Αμφαναί

FtS89 [Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2007]

1) Εις την περιοχήν της Οιταίας χώρας, κατά την αρχαιότητα, υπήρχε μία πόλις με τα ονόματα: Αμφαναί, Αμφαναία και Αμφάνιον. Ωσαύτως υπήρχεν και ετέρα πόλις, ομώνυμος, εις την περιοχήν της Πελασγιώτιδος, με τα ονόματα: Αμφαναί, Αμφαναία και Αμφίναιον.

Εις τας ιστορικάς πηγάς δεν απαντάται ο τύπος του τοπωνυμίου ως «Αμφανία» και το επίθετον Αμφάνιος, προς δήλωσιν του τόπου καταγωγής κάποιου ανθρώπου, καίτοι ο σχηματισμός του τύπου του τοπωνυμίου «Αμφάνιον» προϋποθέτει την ύπαρξιν και χρήσιν του αμαρτυρήτου επιθέτου αμφάνιος, αμφανία, αμφάνιον.

2) Πληροφορίας περί της Οιταίας πόλεως «Αμφαναί» έχομεν:

i) Ο Στέφανος Βυζάντιος, 6ος αιών μ.Χ., εις το έργον του: Εκ των Εθνικών Στεφάνου, κατ΄ επιτομήν, και εις το λήμμα: «Αμφαναί» αναγράφονται:

«… Αμφαναί, πόλις Δωρική. Εκαταίος εν πρώτη γενεαλογιών. Θεόπομπος Αμφαναίαν αυτήν καλεί εν πέμπτω Φιλιππικών, έτσι και χωρίον Θετταλίας ωσαύτως, το εθνικόν Αμφαναίος και Αμφαναιεύς …».
Μετάφρασις: Αμφαιναί. Δωρική πόλις. Την αναφέρει ο Εκαταίος εις την πρώτην βίβλον των Γενεαλογιών. Ο Θεόπομπος την ονομάζει Αμφαναία εις το πέμπτον βιβλίον των Φιλιππικών. Υπάρχει επίσης και ομώνυμη περιοχή εις την Θεσσαλίαν. Το εθνικόν Αμφαναίος και Αμφαναιεύς. (Στέφανου Βυζαντίου: Εθνικά κατ΄ επιτομήν. ΄Εκδοσις Augusti Meinekii, Berlin 1849, σελίς 89. Εκαταίος ο Μιλήσιος: Αποσπάσματα, fragmentum 3. Κάκτος: Οι Έλληνες, αριθμός 1202. Εκαταίος ο Μιλήσιος. Άπαντα. Αθήνα 2001, σελίδες 54 και 55).

[Η εντοιχισμένη πλάκα, σήμερα στον καθεδρικό Ναό Δρυμαίας με την αναφορά στον Αμφάνιο Ιεροθύτη σε σχέση με το δάνειο. Φωτογραφία: Αντώνης Μαζωνάκης]

amfanae2

Ο Στέφανος ο Βυζάντιος υπήρξε γεωγράφος και γραμματικός του 6ου μ.Χ. αιώνος. Ούτος, επί τη βάσει των αρχαίων πηγών κ.λπ., συνέταξεν έν γεωγραφικόν λεξικόν μεγάλης εκτάσεως, του οποίου, κατά το λεξικόν Σούδα, εσώθη μία επιτομή, την οποίαν συνέταξεν ο γραμματικός Ερμόλαος. Εκ της άνω επιτομής προέρχεται το προπαρατεθέν απόσπασμα. Ο Στέφανος Βυζάντιος, δι΄ έκαστον τοπωνύμιον, παρείχε την ορθήν γραφήν, την ετυμολόγησιν και καταγωγήν της λέξεως, την γεωγραφικήν θέσιν, την ιστορίαν του τόπου και των ανθρώπων, οι οποίοι κατήγοντο εκ του τόπου ή έδρασαν εκεί, παραθέτων πληροφορίας από την παλαιοτέραν και νεωτέραν γραμματείαν. Βάσει των ανωτέρω προκύπτει , ότι η Οιταιϊκή πόλις «Αμφαναί», υπήρχεν κατά τον 6ον μ.Χ. αιώνα.

[εικαζομένη περιοχή Αμφανών]

perioxiamfanon

perioxi-amfanon

Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (560 / 550 π.Χ. – 479 π.Χ.) κατήγετο εκ της Μιλήτου της Μικράς Ασίας και έγραψεν εις ιωνικήν διάλεκτον τα έργα του:

α) «Γενεαλογίαι», εις την οποίαν υπάρχει μια Ορθολογική Συλλογή Οικογενειακών παραδόσεων και
β) έν γεωγραφικόν έργον με τίτλον: «Περίοδος Γής». Εκ του πρώτου έργου και δή εκ της πρώτης βίβλου προέρχεται η πληροφορία του Στεφάνου Βυζαντίου.

Ο Θεόπομπος κατήγετο εκ της Χίου και ήτο ο ιστορικός του 4ου αιώνος π.Χ. Ούτος έγραψεν:

α) «Τα Ελληνικά» εις δώδεκα (12) βιβλία, εις τα οποία συνεχίζει την Ιστορίαν του Θουκυδίδου, από του έτους 411 π.Χ. μέχρι της Ναυμαχίας της Κνίδου, κατά το έτος 394 π.Χ. και
β) Τα Φιλιππικά, εις 58 βιβλία, όπου αρχίζει την εξιστόρησιν και έκθεσιν των ιστορικών γεγονότων με την ανάληψιν της εξουσίας από τον Φίλιππον Β΄, βασιλέα των Μακεδόνων, το 360 π.Χ. και τελειώνει με τον θάνατόν του το 336 π.Χ. Εκ του τελευταίου έργου προέρχεται η πληροφορία τού Στεφάνου Βυζαντίου. (Κάκτος: Εκαταίος ο Μιλήσιος, σελίς 184), και
ii) Πληροφορίας περί πόλεως των Αμφανών, παρέχει και η μεγάλη επιγραφή της πόλεως Δρυμαίας (Γλούνιστα), εις την οποίαν μνημονεύεται ο ιεροθύτης Βαβύλος του Αμφανίου, περί της οποίας θα γίνη εκτενής λόγος κατωτέρω.

