FtS98
Συχνά γίνεται λόγος για διάφορα τοπικιστικά ιδιώματα, συνήθειες, νοοτροπίες αναλόγως του τόπου καταγωγής. Πολλοί Ρουμελιώτες είναι προσεκτικοί όταν τύχει να συνταυτιστούν σε οποιαδήποτε κοινωνική ή οικονομική πράξη με τους Μοραΐτες συμπατριώτες μας. Είναι μάλιστα τόσο κατηγορηματικοί που χωρίς δισταγμό προχωρούν σε γεωγραφική οριοθέτηση με αναφορές και προκαταλήψεις του τύπου «κάτω από το αυλάκι» εννοώντας τον Ισθμό της Κορίνθου.
Προσωπικά δεν θα συμμεριζόμουν τη διάκριση αυτή που αν όντως αποπνέει κάποια στοιχεία αλήθειας, αυτά ανάγονται στο απώτερο παρελθόν οπόταν η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ήταν αραιά. Αυτό το στοιχείο της κάποιας απομόνωσης στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα, ενσωμάτωνε και περιχαράκωνε και τους διαφορετικούς τύπους κοινωνικής συμπεριφοράς. Η σημερινή εικόνα με την ιλιγγιώδη ταχύτητα επικοινωνίας και ταξιδιών, όχι μόνον σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας, αλλά σε ολόκληρη την υδρόγειο, αμβλύνει αυτές τις αντιθέσεις, γεφυρώνει τα ήθη και τις διαφορές στην νοοτροπία και την συμπεριφορά των ανθρώπων. Η ύπαρξη εν πάσει περιπτώσει κάποιων καταλοίπων αυτής της αντίληψης έρχεται και μέχρι τα τελευταία χρόνια. Στη δεκαετία του ’70 και ’80 θυμάμαι έναν καλό φίλο, υφασματέμπορο καταγόμενο από την περιοχή Βίλιων, στην οδό Μητροπόλεως, με καλή επιχειρηματική δραστηριότητα και πελάτες σε όλη την Ελλάδα, αρνιόταν με πείσμα να συνάψει επιχειρηματικές σχέσεις στην περιοχή της Πελοποννήσου.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι αυτή η διαφορά κοινωνικής συμπεριφοράς όχι μόνον υπήρξε κατά το παρελθόν, αλλά αποτέλεσε και σοβαρό προηγούμενο εξελίξεων που σφραγίστηκαν από την ιστορία.
Ο Άγγλος φιλέλληνας και αγωνιστής στο πλευρό των προγόνων μας στα κρίσιμα χρόνια της Επανάστασης κατά του τουρκικού ζυγού, James Emerson, κράτησε από τη συμμετοχή του στον αγώνα και τις προσωπικές του εμπειρίες ημερολόγιο. Με βάση αυτό το υλικό προχώρησε το 1826 σε μία ειδική έκδοση στο Λονδίνο περιλαμβάνοντας στο εκδοτικό έργο του αποσπάσματα από τις σημειώσεις του στο ημερολόγιό του.
Σε μία από τις ενότητες του έργου του που εστιάζεται στη κατάσταση μετά το φούντωμα της Επανάστασης και την διάχυτη κακοδαιμονία που συνοδεύτηκε από μία χαλάρωση της συνοχής και του φρονήματος, περί το 1825, και παρατηρεί:
«.. Οι Έλληνες είχαν ξεχειμωνιάσει μέσα σε αδράνεια, η οποία είχε τις πλέον τραγικές συνέπειες. Το μεγάλο μειονέκτημα που δεν έπαυε να παραλύει κάθε τους προσπάθεια ήταν η πλήρης έλλειψη ενότητας μεταξύ των αρχηγών: ο καθένας τους έμοιαζε να έχει προσωπικό συμφέρον, ανεξάρτητο από την κοινή υπόθεση και αυτό το συμφέρον, που οι μεν εισέπρατταν σε δημοτικότητα, οι δε σε αύξηση της εξουσίας τους, υπερτερούσε του γενικού, προκαλώντας διαρκείς έριδες και καυγάδες. Αυτό το χειμώνα οι διαφορές τους έφεραν σε κατάσταση συναγερμού: δεν θα ήταν χρήσιμο να απαριθμήσουμε εδώ όλες τις μικρές αιτίες ζηλοφθονίας που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ βαρβάρων. Θα παρατηρήσουμε μόνο ότι ήταν τέτοιες και σε τόσο μεγάλο βαθμό, που προκαλούσαν υπέρμετρο εκνευρισμό στους Μοραΐτες. Η πρώτη πηγή έριδας ίσως ήταν η προτίμηση που επιδείκνυε η κυβέρνηση στους Ρουμελιώτες. Είναι αλήθεια πως ο χαρακτήρας του λαού του Μοριά ξεχωρίζει από αυτόν των βορείων γειτόνων τους, με κάποια γνωρίσματα που άθελά τους διαθέτουν έναντι των τελευταίων.
