηκε ο καυγάς. Ο άνθρωπος, αν και μέλος της ΠΕ δεν ήταν ενήμερος. Ύστερα από τις εξηγήσεις, φεύγει με τη μοτοσικλέτα του για το χωριό. Και δίνει εντολή να στείλει η Οργάνωση στην ανταρτοομάδα, ψωμί, τυρί και σταφύλια.
Όταν ξημέρωσε, η ομάδα μπήκε στη γραμμή και εις «φάλαγγα κατ’ άνδρα» τράβηξε για την Αιδηψό. Τα’ αντάρτικο τραγούδι δονεί την ατμόσφαιρα. Ο κόσμος, ειδοποιημένος, βγήκε στο δρόμο, γέμισε την πλατεία και της επεφύλαξε πρωτοφανή υποδοχή. Από νωρίς είχε διαδοθεί και μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα: «Ήρθε το Αρχηγείο Ρούμελης!»
Πρώτη φορά έρχονταν αντάρτες στο χωριό, μάλιστα απ’ τη Ρούμελη και τόσο φανερά. «Πρωί – πρωί, μέρα!»… Το γεγονός προκάλεσε ρίγη ενθουσιασμού και συγκίνησης. Τι ζητωκραυγές για τον ΕΛΑΣ! Τι χειροκροτήματα και καπέλα στον αέρα! Τι λουλούδια και δάκρια. Τι υψωμένες γροθιές, συνθήματα και τραγούδια! Ήθελαν και λόγο. Τους δηλώθηκε όμως καθαρά και λίγο στενοχωρέθηκαν: «Τώρα δεν έχουμε καιρό, ήρθαμε για άλλη δουλειά…»
Με τον «κολονέλο»
Αντάρτες, πολιτική οργάνωση και λαός μπαίνουν στο δρόμο για τα Λουτρά της Αιδηψού. Σχηματίστηκε μία πομπή που έμοιαζε με ποτάμι και θύμιζε μαχητικό παλλαϊκό συλλαλητήριο.
Οι Ιταλοί «είχαν πάρει το μήνυμα». ¨Έμαθαν τα νέα. Βγήκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια των ξενοδοχείων. «Κρέμονταν σαν τσαμπιά»! Στην ομάδα έρχεται η πληροφορία ότι πρόκειται να την προϋπαντήσουν «βάλλοντας με όλα τους τα πυρά»! Θα βάλουν όμως και στον αέρα, όχι απάνω της. Τι νόημα είχε αυτό; Ίσως για να δείξουν τη δύναμή τους και να φοβίσουνε το λαό. Ή, το πιο πιθανό, για να πάρουν κουράγιο οι ίδιοι, τρέμοντας απ’ το φόβο τους.
Οι αντάρτες συνέστησαν στους Αιδηψιώτες να ακολουθούν κρατώντας αποστάσεις και επίσης να μη φοβηθούν. Η ομάδα προχώρησε μπροστά με ξεδιπλωμένη τη γαλανόλευκη, με στρατιωτικό βήμα και με το αντάρτικο τραγούδι. Φτάνοντας κοντά στο κέντρο, το τραγούδι το σκεπάζουν καταιγιστικά πυρά. Οι Ιταλοί βάλλουν από τα ξενοδοχεία με οπλοπολυβόλα και αυτόματα. Είναι ίσως «για την τιμή των όπλων τους» και για τελευταία φορά. Βάλλουν βέβαια «στο γάμο του Καραγκιόζη»! Οι αντάρτες προχωρούν αγέρωχοι, απτόητοι κι ατάραχοι. Δε δίνουν σημασία στα ιταλικά πυρά. Κάποτε σταμάτησαν κι αυτά. Μπροστά στο ξενοδοχείο «Αίγλη» η ομάδα σταματά. Κάνει κλίση αριστερά. Και με ένα δυνατό παράγγελμα, σε στάση προσοχής, απόδωσε στην ελληνική σημαία τις επιβαλλόμενες τιμές:
-«Παρουσιάστε! Αρμ!»
