20150508
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
[The Judgment of Paris (1904) by Enrique Simonet]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ομηρικά έπη κινούνται περισσότερο στο μύθο παρά στην ιστορική πραγματικότητα. Κι αυτό είναι απολύτως εύλογο, αφού η έννοια έπος, εξ ορισμού, εμπεριέχει την υπερβολή: «έπος: ποιητική σύνθεση μακρόπνοης έμπνευσης και μεγάλης έκτασης με διαπλεκόμενες ιστορίες, που εξυμνεί με θριαμβολογική, εγκωμιαστική και συχνά εξωραϊστική διάθεση γνωστά κατορθώματα ηρώων, θεών και ηγεμόνων». (Από το λεξικό του Μπαμπινιώτη). Το έπος αποσκοπεί στην τέρψη. Το έπος αφορά την ψυχαγωγική δυναμική της ομήγυρης που τρέφεται με μύθους. Δεν υπάρχει τίποτε πιο εκτονωτικό, πιο εξισορροπητικό, πιο εξυψωτικό και ταυτόχρονα πιο καταπραϋντικό από τον ομαδικό μύθο. Γι’ αυτό οι ραψωδοί συνδέονται με τα πανηγύρια. Γιατί τα πανηγύρια συνδέονται με το ξέφρενο, δηλαδή με τη συναισθηματική απελευθέρωση. Ο μύθος είναι η πύλη αυτού του μηχανισμού. Είναι η μυσταγωγία της ομαδικότητας, που λειτουργεί σχεδόν ενορατικά, σαν παραίσθηση από κοινού, σαν συμμετοχικό ξεπέρασμα του εαυτού, σαν άνευ όρων παράδοση, σαν συλλογική – στα όρια του μεταφυσικού – εμπειρία. Κι αυτό ακριβώς είναι η φυγή. Μιλάμε για τη φυγή της ατομικότητας, που θέλει, έστω για λίγο, να ενωθεί με τους άλλους. Κι όσο πιο ζωντανά αναπαρίσταται ο μύθος, τόσο πιο αληθινός είναι. Η αλήθεια του μύθου δεν είναι παρά το μέτρο έντασης της φυγής. Στόχος του μύθου η στιγμιαία απώλεια της συνείδησης που διαχέεται μέσα στις συνειδήσεις των φανταστικών άλλων που διαμορφώνουν την εξέλιξή του. Κι από εδώ ξεκινά η διάπλαση. Γιατί η ταύτιση και η αποστροφή που μοιραία γεννάται, ως συναισθηματική συμμετοχή, δεν είναι η ασύνειδη επαναφορά του εαυτού που υπογείως καλείται να πάρει θέση, αλλά η επιβολή του μύθου που εξαναγκάζει το κοινό να ενταχθεί στο διαδραματιζόμενο γίγνεσθαι. Οι συγκρούσεις της φαντασιακής κοσμογονίας γίνονται υπόθεση προσωπική, αφού, με το ξεπέρασμα του εαυτού, όλα είναι προσωπικά, μετατρέποντας το μύθο σε βιωματική συνθήκη. Το βίωμα του μύθου είναι η μεγαλύτερη συναισθηματική είσπραξη, που μόνο ως ταύτιση μπορεί να ερμηνευτεί και που αποκτά ολοφάνερες παιδαγωγικές διαστάσεις, μετουσιώνοντας το φαντασιακό σε ρυθμιστικό παράγοντα συμπεριφοράς με τη διάπλαση των επιθυμιών κατά τα προβαλλόμενα πρότυπα. Γι’ αυτό τα ομηρικά έπη αποτέλεσαν την πιο αξιόπιστη εκπαιδευτική ύλη στην αρχαία Αθήνα. Γι’ αυτό εξακολουθούν να έχουν περίοπτη θέση και στα σημερινά σχολεία. Γιατί καθιστούν σαφές ότι το καλό ταυτίζεται με την ανδρεία, τη φιλοπατρία κτλ και ότι το λάθος ταυτίζεται με τη δειλία, τον εγωισμό κτλ. Μπροστά σ’ αυτή την οπτική η αλήθεια έχει ελάχιστη σημασία.