Βάσει των ανωτέρω η Οιταιϊκή πόλις Αμφαναί υπήρχε και κατωκείτο, καθ΄ όλον το χρονικό διάστημα από του 500 π.Χ. μέχρι του 600 μ.Χ., εμφανίζεται δε υπό τα εξής τρία (3) ονόματα: Αμφαναί, Αμφαναία και Αμφάνιον. Πιθανώς αύτη να ιδρύθη κατά τον 14ον αιώνα π.Χ. και να εγκατελείφθη κατά τον 7ον – 8ον αιώνα μ.Χ.

Μετά την εκδίωξιν των Δρυόπων υπό του Ηρακλέους, εκ της περιοχής μας, κατά το 1350 π.Χ. περίπου, πιθανώς ο Βασιλεύς Κήυξ των Τραχινίων, εν συνεννοήσει μετά του γαμβρού του Κύκνου, βασιλέως των Αμφανών, να μετέφερε μερικάς οικογενείας εις την περιοχήν και ούτως ιδρύθη η πόλις των Αμφανών, εις ανάμνησιν του αρχικού τόπου καταγωγής των. Μία υπόθεσις αρκετά πιθανή.

Λόγω του, ότι ήσαν ποιμένες, έζων εις δωρικάς καλύβας και τα διασωθέντα ίχνη κατοικήσεως της περιοχής Πέτρας – Αμφανών είναι μηδαμινά.

Περί της εγκαταστάσεως Αινιάνων εκ της περιοχής Θεσσαλίας εις την χώραν των Οιταίων μας πληροφορεί και ο γεωγράφος Στράβων. (Γεωγραφικά 9.5.22, «… Οι μεν Αινιάνες οι πλείους εις την Οίτην εξηλάθησαν υπό των Λαπιθών, κάνταύθα δε εδυνάστευσαν αφελόμενοι των τε Δωριέων τινά μέρη και των Μαλιέων μέχρι Ηρακλείας και Εχίνου …»).
Μετάφρασις Πάνου Θεοδωρίδη: «… Οι περισσότεροι Αινιάνες διώχτηκαν στην Οίτη από τους Λαπίθες, κι’ εδώ κυριάρχησαν παίρνοντας μερικά μέρη από τους Δωριείς και τους Μαλιείς ως την Ηράκλεια και τον Εχίνο …»). (Στράβων: Γεωγραφικά 9: «Ανατολική Ελλάδα», Κάκτος 248:
«Οι Έλληνες». Αθήνα 1994, σελίς 197).

Εκ του λόγου τούτου ο F. Stählin αναγράφει: «… Στην ίδια περιοχή, αλλά σε μία άγνωστη θέση, βρισκόταν η κάποτε ιστορική δωρική, αργότερα Οιταιϊκή πόλις Αμφαναί …» (op. cit, σελίς 356, μεταφράσεως).
3) Αντιθέτως περί της πόλεως των Αμφανών της Πελασγιώτιδος Θεσσαλίας (Μαγνησίας) αι πληροφορίαι είναι περισσότεραι και δή:
i) Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος και ο Θεόπομπος εις το ανωτέρω χωρίον του Στεφάνου Βυζαντίου (ίδετε και απόσπασμα υπ΄ αριθμόν 58 Θεοπόμπου εις Fragmenta Historicorum Graecorum, έκδοσις C. Mueller, τόμος 1, 286).
ii) Ο Ευρυπίδης (480 – 406 π.χ.) εις την Τραγωδίαν του: Ηρακλής Μαινόμενος και εις τους στίχους 389 – 393 αναφέρεται εις την εξόντωσιν του Κύκνου, βασιλέως και ιδρυτού (οικήτορος) της πόλεως Αμφανών και δη επί λέξει:

«… άν τε Πηλιάδ’ ακτάν
Αναύρου παρά πηγάς
Κύκνον ξεινοδαΐκταν
τόξοις ώλεσεν, Αμφαναί –
ας οικήτορ’ άμεικτον …».

Μετάφρασις Τάσου Ρούσσου:

«… Και στ΄ ακρογιάλια του Πηλίου,
πλάι στου Αναύρου τις πηγές,
σκότωσε με τα βέλη του
τον Κύκνο, το φονιά των ξένων,
που ζούσε απόμονος στην Αμφαναία …».

iii) Ο Ησίοδος εις την Ασπίδα του Ηρακλέους και δή εις τους στίχους 57 και επόμενα αναφέρεται εις την συνάντησιν του Ηρακλέους και του Κύκνου και εις τους στίχους 413 – 423 την μονομαχίαν και θανάτωσιν του Κύκνου υπό του Ηρακλέους. Και τέλος εις τους στίχους 350 –356 αναφέρεται εις το γεγονός, ότι ο Κύκνος είχε λάβει ως σύζυγον την θυγατέρα του Βασιλέως των Τραχινίων Κήυκος, την γαλανομάταν Θεμιστονόην (: «… του γάρ οπυίεις παίδα Θεμιστονόην κυανώπιν …»).

iv) Ο Σκύλαξ ο Κορυανδεύς, αρχαίος γεωγράφος του 4ου π.Χ. αιώνος, εις το έργον του Περίπλους μας πληροφορεί, ότι εις την περιοχήν της Θεσσαλίας: «… Και εισί Θετταλίαι πόλεις αίδε επί θαλάττη: Αμφίναιον Παγασαί …». Ούτως η πόλις Αμφαναί έκειτο εις την παραλίαν του κόλπου των Αμφανών, μεταξύ της πόλεως των Παγασών και του ακρωτηρίου Πύρρα, (σήμερον Αγκίστρι), όπου κατέληγε και η Αχαϊκή Φθιώτις (Στράβων: Γεωγραφικά 9.5.14 ή C 435: «… Είτα άκρα Πύρρα και δύο νησία πλησίον, ών το μεν Πύρρα, το δε Δευκαλίων καλείτα . Ενταύθα δε και η Φθιώτις πως τελευτά …».