Οι Ιταλοί κοιτάζουν έκπληκτοι. Σ’ ένα π’ τα μπαλκόνια είναι κι «κολονέλος». Κοιτάζουν και θαυμάζουν την αντάρτικη ΄λεβεντιά. Τους κάνει εντύπωση η τόλμη και η παλικαριά της ομάδας. Πολλοί λένε: «Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με παλαβούς»!
Έρχεται ο δήμαρχος σε μερικούς άλλους τοπικούς παράγοντες. Ο Κωστούλας ανακοινώνει το σκοπό της αποστολής. Και ζητάει να μεταφέρουν στη διοίκηση του συντάγματος πρόταση για διαπραγματεύσεις. Η πρόταση, ύστερα από κάποιες αντιρρήσεις και δισταγμούς, διαβιβάστηκε. Και ο «κολονέλος» ζήτησε να ανεβεί στο γραφείο του μία τριμελής επιτροπή. Πήγαν ο Κωστούλας, ο Ροβεσπιέρος κι ο Καρπής. Οι υπόλοιποι άνδρες της ομάδας κάθισαν στο καφενείο και περίμεναν. Ο κόσμος τους είχε περικυκλώσει, έπιανε κουβέντα μαζί τους, τους κερνούσε ούζα, καφέδες, τσιγάρα. Πλημμύρισε την παραλία και τα κέντρα και η κοσμοθάλασσα από το χωριό. Κατά τις12:00 η ώρα κατέβηκε η επιτροπή. Έγινε αρκετή συζήτηση. Το κλίμα ήταν καλό… Οι διαπραγματεύσεις θα επαναλαμβάνονταν το απόγευμα. Με εντολή του διοικητή, ιταλικό αυτοκίνητο, μετέφερε την ομάδα στο χωριό για φαγητό.
Στην πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια, οι αντάρτες απόλαυσαν ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν, χόρεψαν. Και τα’ απόγευμα πήγαν πάλι στα Λουτρά. Ανέβηκε στον «κολονέλο» η επιτροπή. Στο μεταξύ εξόν απ’ τους κατοίκους της Αιδηψού, είχε πλακώσει εκεί και όλη η δύναμη του εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής. Αυτό ανησύχησε τους Ιταλούς κι ανάγκασε τον «κολονέλο» να διαμαρτυρηθεί:
-«Αυτούς όλους τι τους κουβαλήσατε εδώ…»
Οι δικοί μας κάπως δικαιολογήθηκαν. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν στη θάλασσα δύο γερμανικά πλεούμενα. Οι δικοί μας πρότειναν: «Αν έρθουν εδώ, όλοι μαζί, εσείς κι εμείς, να αντισταθούμε»! Ο «κολονέλος» δέχτηκε. Κι έδωσε εντολή να στήσουν οι Ιταλοί οπλοπολυβόλα στην παραλία. Εκεί παρατάχτηκαν και οι αντάρτες, που μαζί με τους έφεδρους ήτανε καμιά εκατοστή. Τα πλεούμενα δεν πλησίασαν στο λιμάνι. Έκαναν μεταβολή και απομακρύνθηκαν.