[Chryses pleading with Agamemnon for his daughter (360–350 BC)]
Αν όμως ο μύθος ταυτίζεται με την τέχνη, η αλήθεια ταυτίζεται με την επιστήμη. Κι αν η ιστορία είναι η αναζήτηση της αλήθειας για τα γεγονότα του παρελθόντος τότε δεν έχει άλλη επιλογή από να αποκτήσει επιστημονικές διαστάσεις, που μόνο μεθοδολογικά μπορούν να εξασφαλιστούν. Κι εδώ ακριβώς ξεκινά ο ρόλος του Θουκυδίδη: «Ο Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε την ιστορία του πολέμου των Πελοποννησίων και των Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους, αρχίζοντας να γράφει αμέσως μόλις ξέσπασε, γιατί προέβλεψε και πως μεγάλες διαστάσεις θα πάρει και πιο αξιόλογος απ’ όλους τους προηγούμενους θα είναι». (Βιβλίο πρώτο, παράγραφος ένα, σε μετάφραση του Α. Γεωργοπαπαδάκου). Ο Θουκυδίδης προφανώς πέρασε τα πρώτα εφτά χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου στην Αθήνα και γνώριζε τα γεγονότα από πρώτο χέρι, έχοντας ακούσει τους λόγους του Περικλή και τις συζητήσεις για την Πύλο και τη Μυτιλήνη. Όταν το 424 π.Χ εξορίστηκε για 20 χρόνια λόγω της απώλειας της Αμφίπολης, κατέφυγε στα κτήματά του στη Θράκη κι αφιερώθηκε στη συγγραφή της ιστορίας του πολέμου καθορίζοντας για πρώτη φορά στην ανθρωπότητα τις βασικές αρχές της επιστημονικής ιστοριογραφίας: «Τις πράξεις που στη διάρκεια του πολέμου έγιναν, δεν έκρινα σωστό να τις γράψω βασισμένος στις πληροφορίες του πρώτου τυχόντα ούτε όπως εγώ νόμιζα, αλλά αφού ερεύνησα με κάθε δυνατή ακρίβεια για την καθεμιά, τόσο για κείνες που ο ίδιος ήμουν παρών όσο και για κείνες που μάθαινα από άλλους. Και η εξακρίβωση γινόταν δύσκολα, γιατί οι αυτόπτες μάρτυρες δεν έλεγαν τα ίδια για το ίδιο περιστατικό, αλλά καθένας ανάλογα με τη συμπάθειά του για τη μια ή την άλλη παράταξη ή καταπώς θυμόταν. Κι όσο στο να ακούει κανείς την αφήγησή μου, επειδή λείπει απ’ αυτήν το μυθικό, ίσως θα φανεί λιγότερο ευχάριστη. Όσοι όμως θα θελήσουν να γνωρίσουν με ακρίβεια αυτά που έγιναν κι εκείνα που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, θα γίνουν κάποτε ξανά τέτοια ή παρόμοια τούτοι να κρίνουν το έργο μου ωφέλιμο θα μου είναι αρκετό. Το έργο έχει γραφτεί πιο πολύ σαν μελέτημα παντοτινό παρά σαν πρόσκαιρο ανάγνωσμα για να τ’ ακούν κάποιοι ευχάριστα». (Βιβλίο πρώτο, παράγραφος 22, μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκος). Ο Θουκυδίδης ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν γράφει για τέρψη, αλλά για την αλήθεια. Όμως και πάλι βρισκόμαστε μπροστά στο διδακτικό – παιδαγωγικό στοιχείο που θα ωφελήσει την ανθρωπότητα, αφού, για τον Θουκυδίδη, η ιστορία κινείται από νόμους που την υποχρεώνουν να επαναλαμβάνει «τέτοια ή παρόμοια» και που κινούνται «σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση». Κι αυτό ακριβώς ενδιαφέρει τον Θουκυδίδη, η ανθρώπινη φύση. Γιατί η επίσημη καταγραφή της ιστορίας δεν είναι τίποτε άλλο από τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στα διάφορα ιστορικά ερεθίσματα που όσο περισσότερο τα μελετά κανείς, τόσο περισσότερο διαπιστώνει ότι μοιάζουν.