4) Η πόλις των Αμφανών είχεν ιδρυθή υπό του Βασιλέως Κύκνου, κειμένη εις την παραλίαν μεταξύ του ακροατηρίου Πύρρα (Αγκρίστρι) και της πόλεως των Παγασών, και επί του κωνικού βουνού «Σωρός» έκειτο η ακρόπολις, η οποία έχει ανασκαφεί υπό του Απόστολου Αρβανιτοπούλου (1874 – 1933), καθηγητού της αρχαιολογίας και τέχνης εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών. [Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1909, σελίς 162 και εφεξής. Friedrich Stählin: Das Hellenische Thessalien, Stuttgart 1924, σελίς 68. Ελληνική Μετάφρασις: Γιώργου Παπασωτηρίου και Αναστασίας Θανοπούλου. Θεσσαλονίκη 2002, σελίς 141, Hewig Kramolisch – Eppenleim, λήμμα Αμφαναί εις: Der Neue Pauly Enzyclopädie der Antike Band I (1996), στήλη 608 – 609, λήμμα Αμφαναί: Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, έκδοσις 1996, Τόμος 8, σελίς 96, στήλη δ΄, λήμματα Αμφαναί (Αμφανές) και Αμφάνιον, έκδοσις 2006, Τόμος 6, σελίς 412, Νικολάου Μάγνητος: Περιηγήσεις, ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας. Αθήναι 1860, σελίς 24 και λοιπή βιβλιογραφία εις Stählin, op. cit, σελίς 141, υποσημείωσις 331].

5) Ο Κύκνος, ο βασιλεύς και ιδρυτής της πόλεως των Αμφανών, ήτο υιός του ΄Αρεος και της Πελοπίας, ο οποίος έλαβεν ως σύζυγον την θυγατέρα του Κήυκος, βασιλέως των Τραχινίων, ονόματι Θεμιστονόην. Ούτος, διαμένων εις την περιοχήν των Αμφανών και του ΄Ιτωνος, όπου και ο Ναός της Ιτωνίας Αθηνάς, κατελήστευε και εφόνευεν, όσους διέβαινον από εκεί, προκειμένου να μεταβώσιν εις τους Δελφούς.

Ο Ηρακλής, μεταβαίνων εις Τραχινίαν, συνηντήθη μετά του Κύκνου, εμονομάχησε και τον επλήγωσε βαρέως και τελικώς τον εθανάτωσεν (Ευριπίδης: Ηρακλής Μαινόμενος 389 – 393, Ησίοδος: Ασπίς Ηρακλέους, 57 επομ. και 413 – 423. Απολλοδώρου: Βιβλιοθήκη Β . VII, 7, 2, Διόδωρος Σικελιώτης: Βιβλιοθήκη Ιστορική: Βίβλος Τετάρτη (Δ΄), 37, 4, Νικολάου Λωρέντη Λεξικόν των αρχαίων μυθολογικών, ιστορικών και γεωγραφικών κυρίων ονομάτων. Βιέννη 1837, σελίς 300, στήλη πρώτη). Η ακριβής θέσις της πόλεως σημειούται εις τον χάρτην (Σκαμνός. Στην καρδιά της Ρούμελης. Αθήνα 2006, σελίς 38).

6) Ο Ηρακλής, ο υιός της Αλκμήνης και του Διός (Διόδωρος Σικελιώτης, Γ΄, 74.4) εγενήθη το 1384 π.Χ. εις τας Θήβας, (Ωγυγία Δ΄, σελίς 496), και επομένως έδρασε κατά τον 14ον αιώνα π.Χ. Σύγχρονοί του ήσαν, τόσον ο Κήυξ, βασιλεύς των Τραχινίων, όσον και ο Κύκνος, βασιλεύς των Αμφανών Θεσσαλίας και γαμβρός του Κήυκος και επομένως η ίδρυσις της πόλεως των Αμφανών της Πελασγιώτιδος ανάγεται και τοποθετείται κατά τον 14ον αιώνα π.Χ. και κατά την διάρκειαν των ελληνικών χρόνων και δή κατά τον 7ον – 6ον αιώνα π.Χ. περιέπεσεν εις αφάνιαν. Οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν και εγκατεστάθησαν εις τας Παγασάς. Εκ του λόγου τούτου ο Στέφανος Βυζάντιος ομιλεί, ουχί περί πόλεως, αλλά περί χωρίου (= περιοχής της Θεσσαλίας, ονόματι Αμφαναί ή Αμφαναία).

7) Ο Κύκνος, βασιλεύς των Αμφανών, δεν πρέπει να συγχέεται ή να ταυτίζεται προς το ομώνυμον Κύκνον, υιόν του Απόλλωνος και της Θυρίας ή Υριας. Ούτος ήτο υπερβολικά ευειδής, όμορφος και εκ του λόγου τούτου ηγαπήθη υπό πολλών, οι οποίοι μετ΄ ολίγον τον εγκατέλειπον δια τα άτοπα και αισχρά ήθη του. Τελικώς ο θεός Απόλλων μεταμόρφωσεν αυτόν και την μητέρα του εις το ομώνυμον πτηνόν κύκνος (Αντώνιος Λιβεράλις: Μεταμορφώσεων Συλλογή, αριθμός 12 Κύκνος, Κάκτος: Αντώνιος Λιβεράλις – Βάβριος 1045. Οι Έλληνες, Αθήνα 2003, σελίς 68 – 71. Ν. Λωρέντη, op. cit. σελίς 300, στήλη α΄).

