Πολιτικοοικονομική κατάσταση της χώρας
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ελληνική προεδρεία της ΕΕ στο πρώτο εξάμηνο του 2003, ήταν απολύτως επιτυχής. Αυτό αναγνωρίζεται σχεδόν από το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών μελών της Ένωσης και ενισχύει της επιχειρηματολογία όσων, ενόψει ψήφισης της ευρωπαϊκής καταστατικής συνθήκης, υποστηρίζουν την εναλλασσόμενη προεδρεία. Στελέχη μιας μικρής, μεσαίας έστω, χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, χειρίσθηκαν με επιτυχία καίρια ζητήματα, αλλά και την μεγάλη κρίση που απείλησε με διχασμό την ΕΕ εξ αιτίας του πολέμου κατά του Ιράκ.
Στα εσωτερικά πράγματα της χώρας η κατάσταση είναι, δυστυχώς, ακριβώς αντίθετη.
Και εδώ μιλάμε για ζητήματα που αγγίζουν και πονούν τον Έλληνα πολίτη. Η περιπτωσιολογία και η ενασχόληση με τα τρέχοντα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο της καθημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης, δεν είναι το θεματολόγιο που επιλέγουμε ή προσήκει στη ΦτΣ, το όργανο επικοινωνίας του πολιτιστικού μας Συλλόγου που στέκεται πέρα κι έξω από τέτοιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Μερικά μακροοικονομικά στοιχεία, ωστόσο, με αριθμούς των οποίων η μαρτυρία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, δημιουργούν δικαιολογημένο προβληματισμό.
Μέσα στους πέντε πρώτους μήνες του 2003 παρατηρείται μία ανεξέλεγκτη πορεία του προϋπολογισμού της χώρας. Μεγάλη αύξηση των δαπανών και σημαντική υστέρηση των εσόδων. Έτσι λοιπόν το έλλειμμα του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού αυξάνεται κατά 74,5% έναντι του αντίστοιχου περυσινού για το ίδιο διάστημα, ενώ το έλλειμμα του λεγόμενου Τακτικού Προϋπολογισμού παρουσιάζει αύξηση 89%.
Οι ψηφοθηρικές κινήσεις παροχών, καθώς επίκεινται βουλευτικές εκλογές, απειλούν με μία παραπέρα δυσμενή εξέλίξη της παραπάνω εικόνας που δύσκολα θα μπορέσει να τιθασεύσει η όποια κυβέρνηση αναδειχθεί από τις κάλπες. Η βεβιασμένη εξ άλλου πώληση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου μέσω του Χρηματιστηρίου που βρίσκεται σε άσχημη, επίσης, κατάσταση, προκειμένου να κλείσουν «τρύπες», δεν φαίνεται να είναι ό,τι το καλύτερο για τη χώρα.