20130827
Του Χρήστου Ιακώβου
Μέσα από τις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων χρόνων προσπάθησα να κατανοήσω τι σημαίνει για το μέσο ψηφοφόρο στη χώρα μας η πολιτική και η συμμετοχή σε αυτήν, αφού κάθε φορά που υπάρχουν εκλογές, ο πολίτης αισθάνεται, περισσότερο από ποτέ, ότι συμμετέχει σε αυτήν. Βεβαίως, η πολιτική, δηλαδή οι διαδικασίες που ακολουθούνται, μέσω των οποίων οι ανθρώπινες κοινωνίες οργανώνονται, λειτουργούν και συνυφαίνονται με την εξουσία, είναι ένα βασικό θέμα που απασχολεί τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και οι ποικίλες μεταλλαγές του λόγου της επαγγελματικής πολιτικής, τόσο σε τοπικό όσο και διεθνές επίπεδο, θέτουν επιτακτικά και εκ νέου το ερώτημα του ρόλου του ανθρώπου στην πολιτική. Ταυτοχρόνως, τίθεται το ερώτημα του σκοπού που εξυπηρετεί η πολιτική. Παρουσιάζεται ότι πραγματοποιεί τα πάντα για τον άνθρωπο. Είναι όμως έτσι η πραγματικότητα; Ή αυτό εντάσσεται στα συμβολικά στοιχεία του λόγου της πολιτικής που στόχο έχουν τη μεταβολή του ανθρώπου σε αντικείμενο της και την αποδοχή από αυτόν της ανάθεσης της εντολής και της λειτουργίας του αντ’ αυτού; Ερωτήματα καίρια τα οποία αποτελούν την ουσία της πολιτικής. Είναι ο άνθρωπος το κυρίαρχο στοιχείο ή το σύστημα, ο νόμος, οι θεσμοί, τα πράγματα; Όταν όμως αποδεικνύονται κυρίαρχα τα δεύτερα τότε ποιος εξυπηρετείται;
Μία πρώτη διαπραγμάτευση με τα πιο πάνω ερωτήματα, οδηγούν στην ενασχόληση με μία θεμελιώδη έννοια για την κατανόηση της σχέσης ή της συμμετοχής του εκλογικού σώματος στην πολιτική: την έννοια της πολιτικής κουλτούρας. Παρόλο που στην πολιτική επιστήμη μπορεί κάποιος να βρει μία ευρεία γκάμα ορισμών σχετικά με την έννοια, για λόγους ερμηνευτικής προσέγγισης θα δεχθούμε ότι πολιτική κουλτούρα είναι οι τρόποι με τους οποίους οι πολίτες εκλαμβάνουν και θεσμίζουν τις σχέσεις τους με την πολιτική ζωή σε συνάρτηση με τον ιστορικό χρόνο και χώρο.
Οι γενικεύσεις είναι πάντοτε επικίνδυνες να οδηγήσουν σε απόλυτα συμπεράσματα, όμως, αυτό δε μας αποτρέπει από το να εντοπίσουμε πολύ ευδιάκριτα ποιοτικά στοιχεία τα οποία ενεργοποιούνται σε προεκλογικές περιόδους, σταδιακά γίνονται δείκτες κοινωνικής συμπεριφοράς και ενσωματώνονται στην πολιτική κουλτούρα ενός λαού. Κατ’ επέκταση, επηρεάζουν καθοριστικά τις σχέσεις του εκλογικού σώματος με την πολιτική και μπορούν να αλλοιώσουν τόσο την αποστολή όσο και το έργο της πολιτικής.
Στο παρόν άρθρο, θα ήθελα να ασχοληθώ, έστω και ακροθιγώς, με το φαινόμενο του ρουσφετιού*, την πρακτική δηλαδή, της σχεδόν πάντοτε, αναξιοκρατικής εύνοιας πολιτών σε βάρος άλλων πολιτών με σκοπό την εξαγορά υπηρεσιών και, στη περίπτωση που μας ενδιαφέρει, ψήφων. Το φαινόμενο αυτό, το οποίο καθομολογουμένως αποτελεί πλέον μάστιγα για την χώρα μας, ευνοείται και ενισχύεται από το κομματικό σύστημα και την εμπορευματοποίηση των σχέσεων μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων.