Μανούβρες!…
Οι συνομιλίες δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα., έβγαλαν καινούργια αναβολή. Προθυμία για παράδοση στον ΕΛΑΣ με τους όρους τους, ναι. Οι εγγυήσεις, όμως, καθόλου επαρκείς. Σκληρό καρύδι τούτοι οι Ιταλοί! Που καλοπερνούσαν στην περίφημη λουτρόπολη, σαν να ήτανε Ρωμαίοι άρχοντες. Πονηρός κι ο «κολονέλος». Δεν ξεγελάστηκε απ’ τη στολή και τις διαβεβαιώσεις του Ανδρέα ως «εκπροσώπου» του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής! Ζητάει και την εγγύηση των Εγγλέζων. Κι έτσι ο Κωστούλας, ο Ροβεσπιέρος, ο υπασπιστής του «κολονέλου» και ένας ιταλός υπολοχαγός, συνοδευόμενοι απ’ τους Κατσαβό, Σταυραϊτό και Μήτσο (από τον Αϊ-Κωνσταντίνο), περνούν τη νύχτα στη Λοκρίδα και ανεβαίνουν στην Καρυά. Γίνεται η συνάντηση με το κλιμάκιο της Αγγλικής Αποστολής (το αποτελούν οι Ντίκινσον, Φόλεϋ και Μπράϊαν). Οι Εγγλέζοι στραβομουτσούνιασαν και αντέδρασαν. Βαρύ –πολύ βαρύ- τέτοια δύναμη να παραδοθεί στον ΕΛΑΣ. Και η πολιτική σημασία φυσικά τεράστια. Αλλά τι να έκαναν; Δεν ήταν εύκολο να αρνηθούν. Κάτω από τις πιέσεις και τις απειλές συγκατατέθηκαν. Το άλλο βράδυ επιστρέφουν οι δύο Ιταλοί και οι δικοί μας στα Λουτρά. Ο «κολονέλος» έχει τώρα και των Εγγλέζων το «οκέϊ»! Ενημερώνει τους αξιωματικούς. Περνάει κι απ’ τους θαλάμους των στρατιωτών και μιλάει:
-«Η πατρίδα μας συνθηκολόγησε. Εμείς εδώ δεν έχουμε πια προορισμό»…
Απόσπασε τη συγκατάθεσή τους.
Η συμφωνία κλείστηκε με τούτους τους όρους: Διατήρηση του ατομικού οπλισμού τους (για να αμυνθούν σε τυχόν επίθεση των Γερμανών κατά τη μετακίνησή τους). Παράδοση όλων των βαριών όπλων (πολυβόλα, όλμοι) και όλων των αυτομάτων (οπλοπολυβόλα, ημιαυτόματα) και του εφοδιασμού τους. Προώθησή τους στο Γενικό Στρατηγείο. Εκεί παράδοση και του ατομικού οπλισμού τους. Και από τη Δυτική Στερεά μεταφορά τους με υποβρύχιο στην Ιταλία… (τρέχα γύρευε!)
Ύστερα απ’ αυτά επιστρατεύονται όλα τα πλεούμενα στην Αιδηψό και τον Άγιο Κωνσταντίνο κι αρχίζει η μεταφορά της ιταλικής «αρμάδας» στη Λοκρίδα. Στην Εύβοια έμειναν αμανάτι τα επάκτια πυροβόλα, από τα οποία αφαιρέθηκαν τα κλείστρα. Και τα αυτοκίνητα που τα πήρε λάφυρα ο εφεδρικός ΕΛΑΣ. Με τα πρώτα καΐκια έρχεται στον Άγιο Κωνσταντίνο η θρυλική ομάδα των αγωνιστών που ανέλαβε τη δύσκολη αποστολή. Έχει την ικανοποίηση ότι η προσπάθειά της στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Συνατάει στον Άγιο Κωνσταντίνο το διοικητή του 2/36 Τάγματος που έχει καταφθάσει από τη Βοδονίτσα, και του καταθέτει την εντολή: «Συναγωνιστή Αλέκο, η αποστολή μας έληξε. Από δω και πέρα η ευθύνη για τους Ιταλούς δική σας!»
Η Βοδονίτσα στις δόξες!
Κάτω από το κάστρο των Ιταλών μαρκιώνων, η Βοδονίτσα ζούσε τώρα τις πιο μεγάλες δόξες της. Ποτέ άλλοτε δεν είδανε τα μάτια της τόσο στρατό στο διάβα των αιώνων (εξόν απ’ τα «μιλιούνια» των Περσών» τα παλιά χρόνια και τα «μπουλούκια» των Τούρκων τα νεότερα χρόνια). Κι ας είδε να περάσουν από δω κι άλλες φορές «επισκεπτών» αμέτρητες ορδές (Ρωμαίο, Σλάβοι, Γότθοι, Φράγκοι, Καταλάνοι…). Ποτέ δεν έτυχε να δει να πέφτουνε στα πόδια της ταπεινωμένοι. Και να της παραδίνουν τα ‘άρματα τόσοι πολλοί (όπως ετούτοι εδώ οι «Ευβοιώτες» οι «φρατέλοι»!