Η καρδιά ενός Μοραΐτη εμπεριέχει μία μικρότητα και μία κλίση προς την προδοσία και τη φιλαργυρία που δεν γνώρισε ποτέ ο άγριος, ευθύς, αλλά και σκληροτράχηλος Ρουμελιώτης. Επίσης η κυβέρνηση επέδειξε ορισμένη προτίμηση προς αυτούς, η οποία ερέθισε τους ανταγωνιστές τους. Πέραν τούτου οι Μοραΐτες αρχηγοί ήταν δυσαρεστημένοι και από το γεγονός ότι δεν συμμετείχαν καθόλου στην αυξανόμενη εξουσία της κυβέρνησης. Η συμπεριφορά τους γέννησε υποψίες οι οποίες έδωσαν λόγο σε συχνές διαμάχες. Τα δύο μέρη ελάχιστα έδειχναν πνεύμα συμφιλίωσης, με αποτέλεσμα τη στάση των Μοραϊτών ενάντια στην κυβέρνηση. Νικηταράς, Δημήτριος και Νικόλαος Δεληγιάννης, ο στρατηγός Σισσίνης, Ανδρέας Ζαϊμης, Ανδρέας Λόντος, Ιωάννης και Παναγιώτης Νοταράς. Η Κυβέρνηση κάλεσε επί τόπου τους Ρουμελιώτες σε βοήθειά της και εμπιστεύθηκε την καθοδήγηση των στρατευμάτων της σε δύο εξ αυτών, τους στρατηγούς Τσόγκα και Γκούρα, που υποστήριζε τόσο με την παρουσία του ο Ιωάννης Κωλέττης, μέλος του εκτελεστικού σώματος, όσο και με τις συμβουλές του. Οι Μοραΐτες υποστήριζαν θερμά για κάποιο χρονικό διάστημα την εμφύλια διαμάχη και μάλιστα προσπάθησαν να γίνουν κύριοι του Ναυπλίου. Έπειτα από λίγο καιρό και με τίμημα αρκετό αίμα, οι εξ3εγερμένοι διαλύθηκαν και προς τις ;αρχές του Δεκεμβρίου ο ξεσηκωμός φαινόταν να καταλαγιάζει. Ωστόσο οι θλιβερές συνέπειες αυτής της έκρηξης αυτής της έκρηξης αναρχίας συνεχίζουν να γίνονται αισθητές μέχρι τον επόμενο χρόνο. Ολέθρια στάθηκε η αντίσταση στην πτώση του κάστρου της Πάτρας, το οποίο η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε καταλάβει μέσα στο χειμώνα. Αυτή η καθυστέρηση ήταν η αιτία που ο αποκλεισμός άρχισε πάλι προς τα μέσα του Ιανουαρίου. Τότε ένας μικρός αριθμός σκαφών διέσχισε τον κόλπο της Κορίνθου και επανασχημάτισαν τον αποκλεισμό με τη συνδρομή ορισμένων τμημάτων του στρατού ξηράς, ενώ παράλληλα με ορμή καταδίωξαν τους αρχηγούς της εξέγερσης, οι οποίοι είχαν καταφύγει σε διάφορα κάστρα του Μοριά. Η κυβέρνηση βγαίνοντας από τη σύγχυση στην οποία είχε περιέλθει, προετοιμάστηκε κατάλληλα για την προώθηση του αποκλεισμού».
***
Οι αθέατες όψεις 1821, Ιστορικά, Έκδοση της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, σελ.: 118 και επ.ξ