20141030
Κώστας Χρυσόγονος [είναι καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ Ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ] / Πηγή: avgi.gr
Η ιστορική μνήμη των ανθρώπινων κοινωνιών είναι επιλεκτική. Στα βιβλία της σχολικής Ιστορίας τα παιδιά μας μαθαίνουν ότι η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1912 και μόνο αυτή η επέτειος αποτελεί αντικείμενο κρατικού (και θρησκευτικού) εορτασμού. Στην τωρινή Πλατεία Δημοκρατίας της πόλης (πρώην Πλατεία Μεταξά, γνωστότερη ως Βαρδάρης), εξάλλου, ορθώνεται επιβλητικό, από τα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, το άγαλμα του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου, διοικητή του ελληνικού στρατεύματος που εισήλθε σ’ αυτή τον Οκτώβριο του 1912.
Η “άλλη” απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, όταν η Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ εξεδίωξε τις οπισθοφυλακές των Γερμανών κατακτητών τον Οκτώβριο του 1944, παραμένει λησμονημένη. Ο διοικητής της, στρατηγός Ευριπίδης Μπακιρτζής, δολοφονήθηκε στην εξορία (στους Φούρνους Ικαρίας) το 1947 και μια προτομή του τοποθετήθηκε μόλις πρόσφατα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στις Σέρρες, με δαπάνες που μοιραστήκαμε οι οικογένειες των απογόνων του σε ευθεία και πλάγια γραμμή και όχι το ελληνικό κράτος.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι για πολλούς από τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, το 1912 η είσοδος του ελληνικού στρατού δεν έγινε αντιληπτή κατά κανένα τρόπο ως απελευθέρωση. Στην απογραφή που διενεργήθηκε λίγο αργότερα, το 1913, από την ελληνική διοίκηση της πόλης, διαπιστώθηκε ότι στους περίπου 158.000 κατοίκους της συγκαταλέγονταν 61.000 Εβραίοι, 46.000 Τούρκοι, 40.000 Έλληνες και 6.000 Βούλγαροι. Η σύνθεση του πληθυσμού της πόλης άλλαξε αργότερα, με την ανταλλαγή του 1922-23 και την έλευση μεγάλου αριθμού προσφύγων από τη Μικρά Ασία και (κυρίως) τον Πόντο, καθώς και με τη γενοκτονία των Εβραίων από τους ναζιστές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αντίθετα, η απελευθέρωση του 1944 έγινε αντιληπτή ως τέτοια από τη συντριπτική πλειονότητα των Θεσσαλονικέων, με την εξαίρεση λίγων δοσίλογων-συνεργατών του κατακτητή. Η επέτειος των 70 ετών από την απελευθέρωση εκείνη, στις 30 Οκτωβρίου 2014, θα έπρεπε να τιμηθεί από τις δημοτικές και περιφερειακές αρχές, όπως έχει έγκαιρα προτείνει η δημοτική παράταξη Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ και ο επικεφαλής της Τριαντάφυλλος Μηταφίδης.
Όσο για τον Κωνσταντίνο (Γλίξμπουργκ), πρέπει να επισημανθεί ότι εκείνος ήθελε να κατευθύνει το στράτευμα του προς το Μοναστήρι αντί της Θεσσαλονίκης και άλλαξε πορεία μόνο ύστερα από ρητές διαταγές του τότε υπουργού Στρατιωτικών (και πρωθυπουργού) Ελευθέριου Βενιζέλου. Λίγους μήνες αργότερα, μάλιστα ο Κωνσταντίνος έθεσε σε κίνδυνο αποδεκατισμού το στράτευμα εκείνο, όταν επέμεινε σε μια τυχοδιωκτική προέλαση στο εσωτερικό της Βουλγαρίας κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και βέβαια το 1915, ως βασιλιάς πια, παραβίασε θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος και δρομολόγησε τον εθνικό διχασμό. Ως να μην έφτανε αυτό, αρνούμενος να τιμήσει την υπογραφή του στην ελληνοσερβική συνθήκη του 1913 και να ενισχύσει τη σύμμαχο Σερβία απέναντι στην βουλγαρική επίθεση στα νώτα της, ο ολέθριος εκείνος μονάρχης απέρριψε ταυτόχρονα τη βρετανική προσφορά για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Συνεπώς, η απόδοση τιμής στη μνήμη του ως σήμερα συνιστά παραχάραξη της Ιστορίας.