Σαν το μάθαμε, βγήκαμε όλο το χωριό στα ξάγναντα. Στον Αμπελόβραχο, στον Βράχο, στα Ταμπούρια και στ0ο Κάστρο. Μας έτρωγε η περιέργεια να δούμε «τι ‘τανε τούτο που ακούγαμε». Αποκάμαμε να καρτεράμε. Στραβώθηκαν τα μάτια να κοιτάζουμε. Γινόταν χαλασμός από τα σχόλια. ΄Έλεγε ο καθένας «το κοντό και το μακρύ του». Παίρναν και δίνανε των γυναικών νε τα κουτσομπολιά. Όλα των Ιταλιάνων «τα’ άπλυτα να βγάζανε στη φόρα» (τις «γυναικοδουλειές», τις «πουτανιές» και τα γλυκά τους «ερωτόλογα»).
Τον πιο μεγάλο σαματά κάνανε τα’ Αϊτόπουλα (αυτά που είχαν κρεμασμένα απ’ τον ώμο τους τα ξύλινα ντουφέκια). Έτρεχαν πέρα δώθε και τσιρίζανε και σκούζανε και γέλαγαν. Και τραγουδούσαν το «κορόιδο Μουσολίνι». Αυτά ήτανε πρώτα που τους είδανε να έρχονται με τα σπινθηροβόλα σα φωτιές ματάκια τους. Όταν ξαγνάντησαν σε Λιαπατόραχη, σε Νεροτιά, σε Άρνιτσα. Κι από τον Μώλο σε Ποταμιά και Προβατάρη…
Κοιτάζαμε και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ανέβαιναν από τις ρεματιές και τις πλαγιές (στον κεντρικό δρόμο δε χωράγανε). «Πρασίνισε» ο τόπος απ’ τα ρούχα που φοράγανε. Κι όσο πλησίαζαν, αρχίσαμε να ξεχωρίζουμε πως ήτανε οπλισμένοι και μ’ αραβίδες!… Και μοιάζανε σαν ακροβολισμένοι, να ‘ρχονται να καταλάβουνε τούτο το ανταρτοχώρι… (Κώλο που τον είχανε!). Δεν έμοιαζαν καθόλου σαν να είχανε παραδοθεί… Κι άρχισε να μας κυριεύει ένας φόβος (μην ήταν ψέματα τα χαμπέρια που μας ήρθανε). Σαν μπήκαν όμως μέσα στο χωριό, ξεθεωμένοι απ’ τον ποδαρόδρομο, βλέπαμε τα ντουφέκια τους να τά ‘χουν παραπεταμένα. Κι ήταν το ίδιο ξεπεσμένοι και «μπατίρηδες» όπως οι άλλοι πού ‘χαν έρθει απ’ τη Λάρυμνα (κι όπως παλιότερα οι αιχμάλωτοι της Αλβανίας).
Σηκώνανε τα χέρια οι υπεύθυνοι του τάγματος και του χωριού. «τούτους εδώ», σου λέγανε, «τι να τους κάνουμε, που να τους βάνουμε και τι να τους ταΐσουμε;» (και προπαντός «τα έβρισκε μπαστούνια» η Επιμελητεία). Ας είχανε «όλου του κόσμου τα καλά». Κι ας κουβαλούσανε τα φορτηγά αυτοκίνητα λογής – λογής φαγώσιμα. Και κουραμάνες και γαλέτες και μακαρόνι τρυπητό… (Δεν τους είπανε τυχαία «μακαρονάδες»). Αλλά κι ένα σωρό μεγάλες και μικρές κονσέρβες (με κρέατα, με ψαρικά και με βατράχια..). Όλα αυτά ανήκαν τώρα στο αντάρτικο. Οι αποθήκες του χωριού γεμίσανε και δε χωρούσαν άλλα. Είχανε όμως και αυτοί ατομικά, καλό εφόδιο. Οι γυλιοί τους ήταν κάργα. Στηθήκανε και τα καζάνια μέσα και στην άκρη του χωριού και χόρτασε το άντερό τους με φαΐ μαγειρευτό (με ρεβιθάδα, κολοκύθι και πατάτα). Φάγαν με την ψυχή τους και σταφύλια, όσα ήθελαν. Τους κουβαλούσαμε από τα’ αμπέλια φορτώματα κοφίνια. Έτσι που, τέλος πάντων, σαν πηγαίναν στην πατρίδα τους, να έχουν και να λεν για την εαμική φιλοξενία. Και ήταν ευχαριστημένοι, δεν το κρύβανε. Όλο «ευχαριστώ», «μερσί» και «γκράτσια» το πήγαιναν.