8) Και μετά την έκθεσιν όλων των ανωτέρω, θα γίνη λόγος περί της μεγάλης επιγραφής της πόλεως Δρυμαίας της αρχαίας Φωκίδος (Γλούνιστα) και ειδικώτερον:

i) Η μεγάλη επιγραφή της Δρυμαίας, ή Δρυμίας αποτελείται εξ εξήκοντα τριών (63) στίχων (σειρών), είναι γραμμένη επί πλακός μαρμάρου και ευρίσκεται σήμερον εντοιχισμένη εις την πρόσοψιν του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου του σημερινού χωρίου Δρυμαίας Φθιώτιδος. Είναι δημόσιον έγγραφον της εποχής του και αφορά την σύναψιν δανείου 90 μνων από τον ιερόν Ναόν του Ηρακλέους της πόλεως Ηρακλείας Οίτης, που ανήκεν τότε εις την Ομοσπονδίαν των Αιτωλών. Ο Ναός του Ηρακλέους ήτο εις το Ξηροβούνιον, άνωθι της Παύλιανης και ήτο υπό την προστασίαν των Οιταίων. Η μαρμαρίνη πλάξ, επί της οποίας ενεγράφη το δάνειον, είχε τοποθετηθή κατ΄ αρχάς εις το εν Δρυμαία Ιερόν της Θεσμοφόρου Δήμητρος.

ii) Το ύψος του δανείου ανήρχετο εις 90 μνάς, εκάστη δε μνα είχεν 100 δραχμάς και εκάστη δραχμή 6 οβολούς.
Επομένως το δάνειον ήτο 90 μνων, ή 9.000 δραχμών, ή 54.000 οβολών. Δια την καθημερινήν συντήρησιν ενός Αθηναίου πολίτου, διατροφήν κ.λπ. επαρκούσεν είς (1) οβολός, η αγοραστική δύναμις του οποίου θα ανήρχετο σήμερον εις 42 – 50 ευρώ. Και συνεπώς η χρηματική και η αγοραστική αξία του δανείου ανέρχεται σήμερον εις το ποσόν των δύο εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων (2.700.000) ευρώ (54.000 οβολοί επί 50 ευρώ ίσον 2.700.000 ευρώ), ή, το ποσόν των 920.025.000 δραχμών.

iii) Η συμφωνία ήτο, ως φαίνεται, να εξοφληθεί το δάνειον εις τέσσαρας (4) δόσεις (καταβολάς), αι οποίαι και έγιναν και τούτο αναγράφεται εις την επιγραφήν.
Λόγω του μεγάλου ύψους του δανείου, τούτο συνήφθη και εγένετο με την εγγύησιν πολλών σημαινόντων τότε προσώπων – μαρτύρων, στρατηγών, ιεροθυτών, αρχόντων κ.λπ. της εποχής εκείνης, μεταξύ των οποίων είναι και ο ιεροθύτης (ιερεύς) Βαβύλος Αμφανίου. Η συμφωνία ήτο, ότι, εάν δεν πληρώσουν οι Δρυμαίοι, κάποιαν δόσιν, αύτη να ανατοκίζεται, και, εάν δεν πληρώσουν το δάνειον, να θεωρήται άκυρον.

iv) Το κείμενον της επιγραφής είναι συντεταγμένον εις την δωρικήν διάλεκτον και εις πολλά σημεία η επιγραφή και δή οι στίχοι (σειραί) ταύτης είναι, είτε τελείως κατεστραμμένοι, είτε ημικατεστραμμένοι.
Και ιδού έν απόσπασμα της επιγραφής, το οποίον ενδιαφέρει αμέσως την έρευναν:

«… Βουλαρχεόντων εν Οίτα Λυσάνορος Ηρα-
κλειώτα, Φαικία Αντικυρίτα, Αρίστωνος
Ομιλιάδα, ιεροθυτών δε Ευθύφρονος Ηρα-
κλειώτα, Αλεξίου Αντικυρίτα, Βαβύλου
Αμφανίου, Μενεκράτεος Ολεαίνου μηνός
Απελλαίου, των δε Φωκέων στατηγέον-
τος Κάφιος Φανοτέος μηνός πρώτου διώκει
πάν … τάν δευτέραν καταβολάν …..
…. Τάν καταβολάν τάν τρίταν πυλαίας
οπωρινάς, τάς μετά τάν βουλαρχίαν τ…
…. τον Ανταγόρα, τάν δε εσχάταν εν τω
εχομένω ενιαυτώ μετά τάν τρίταν κα-
ταβολάν διοικήσει εν πυλαία …
…. ας …………………………………….».

(Χρήστος Μιχ. Ενισλείδης: Η Αμφίκλεια. Β΄ έκδοσις, Αθήναι 1978, σελίδες 76, 116 – 117 και 128 – 130. Ο αυτός: Η Αμφίκλεια κατά τους αρχαίους χρόνους. Αθήναι 1938, σελίδες 66 – 67, Inscniptionae Graecae, Τόμος ΙΧ, Ι 227. Mitteilungen des deutschen archäologischen Instituts, Abteilung Athen, 1884, σελίς 310. Kip. G. Thessalische Studien. Διδακτορική Διατριβή. Halle 1910, σελίς 36).

vi) Πότε όμως συνήφθη το Δάνειον; Υποστηρίζεται, ότι τούτο εγένετο τον 2ον αιώνα π.Χ., η δε Ιωάννα Νικολοπούλου, εις τα έτη 168 – 158 π.Χ. αναγράφουσα: «… Την ύπαρξή της (εννοείται της πόλεως Αμφανίου) αποδεικνύει επιγραφή του 168 – 158 π.Χ., στην οποίαν αναγράφεται συμφωνία μεταξύ Οιταίων και Δρυμαίων …», προφανώς αρυομένη την πληροφορίαν από το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, εις το οποίον συντάκτης του λήμματος «Αμφάνιον» είναι ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος. (Τα Νέα της Οίτης, αριθμός φύλλου 26 , Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος 2006, σελίς 3, στήλαι 1 – 2, ένθα καταχωρείται υπό τον τίτλον ΙΣΤΟΡΙΚΑ ενυπόγραφον άρθρον: Ιστορία της Περιοχής του Δήμου Γοργοποτάμου. Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, έκδοσις 1996, τόμος 8, σελίς 96, στήλη δ΄, λήμμα: Αμφάνιον, όπου αναγράφεται: «… Σε επιγραφή του 2ου π.Χ. αιώνα ανάμεσα στα διάφορα ονόματα αναγράφεται και κάποιος Βομβύλιος «Αμφάνιος» στη καταγωγή …». Απόστολος Αρβανιτόπουλος εις λήμμα: Αμφάνιον, εις Εγκυκλοπαίδειαν Ελευθερουδάκη, Δ΄ ΄Εκδοσις, Τόμος Α΄, σελίς 936 στήλη β΄).