[Χάρτης της ομηρικής Ελλάδας]
Ο Θουκυδίδης δεν εμπιστεύεται τα γεγονότα «όπως τα τραγούδησαν οι ποιητές, που τα μεγαλοποίησαν και τα στόλισαν, ή όπως τα εκθέσανε οι λογογράφοι, που περισσότερο ζήτησαν να τέρψουν τους ακροατές τους παρά να τους πουν την αλήθεια….». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 21). Εξάλλου γνωρίζει καλά ότι οι άνθρωποι είναι απολύτως επιρρεπείς στους μύθους: «Υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα, ακόμα και σύγχρονα κι όχι ξεχασμένα από την πολυκαιρία, για τα οποία κι οι άλλοι Έλληνες έχουν γνώμες σφαλερές, όπως λόγου χάρη ότι οι βασιλείς των Λακεδαιμονίων δεν έχουν μία ψήφο ο καθένας, αλλά δύο, κι ότι στο στρατό της Σπάρτης υπάρχει λόχος Πιτανάτης που ποτέ δεν υπήρξε. Τόσο λίγο ταλαιπωρούνται οι πολλοί να αναζητήσουν την αλήθεια και πιο πολύ κλίνουν να δεχτούν τα έτοιμα». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 20).
Τον τρωικό πόλεμο ο Θουκυδίδης τον συγκαταλέγει στην αρχαιολογία. Όταν ο Μίνωας οργάνωσε το ναυτικό και πολέμησε την πειρατεία, καθιστώντας τις θάλασσες ασφαλέστερες, άρχισαν να ακμάζουν τα παράλια. Υπήρχε ευημερία και κάποιοι «πλούσιοι έχτισαν τείχη γύρω από τις πόλεις τους. Γιατί επιθυμώντας τα κέρδη, κι οι φτωχότεροι δέχονταν την εξάρτηση από τους πιο δυνατούς, κι οι δυνατότεροι, διαθέτοντας πλούτο, έκαναν υποτελείς τους τις μικρότερες πόλεις. Βρίσκονταν πια σ’ αυτή την κατάσταση, όταν, αργότερα, έκαμαν την εκστρατεία εναντίον της Τροίας». (βιβλίο πρώτο παράγραφος 8). Το ιμπεριαλιστικό παιχνίδι της ισχύος ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να περάσουμε στον τρωικό πόλεμο: «Ο Αγαμέμνονας, κατά τη γνώμη μου, κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας, κυρίως επειδή ήταν ο πιο δυνατός από τους άλλους ηγεμόνες, κι όχι επειδή οι μνηστήρες της Ελένης, που έγινε αρχηγός τους, είχαν δεσμευτεί με τους όρκους τους οποίους είχαν κάνει στον Τυνδάρεο», και συμπληρώνει: «Αφού παρέλαβε την κληρονομιά αυτή ο Αγαμέμνονας και ταυτόχρονα απέκτησε ναυτικό ισχυρότερο από οποιουδήποτε άλλου, μπόρεσε κατά τη γνώμη μου να κάμει εκστρατεία κι όσοι τον ακολούθησαν, το ‘καμαν περισσότερο από φόβο παρά από φιλοφροσύνη. Είναι, εξάλλου, φανερό πως αυτός πήρε μέρος στην εκστρατεία έχοντας τα πιο πολλά καράβια κι ότι έδωσε και στους Αρκάδες, όπως αναφέρει ο Όμηρος, αν μπορεί κανείς να βασιστεί στη μαρτυρία του….. Αν, λοιπόν, ο Αγαμέμνονας δεν είχε κάποιο αξιόλογο ναυτικό, δε θα μπορούσε, μια και ήταν στεριανός, να εξουσιάζει νησιά, εκτός από τα κοντινά του, που δεν είναι πολλά. Κι απ’ αυτήν την εκστρατεία πρέπει να συμπεράνει κανείς ποια ήταν η κατάσταση πρωτύτερα». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 9). Ο Θουκυδίδης, ορίζει από την αρχή τα οικονομικά συμφέροντα ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Γι’ αυτό κάνει λόγο για ανθρώπινα πάθη. Γιατί δεν υπάρχουν ούτε θεϊκές παρεμβάσεις, ούτε παιχνίδια της μοίρας, ούτε τυχαία περιστατικά. Μόνο η μάχη της εξουσίας, δηλαδή ο ανθρώπινος παράγοντας. Όμως η απομυθοποίηση του τρωικού πολέμου αφορά και το κομμάτι των καθαυτό πολεμικών επιχειρήσεων: «Κι αν ακόμη θα πρέπει να δώσουμε κι εδώ πίστη στον Όμηρο, ο οποίος, σαν ποιητής, είναι φυσικό να τη μεγαλοποίησε, και πάλι η εκστρατεία αυτή ήταν φανερά κατώτερη από τις σημερινές. Αναφέρει λοιπόν ο ποιητής πως από τα χίλια διακόσια καράβια που πήραν μέρος στην εκστρατεία, των Βοιωτών είχαν εκατόν είκοσι άντρες το καθένα και του Φιλοκτήτη πενήντα, θέλοντας να δείξει έτσι, κατά τη γνώμη μου, τα πιο μεγάλα και τα πιο μικρά. Οπωσδήποτε στον κατάλογο των καραβιών δεν αναφέρει πλοία άλλου μεγέθους. Ότι, εξάλλου, όλοι οι άντρες ήταν ταυτόχρονα κωπηλάτες και πολεμιστές το μνημονεύει, όταν μιλά για τα καράβια του Φιλοκτήτη. Εδώ λέει ότι όλοι οι κωπηλάτες ήταν και τοξότες. Επιβάτες, εκτός από τους βασιλιάδες και τους σπουδαιότερους αξιωματούχους, δεν είναι πιθανό να βρίσκονταν πολλοί πάνω στα πλοία, μια και επρόκειτο να περάσουν πέλαγος φορτωμένα πολεμικό υλικό κι εξάλλου δεν είχαν κατάστρωμα, αλλά ήταν φτιαγμένα με τον παλιό τρόπο, σαν τα πειρατικά. Αν λοιπόν πάρει κανείς τον μέσο όρο των μεγαλύτερων και των μικρότερων καραβιών, δεν φαίνεται να ήταν πολλοί όσοι έλαβαν μέρος στην εκστρατεία, μια και στάλθηκαν σ’ αυτήν πολεμιστές από ολόκληρη την Ελλάδα. Αιτία γι’ αυτό ήταν όχι τόσο η έλλειψη ανθρώπων όσο η έλλειψη χρημάτων. Γιατί από ανεπάρκεια εφοδίων είχαν φέρει λίγο στρατό, τόσο μόνον όσον έλπιζαν ότι θα μπορούσε να συντηρηθεί επιτόπου πολεμώντας. Κι όταν αποβιβάστηκαν και νίκησαν στην πρώτη μάχη (αυτό είναι φανερό, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσαν να προστατέψουν με τείχος το στρατόπεδό τους) και τότε δεν φαίνεται να χρησιμοποίησαν όλες τους τις δυνάμεις, αλλά από έλλειψη τροφίμων, επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της Χερσονήσου και σε διαρπαγές. Εξ’ αιτίας αυτής της διασποράς των δυνάμεών τους μπόρεσαν οι Τρωαδίτες να αντέξουν δέκα ολόκληρα χρόνια στον πόλεμο, αφού ήταν ισόπαλοι με τις ελληνικές δυνάμεις που κάθε φορά έμεναν στο στρατόπεδο. Αν, αντίθετα, οι Έλληνες είχαν έρθει έχοντας αποθέματα τροφίμων και αντί να ασχολούνται με τη γεωργία και τη διαρπαγή, πολεμούσαν συνέχεια όλοι μαζί, εύκολα, χάρη στην υπεροχή τους στις μάχες, θα είχαν κυριέψει την πόλη, αφού και διεσπαρμένοι που ήταν και με μέρος μόνο του στρατού τους κάθε φορά