Φ. Κ. Βώρος
Εννοιολογική διευκρίνιση
Βλέπω, πληροφορούμαι, μελετώ, κατανοώ, ερμηνεύω κάτι (μια πράξη άλλου, ένα φαινόμενο στη φύση, μια ρύθμιση διοικητική για επίλυση κάποιου προβλήματος….) είναι προτάσεις που εκφράζουν δραστηριότητα του νου, του σκεπτόμενου ανθρώπου, ως παρατηρητή λειτουργιών που συμβαίνουν γύρω του. Και ενδέχεται αυτά που παρατηρεί: να τον αφήνουν αδιάφορο ως άτομο, να τον ευχαριστούν, να τον δυσαρεστούν , να τον προβληματίζουν ως μέλος της κοινωνίας. Ίσως να σκέπτεται ότι κάποιες ρυθμίσεις μπορούσαν να γίνουν διαφορετικά, ώστε να είναι λιγότερο βλαπτικές ή περισσότερο ωφέλιμες για την κοινωνία ως όλο ή για κάποια κοινωνική ομάδα. Τότε (…προσθέτουμε ένα ακόμη ρήμα στα αρχικά πέντε) αυτός κρίνει, μορφώνει γνώμη προσωπική για όσα είδε . Και ενδέχεται να κρίνει σκόπιμο να κάνει γνωστή στους συνανθρώπους του τη γνώμη του, να ασκήσει κριτική για τους χειρισμούς που έκαναν άλλοι.
Η λειτουργία της κριτικής στην κοινωνία.
Η διατύπωση – κοινολόγηση μιας δεύτερης γνώμης για κάτι που έχει ήδη συντελεστεί ή βρίσκεται σε εξέλιξη μπορεί:
Να φανεί ενοχλητική σε κείνους που έκαναν την αρχική κίνηση.
Να θεωρηθεί εξυπηρετική για άλλους, που νομίζουν ότι βλάπτονται από την αρχική κίνηση.
Να θεωρηθεί βελτιωτική για την τροποποίηση της αρχικής κίνησης και τελικά ευεργετική για όλους .
Εκείνος που διατυπώνει την κριτική είναι πιθανό να αντιμετωπίσει οργή (και αντικριτική) από τους αρχικούς δράστες, γιατί τους χάλασε τα…. σχέδια, μπορεί όμως και να ακούσει λόγια ευγνωμοσύνης από άλλους που τους άνοιξε τα μάτια. Δεν αποκλείεται να ακούσει ευχαριστίες από όλη την κοινωνία, γιατί με την κριτική του έχει συμβάλει σε βελτιωτική παρέμβαση πάνω στην αρχική κίνηση, με τη συναίνεση εκείνων που αρχικά είχαν κινήσει κάτι προς το συμφέρον τους, και των άλλων που αντέδρασαν, επέκριναν και τελικά συμφώνησαν για μια ρύθμιση με αμοιβαίες υποχωρήσεις , με συναινετικές διαδικασίες, που είναι πολύ πιθανό να υπηρετούν συμφέροντα όλων και να ενισχύουν την κοινωνική συνοχή που αναμφίβολα ωφελεί όλους.
Η πιο σημαντική ωφέλεια που μπορεί να προκύψει από τη λειτουργία της κριτικής είναι, νομίζω, η ακόλουθη: Αυτός που χειρίζεται κάποια θέματα, δημόσια ή ιδιωτικά –προσδοκώντας ότι ενδέχεται να ακούσει κριτική για τις αποφάσεις και πράξεις του, κριτική μειωτική για την ικανότητα και εντιμότητά του – προτιμάει:
– Να ρωτάει και άλλους –όχι μόνο κόλακες που τον περιβάλλουν- για μια γνώμη, πριν αποφασίσει τι θα πράξει και πώς.
– Να αναχαιτίζει τους συμφεροντολόγους (που τον πιέζουν για ρυθμίσεις ιδιοτελείς, ευνοϊκές γι’ αυτούς) προβάλλοντας την αναμενόμενη από άλλους κριτική ή διαμαρτυρία.
– Να εξετάζει πιο προσεκτικά τα θέματα από τη σκοπιά εκείνων που πρόκειται να τον κρίνουν.
– Να εθίζεται ολοένα και πιο πολύ στην ολόπλευρη εξέταση όλων των προβλημάτων που ενδιαφέρουν την κοινωνία ως σύνολο και κρίνονται από τον ίδιο και τους άλλους.
– Να αισθανθεί κάποτε και εκτίμηση για εκείνους που συνηθίζουν να ασκούν κριτική και να θεωρήσει ότι αυτοί ασκούν λειτούργημα ευεργετικό για την κοινωνία, κυρίως αν ασκούν κριτική νηφάλια και ανυστερόβουλη, τεκμηριωμένη και εποικοδομητική και γι’ αυτό πειστική.
Δεοντολογία για την άσκηση κριτικής
Όσα γράψαμε παραπάνω ως γνωρίσματα θετικά για την αποδοχή κριτικής (νηφάλια …πειστική) είναι ανάγκη να προϋπάρξουν ως πρόθεση στη βούληση και σκέψη / απόφαση εκείνου που διατυπώνει την κριτική. Αυτό σημαίνει ότι αυτός ακολουθεί ή διαμορφώνει ο ίδιος κάποιες αρχές – κανόνες που λειτουργούν ρυθμιστικά στη σκέψη του και την έκφράσή του, όταν κάνει κριτική.
Τέτοιες αρχές ή κανόνες ( πέρα από ό,τι ορίζουν οι νόμοι της κοινωνίας, εθιμικά ή νομοθετικά) μπορεί να είναι :
1. Γράφω κριτική για θέματα που μου είναι οικεία από σπουδές ή εμπειρία, όταν νομίζω ότι τα γινόμενα ή γενόμενα (=γινομένα) από άλλους δεν είναι «σωστά».