Γέμισε ο τόπος και με μπόλικο πολεμικό σιδερικό. Κάργα οι αποθήκες, ως το παλιό νεκροταφείο, ο Αϊ- Θανάσης. Με βαριά πολυβόλα (μπρέντα και φίατ) ολοκαίνουργα κι αμέτρητα κιβώτια με σφαίρες σε ταινίες. Με όλμους μεγάλους και μικρούς, που άστραφταν, κι εκατοντάδες βλήματα κλεισμένα σε κασόνια. Α
Άσε και τα οπλοπολυβόλα (μπρέντα), πάμπολλα και του κουτιού, με άφθονα πυρομαχικά, πολλές ταινίες κι εφεδρικές κάνες. Χώρια και τα ημιαυτόματα (οι όμορφες μπερέτες). Βάλε και στο Μπεζεστένι, κάτω απ’ τον πλάτανο, οι κόκκινες χειροβομβίδες! Θυμάμαι, εκεί που γυροφέρναμε και τις θαυμάζαμε, που ‘σκασε μία μπροστά στα πόδια μου και παραλίγο να με κάνει σκόνη. (αν έπαιρνε φωτιά όλος εκείνος ο σωρός, θα τιναζότανε ο τόπος στον αέρα!) Και τι να πεις για τα’ άλλα τους εφόδια (και προπαντός για άρβυλα και ρουχισμό), που ήτανε αμέτρητα, στοίβα στις αποθήκες! (Και τόσο χρήσιμα για μας, που υποφέραμε από γύμνια και ξυπολυσιά). Τόσο πολύ ήταν αυτό το υλικό, που έφτανε για να ντυθούν, να ποδεθούν και να εξοπλιστούνε άρτια τρία και περισσότερα ελασίτικα συντάγματα.
Όλος ετούτος ο ιταλικός στρατός που παραδόθηκε, έμεινε δυο τρεις μέρες στο χωριό μας. Είχε στρατοπεδεύσει στα Αλώνια, στο Μπεζεστένι κι ως απ΄λανω στη Φτερόλακκα, στα πεύκα. Έτρωγε, έπινε κρύο νερό και ξεκουραζόταν. Ύστερα θα τραβούσε κι αυτός για Καρπενήσι… Μέσα κι έξω απ’ το χωριό ήτανε τώρα στρατοπεδευμένο και το τάγμα του ΕΛΑΣ ολόκληρο. Και σ’ επιφυλακή, απ’ όλα τα χωριά, οι εφεδροελασίτες. Γιατί ετούτοι θα συνόδευαν τους Ιταλούς στα πιο ψηλά βουνά. (Και βέβαια θα τους … πλιατσικολογούσαν). Ήταν σε ετοιμότητα και όλη η οργάνωση (μεγάλοι και μικροί, όλοι στο πόστο μας), γιατί και οι δουλειές είχανε περισσέψει…
Αφοπλισμός!
