20130411
Αν θέλουμε να έχουμε μέλλον ως χώρα δεν έχουμε επιλογή από την αλλαγή του πολιτικού πολιτισμού, του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού. Αυτό προϋποθέτει ότι πρέπει να αλλάξουμε κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής πολιτικών
Η Ελλάδα είναι μια πλούσια χώρα σε πόρους, διαθέτει πλεονεκτική γεωστρατηγική θέση και ένα λαό με αδυναμίες αλλά και εξαιρετικές αρετές όπως εργατικότητα, πείσμα, ευρηματικότητα, φιλότιμο, λεβεντιά, υπερηφάνεια που στο παρελθόν στις έχει επιδείξει αλλά και τις επιδεικνύει στις ξένες χώρες. Ταυτόχρονα, τα τελευταία τριάντα χρόνια, η χώρα βρέθηκε μπροστά σε ιστορικές ευκαιρίες για ανάπτυξη, πρόοδο και πραγματική ευημερία όπως η είσοδός της στην Ε.Ε. το 1981, οι νέες αγορές στο σύνορά της με την φιλελευθεροποίηση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, οι αγορές της Μεσογείου καθώς και η για δεκαετίες άνοδος της παγκόσμιας οικονομίας.
Παρόλα αυτά, αντί να είναι σήμερα η πιο ισχυρή και προηγμένη χώρα της Νότιας Ευρώπης, της Μεσογείου και των Βαλκανίων, έφθασε στην οικονομική, κοινωνική και εθνική χρεοκοπία και έγινε το παγκόσμιο παράδειγμα προς αποφυγήν. Από αυτή την πολύπλευρη χρεοκοπία δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε αν δεν αντιμετωπίσουμε δραστικά τη θεμελιώδη αιτία ή τη ρίζα του κακού.
Πράγματι, η χώρα είχε και έχει πρόβλημα θεσμών σε όλους τους τομείς, (κόμματα, Βουλή, κράτος, συνδικάτα, Δικαιοσύνη, νόμοι κλπ). Όμως την ευθύνη της δημιουργίας, της αποδοτικής αποτελεσματικής και χρηστής λειτουργίας, των θεσμών έχει το πολιτικό σύστημα το οποίο και αυτό με τη σειρά καθορίζεται από την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού. Αν λοιπόν αξιολογήσουμε την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού που κυριάρχησε και κυριαρχεί στο πολιτικό μας σύστημα με κριτήρια την αξιοκρατία και την εντιμότητα τότε μπορούμε, με ακρίβεια να εξηγήσουμε το γιατί η Ελλάδα ουσιαστικά καταστράφηκε και συνεχίζει να καταστρέφεται.
Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελματιών πολιτικών (βουλευτών, κυβερνητικών στελεχών, αιρετών ΤΑ, Συνεταιρισμών, Συνδικάτων κλπ), εκτός κάποιων εξαιρέσεων, χαρακτηρίζεται επιεικώς από μετριότητα από άποψη γνώσεων και ικανοτήτων. Ουσιαστικά υπήρξε και υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα αξιοκρατίας. Με αυτό το κριτήριο μπορούμε να διακρίνουμε τρεις μεγάλες κατηγορίες πολιτικού προσωπικού. Η πρώτη είναι αυτή των ανεπάγγελτων δηλαδή, αυτοί που δεν εργάσθηκαν ποτέ ή εργάσθηκαν ελάχιστα και αναρριχήθηκαν στην πολιτική λόγω οικογενειοκρατίας, κομματικών και συνδικαλιστικών μηχανισμών. Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτοί που είχαν μέτριες και συνήθως κρατικοδίαιτες καριέρες (κυρίως ως ελεύθεροι επαγγελματίες, δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί) αλλά λόγω πελατειακών σχέσεων, ή οικονομικής άνεσης ή υποστήριξης από συμφέροντα ή πρόσβασης στα ΜΜΕ κατάφεραν να κάνουν πολιτική καριέρα. Η τρίτη κατηγορία είναι αυτοί που είχαν καριέρα στο δημόσιο τομέα (π.χ. στρατιωτικοί, καθηγητές) και εξάντλησαν την ιεραρχία. Κι εδώ, οι περισσότεροι από αυτούς αναρριχηθήκαν στην ιεραρχία λόγω κομματικής υποστήριξης, ρουσφετιού και διασυνδέσεων. Για παράδειγμα, αν αξιολογήσουμε τους καθηγητές πανεπιστημίου που είναι στην πολιτική (σε όλα τα κόμματα) με τις δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και τις αναφορές από άλλους επιστήμονες στο έργο τους, θα διαπιστώσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς δεν θα έπρεπε να ήταν ούτε λέκτορες με βάση τα ακαδημαϊκά κριτήρια του νόμου.
