20140211
Π. Φιλόθεος Φάρος / από το βιβλίο του «στου δρόμου τα μισά» [σελ.125]
Ο Θέμης Κόκος είναι ένας απ’ αυτούς τους εφοριακούς που απαιτούν από τις επιχειρήσεις που ελέγχουν, γερές μίζες για να τις τακτοποιήσουν με την Εφορία. Ο ίδιος είναι ένας απ’ αυτούς τους φτωχοπρόδρομους που μεγάλωσαν σε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια, που μισούσαν θανάσιμα αυτούς που καλοπερνούσαν και το κόμμα κάλυψε ιδεολογικά το φθόνο τους για τους πλουσίους και τη σφοδρή επιθυμία τους να πλουτίσουν αυτοί οι ίδιοι με αντάλλαγμα να γίνουν φανατικοί υποστηρικτές του και να συμβάλουν στην εκλογική του επιτυχία με οποιαδήποτε μέσα. Όταν το κόμμα κέρδισε τις εκλογές, αντάμειψε το Θέμη Κόκο με μία πολύ καλή θέση στην Εφορία. Ο Θέμης με την υποστήριξη του κόμματος έγινε ένα από τα κατ’ εξοχήν διεφθαρμένα μέλη της ομάδας των αδιάφθορων, μια και το μοναδικό κίνητρο για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις και την κομματική του ένταξη ήταν να επιτύχει με οποιονδήποτε τρόπο, να πλουτίσει και κάποια ημέρα να πραγματοποιηθεί το μεγάλο του όνειρο. ΝΑ φύγει από τη φτωχογειτονιά όπου ζούσε και να αποκτήσει μία βίλλα στα βόρεια προάστεια.
Η επιχείρηση πήγαινε πολύ καλά. Τεράστια ποσά με καταιγιστικό τρόπο φούσκωναν τους τραπεζικούς του λογαριασμούς και σύντομα αγόρασε το οικόπεδο στη Νέα Κηφισιά και έστησε το νεοπλουτίστικο ανάκτορό του. Ακολούθησε η BMW, οι διακοπές σε σουίτες υπερπολυτελών ξενοδοχείων, τα βεστιάρια με τα επώνυμα ρούχα και όλα τα συναφή.
Ο Θέμης είχε παντρευθεί την Καίτη, μία μοδιστρούλα της φτωχογειτονιάς. Μετά από δύο χρόνια γάμου απέκτησαν τον κανακάρη τους, τον Δημητράκη. Το όνειρο του Θέμη και της Καίτης ήταν να εξασφαλίσουν πολλά λεφτά για το Δημητράκη, για να μη μεγαλώσει κι αυτός μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια που μεγάλωσαν εκείνοι. Να έχει, ό,τι θέλει ο Δημητράκης. Και του πουλιού το γάλα. Έτσι ο Δημητράκης γινόταν μαλθακός, άνευρος και πλαδαρός. Άρχισαν τα προβλήματα στο σχολείο, τα ιδιαίτερα μαθήματα, η παχυσαρκία και όταν ο Δημητράκης μπήκε στην εφηβεία, τα ψυχολογικά προβλήματα, οι φοβίες, οι παραισθήσεις, οι παράνοιες και τα συναφή. Ο Δημητράκης είχε ότι χρειαζόταν για να γίνει μαλθακός και άνευρος, αλλά δεν είχε τίποτα που θα του έδινε θάρρος και δύναμη για να αντιμετωπίσει ένα κόσμο που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται από τον ίδιο τον πατέρα του, που κόμπαζε για την παλιανθρωπιά του, ότι ήταν ένα αδίστακτο και ανελέητο θηριοτροφείο, όπου η αρχή «ο θάνατός σου, η ζωή μου» κυριαρχούσε χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια, χωρίς αναστολές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Δημητράκης τά ‘παιξε και έτσι προέκυψαν οι φοβίες, οι παραισθήσεις και οι παράνοιες.
Ο Θέμης και η Καίτη ησθάνθησαν ότι θα έπρεπε να ζητήσουν τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου. «Θέμη», είπε η Καίτη στον άνδρα της, «δεν θα αναθέσουμε τη θεραπεία του παιδιού μας σε κάποιο γιατρουδάκι. Θα πληρώσουμε όσο-όσο για να έχουμε τον καλύτερο. Έναν καθηγητή». Βρήκαν το φημισμένο καθηγητή ψυχίατρο, που έβλεπε για δέκα λεπτά στα όρθια, αντί αδρότατης αμοιβής, τον Δημητράκη, τον ερωτούσε για τις φοβίες, τις παραισθήσεις και τις παράνοιές του και με ύφος αλχημιστή που είχε ανακαλύψει τη λυδία λίθο έλεγε στους γονείς του: «Κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα φάρμακο που κάνει πραγματικά θαύματα και που δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα κάνει το Δημητράκη περδίκι». Έκτοτε ο Θέμης και η Καίτη τουλάχιστον μία φορά το μήνα έφερναν το Δημητράκη στον κύριο καθηγητή, ο οποίος έπαιρνε την αστρονομική του αμοιβή για να κάνει τις στερεότυπες ερωτήσεις, να αναγγέλλει το καινούργιο θαυματουργό φάρμακο και να επαναλάβει τη στερεότυπη φράση: «Πάμε πολύ καλά».