Είναι γνωστόν, ότι η διάρκεια των εκλεγομένων στρατηγών, εις τας αρχαίας πόλεις – κράτη, ήτο διαρκείας ενός (1) έτους. Εις την επιγραφήν, κατά τον χρόνον συνάψεως του δανείου, στρατηγός των Φωκέων ήτο ο Κάφις ο Φανοτεύς ή Πανοτεύς, καταγόμενος από τον Πανοτέα (Φανοτέα), τον παρά την Χαιρώνειαν ΄Αγιον Βλάσιον της σήμερον.
Η τελευταία δόσις και καταβολή του δανείου εγένετο μετά την καταβολήν της τρίτης δόσεως – καταβολής και κατά τον επόμενον χρόνον, κατά την Φθινοπωρινήν σύνοδον της Πυλαίας Αμφικτυονίας εις Ανθήλην, οπότε στρατηγός των Φωκέων ήτο ο Καλλικράτης εξ Ελατείας (στίχος 59 – 60 επιγραφής).

Ο Κάφις ο Φανοτεύς ή Πανοτεύς ήτο στρατηγός των Φωκικών πόλεων κατά τον πρώτον (1ον) αιώνα π.Χ. και ούτος ήτο φιλικώς προσκείμενος προς του Ρωμαίους, ήτο Ρωμαΐζων. Κατά τα έτη 88 – 84 διεξήχθη ο Μιθριδατικός πόλεμος, προς απελευθέρωσιν της Ελλάδος από τους Ρωμαίους. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, ο «Ευπάτωρ» ενικήθη από τον Σύλλαν εις δύο κυρίως μάχας, μία, η οποία εγένετο την 1ην Μαρτίου του 86 π.Χ., πλησίον της Χαιρωνείας και την επομένην μάχην εις τον Ορχομενόν το 85 π.Χ. (Ιωάννου Παπασταύρου: Ρωμαϊκή Ιστορία. Αθήναι 1967, σελίδες 133 – 134).
Ως πληροφορούμεθα εκ του έργου του Πλουτάρχου εκ Χαιρωνείας (50 – 120 μ.Χ.), τα μέγιστα συνέβαλεν ο στρατηγός των Φωκέων Κάφις, ο οποίος ωδήγησε τον στρατηγόν του Σύλλα Ορτήσιον, δια τινός ατραπού, μέσου του Παρνασσού και δια της Αμφικλείας και Τιθορέας και συνετέλεσεν τοιουτοτρόπως εις την νίκην του Σύλλα (Πλούταρχος: Σύλλας. Κεφ. 15, παράγραφοι 5 – 6).

Λόγω του, ότι ο Σύλλας είχεν ανάγκην πολλών χρημάτων δια την διεξαγωγήν του πολέμου, εστράφη προς τα Μεγάλα Ιερά και έστειλε ανθρώπους του, τόσον εις την Επίδαυρον, όσον και εις την Ολυμπίαν, δια να παραλάβουν τα ωραιότερα και πολυτελέστερα αναθήματα. Επίσης έστειλεν τον Κάφιν, στρατηγόν των Φωκέων, εις τους Δελφούς, πλην όμως εδίσταζε να θίξει και παραλάβει τα ιερά, καθ΄ όσον ούτος ήτο θρησκευόμενος, και οι Αμφικτύονες τον εκλιπαρούσαν και μάλιστα μερικοί τον διεβεβαίωσαν, ότι ήκουσαν την κιθάραν του θεού Απόλλωνος να ηχεί εντός του Ιερού και ερμήνευσαν τούτο ως λύπην του θεού και δια του τεχνάσματος τούτου τον απέτρεψαν.
Τα χρήματα ο Σύλλας τα εχρειάζετο δια να πληρώνει τους στρατιώτας, δια να διαφθείρη, να ωθεί εις προδοσίας κ.λπ. (Πλούταρχος: Σύλλας 12. 5 – 14). Κατόπιν των ανωτέρω υποθέτω, ότι κατέφυγεν εις δανεισμόν και πιθανόν οι Δρυμαίοι εδανείσθησαν το υπέρογκον ποσόν των 90 μνών, δια τας ανάγκας του στρατού του Σύλλα και μετά την τελικήν έκβασιν του πολέμου και μετά την νίκην του εις τον Ορχομενόν το 85 π.Χ. επεστράφη το δάνειον και εκ του λόγου τούτου μνημονεύονται εις την επιγραφήν πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής του.

Επομένως η χρονολογία της συνάψεως του δανείου ήτο το 85 π.Χ. και κατά την εποχήν εκείνην υπήρχεν η Οιταιϊκή πόλις Αμφαναί ή Αμφάνιον [σύμφωνος προς την χρονολογίαν και ο Χρήστος Ενισλείδης. op. cit σελίδες 130, 76 και 115 – 117].

9) Και τώρα ερχόμεθα εις την εξέτασιν του τελευταίου ζητήματος περί της ακριβούς θέσεως της Οιταιϊκής πόλεως των Αμφανών.

