20130430
Κώστας Στούπας / www.capital.gr
Μεταξύ 821 και 830 μ.χ. ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόφιλος αναζήτησε σύζυγο προκειμένου να νυμφευτεί. Κατά το πρωτόκολλο της εποχής στην τελετή επιλογής, που του οργάνωσε η μητριά του Ευφροσύνη, συναθροίστηκαν όλες οι κόρες της αριστοκρατίας της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την τελετή ο αυτοκράτορας έπρεπε να παραδώσει ένα χρυσό μήλο σ’ αυτήν που θα τον εντυπωσίαζε με την ομορφιά της αλλά και την εξυπνάδα της.
Προς τούτο έκανε διάφορες ερωτήσεις στις υποψήφιες των οποίων η ομορφιά τον εντυπωσίαζε.
Μεταξύ των υποψηφίων ήταν και η Κασσία (Κασσιανή) κόρη επιφανούς οικογένειας της Αυλής. Στον πατέρα της είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιτάτου.
Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας ο Θεόφιλος, όταν την πλησίασε θέλησε να δοκιμάσει την εξυπνάδα της αλλά και την υποταγή της κατά τα ειωθότα της εποχής.
«Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» της είπε. Δηλαδή, πως από μια γυναίκα προέκυψαν τα κακά, αναφερόμενος στα δεινά που κληρονόμησε στην ανθρωπότητα η συμπαιγνία της Εύας με τον όφι.
Η νεαρά Κασία η οποία εκτός από έξυπνη ήταν και πνεύμα ανεξάρτητο ως είθισται με τους ανθρώπους που δεν υποτάσσονται στο συρμό, απάντησε με θράσος για την εποχή: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω» Δηλαδή πως από μια γυναίκα προήλθαν και τα καλύτερα, αναφερόμενοι στην ελπίδα της ενσάρκωσης του θεανθρώπου δια μέσω της Μαρίας.
Ταύτα υποστηρίζουν οι χρονικογράφοι της εποχής Συμεών ο μεταφραστής, Γεώργιος Ο Αμαρτωλός και Λέων ο Γραμματικός.
Ο αυτοκράτορας εξέλαβε την απάντηση ως αμφισβήτηση της αυθεντίας της εξουσίας και έδωσε το μήλο στην Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας.
Η Κασσία ή Κασσιανή εστράφη στο μοναχισμό, που αποτελούσε και μια από τις λίγες διεξόδους εκείνη την εποχή για τους πνευματικούς ανθρώπους καθώς κάθε άλλη πνευματική και φιλοσοφική δραστηριότητα εθεωρείτο ύποπτη.
Λέγεται δε πως το 843 ίδρυσε κοινόβιο σε κάποιο μοναστήρι κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει πως η Κασσιανή διατηρούσε στενή σχέση με τη Μονή του Στουδίου η οποία τον 9οκαι 10οαιώνα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση και διάσωση των βυζαντινών λειτουργικών έργων και κατά συνέπεια και στη διάσωσή τους.
Η ελληνική και χριστιανική παράδοση στάθηκε τυχερή από αυτή την απόφαση του αυτοκράτορα Θεόφιλου, γιατί η Κασσιανή αφιερώθηκε στα πνευματικά της ενδιαφέροντα και μας κληροδότησε μερικά από τα πιο εντυπωσιακά έργα της βυζαντινής υμνογραφίας και φιλοσοφίας.
Μεταξύ αυτών είναι και το τροπάριο της Κασσιανής που ψάλλεται την Μεγάλη Τρίτη, το οποίο αποτελεί ένα από τα δυναμικότερα νοήματος και αρμονικότερα μουσικής κείμενα της βυζαντινής παράδοσης.
Ο ύμνος αυτός ξεκινά με την χαρακτηριστική φράση που έχει μείνει γνωστή στην ελληνική παράδοση παλαιότερη και νεώτερη: «Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…». Η φράση αυτή ίσως αποτελεί και την αιτία που η μέρα που ψάλλεται το τροπάριο της Κασσιανής στη νεότερη εποχή αποτελούσε την μέρα που αγαπούσαν τα «κορίτσια» να μην εργάζονται να πηγαίνουν στην εκκλησία να παρακολουθήσουν τη λειτουργία. Την σκηνή αυτή την συναντά κανείς συχνά στην ελληνική λογοτεχνία και από εκεί την έχω «κλέψει».
Το τροπάριο όμως σφύζει μεταφορικών νοημάτων για την ανθρώπινη φύση και τα «σκοτεινά» αλλά και «φωτεινά» ένστικτα και κίνητρα που την καθοδηγούν. Τα κίνητρα που άλλος τα αποκρυστάλλωσε σαν αόρατη χείρα της οικονομίας, άλλος σαν συναισθηματική πανούκλα μέσω της οποίας οι μεν καταφέρνουν και κυριαρχούν στους δε, άλλος σαν υψηλά ιδανικά μέσω των οποίων χειραγωγούνται ταπεινά «κοπάδια».
Μια από τις καλύτερες αποδόσεις στη νεοελληνική που έχω συναντήσει είναι η παρακάτω του Μητροπόλιτη Αναστασίου
http://anastasiosk.blogspot.gr/2011/04/blog-post_19.html
Κύριε,
κείνη η γυναίκα
που σε τόσες αμαρτίες είχε πέσει
ένιωσε τη θεότητά σου και τρεχάτη
έρχεται κλαίγοντας τα μύρα να προσφέρει
πριν έρθει ακόμα η ώρα της ταφής Σου.
Οϊμέ φωνάζοντας τι νύχτα είν’ αυτή
που μέσα μου υπάρχει;
τι όρεξη τρελή για ακόλαστη ζωή;
σαν το σκοτάδι
που δεν το σπάει του φεγγαριού αχτίδα
έτσι είν’ ο έρωτάς μου ο σκοτεινός για αμαρτία.
Συ, που πελάγους υδάτα σε σύγνεφα αλλάζεις
δέξε από μένα τις πηγές τα δάκρυά μου
Κι αν έσκυψες στη γη αφήνοντας τα ουράνια
σκύψε και στων δικών μου στεναγμών το βάθος
Τα πόδια Σου με τα φιλιά μου θα σκεπάσω
θα τα στεγνώσω με τις μπούκλες των μαλλιών μου
κι ας φόβισαν της Εύας την καρδιά με της πατημασιάς τον ήχο
κείνο το σούρουπο μες της Εδέμ τον κήπο.
Της αμαρτίας μου το πλήθος και της Κρίσης Σου το βάθος
ποιος το μπορεί, να ξεδιαλύνει ψυχοσώστη,
Μην, πεταμένη σε μιαν άκρη, με αφήσεις
Συ, που το έλεός Σου τέρμα δε γνωρίζει.
Αναστάσιος Αλεξανδρεύς
Πηγή:www.capital.gr
Τροπάριον…
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
Λύγισε στ΄ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου•
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
τ΄ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ΄ αμέτρητο έλεος
(Μεταγραφή: Φώτης Κόντογλου)