20130420
Άρθρο του Στέλιου Συρμόγλου, δημοσιογράφου-πανεπιστημιακού
«Η μαύρη οπή ενός μαρτυρικού αργού κοινωνικού θανάτου άνοιξε για πολλούς Έλληνες. Όλους αυτούς που δεν συγκαταλέγονται στους μονίμως έχοντες και κατέχοντες. Όλους αυτούς, που καθώς πλησιάζει το Πάσχα, μολονότι δεν θέλουν να κεφαλαιοποιήσουν την πίκρα και τους κοπετούς των διαψευσμένων ελπίδων τους, θέλουν ωστόσο να βρουν κάποια παρηγοριά ή ακόμα και μια δικαίωση, αιωρούμενοι πάνω από τις αβυσσαλέες περιοχές της ανέχειας και της αποδυσπέτισης.
Και προσκρούουν ενίοτε στο παραπέτασμα της απόλυτης αβεβαιότητας, της αδιαφορίας ή ακόμα και της κυνικής θρασύτητας ενός πολιτικοκοινωνικού συστήματος απαξίωσης του ανθρώπινου πόνου, όπως κι αν αυτός ο πόνος εκφράζεται. Κι όμως ο Έλληνας δεν ήταν έτσι, ανεξαρτήτως της κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής υποδομής του.
Αυτό που χαρακτήριζε παλιά τον Ελληνα ήταν μια εναργής διαφάνεια, που είχε παγιοποιήσει τους κραδασμούς του πάθους πέρα από τη διάτορη κραυγή. Τον διέκρινε μια φανατική ή σχεδόν πριγκιπική αξιοπρέπεια, που απαγόρευε στο ζωικό σφυγμό να γίνει πυρετός, που απαγόρευε τον εκχυδαϊσμό του πόνου σε χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες, που απαγόρευε στην επιφάνεια να δείξει το βάθος που αυτή αποκρύπτει.
Γιατί πάνω από οτιδήποτε άλλο, ο Έλληνας ήταν κάτοχος μιας ρωμαϊκής αρετής, που ξεκινώντας από τη στωικότητα φτάνει να γίνει η πεμπτουσία της ίδιας της καταξιωμένης ζωής, μια Noblesse, που του εξασφάλιζε την ήρεμη ματιά που έπεται της τέλεσης μιας δημιουργικής πράξης. Μια κορμώδης ενέργεια, και ορθόπλωρη αγωνία για τον άνθρωπο. Σπάνια, πολύ σπάνια χαρακτηριστικά για τον Έλληνα της εποχής μας. Σε μια εποχή αλαλαγμού, πανηγυριώτικης βακχείας και μικροαστικής ξετσιπωσιάς, που ήδη συμπληρώνεται από τα εκφυλιστικά συμπτώματα της κοινωνικής ανέχειας.
Υπήρξαν Έλληνες στο παρελθόν σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, αλλά και της πολιτικής ζωής του τόπου. Έλληνες της πολιτικής και της διανόησης, οι οποίοι με ξεμέθυστα λόγια και σύνεση, χωρίς να ολιγοκαρδούν, δεν μπορούσαν να φτάσουν ποτέ ως τη συντέλεια της ντροπής. Δεν ξεστράτιζαν στην αναξιοπρέπεια του επιφωνήματος, άλλά έμεναν μέσα στα όρια μιας αυτοπειθαρχίας, μιας κοσμιότητας, μιας ευγένειας και μιας αντίληψης της κοινωνικής αδικίας.
Αυτοί οι Έλληνες δεν υπάρχουν. Πως καταντήσαμε Έλληνες, χωρίς τους Έλληνες! Πως μας κατάντησαν Έλληνες! Κοροϊδία, πολιτική απάτη, ψέματα παθογενούς προέλευσης, αυθαιρεσία, ετσιθελισμός, κοινωνικός πόνος και πορεία προς το μηδέν… Δεν είναι απλώς ο οικονομικός όλεθρος. Μπορεί να ξαναβρεθεί η διόδευση προς την ανάκαμψη. Όχι βέβαια με τυχάρπαστους και ταρταρίνους της πολιτικής. Φοβάμαι πως απομειώνεται η τιμή και το φιλότιμο του Έλληνα. Αυτό το ψωροφιλότιμο, η μπέσα, η ευθιξία ήταν κληρονομιά μας και το κρυφό καμάρι μας. Γίναμε ντροπή στα έθνη και αδιάντροποι μεταξύ μας.
Που είναι το φιλότιμο του Έλληνα; Χωρίς αυτό είναι ξέφραγο αμπέλι. Και δεν είναι τυχαίο που τον τρυγάνε αδιαμαρτύρητα. Μεταβληθήκαμε σε θλιβερούς θεατές ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ των κομμάτων, ενώ το σπίτι μας καίγεται. Είναι σαν να βλέπεις επιδρομείς να μοιράζουν το βίος σου, σαν να μας ενδιέφερε ποιος θα πάρει το ρετιρέ μας, το ισόγειό μας και το υπόγειό μας κι όχι ότι μας τα παίρνουν… Και οι Καρχηδόνιοι έδωσαν τα μαλλιά τους και τα δόντια τους για να σώσουν τη χώρα τους από τους Ρωμαίους. Κι εμείς τα δώσαμε κατά καιρούς, αλλά για να μας παίζουν ζάρια για την πλάκα τους.
Έρχεται κάποια στιγμή, που στην κυβέρνηση δεν μπορείς να καταλογίσεις τίποτε πια. Όταν όλα περάσουν στο παρανοϊκό, φτάνουμε στο ακαταλόγιστο. Όταν όλα περάσουν στη μεθοδευμένη «δημοκρατική» εξουθένωση, η επίρριψη ευθυνών σε κάποιους καταντάει παρανοϊκή πολυτέλεια. Είναι άλλο πράγμα η αδυναμία να γίνει κάτι καλύτερο κι άλλο η προλείανση του κατήφορου, ώστε να μην σταματάμε πουθενά. Άλλο η αλλαγή πολιτικής κι άλλο η καταστροφική νοθεία των πάντων και πασών, ώστε να χάνεται ο μπούσουλας».