Η ακριβής θέσις της πόλεως δεν έχει προσδιορισθή και εντοπισθή μέχρι της σήμερον, υποστηρίζεται δε όλως αορίστως, ότι εκείτο εις την περιοχήν της Οιταίας, πέριξ του όρους Οίτη.
Η Ιωάννα Νικολοπούλου, εις την προμνημονευθείσαν εργασίαν της υποστηρίζει ότι: «… Η ακριβή θέση της δεν μας είναι γνωστή, ξένοι ερευνητές την τοποθετούν κοντά στο χωριό Κουμαρίτσι …», χωρίς να μνημονεύει τους ερευνητάς και να υποστηρίζει την άποψίν της βιβλιογραφικώς.

Όμως η περιοχή του σημερινού χωρίου «Κουμαρίτσι» εκείτο, κατά την αρχαιότητα, εις την περιοχήν – χώραν των Τραχινίων, η οποία εχωρίζετο από της περιοχής – χώρας των Οιταίων, δια του Ασωπού ποταμού, τόσον του ρεύματος κατερχομένου από την Παύλιανην, αποκαλουμένου σήμερον και «Καρβουναριά», όσον και του ρεύματος του κατερχομένου από την Νευρόπολιν Καλλιδρόμου, την εν Οίτη Ευρύπυλον των Αρχαίων, δηλαδή δια του αποκαλουμένου σήμερον «Βαθυρέματος», ως προκύπτει εκ του Στράβωνος . (Γεωγραφικά, 9.5.7).

Το όρος Καλλίδρομος κατά την αρχαιότητα εκαλείτο Οίτη (Ηρόδοτος: Ζ. 176. 2. Παυσανία: Λακωνικά: 4.8.2. Φωκικά 20.1. Στράβων: Γεωγραφικά 9.4.12 ή C 428).

Η Τραχινία απετέλει μέρος της χώρας των Μηλιέων (Θουκυδίδης: Ιστορία, Γ΄, 92 «… Μηλιείς οι ξύμπαντες εισίν μεν τρία μέρη, Παράλιοι, Ιριής, Τραχίνιοι. Τούτων δε οι Τραχίνιοι πολέμω εφθαρμένοι υπό των Οιταίων, ομόρων όντων …»).

Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η άποψις της τοποθετήσεως της πόλεως των Αμφανών εις την θέσιν του Κουμαριτσίου, στερείται επιστημονικής βάσεως και ιστορικής τεκμηριώσεως και δεν θα ήτο Οιταιϊκή πόλις, και αλλού πρέπει να αναζητηθή η θέσις της πόλεως.

Αι πόλεις και γενικώς οι οικισμοί (Άστυ, πόλεις, κώμαι) κατά την αρχαιότητα εδημιουργήθησαν πλησίον οδών, ατραπών και γενικώς διόδων και γενικώς πλησίον πηγών, ποταμών, δια την υδροδότησιν των κατοίκων, των ποιμνίων κ.λπ., καθ΄ όσον είχον αποστολήν, την άμυναν, την φύλαξιν των διόδων: «… Όρη γαρ εστίν Οιταία πρώτον, έπειτα τα τω Λοκρών και των Φωκέων, ού πανταχού στρατοπέδοις βάσιμα τοις εκ Θεσσαλίας εμβάλλουσιν, αλλά έχει παρόδους στενάς μεν, αφωρισμένας δε, άς αι παρακείμεναι πόλεις φρορούσιν …» (Στράβων: Γεωγραφικά: Θ (9). ΙΙΙ, 2 ή C 418).

10) Κατά τους προϊστορικούς χρόνους και μεταγενεστέρως μέχρι του 800 π.Χ., η χερσαία επικοινωνία της νοτίου Ελλάδος προς την Θεσσαλίαν εγένετο δια δύο ατραπών, μίας ατραπού αποκαλουμένης εξ Αινιάνων, (Παυσανίας: Φωκικά, 22. 8), και ετέρας κατά Ηράκλειαν, (Παυσανίας: Φωκικά 221. 1).

Η ατραπός εξ Αινιάνων διήρχετο δια των Δύο Βουνών, δια της Οίτης και κατέληγεν εις Γραβιά, ενώ ετέρα διακλάδωσις μετά το Κάστρον της Ωρηάς (Κούβελου) ανήρχετο προς την Παύλιανην, διέβαινε τον Αυχένα της Σαρμανίτσας και δια της Άνω Κάνιανης, σημερινού Οινοχωρίου, (της «Πίνδου» ή «Ακύφαντος» των αρχαίων), κατέληγεν εις τα Καστέλλια και εκείθεν πάλιν εις Γραβιάν. Εις την θέσιν Κούβελος, διεκλαδίζετο, κατερχομένη κατά την ανατολικήν κατεύθυνσιν και άνω του Μύλου του Αυγέρη συνηντάτο μετά της εξ Ηρακλείας Ατραπού. Εις την θέσιν Κούβελος πρέπει να ήτο η θέσις της Προϊστορικής και Ομηρικής Τραχίνος, κατά την δευτέραν χιλιετίαν π.Χ. και μέχρι του ογδόου (8ου) αιώνος π.Χ.
Η εξ Ηρακλείας ατραπός άρχιζεν από του άκρου δεξιού της παλαιάς Εθνικής Λαμίας – Αθηνών και εις το ύψος της Εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, και ανήρχετο ελικοειδώς επί της ανατολικής κλιτύος (πλαγιάς) των Τραχινίων Πετρών (Υψώματος Δελφίνου).