Η πώληση ψήφων και εκδούλευσης σε κόμματα και πολιτικούς, σε περιόδους εκλογών, με σκοπό την εξαργύρωση αυτών των προεκλογικών γραμματίων με προνομιακή μεταχείριση (πρόσληψη στο δημόσιο, ευνοϊκή μετάθεση κατά τη στρατιωτική θητεία κά), δημιουργούν τους ρόλους του «πωλητή» και του «πελάτη» μεταξύ των πολιτικών και των ψηφοφόρων, που κάλλιστα μπορούν να εναλλάσσονται χωρίς οι ρόλοι να χάνουν από την ουσία τους.
Πολιτικοί που υπόσχονται και ψηφοφόροι που ψηφίζουν όχι πλέον με γνώμονα τις πολιτικές θέσεις των κομμάτων αλλά με σκοπό να ενισχύσουν τον υποσχόμενο πολιτικό. Με άλλα λόγια, πολιτικοί και ψηφοφόροι εκ του ιδίου φυράματος, με τους πρώτους συνειδητά να παρακάμπτουν τις νόμιμες διαδικασίες του κράτους και τους δεύτερους, επίσης συνειδητά, να αποδέχονται αλλοίωση του πολιτικού κινήτρου που δίδει το ιερό δικαίωμα της ψήφου.
Αυτή η σχέση, σε γενικευμένη μορφή, οδηγεί αναπόφευκτα σε αλλοίωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Αυτή η σχέση πολιτικής κουλτούρας, δημιουργεί ένα τύπο ψηφοφόρου που ολοένα κερδίζει έδαφος και τείνει να γίνει πρότυπο εκλογικής συμπεριφοράς στη χώρα μας. Τον τύπο του Χατζηαβάτη. Πρόκειται για τη γνωστή φιγούρα του θεάτρου σκιών που ενσαρκώνει τον τελάλη του Πασά (βλ. εξουσίας) και τον άσπονδο φίλο του Καραγκιόζη, με τον αντίθετο προς αυτό χαρακτήρα. Εμφανίζεται πάντοτε στη σκηνή με φωνή μακρόσυρτη, έχοντας μια μόνιμη γλοιώδη απόχρωση για να εκφράζει χωρίς αμφιβολία τη δουλικότητα του προς την εξουσία. Τύπος αφομοιωτικός και μονίμως συμβιβασμένος, χωρίς κριτική διάθεση, κόλακας και οσφυοκάμπτης, με γλώσσα που εκτείνεται στα δυο-τρία μέτρα, θρασύδειλος, ρουφιάνος και ανασφαλής, μα πάνω από όλα, μονίμως βολεμένος και ξεπουλημένος στα κόμματα και τους πολιτικούς από τους οποίους μπορεί να εξασφαλίσει ένα κοκαλάκι καλοπέρασης από τα αποφάγια της εξουσίας. Αγαπημένη του φράση: «Πολυχρονεμένε μου Πασά, ο καλός Θεός να κόβει χρόνια από μένα και να δίνει σε σένα….». Ένας τύπος που συνειδητά εκποιεί την αξιοπρέπεια του, χαρακτηρίζοντας την ανεξάρτητη πολιτική σκέψη με την απαξιωτική ετικέτα της ακρότητας και της ανοησίας. Ένας τύπος που πιστεύει ότι εκφράζει την «κοινή λογική», καταδεικνύοντας τελικά ότι «κοινή λογική» δε σημαίνει κατ’ ανάγκη και «ορθή λογική».
Ποιοι θα μπορούσαν να είναι σήμερα στον Ελληνισμό οι Χατζηαβάτες; Τα κομματόσκυλλα που στρατολογούνται με αντάλλαγμα μια θέση στο δημόσιο, οι δημοσιογράφοι φερέφωνα, οι ψηφοφόροι που γίνονται χαλί ή ξεσκονόπανο στο πέρασμα των πολιτικών, προσδοκώντας σε εφήμερα γλυκάδια. Όπως ο Χατζηαβάτης υπάρχει στο θέατρο σκιών, μόνο και μόνο χάρη στην μακροθυμία του Καραγκιόζη, έτσι και στην κοινωνία μας υπάρχουν και θα υπάρχουν οι Χατζηαβάτες γιατί τους ανεχόμαστε αντί να τους δακτυλοδείχνουμε. Κοιτάξτε γύρω σας, κι’ ας ξανασυστηθούμε.
*Από την τουρκική λέξη Rüşvet: δωροδοκία