Δεύτερον, αν αξιολογήσουμε το πολιτικό προσωπικό με κριτήριο την εντιμότητα, με την έννοια της ειλικρίνειας, της συνέπειας μεταξύ λόγων και πράξεων, της διαφάνειας, της ευθύτητας, της υπευθυνότητας και της δέσμευσης απέναντι στο κοινό καλό και το συμφέρον της πατρίδας, θα διαπιστώσουμε επίσης ένα τεράστιο έλλειμμα. Κανείς νομίζω ότι δεν αμφισβητεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών έχουν ως προτεραιότητα τη δική τους πολιτική καριέρα, μετά το κόμμα και μετά την πατρίδα. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι ανέντιμη πράξη τα ρουσφέτια για λόγους εκλογικής πελατείας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι ανέντιμη η αποδοχή των νόμων περί ασυλίας και των υπολοίπων προνομίων. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι ανέντιμη η προπαγάνδα. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ψήφιση φωτογραφικών τροπολογιών για ημετέρους είναι ανέντιμη πράξη.
Αυτό το φαινόμενο του ελλείμματος αξιοκρατίας και εντιμότητας του πολιτικού προσωπικού οδηγεί σ’ ένα φαύλο κύκλο. Απαξίωσε την πολιτική και τους θεσμούς πράγμα που διώχνει όλο και περισσότερο άξιους και έντιμους από τη συμμετοχή στα κοινά με αποτέλεσμα να χειροτερεύει περισσότερο η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και της πολιτικής και έτσι να προσελκύει ακόμη χειρότερους. Χαρακτηριστικό αυτού του φαύλου κύκλου είναι το γεγονός ότι και στα νέα κόμματα που συμμετείχαν στις εκλογές, δύο τουλάχιστον αρχηγοί έχουν μέτριες καριέρες, παρουσίασαν πομπώδη, ασαφή και ανακριβή βιογραφικά και στενοί συνεργάτες τους καταγγέλλουν δημοσίως για διαπλοκή, ασυνέπεια, έλλειψη ειλικρίνειας, «μπέσας», διαφάνειας και για ανέντιμες πράξεις.
Ασφαλώς για αυτό το καταστροφικό φαινόμενο ευθύνη έχουμε και εμείς οι πολίτες, αφού κάνουμε δύο μεγάλα λάθη.
Πρώτον, δεν κατανοούμε τη ρήση του Πλάτωνα που υποστηρίζει: «Μια από τις τιμωρίες μας να μην καταδεχόμαστε να ασχοληθούμε με την πολιτική (τα κοινά) είναι να καταλήγουμε να μας κυβερνούν οι κατώτεροί μας».
Δεύτερον, δεν αξιολογούμε τους πολιτικούς με αντικειμενικά κριτήρια που αφορούν την επαγγελματική και κοινωνική τους διαδρομή, τα αποτελέσματα που έχουν επιτύχει, τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους. Σκεφτόμαστε διαισθητικά και συναισθηματικά και μας συμπαρασύρει η ρητορική, ο εντυπωσιασμός, η φήμη, η διαφήμιση, το πολιτικό μάρκετινγκ και η προπαγάνδα.
Συνεπώς, αν θέλουμε να έχουμε μέλλον ως χώρα δεν έχουμε άλλη επιλογή από την αλλαγή του πολιτικού πολιτισμού, του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού. Αυτό προϋποθέτει ότι πρώτα πρέπει ν’ αλλάξουμε εμείς τα κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής των πολιτικών στηριζόμενοι σε τεκμήρια που εξασφαλίζουν την αξιοκρατία και την εντιμότητα.
* O κ. Δημήτρης Μπουραντάς είναι καθηγητής – συγγραφέας και Επικεφαλής του Κόμματος «Κοινωνία Αξιών»