Εις το μέσον της ανόδου διεκλαδίζετο βορειοδυτικώς, οδηγούσα προς το σημερινόν χωρίον Δέλφινον, και νοτίως προς τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν Ασωπού και σχεδόν παραλλήλως προς την σήμερον υφισταμένην σιδηροδρομικήν γραμμήν και εις το χείλος του γκρεμού, ήτο απόκρυμνος ατραπός. Επί των ημερών μας, η ατραπός ήτο εν χρήσει από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της δεκαετίας του 1960 μ.Χ., και ήτο γνωστή, είτε ως το μονοπάτι των Σιδηροδρομικών, είτε ως το μονοπάτι στα βράχια.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης, αντιγράφων τον Ιστορικόν Θεόπομπον, φέρεται να δέχεται, ότι δια της ανωτέρω ατραπού, κατά το 480 π.Χ., εκινήθη ο Στρατηγός των Περσών Υδάρνης [Διόδωρος Σικελιώτης (90 – 30 π.Χ.). Βιβλιοθήκη Ιστορική: Βίβλος ενδέκατη, 8.4 «… Απορουμένου δε του Βασιλέως και νομίζοντος μηδένα τολμήσειν έτι μάχεσθαι, ήκεν προς αυτόν Τραχίνιος τις των εγχωρίων, έμπειρος ών της ορεινής χώρας. Ούτος τω Ξέρξη προσελθών επηγγείλατο δια τινος ατραπού στενής και παρακρήμνου τους Πέρσας οδηγήσειν, ώστε γενέσθαι τους συνελθόντας αυτώ κατόπιν των περί τον Λεωνίδην, και τούτω τω τρόπω περιληφθέντας αυτούς εις το μέσον ραδέως αναιρήσεσθεαι …»].

Μετάφρασις φιλολογικής ομάδος Κάκτου:

«… Και ενώ ο Βασιλεύς δεν ήξερε τι να κάνει και πίστευε πως κανένας δεν θα τολμούσε πιά να μπή στην μάχη, πήγε σ΄ αυτόν κάποιος ντόπιος Τραχίνιος, που γνώριζε καλά την ορεινή περιοχή. Αυτός, αφ΄ ού παρουσιάστηκε στον Ξέρξη, του υποσχέθηκε να οδηγήσει τους Πέρσες μέσα από κάποιο στενό και απόκρημνο μονοπάτι, ώστε εκείνοι που θα πήγαιναν μαζί του θα βρίσκονταν πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, οι οποίοι θα βρίσκονταν έτσι περικυκλωμένοι και θα ήταν εύκολο να σκοτωθούν …». [Διόδωρος Σικελιώτης. Άπαντα. Βιβλιοθήκη Ιστορική, βίβλος ενδέκατη (11), 8, 4. Κάκτος 407. Οι Έλληνες. Αθήνα 1998, σελίδες 50 – 51)].

Από του Σιδηροδρομικού Σταθμού Ασωπού κατηυθύνετο νοτίως, περνούσε τον Σκάτιον ποταμόν, (σημερινόν Σακτιάν), και άνωθι του Μύλου του Αυγέρη, συνηντάτο μετά της ατραπού (του μονοπατιού), που ήρχετο από το χωρίον Κούβελος. Εν συνεχεία και πάλιν διεκλαδίζετο, είτε κατευθυνομένη ανατολικώς και μετά την διάβασιν του Ασωπού ποταμού διήρχετο από την Τραγάναν, τον ΄Αγιον Γεώργιον, Ελευθεροχώριον και κατέληγεν εις την Νευρόπολιν, την εν Οίτη Ευρύπυλον των Αρχαίων, είτε κατευθύνετο νοτίως διερχομένη από την μικράν κοιλάδα του σταθμού Ελευθεροχωρίου, γνωστήν, ως «Παρασωπιάς», και εκείθεν, είτε δια της περιοχής Σκαμνού κατέληγεν εις Πουρναράκι, είτε βαίνουσα δυτικώς ανήρχετο προς το χωρίον Οίτη (Γαρδικάκι).

Εις την ανωτέρω Παρασωπιάδα και ανατολικώς της υπαρχούσης σήμερον σιδηροδρομικής Γραμμής Αθηνών – Θεσσαλονίκης και εις το ύψος του Σιδηροδρομικού Σταθμού Ελευθεροχωρίου, υπάρχει σχεδόν επίπεδος περιοχή, αποκαλουμένη Ισώματα ή Μπελερίνι, εν συνεχεία έτερον πλάτωμα, φέρον την ονομασίαν «Καλάμι» και εν τέλει έτερον πλάτωμα εδάφους, φέρον την ονομασίαν «Πέτρα». Και δια των άνω τριών θέσεων διήρχετο η εξ Ηρακλείας ατραπός.

11) Εις την θέσιν «Πέτρα», εφ΄ όσον η δοθείσα πληροφορία παρά του Βασιλείου Σταϊκούρα είναι αληθής, περί της οποίας κατωτέρω, πιθανολογείται η θέσις της αρχαίας πόλεως «Αμφαναί» ή «Αμφαναία» ή «Αμφάνιον», διότι εις την περιοχήν υφίστανται υπολείμματα αρχαίων κτιρίων, εις δε τον χάρτην της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, γενικής χρήσεως Λαμία, 1 : 50.000. Σεπτέμβριος 1988, εις την δυτικήν περιοχήν, τόσον της άνω θέσεως «Πέτρα», όσον και της συνεχομένης θέσεως «Καλάμι», και σχεδόν παραλλήλως της σιδηροδρομικής γραμμής σημειούται η ύπαρξις αρχαιοτήτων.
Σήμερον η θέσις Πέτρα, όπου πιθανολογείται, ότι εκείτο η πόλις των Αμφανών, συνορεύει ανατολικώς με τον ποταμόν Ασωπόν, (ρεύμα Λεπτοκαρυάς – Αχλάδας – Βαθυρέματος), βορείως με τον Ασωπόν ποταμόν, (Καρβουναριά), δυτικώς με σιδηροδρομικήν γραμμήν και πέραν ταύτης με το λόφον – ύψωμα Πασάς και νοτίως με έκτασιν – πλάτωμα Καλάμι, υπάγεται δε εις την αγροτικήν – δασικήν περιφέρειαν της τέως Κοινότητος Ελευθεροχωρίου και σήμερον του Δημοτικού Διαμερίσματος Ελευθεροχωρίου του Δήμου Γοργοποτάμου της Επαρχίας Φθιώτιδος του Νομού Φθιώτιδος.
Πέραν των ανωτέρω, εις το γλωσσικών ιδίωμα των κατοίκων των πέριξ χωρίων υφίστατο παλαιότερον η συνήθεια την περιοχήν «Πέτρας» να την αποκαλούν «Αμφαναί»: (Πληροφορία: Βασίλείος Σταϊκούρας εκ χωρίου Οίτης, ο οποίος ενεθυμείτο την γιαγιάν του, η οποία έλεγεν : «… Περάσαμεν τας Αμφανάς …»).

