Ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας
Η αλλαγή γραμμής πλεύσης της ελληνικής διπλωματίας υποστηρίζοντας τη γείτονα να προσεγγίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη επωφελής για τη χώρα μας. Τα πολιτικά μας κόμματα εμφανίζονται επίσης με συγκλίνουσες απόψεις πάνω στο ζήτημα και μόνον σε δευτερεύουσες πτυχές εντοπίζονται οι διαφοροποιήσεις. Η ουσιαστικότερες παρατηρήσεις στέκονται στην υπερβολή με την οποία κορυφαία κυβερνητικά στελέχη προωθούν τις φιλοτουρκικές των θέσεις, που βάζουν σε δοκιμασία τις καλές μας σχέσεις με κορυφαίους ευρωπαϊκούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα τον Ζισκάρ ντ Εσταίν.
Ο πρωθυπουργός εξήρε την ευρωπαϊκή παρουσία της Τουρκίας στο απώτερο παρελθόν που χρονολογείται στον 16ο αιώνα για να δικαιολογήσει το αίτημα της γείτονος και την ελληνική υποστήριξη σ΄ αυτό. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τοποθετείται στην απέναντι πλευρά και απορρίπτει κάθε σκέψη ένταξης της Τουρκίας στην «Χριστιανική Ευρώπη».
Πολύ φοβούμαστε ότι οι δύο θέσεις που είναι σαφώς αντίθετες, έχουν σαν κοινό παρονομαστή το στοιχείο της ακρότητας και της υπερβολής.
Το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφθασε μερικούς αιώνες πριν μέχρι και την κεντρική Ευρώπη, κατ ουδένα τρόπο συνεπάγεται ότι αυτό της χορηγεί πιστοποιητικά και περγαμηνές άξιες να αντικρισθούν σε συνδρομή και ουσιαστική συνεισφορά στην πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Η παρουσία των Τούρκων, ενός βάρβαρου λαού του οποίου οι ασιατικές ρίζες δεν κομίζουν ό,τι το καλύτερο του ασιατικού πολιτισμού και κατ΄ ουδένα τρόπο συμβιβάζονται με τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές δηλ. απότοκα, όλα αυτά μαζί, του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Στις περιοχές των Βαλκανίων μόνον οπισθοδρόμηση κατέλειπε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο άνεμος της Γαλλικής επανάστασης που καταλυτικά επέδρασε και στην εθνική μας παλιγγενεσία, εξαφάνισε από τις ευρωπαϊκές κτήσεις κάθε σημείο βαρβαρότητας και μόνον σε περιορισμένες κοιτίδες διατηρήθηκαν ίχνη της κουλτούρας του εισβολέα, όπως Βοσνία, Κόσσοβο, Αλβανία για να σηματοδοτούν την υπανάπτυξη και υστέρηση.
Από την άλλη πλευρά, φοβούμαστε, η «χριστιανική» περιχαράκωση της Ευρώπης στον κόσμο του σήμερα με τους ανοιχτούς ορίζοντες και την παγκοσμιοποίηση, που είτε μας αρέσει, είτε όχι, αποτελεί απτή και μη αναστρέψιμη πραγματικότητα, αποτελεί θέση και άποψη ανεδαφική. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι ηγέτες της Ορθοδοξίας δίνουν στις μέρες μας διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο με τη διδασκαλία και τη δράση τους. Ευτυχώς και δεν στοιχίζονται όλοι πίσω από τις υπερβολές που έφτασαν στο απόγειό τους επί δικτατορίας με κείνο το αξέχαστο «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών». Να σταθούμε μόνον στον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο που μέρα με τη μέρα κερδίζει έδαφος παρά τις άπειρες αντιξοότητες, κερδίζει ανθρώπινες ψυχές, χωρίς να διαχωρίζει τους ανθρώπους, που όλοι τους είναι τέκνα του Θεού, δε τους διαχωρίζει σε πιστούς και άπιστους. Πόσους τίτλους μπορούμε άραγε, εμείς οι Χριστιανοί, να προσκομίσουμε -μιας και προτείνεται να αυτοπροσδιοριστούμε «Χριστιανοί Ευρωπαίοι»- με τις προαιώνιες αντιπαλότητες μεταξύ των καθολικών, ορθοδόξων, προτεσταντών κλπ που όχι σπάνια συμπληρώνονται με ποταμούς αίματος, ακόμη και στις μεταξύ μας έριδες; Είναι αυτές οι εμφυλιοχριστιανικές αιματοχυσίες το ενοποιητικό στοιχείο της διευρυνόμενης Ευρώπης; Πως θα απαντήσουμε στους φανατικούς μουσουλμάνους φονταμενταλιστές και στην ανεξέλεγκτη αγριότητα που ταλανίζει την ανθρωπότητα;
Η ίδια ρητορική συνήθως συνοδεύεται από έντονο εθνικοπατριωτισμό και μεγάλες ιδέες. Η Ιστορία, όμως, στο πρόσφατο και πρότερο παρελθόν μας έδειξε ότι όσο οι συγκεκριμένοι υπερπατριώτες μεγάλωναν τις ιδέες τους, άλλο τόσο μίκραιναν την πατρίδα μας.