Η πρώτη μέρα με τους Ιταλιάνους κύλησε καλά. Η δεύτερη όμως ήτανε «φουρτούνα στα μπατζάκια» τους. .. Το τάγμα αποφάσισε ή πήρε διαταγή να προχωρήσει στον αφοπλισμό χωρίς χρονοτριβή. Θα παραβίαζε τη συμφωνία, ήταν φανερό, μα τι να γίνει; « Αν κυκλωνόταν από τους Γερμανούς τούτη η οπλισμένη δύναμη, υπήρχε φόβος να περάσει με το μέρος τους..» Αυτή ήταν η λογική του εγχειρήματος που θα ελάμβανε χώραν εντός ολίγου. Προσεκτικά στα γύρω από το Μπεζεστένι υψώματα επίλεκτες ομάδες ανταρτών πήρανε θέση μάχης. Και η διοίκηση των Ιταλών βρέθηκε ξαφνικά ή έρμη κυκλωμένη. Εκεί ήταν ο Καταλίβανος, αρχηγός της επιχείρησης. Πελώριος αϊτός με τις φτερούγες ανοιχτές. Λιγόλογος και σοβαρός. Πλησίασε τον «κολονέλο» και του λέει:
-«Συνταγματάρχη μου, αφοπλισμός! Δε γίνεται αλλιώς!..»
Εκείνος εξοργίστηκε, αυτό δεν το περίμενε, στενοχωρήθηκε, αντέδρασε. Επικαλέστηκε τη συμφωνία. Απ’ τη διοίκηση του τάγματος του δόθηκαν όλες οι εξηγήσεις. Αλλά και οι εγγυήσεις για την ασφαλή οδήγησή τους στο Γενικό Στρατηγείο. «Η συμφωνία δεν παραβιάζεται και ισχύει πλήρως», του είπανε. «Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος που εσείς προσωπικώς δεν μπορείτε να τον αποτρέψετε σε ενδεχόμενη περίπτωση». Αναταραχή και στο επιτελείο των Ιταλών, που για την ώρα δεν είχε συνειδητοποιήσει, φαίνεται, πως ήτανε αιχμάλωτοι. Κάποιος αναβρασμός και στους φαντάρους που ήταν εκεί γύρω. Ανησυχία όμως και στο δικό μας στρατόπεδο: «Αν αρνηθούν; Θα τους βαρέσουμε… Και θε να γίνει μακελειό. ¨όπως το ’21 με τους Τούρκους, που τους σφάξαμε.»… Προς στιγμή απειλήθηκε σύγκρουση. Έξαψη στα πνεύματα και άναμμα στα αίματα. Η διαταγή του αφοπλισμού ήταν διαταγή! Οι Ιταλοί έβλεπαν πως γύρω στα υψώματα ήταν στημένα πολυβόλα με τις κάνες στραμμένες απάνω τους… Αν αντιστέκονταν, πώς θα πολεμούσαν; Με τις αραβίδες; Δε γινότανε. Χαμένος κόπος! Και χαμένη υπόθεση. Ευτυχώς επικράτησε η λογική και αποφεύχθηκε η αιματοχυσία. Ο «κολονέλος» άνθρωπος συνετός, υποχωρητικός και με μυαλό. Όσο και αν βάραινε απάνω του η προσβολή. Όσο κι αν είχε πληγωθεί. Κι έχασε κάθε ιδέα για την «μπέσα» των Ελλήνων. Υπόκυψε στον εκβιασμό. Κι έδωσε την εντολή παράδοσης των όπλων.
Άρχισαν να περνούν κατά ομάδες οι «φρατέλοι» κάτω απ’ τον πλάτανο. Και με σκυμμένα τα κεφάλια να πετάνε τον οπλισμό τους σε σωρό. Σχηματίστηκε σε λίγο, δίπλα στ’ άλλα, ένα ακόμη μεγαλύτερο βουνό. Μία πελώρια τρακάδα από μακρύκανα ντουφέκια, αραβίδες και πιστόλια …
Μακάβριο τούτο το θέαμα! Ήταν να τους λυπάσαι τους δόλιους τους φαντάρους και πιο πολύ τους βαθμοφόρους. Αμίλητοι και σκυθρωποί. Τέτοιο ρεζίλι δεν το είχαν φαντασθεί… Ταπεινωμένοι τώρα και άοπλοι, οι χτεσινοί κατακτητές ήτανε πια στο έλεος της μοίρας….