2. Κίνητρα κριτικής δεν είναι το συμφέρον του εγώ ή του φίλου, ούτε η μείωση του Άλλου ή η βλάβη των συμφερόντων του, αλλά το κοινό καλό ή αυτό που μπορεί να ωφελεί κάποιον χωρίς να βλάπτει άλλους.
3. Η κριτική μου δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα (ούτε φιλία ούτε αντιπαλότητα προς τον κρινόμενο), κρίνω το θέμα, το περιστατικό, τη ρύθμιση, με κριτήριο το τι θα προκύψει για την κοινωνία ή για μια ομάδα ή κάποια άτομα, που έχουν – κατά το νόμο ή τη γνώμη μου – δικαίωμα για μια καλύτερη μεταχείριση.
4. Για να κρίνω (ένα περιστατικό, μια ρύθμιση, μια κατάσταση), οφείλω να μελετήσω προσεκτικά τα δεδομένα και να μπορώ να εκτιμήσω αυτά που προβάλλονται από τους δρώντες ως επιδίωξη και να διαβλέψω άλλα ενδεχόμενα που θα προκύψουν, κατά τη γνώμη μου, ίσως βλαπτικά για τους αποδέκτες της δράσης, της ρύθμισης, της απόφασης, δηλαδή βλαπτικά για λίγους ή πολλούς συνανθρώπους.
5. Και όταν ακόμη διαβλέπω βλαπτικές επιπτώσεις και βέβαια θύματα από την κρινόμενη ενέργεια, δεν μπορώ να καταλογίσω κακή πρόθεση, αλλά επιχειρώ να δείξω πειστικά τo διαφαινόμενο κατά τη γνώμη μου βλαπτικό αποτέλεσμα, με βάση τα δεδομένα.
6. Όση βεβαιότητα κι αν έχω για την ορθότητα των απόψεών μου και την αξιοπιστία των στοιχείων που διαθέτω, δεν μπορώ να αποκλείσω την πιθανότητα:
– Κάτι να μου διαφεύγει.
– Κάτι από τα γνωστά σε μένα δεδομένα να μην το έχω σωστά εννοήσει – ερμηνεύσει – αξιολογήσει.
– Κάτι να μην προβλέπω σωστά ούτε για το προσεχές μέλλον.
7. Γλώσσα ευπρέπειας οφείλω να χρησιμοποιώ όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο της κριτικής μου. Ο έπαινος κι ο ψόγος κατανοούνται πιο πολύ, αν διατυπώνονται με απλότητα, σαφήνεια, ευπρέπεια λόγου.
8. Επειδή ενδέχεται να ακούσω κι εγώ κριτική για ό,τι έπραξα γενικά ή για τις θέσεις μου στην κριτική που ασκώ, οφείλω να έχω διαμορφώσει αρχές αντιμετώπισης, τις εξής:
– Απόλυτα σεβαστό δικαίωμα για τον καθένα η άσκηση κριτικής, η κριτική είναι κοινωνικό λειτούργημα πληρέστερο όταν ασκείται και από άλλους.
– Ευχαριστίες εκ προοιμίου για την τιμή που μου κάνει όποιος κρίνει τις ενέργειές μου με ανάλογο ήθος.
– Πρώτο μέλημά μου να δω αν ευσταθεί η κριτική και να ευχαριστήσω γι’ αυτήν που έκανε άλλος για μένα.
– Για ό,τι από τη διατυπούμενη για μένα κριτική δεν ευσταθεί οφείλω να δώσω τις αναγκαίες διευκρινίσεις, ώστε να αρθεί η τυχόν παρανόηση. Λογουχάρη, πρόσφατα ένας συνάδελφος (ο κ. Σαλωνίτης σε κάποια παράγραφο άρθρου του στη «Γραμμή» της 18-10-2002) μου καταλόγισε αντίφαση, γιατί γράφω κριτική για ένα πρόγραμμα διδασκαλίας Ιστορίας στο Λύκειο, το οποίο πρόγραμμα έχω εισηγηθεί ο ίδιος, όπως νομίζει ο κ. Σαλωνίτης. Η διευκρίνιση εκ μέρους μου είναι απλή , απλούστατη:
– Έχω αποχωρήσει – λόγω συνταξιοδότησης- από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο την 30 Ιουνίου 1997.
– Τα Προγράμματα – βιβλία – Οδηγίες που επικρίνω σήμερα είναι έργα της πενταετίας που ακολούθησε .
– Συμπτωματικά –ως επίτιμος συνομιλητής (μετά τη συνταξιοδότησή μου) στη Συντονιστική Ομάδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου – τα είχα αποδοκιμάσει στη γένεσή τους.
– Επίσης, συμπτωματικά, είχα κάνει –με δική μου πρωτοβουλία- αυτή τη διευκρίνιση με προηγούμενο άρθρο μου που είχε προωθηθεί στη «Γραμμή» και στην ιστοσελίδα μου www. voros.gr . Ο κ. Σαλωνίτης δεν έτυχε να το δει. Εγώ τον κατανοώ. Και επαινώ τη δραστηριότητά του, την ευαισθησία του για τα εκπαιδευτικά πράγματα. Και τον ευχαριστώ που μου έδωσε την αφορμή και την ευκαιρία για τούτο το άρθρο.
Το όφειλα στην εκπαιδευτική κοινότητα. Και το υπογράφω με ευχές για όλους τους συναδέλφους που γνωρίζω ότι έχουν ανάλογες ευαισθησίες για την εκπαίδευση και ευλάβεια για την κριτική.
ΦτΣ 117