Στο μεταξύ ο Δημητράκης αποχαυνωνόταν όλο και περισσότερο με τα ψυχοφάρμακα και πάχαινε ακατάσχετα. Από κάποιο ιδιωτικό σχολείο πήρε ένα απολυτήριο Λυκείου κακήν κακώς και το κόμμα φρόντισε για το διορισμό του στο Δημόσιο, όπου δεν πήγαινε ποτέ. Πώς να πάει στην υπηρεσία που είχε διοριστεί, αφού δεν προλάβαινε να πάει από την κρεβατοκάμαρά του στην τουαλέτα και του έφευγαν τα κόπρανά του καθ’ οδόν. Όμως έπαιρνε κανονικά το μισθό του.
Γνωρίζεις αγαπητέ αναγνώστη, ότι αυτή τη στιγμή οι περιπτώσεις των ατόμων που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, όπου το κόμμα φρόντισε να τα διορίσει και τα οποία δεν προσέρχονται ποτέ στην υπηρεσία τους λόγω ψυχολογικών προβλημάτων, είναι τόσες που μπορούν όχι μόνον να δημιουργήσουν ένα μη διαχειρίσιμο χρέος για το κράτος,. Αλλά και να προκαλέσουν την οριστική του χρεοκοπία; Γνωρίζεις ότι σε κάθε δημόσιο σχολείο υπάρχουν δύο ή τρεις καθηγητές που λόγω «ψυχολογικών προβλημάτων» δεν συμμετέχουν με κανένα τρόπο στο πρόγραμμα του σχολείου και πληρώνονται κανονικά;
Ο κ. καθηγητής συνέχισε να διαβεβαιώνει τους γονείς του Δημητράκη ότι όλα πάνε καλά, μέχρι που ένα έμφραγμα έβαλε τέρμα στην κόλαση που δημιούργησαν γι αυτόν οι μίζες του μπαμπά. Γιατί ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρεται και γιατί τα ανεμομαζέματα, καταλήγουν σε διαβολοσκορπίσματα.
Ο Θέμης και η Καίτη τελικά συνειδητοποίησαν ότι ο κ. καθηγητής τους κορόιδευε αναίσχυντα και τους εξεμεταλλεύετο ασύστολα και έφριξαν όταν κατάλαβαν ότι μέσω του Καιάδα των ψυχοφαρμάκων έστειλε το Δημητράκη τους στον αγύριστο για να μπορέσει έτσι να αποσπάσει απ’ αυτούς τις αστρονομικές αμοιβές του. «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος», έλεγαν, «να καταστρέψει τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου για να κερδίσει χρήματα;». Γιατί ασφαλώς ο κ. καθηγητής ήξερε ότι δεν θα μπορούσαν τα φάρμακα να θεραπεύσουν μία παθολογία που εκπήγαζε από ένα τρόπο ζωής και ένα σύστημα αξιών και ότι αυτό που εχρειάζετο στην περίπτωση του Δημητράκη ήταν η οικογένειά του να αλλάξει τρόπο ζωής και σύστημα αξιών. Υπάρχουν γιατροί, όπως εκείνοι που εκτιμούσε ο Πλάτων, που θα ηρνούντο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην οικογένεια του Δημητράκη, αν δεν ήταν διατεθειμένη να αλλάξει τον τρόπο ζωής της και το σύστημα αξιών της. Αλλά αυτοί οι γιατροί δεν αποκτούν βέβαια βίλλα στα βόρεια προάστεια και θαλαμηγό. Ο κ. καθηγητής όμως, Θέμη μου, είναι ομοϊδεάτης σου. Έχει τους ίδιους στόχους, τις ίδιες αξίες και τον ίδιο κυνισμό με σένα. Θέλει, όπως κι εσύ, ν’ αποκτήσει τη βίλλα στα βόρεια προάστεια και την θαλαμηγό με οποιοδήποτε τρόπο. Όπως κι εσί κύριε Θέμη μου, που για να τα αποκτήσεις αυτά κατέστρεψες επιχειρήσεις και άφησες άνεργους βιοπαλαιστές ανθρώπους και έγινες αφορμή να μειωθούν τα εισοδήματα του Δημοσίου, ώστε να μην μπορεί να αυξήσει τις συντάξεις της πείνας των μικροσυνταξιούχων. Ίσως θα μου πεις: «Οι δικές μου μίζες τα προκάλεσαν όλα αυτά;» Αλλά δεν είσαι μόνον εσύ. Είναι άλλοι χίλιοι ή δύο χιλιάδες εφοριακοί, που αυτό που κάνεις εσύ, και είναι και οι διοικήσεις των νοσοκομείων και οι εργολάβοι των δημοσίων έργων και οι κηφήνες του Δημοσίου και άλλοι πολλοί, που όχι μόνον μπορούν να γίνουν αφορμή το κράτος να έχει ένα μη διαχειρίσιμο χρέος, αλλά ακόμη και να πάψει να υπάρχει στον παγκόσμιο χάρτη.