διαθέσιμο, άντεχαν. Αν, εξάλλου, είχαν κάνει τακτική πολιορκία, θα κυρίευαν την Τροία σε μικρότερο χρόνο και με λιγότερον κόπο. Αλλά από έλλειψη χρημάτων και τα πριν από τα τρωικά ήταν ασήμαντα, κι αυτά τα ίδια, μόλο που υπήρξαν πιο ξακουστά από τα προηγούμενα, αποδείχνεται από τα πράγματα ότι ήταν κατώτερα από τη φήμη και την παράδοση που, χάρη στους ποιητές, έχει επικρατήσει σήμερα γι’ αυτά». (βιβλίο πρώτο, παράγραφοι 10 – 11). Όμως, όσο η σαφής γνώση της ιστορικής πορείας – που μόνο η ιστορία ως επιστήμη μπορεί να προσφέρει – καθίσταται απαραίτητη για τη διαμόρφωση ορθής κρίσης των γεγονότων (δηλαδή της ανθρώπινης συμπεριφοράς όπως εκτυλίσσεται στο πέρασμα των αιώνων), άλλο τόσο διαφωτιστικά λειτουργεί και ο μύθος, που, σε τελική ανάλυση, μετουσιώνοντας τα γεγονότα σε τέχνη – υπό το πρίσμα των δεδομένων υπερβολών – διεισδύει στην ανθρώπινη άβυσσο μετατρέποντάς την σε αντικείμενο ερμηνείας. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε δύο αντικρουόμενους μηχανισμούς, που τελικά συμφιλιώνονται, αφού επί της ουσίας εξυπηρετούν τους ίδιους στόχους. Ο εντοπισμός των κινήτρων συμπεριφοράς, η έννοια της συλλογικής δράσης, η φιλοδοξία της ατομικότητας, η αναγωγή των γεγονότων στο σήμερα, η απόπειρα πρόγνωσης, ο προβληματισμός, ο εντοπισμός της ενδεχόμενης επανάληψης, η αντίληψη της συνέχειας μέσα στο πέρασμα των αιώνων, ο φανατισμός, το οικονομικό συμφέρον, το παράλογο της βαρβαρότητας κτλ κτλ, με δυο λόγια ο παιδαγωγικός ρόλος της μελέτης του ανθρώπου ως το υποκείμενο της ιστορικής εξέλιξης, αφορά και την ιστορία, ως έννοια επιστημονική, και το μύθο, ως έννοια καλλιτεχνική. Γι’ αυτό και η ιστορική αποκατάσταση του τρωικού πολέμου από το Θουκυδίδη, δεν θα ματαιώσει ποτέ τη μυθοπλαστική απόδοση του Ομήρου, αλλά θα συμπλέουν αιώνια στο ίδιο αντιθετικό και ταυτόχρονα ενωτικό κουβάρι. Το πρόβλημα ξεκινά όταν χάνονται τα όρια κι όταν ο μύθος παρουσιάζεται ως γεγονός αλλοιώνοντας σκοπίμως την ιστορική αλήθεια. Όταν δηλαδή η ιστορία πλάθεται αυθαίρετα μετατρεπόμενη από μηχανισμός αναζήτησης της αλήθειας σε προπαγανδιστικό εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων. Όμως εδώ δε μιλάμε για μύθο. Εδώ μιλάμε για καιροσκοπισμό, κι αυτό είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία.
[Ο δούρειος ίππος (δούρειος=ξύλινος) στην ελληνική μυθολογία είναι κατασκευή εμπνευσμένη από τον Οδυσσέα, ένα ξύλινο άλογο-κρύπτη. Σκοπός του Οδυσσέα ήταν να παραπλανηθούν οι Τρώες και να το εκλάβουν ως δώρο και ως δείγμα καλής θελήσεως και ειρήνης από τους Αχαιούς].
«ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκου εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ Ά έκδοση 1985