FtS91
Τότε, εμφύλιος 1948
και Δεκέμβρης μήνας …
Σαν πέρασαν τα χρόνια μου
και γέρασα παιδιά μου
θυμάμαι δα, τη νιότη μου
και κειν’ την εποχή μου.
Τότε ζωσμέμνος τ’ άρματα
πήρα και τη χαρά μου
και βγήκα ο μαύρος στα βουνά,
στης Γκιώνας τα λημέρια.
Κοντοραχούλες διάβηκα
δίσβατα κι άλλα μέρη
στου Λάζου για να φτάσω.
Εκεί στου Λάζου τα ψηλά
της Γκιώνας κατατόπια
χιονιάς βαρύς και πόλεμος
το αίμα πάει ποτάμι …
Θρήνος ακούγεται βαρύς
στο διάσελο του Λάζου
σφαχτάρια γίναν άνθρωποι
και πάγωνε το αίμα …
Θρυμματισμένες κεφαλές
κι από τα στήθια αίμα
και κειν’ τα μάτια ειν’ θολά
κι όλα ανεστραμμένα
μαζί κι απορημένα …
Εδώ είν’ του Λάζου τα ψηλά
δικά του τα απάγκια
της Γκιώνας τούτα τα βουνά
μοιρολογούν και λένε:
Μεγάλος ειν’ ο χαλασμός
κορμιά πολλά σπαρμένα
το ένα πάνω στ’ άλλο καταγής
στο αίμα ειν’ πνιγμένα …
Ανάμεσα ουρανού και γης
και Γκιώνας καταράχια
αέρηδες μουγκρίζανε
και οι ράχες όλες σειώνταν
απ’ το κακό που έγινε
σε τούτα δω τα μέρη …
Μανάδες δεν προκάνανε
το Μόρνο να περάσουν
κι έτσι βρεθήκανε εκεί
μπλεγμένες με τις μάχες,
στην παγωνιά και στο χιονιά
με πείνα και με γύμνια
και με ντουφέκια άσφαιρα
είχανε τελειώσει οι σφαίρες
την κρίσιμη την ώρα …
Και με μωρά στην αγκαλιά
κι αλίμονο σε κείνα ..
Η απελπισιά της ΜΑΝΑΣ …
Μια μάνα απ’ όλες τούτες δω
ξεχώρισε παρέκει
το αετοπούλι το μωρό
αρπά στην αγκαλιά της
φιλιά και δάκρυα πολλά
να χει για θύμισή της …
Κι ύστερα το αγκάλιασε
στα χεροπάλαμά της
το σήκωσε τόσο ψηλά
στον ήλιο να το στείλει …
Της μάνας τούτη τη στιγμή
κραυγή μαζί και πόνος
και σπαραγμός ακούστηκε
με μια ευχή να στέλνει
το μωράκι της στα βράχια
εκεί του Λάζου …
Κι αν τύχει δέντρο να γινείς
θέλω λουλούδι να ‘σαι
κάθε στιγμή της άνοιξης
του φθινοπώρου μέρα
κάθε Σαββάτο την αυγή
στον τάφο μου απάνω
η μυρωδιά σου να ‘ρχεται
εμένα να μυρώνει …
Κι έπεσε η μάνα εκεί ξερή νεκρή
από φαντάρου σφαίρα
του μαριχουανίτη …
Πάνος Φούντας, Νέα Ζωή 05.10.2006