Το θέμα με σένα, κύριε Θέμη μου, δεν είναι ότι είσαι ανέντιμος και ανήθικος. Αυτοί οι όροι μπορεί να έχουν κάποια σημασία για κάποιον που έχει μία ανάπτυξη και μία καλλιέργεια που εσύ δεν έχεις. Το θέμα με σένα είναι ότι πιστεύεις ότι είσαι ξύπνιος και ότι ξέρεις πώς να διασφαλίσεις το δικό σου συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα είσαι τόσο ανόητος, ώστε να νομίζεις ότι θα εξυπηρετήσεις το συμφέρον σου με έναν τρόπο που σε οδήγησε στην τωρινή τραγωδία σου. Είσαι τόσο αργόστροφος, κύριε Θέμη μου, που δεν υποψιάστηκες τους εσωτερικούς κανόνες της ζωής που είναι άτεγκτοι και ανελέητοι στις συνέπειές τους γι’ αυτόν που τις παραβιάζει. Δεν αντιλήφθηκες, κύριε Θέμη μου, ότι εκείνος που επιδιώκει το συμφέρον του αγνοώντας το συμφέρον –και ακόμη χειρότερα, εις βάρος του συμφέροντος- των άλλων, μόνον τον τελικό όλεθρό του επεξεργάζεται. Γιατί πραγματικά ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Ίσως να εξαπατήθηκες από την εξωτερική εντύπωση που δίνει η ζωή ανθρώπων που δεν διστάζουν να πατήσουν πάνω σε πτώματα. Αλλά τα φαινόμενα απατούν. Στη πραγματικότητα ο κλέφτης και ο ψεύτης δεν χαίρονται ούτε τον πρώτο χρόνο. Συνήθως η εξωτερική λάμψη, η χλιδή, η γκλαμουριά, η προβολή και η δόξα τους καλύπτει πολλή και βαθιά δυστυχία. Αν και μπορεί να είναι διαφορετικές οι αιτίες της δυστυχίας διαφόρων ανθρώπων, κάθε μία είναι αρκετά οδυνηρή, ώστε συχνά να απειλεί την αίσθηση νοήματος της ζωής τους. Γιατί να συμβεί αυτό σε μένα; Ποιος είναι ο σκοπός όλων αυτών; Γιατί να συνεχίσω; Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Αν η τραγωδία που ζεις, κύριε Θέμη μου, σου δημιουργούσε μία τέτοια υπαρξιακή κρίση, ίσως ο χαμός του Δημητράκη να μην ήταν εντελώς άδοξος. Φοβάμαι όμως ότι έχεις χάσει όλες τις ευκαιρίες που σου έδωσε η ζωή για να επιτύχεις την εσωτερική ανάπτυξη που είναι απαραίτητη για να συμβεί κάτι τέτοιο και θα επαναλαμβάνεις μόνον τα χθεσινά, τα βαρετά εκείνα για τις μαύρες σκοτεινές δυνάμεις, τα μεγάλα συμφέροντα, τους κομματικούς ανταγωνισμούς και τις ιδεολογικές υστερίες, με τα οποία θα αποδράς από την ανάληψη της ευθύνης για την τραγωδία στην οποία σε οδήγησαν οι άστοχες επιλογές σου και οι παρακμιακές αξίες σου.
Είμαι βέβαιος ότι κάπου βαθιά μέσα σου, σέρνοντας το βαρύ σου βήμα στη ερημιά της βίλλας σου, θα πονάς και θα ‘θελα να σου πω –με την ελπίδα πως αυτό μπορεί να απαλύνει τον πόνο σου- πως πιθανώς όλοι, οπωσδήποτε όμως εγώ, έχουμε υιοθετήσει με διαφορετικό ίσως τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό τις αξίες εκείνες που προκάλεσαν τη δική σου τραγωδία.