Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το λεγόμενο ασφαλιστικό που ποτέ δεν έπαψε να απασχολεί την ελληνική κοινωνία, επανήλθε το τελευταίο διάστημα με τρόπο δραματικό απασχολώντας σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Όπως διαπιστώνει κανείς από τις καθημερινές επαφές με τους συμπολίτες μας, μία διάχυτη στενοχώρια μέχρι και βαθιά ενόχληση διακατέχει ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού. Η ίδια δυσαρέσκεια αποτυπώνεται και σε δημοσκοπήσεις που δείχνουν ποσοστά συμπολιτών μας άνω του 70% να δηλώνουν δυσαρέσκεια από τον τρόπο που η κυβέρνηση επεχείρησε να προσεγγίσει το ζήτημα υλοποιώντας, καθώς δηλώνει, ένα κύριο στόχο της στο πλαίσιο υλοποίησης του μεταρρυθμιστικού προγράμματός της με το οποίο δηλώνει πως «θα πάει την Ελλάδα μπροστά!».. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την ίδια δυσαρέσκεια και απογοήτευση εκφράζονται και οι οπαδοί της κυβερνώσας παράταξης της ΝΔ σε ποσοστό άνω του 60%.
Οι περισσότεροι από τους διαμαρτυρόμενους πολίτες εστιάζονται στο γεγονός ότι η επιχειρηθείσα νομοθετική παρέμβαση, υποτίθεται προς την κατεύθυνση εξυγίανσης του βαρέως πάσχοντος κοινωνικοασφαλιτικού μας συστήματος, κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του πρωθυπουργού που είχε τονίσει ότι δεν θα αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, δεν θα αυξηθούν τα όρια ηλικίας, δεν θα θιγούν ώριμα δικαιώματα. Τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τίποτα από αυτά τα υπεσχημένα δεν τηρήθηκε. Κάποιος από τους υπερασπιστές των κυβερνητικών χειρισμών ακούστηκε σε μία αντιπαράθεση να … αφοπλίζει τον πικραμένο συμπολίτη με το ερώτημα:
-Εσύ στη ζωή σου, ποτέ δεν είπες ψέματα;
Είναι, όμως, προφανές, πως με τέτοια πρακτική δεν διασκεδάζεται η δυσφορία, ο προβληματισμός, η ανησυχία και ο θυμός των πολιτών των οποίων όχι μόνο βλάπτονται βασικά δεδομένα επιπέδου διαβίωσης, αλλά βλέπουν να προσβάλλεται και η νοημοσύνη, η αξιοπρέπειά τους. Αντί να λογίζεται ως λαός κυρίαρχος, βλέπει να τον αντιμετωπίζουν ως παρία, κατάλληλο μόνο να ψηφίζει κατά καιρούς, να άγεται και να φέρεται με διάφορα πρόσκαιρα εφευρήματα εντυπωσιασμού και παραπλάνησης, όπως τα τρία χιλιάρικα ευρώ που δόθηκαν στους δύστυχους πυροπαθείς του περασμένου καλοκαιριού, για να τους ξεχάσουν ευθύς μετά τις εκλογές.
Το ερώτημα, όμως, που τίθεται με την δέουσα νηφαλιότητα και μακριά από τις ευτελείς μικροκομματικές προπαγάνδες μεταξύ των πολιτικών, που εμάς ουδόλως μας αφορούν, είναι να αποτυπωθεί με ακρίβεια τι επιτέλους είναι σωστό και τι είναι λάθος.
Εκ προοιμίου οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι το πρόβλημα στο κοινωνικοασφαλιστικό πεδίο είναι υπαρκτό, όσον και οξύ. Μάλιστα οφείλουμε να προσθέσουμε ότι δεν είναι καν «ελληνικό» πρόβλημα, αφού, έστω σε μειωμένη ένταση το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζεται και από άλλες χώρες της Ευρώπης. Οι δημογραφικές μεταβολές, καθώς μειώνονται οι γεννήσεις και αυξάνεται η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί την αφετηρία του προβλήματος. Αν εδώ προσθέσουμε και την συνεχή αύξηση των ορίων ηλικίας, του λεγόμενου προσδόκιμου επιβίωσης με την εξέλιξη της ιατρικής και της υγειονομικής περίθαλψης, έχουμε μία γεύση του ζητήματος, καθώς όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται με τις εισφορές τους να χρηματοδοτήσουν το σύστημα για την περίθαλψη και τις συντάξεις όλο και περισσότερων ηλικιωμένων, απόμαχων της ενεργού δράσης.
Δεν χωρεί αμφιβολία, λοιπόν, πως είναι ανάγκη να εξετασθεί το όλο πρόβλημα και να υπάρξουν τομές.
Αν θέλουμε, να μιλήσουμε με τη γλώσσα της ειλικρίνειας και της αλήθειας, δεν θα πρέπει να κλείσουμε τα μάτια μπροστά σε χονδροειδείς όσον και βλαπτικές επεμβάσεις που προκάλεσαν κοινωνική αδικία και αφαίμαξη από τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς δόθηκαν αφειδώς στο παρελθόν συντάξεις σε νεότατους ανθρώπους, εντάχθηκαν στα ασφαλιστικά ταμεία ολόκληρες τάξεις πληθυσμού με πλήρη δικαιώματα και ανύπαρκτες εισφορές. Οι κατά καιρούς κυβερνήσεις ασκούσαν κοινωνική –ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, ψηφοθηρική πολιτική, εντάσσοντας τέτοιες ομάδες στο ΙΚΑ. Ένα ταμείο με βάθρο ανταποδοτικό δηλαδή που αποδίδει στους ασφαλισμένους με βασικό κριτήριο ό,τι εισπράττει, νοθεύεται, ναρκοθετείται από τον ανεύθυνο πολιτικό που εισάγει καταχρηστικά και το προνοιακό στοιχείο. Η πρόνοια, όμως, είναι υπόθεση αποκλειστικής χρηματοδότησης του κράτους. Το φαινόμενο αυτής της ανευθυνότητας, της προχειρότητας και του κομπογιαννιτισμού φαίνεται ότι είναι διαχρονικό στον τόπο μας. Από τις αρχές της 10ετίας του ’50 οπόταν η δύσμοιρη και χειμαζόμενη χώρα μας μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο προσπαθούσε να ορθοποδήσει, η μία λαθεμένη και βλαπτική για το ασφαλιστικό σύστημα ενέργεια, διαδέχονταν την άλλη. Μέσα από τις διαπιστώσεις αυτές βλέπει κανείς, πόσο δυστυχώς αδικήθηκε ο τόπος μας από την έλλειψη κυβερνητικών στελεχών με τεχνοκρατική επάρκεια και ήθος.
Να σταθούμε μόνο σε ένα δύο απλά παραδείγματα που τα έχει υπόψη του κάθε συμπολίτης μας:
Όλα τα χρήματα των αποθεματικών των ταμείων όφειλαν να κατατίθενται υποχρεωτικά στην κεντρική τράπεζα, την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς επιτόκιο ή με ευτελές επιτόκιο κατά πολύ υπολειπόμενο από το αντίστοιχο τρέχον επιτόκιο της αγοράς. Είναι δύσκολο να εννοήσει κανείς με κανόνες στοιχειώδους ορθοφροσύνης αυτούς τους χειρισμούς σε βάρος των εργαζόμενων Ελλήνων. Έχει υποστηριχθεί από κάποιους που θέλησαν να μπαλώσουν κάπως τα πράγμα, ότι οι πόροι αυτοί των ασφαλιστικών ταμείων, διατέθηκαν για την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων που με τη σειρά τους δημιούργησαν θέσεις εργασίας. Επ’ αυτού δεν μπορεί να εγερθούν ενστάσεις. Και σε άλλες χώρες της Ευρώπης χρησιμοποιήθηκαν πόροι των ασφαλιστικών ταμείων για την ενίσχυση της οικονομικής και περιφερειακής ανάπτυξης, αλλά δόθηκαν στα ταμεία εύλογα επιτόκια. Στη χώρα μας τα χρήματα των ασφαλισμένων, το λάδι της Εκκλησίας, όπως θα λέγαμε στο Σκαμνό, υπέστησαν διαχρονικά ληστρική επιδρομή.
Στις ίδιες αυτές περιόδους επιχειρήθηκε στη χώρα μας να υποστηριχθεί η επιχειρηματική ανάπτυξη σε συγκεκριμένες περιοχές με περαιτέρω βλάβη των ασφαλιστικών ταμείων. Να θυμίσουμε την περικοπή των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών, ενώ οι παροχές έμειναν –όπως ήταν φυσικό- ακέραιες. Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα! λέμε εμείς στη Ρούμελη.
Ο Έλληνας νομοθέτης, προσεγγίζοντας εδώ και 60 περίπου χρόνια το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης, φάνηκε να παίρνει μέτρα περιφρούρησης του θεσμού που είναι κατ’ εξοχήν ιερός. Θέσπισε, λοιπόν, μεταξύ άλλων και τα της διοίκησης των ταμείων προβλέποντας προέδρους, διοικητές, διαχειριστές διοριζόμενους από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και όχι από τις επαγγελματικές ενώσεις που καταβάλλουν τα χρήματα. Τούτο ενισχύθηκε ως επιλογή και από το επιχείρημα της τριμερούς χρηματοδότησης δηλαδή την συμβολή του κράτους στην οικονομική στήριξη των ασφαλιστικών ταμείων πέραν των εισφορών επιχειρήσεων και εργαζομένων. Στην πορεία φάνηκε, όμως, ότι οι διοριζόμενοι κομματικοί φίλοι, «ημέτεροι» κλπ στις θέσεις αυτές, μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις δικαίωσαν το ρόλο και την αποστολή τους. Στο σύνολό τους δε απέφυγαν να θέσουν θέματα σοβαρά σχετιζόμενα με τις βλαπτικές σε βάρος των ταμείων ενέργειες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Δεν θέλησαν να τα βάλουν με αυτούς που τους διόρισαν γιατί απλά θα έχαναν τη δουλειά τους. Έχουμε δηλαδή μία σύγκρουση συμφερόντων. Το κράτος σε ελάχιστες περιπτώσεις κατέβαλε την συνεισφορά του στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Όταν κάποια ταμεία φθάνουν στην έσχατη ανάγκη δίνονται κάποια συμβολικά ποσά εν είδη ελεημοσύνης και βλέπει κανείς ταυτόχρονα τον αρμόδιο υπουργό να κομπάζει για τη χειρονομία του λες και έδωσε το ποσό από την τσέπη του! Το θλιβερό αυτό φαινόμενο έφθασε μάλιστα στο έσχατο κατάντημα, που το πανελλήνιο γνωρίζει, να διορίζονται επί κεφαλής ασφαλιστικών ταμείων μοιραίοι άνθρωποι που από άγνοια ή και από πρόθεση, αλλά πάντως με πρωτοφανή θρασύτητα που προκάλεσαν τεράστιες βλάβες στα χρήματα των ταμείων. Είδαμε και κάποιους ανεκδιήγητους -κομματικούς επίσης παράγοντες- ακόμη και με μεγάλους ακαδημαϊκούς τίτλους, -καθηγητές της συμφοράς- αλλά σε κάθε περίπτωση με στενές κομματικές σχέσεις να επιδίδονται σε κάθε είδους απρέπειες. Είδαμε τη θρασύτατη αφαίμαξη των αποθεματικών των ταμείων με τα επικίνδυνα δομημένα ομόλογα και τις τεράστιες προμήθειες σε σκοτεινούς διαδρόμους. Τεράστια είναι η βλάβη των ταμείων από αυτές τις ανεπίτρεπτες ενέργειες. Ακόμη, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει φανεί το μέγεθος της συμφοράς που προκάλεσαν στα χρήματα των ταμείων αυτές οι βλαπτικές ενέργειες. Είδαμε την απόπειρα συγκάλυψης, αντί να δούμε κάποιους από αυτούς τους αλητήριους να οδηγούνται στη φυλακή. Είδαμε σε κάποια στιγμή έναν κομματικό – κυβερνητικό (Γιώργος Ζορμπάς, πρώην δικαστικός) να κινείται προς την κατεύθυνση εντοπισμού και κολασμού των εγκληματιών, των επιτηδείων τρωκτικών, αλλά είδαμε και την μήνη σύσσωμου του κυβερνητικού μηχανισμού που ξεσηκώθηκε εναντίον του, γιατί δεν έπρεπε να μάθει ο λαός όλη την αλήθεια. Είδαμε την απόπειρα ενός στελέχους (Πέτρος Τατούλης) να εκθέσει μερικά καυτά ζητήματα στο εσωτερικό του κομματικού μηχανισμού και να αποδοκιμάζεται ομοθυμαδόν η ενέργειά του από όλους τους υπόλοιπους. Ακατανόητη συμπεριφορά, όσο και άκρως επικίνδυνη για τα δημόσια πράγματα και την πορεία αυτού του τόπου που προφανώς διανύει περίοδο βαθύτατης σήψης και παρακμής. Απορεί κανείς βλέποντας ότι οι μεγάλες προτεραιότητες της ελληνικής κοινωνίας έχουν υποκατασταθεί με άμεση ευθύνη των αντιπροσώπων που ο ίδιος ο λαός επέλεξε, από άλλες προτεραιότητες ήσσονος σημασίας που μάλιστα κινούνται στην ιδιοτελή αντίληψη μίας κομματικής συσπείρωσης και αγκίστρωσης στην εξουσία.
Το τελευταίο που τους απασχόλησε, αυτούς τους περίεργους τύπους διοικητών, είναι η περιφρούρηση των συμφερόντων των ταμείων και των ασφαλισμένων σ’ αυτά, έναντι των οποίων, υποτίθεται, είναι οι άγρυπνοι φρουροί, οι ορκισμένοι θεματοφύλακες. Μέσα στα πρώτα μαθήματα management (=άσκηση διοίκησης) που παίρνουν νεαρά ηγετικά στελέχη στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, είναι να προσέξουν και να αποφύγουν ερωτικές σχέσεις στο χώρο της εργασίας τους. Είναι προφανές ότι από τη στιγμή αυτή και εφ εξής παγιδεύονται και χάνουν την ανεξαρτησία τους μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον εργασίας, όπου καλούνται να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, σοβαρότητα, αντικειμενική κρίση, προσήλωση στην επίτευξη των κοινών στόχων. Δεν χρειάζεται να το εξηγήσει κανείς περισσότερο. Το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης μέσα στο χώρο εργασίας αποδοκιμάζεται με αυστηρότητα σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Η συγκεκριμένη πρακτική προδίδει υποκουλτούρα και ένα σημαντικό έλλειμμα ηθικής. Στην ταλαίπωρη πατρίδα μας έμελλε να δούμε τα πλέον απίθανα περιστατικά. Ακόμη και στο χώρο της κοινωνικής ασφάλισης. Με υπέργηρους και σαπιοκοιλιάδες ερωτύλους να επιδίδονται σε γκομενοδουλειές με υφιστάμενές τους, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ενέδιδαν για να μην χάσουν τη δουλειά τους ή και να αποκτήσουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε άτυπη παρέμβαση στη άσκηση και νομή της διαχείρισης σημαντικών πόρων. Στο τέλος πήγαν τα θύματα στη φυλακή! Το είδαμε κι αυτό. Ο λαός, ασφαλώς το είδε και αυτό, αλλά, τι κρίμα, δεν το είδε και σίγουρα δεν το αξιολόγησε με τον ίδιο τρόπο η κυβέρνηση. Αυτό είναι το δράμα του τόπου μας.
Φίλες και φίλοι αναγνώστες, δεν είναι περίεργες οι δημοσκοπήσεις. Ο λαός έχει κρίση και σωστό αισθητήριο.
-Πως μπορεί να περιμένει επίλυση των υπαρκτών προβλημάτων του από τέτοιας ποιότητας προσωπικό; Πως μπορούμε με τόσο ακατάλληλα και φθαρμένα υλικά να στήσουμε γερό οικοδόμημα; Πώς μπορούμε να περιμένουμε κάτι θετικό από αυτό το δυναμικό και να προσβλέπουμε στην επίλυση των υπαρκτών ζητημάτων του ασφαλιστικού μας συστήματος, αλλά και τόσων άλλων καυτών προβλημάτων της κοινωνίας; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν, όπως λέμε στο Σκαμνό, αναθέσουμε στο λύκο να φυλάξει τα πρόβατα;
Οι ατέλειες, τα λάθη, οι σφαγιασμοί, οι ανορθολογισμοί, οι αυθαιρεσίες και οι πάσης φύσεως αδικίες βρίθουν στα ασφαλιστικό νομοθέτημα.
Οι λεγόμενες αναλογιστικές μελέτες που δεν υπήρξαν και ούτε πάρθηκαν υπόψη πριν από αυτή την νομοθετική παρέμβαση που μοιάζει με ταύρο σε εφορμά σε υαλοπωλείο, που δεν σέβεται και δεν πειθαρχεί σε κανόνες που απευθύνονται σε πολιτισμένη δημοκρατική κοινωνία, δεν είναι κάτι δευτερεύον, κάτι ασήμαντο. Η αναλογιστική μελέτη είναι το χαρτί και το μολύβι που παίρνει στα χέρια του κάθε συνετός οικογενειάρχης, κάθε επιμελής επιχειρηματίες και μετράει τα συν και τα πλην. Βάζει τις παραμέτρους που θα επηρεάσουν την εξέλιξη των μεγεθών σε βάθος χρόνου και αποφαίνεται για την βιωσιμότητα και το επίπεδο οικονομικής ισχύος του ταμείου.
-Τι έκανε το πρόσφατο νομοθέτημα;
Μακριά από κάθε τεχνοκρατική επάρκεια και συνάμα χωρίς ένα ελάχιστο απόθεμα ηθικής και δικαιοσύνης, έπιασε νηστεύσαντες και μη, ισχυρά ταμεία και μπαταρισμένα ταμεία στο χείλος της χρεοκοπίας και τα έριξε μέσα στον ίδιο κουβά. Έκανε και κάποιες νύξεις περί κάποιου είδους αυτονομίας κατά τομείς στα τερατώδη νέα σχήματα, αλλά ταυτοχρόνως επισείει και τη δαμόκλειο σπάθη της αλληλεγγύης. Να δώσει αυτός που έχει σ’ εκείνον που δεν έχει. Ένα είδος απαλλοτρίωσης στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης με ισοπέδωση προς τα κάτω, στο επίπεδο του απαξιωμένου ΙΚΑ και του επίσης παραπαίοντος ΤΕΒΕ (ΟΑΕΕ). Προβλέφθηκαν και νέα διοικητικά συμβούλια με το πάνω χέρι στους διορισμένους από την κυβέρνηση «ημέτερους». Η συνταγή είναι γνωστή από παλιά και «δοκιμασμένη». Έτσι λοιπόν ισχυρά ταμεία, όπως για παράδειγμα αυτό του τουρισμού (ΤΑΝΠΥ) -γιατί έχω προσωπική γνώμη-διαλύονται. Τα δικαιώματα περικόπτονται αν και τα χρήματα είναι δικά μας, είναι του κλάδου! Να πούμε ότι εδώ δεν υπάρχει ούτε μία δραχμή κρατική συνεισφορά.
Για να μην παρεξηγούμαστε: Η συνένωση των ταμείων σε ομοειδείς κατηγορίες είναι ένα θεμιτό μέτρο που μπορεί να συμβάλλει στον εξορθολογισμό λειτουργίας, περιστολή δαπανών κττ. Το μείζον όμως ζήτημα είναι ότι εδώ μιλάμε για μία εγγενή αδυναμία προώθησης ουσιαστικών μεταβολών από μία ακατάλληλη ηγεσία. Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Αυτό το βλέπει κανείς καθαρά. Εντάχθηκε στο παραπέον ΤΕΒΕ το ΤΣΑ και το ΤΑΕ (ακόμη χειρότερη η κατάσταση του ταμείου των εμπόρων και των αυτοκινητιστών). Ο ΟΑΕΕ που προέκυψε από την συνένωση, βρίσκεται σε απόλυτο τέλμα από διοικητικής, λειτουργικής, οργανωτικής και οικονομικής άποψης. Η υποβάθμιση των υπηρεσιών και της στήριξης των ασφαλισμένων έρχεται με τον πλέον δραματικό τρόπο. Τα χρήματα που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι κάπου αρχίζουν να μοιάζουν με χαράτσι, αφού δεν απολαμβάνουν μίας στοιχειωδώς ικανοποιητικής περίθαλψης. Με διάφορα τεχνάσματα, καθυστερήσεις, γραφειοκρατίες κττ παρεμβάλλονται ανυπέρβλητα εμπόδια στους ασφαλισμένους προκειμένου να δεχθούν την αρωγή, όταν την χρειάζονται. Τούτο, όμως, αμβλύνει αν δεν αναιρεί κιόλας το λόγο ύπαρξης και λειτουργίας των ταμείων αυτών που εκφυλίζονται σε νοσηρούς μηχανισμούς καταταλαιπώρησης των πολιτών.
Οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ και το ΤΕΒΕ γεύονται αυτή την αθλιότητα και έχουν ο καθένας σχηματισμένη γνώμη και άποψη.
Μέσα σ’ αυτό το αλισφερίσι, είδαμε και τους χειρισμούς και τα «παράθυρα διαφυγής» με την ειδική μεταχείριση – εξαίρεση των ανθρώπων της εξουσίας. Σημάδια που μας δείχνουν ότι κινούμαστε σε ένα σύστημα προνομιακής μεταχείρισης κάποιων ευγενών, ένα ολιγαρχικό -ας πούμε- σύστημα. Αυτόνομο κατ’ εξαίρεση το ταμείο της τετάρτης λεγόμενης εξουσίας: Των δημοσιογράφων που άπαξ και εξασφάλισαν την δική τους ειδική μεταχείριση αποφεύγοντας την λαίλαπα του καιάδα, ευθυγραμμίστηκαν μονομιάς και ξεπέρασαν τον κυβερνητικό εκπρόσωπο σε φιλοκυβερνητική προπαγάνδα κατακεραυνώνοντας τους πληβείους – πικραμένους. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ακολούθησαν άλλες ειδικές ρυθμίσεις υπέρ της άλλης εξουσίας: Της δικαιοσύνης, που ήδη έχει δείξει το δείγμα γραφής της καθώς, όταν το κρίνει σκόπιμο, βγάζει μία απόφαση για αύξηση των δικών τους απολαβών! Κρατούν, βλέπεις, και το μαχαίρι και το πεπόνι στα δικά τους χέρια! Την νομοθετική εξουσία, φυσικά, δεν την έχουν αφήσει στο παράπονο. Αρκεί να έχει κάποιος μία ολιγόχρονη θητεία ως βουλευτής, έχει εξασφαλίσει μία γενναία σύνταξη.
Κάθεται λοιπόν ο απλός πολίτης αυτής της χώρας και σκέφτεται. Η παγκόσμια ιστορία έδειξε ότι έγιναν κατά καιρούς κινήσεις ακόμη και επαναστατικές ή και με πολύ αίμα υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έγιναν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, αλλά ταυτόχρονα εξοβελίστηκαν οι ολιγαρχικές εστίες, οι πλουτοκρατικές κάστες. Υπήρξε τέλος πάντων μία αιτιολογική βάση με ένα κάποιο υπόβαθρο ηθικής.
Θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά τα πράγματα αν η κα Πετραλιά αποφάσιζε να εντάξει και τον εαυτό της και όλους τους συναδέλφους της Υπουργούς στο ΙΚΑ ή στο ΤΕΒΕ, ώστε να δει και να αισθανθεί σε τι αθλιότητα οδηγεί τους συμπολίτες της. Τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έγιναν λάθη στο παρελθόν και τα πληρώνουμε σήμερα όλοι μαζί. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δημοκρατία λειτουργεί σωστά σ’ αυτό τον τόπο που την δίδαξε και την ανέδειξε.
Να γιατί οι Έλληνες δεν θα αποδεχθούν και δεν θα συγχωρήσουν ποτέ αυτούς τους ακροβατισμούς.