12) Εις το πλάτωμα του εδάφους Καλάμι και εις το ανατολικόν μέρος υπάρχει ειδικωτέρα θέσις, αποκαλουμένη της «Σωτήρως» και κειμένη ακριβώς εις το χείλος του όχθου του ποταμού Ασωπού. Εκεί υπήρχεν και συστάς μεγάλων δένδρων δρυός και εχρησίμευεν ως στάλος ποιμνίων. (Πληροφορία: Αθανάσιος Φούρλας του Αλεξάνδρου, καθηγητής, εξ Ελευθεροχωρίου).
Εις την ως άνω θέσιν, δεν αποκλείεται να υπήρχεν ναός, ή, βωμός, είτε της Σώτειρας Αθηνάς», είτε της «Σώτειρας Αρτέμιδος».
Η Ιωάννα Νικολοπούλου, εις την συνέχειαν της εργασίας της περί της ιστορίας της περιοχής του Δήμου Γοργοποτάμου, και αναφερομένη εις την εισβολήν των Γαλατών το 279 π.Χ. (Παυσανίας: Φωκικά 19.5 – 23.14) αναφέρει: «…Οι τελευταίοι λεηλάτησαν τον Ναό της Αθηνάς, που υπήρχεν πάνω από την Ηράκλειαν και τον Ναό της Αρτέμιδος, που βρισκόταν στην όχθη του Ασωπού …». (Τα Νέα της Οίτης, φύλλον 27, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2006, σελίς 6, στήλη δ΄), χωρίς να προσδιορίζη το ακριβές σημείον της θέσεως του Ναού της Αρτέμιδος, και την πηγήν, εκ της οποίας αρύεται την πληροφορίαν. Πάντως περί της λεηλασίας του Ναού της Τραχινίδος Αθηνάς, μας παρέχει πληροφορίας ο Παυσανίας (Φωκικά : 22.1).

Σώτειρα, ως πληροφορούμεθα εκ του Παυσανία, εχαρακτηρίζοντο:

i) η θεά Αθηνά (Παυσανίας: 8.44.4).
ii) η θεά ΄Αρτεμις (Παυσανίας: 1.40. 2-3, 44.4, 2.31.1, 3.22.12, 7.23.3, 8.30.10, 39.5) και
iii) η κόρη της Δήμητρας Περσεφόνη (Παυσανίας: 3.12.2, 8.31. 1-2). Πιθανόν το ως άνω τοπωνύμιον της αγροτικής περιοχής Ελευθεροχωρίου της «Σωτήρως» να αποτελεί παρεφθαρμένην επιβίωσιν του επιθετικού προσδιορισμού, είτε της «Σώτειρας Αρτέμιδος», είτε της «Σώτειρας Αθηνάς», δεδομένου, ότι εις την συνεχόμενην και βορείως κειμένην θέσιν «Πέτρα» πιθανολογείται η θέσις της αρχαίας πόλεως «Αμφαναί», η οποία ήτο ορατή τόσον από βορράν, όσον και από ανατολάς και νότον. Και ο ιεροθύτης Βαβύλος του Αμφανίου, ο μνημονευόμενος εις την μεγάλην επιγραφήν της Δρυμαίας, να ήτο ιεροθύτης (ιερεύς) εις τον Ναόν ή βωμόν της Σώτειρας Αρτέμιδος των Αμφανών. Την ίδιαν τύχην της εγκαταλείψεως είχεν και η ομώνυμος πόλις των Αμφανών της Πελασγιώτιδος Θεσσαλίας.

13) Η Οιταιϊκή πόλις των Αμφανών, ιδρυθείσα περί τον 14ον αιώνα προ Χριστού, επέζησε μέχρι του 7ου – 8ου αιώνος μ.Χ., ήτοι επί χρονικόν διάστημα πλέον των 21 αιώνων. Ο λόγος της εγκαταλείψεως της περιοχής και της εγκαταστάσεως των κατοίκων της εις άλλην ενδεχομένως περιοχήν, θα παραμείνη άγνωστος.

14) Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι την ιδίαν εποχήν, 14ον αιώνα π.Χ., κατωκήθησαν και οι λοιπαί περιοχαί της Οιταίας, όπου σήμερον υπάρχουν διάφορα χωρία, ως Σκαμνός, Ελευθεροχώριον, Οίτη, Μπράλος και Παλαιοχώριον, κ.λπ., εις την οποίαν περιοχήν εγκατεστάθησαν Αινιάνες και εκ της αναμείξεως μετά των Δρυόπων προέκυψαν οι Οιταίοι. Εις όλα τα ανωτέρω χωρία υπήρχον Οιταιϊκοί οικισμοί της περί την Οίτην (Καλλίδρομον) Δρυοπίας και προγενεστέρως αι περιοχαί μας κατείχοντο και κατωκούντο υπό των Δρυόπων. Μάρτυρες περί τούτου τα λίθινα εργαλεία εκ της περιοχής της Οίτης, τα εκτιθέμενα εις το Αρχαιολογικόν Μουσείον Λαμίας. (΄Ιδετε εκτενώς: Τριαντάφυλλος Δ. Παπαναγιώτου: «Ιστορία και Μνημεία της Φθιώτιδος». Αθήναι 1971, σελίδες 49 – 67).

Αθήναι, 20 Ιανουαρίου 2007 / Περικλής Αστρακάς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *