20130620
γράφει ο Αθανάσιος Τσακνάκης
Όμηρος: από το επίθετο «ομός», που σημαίνει «ίδιος, όμοιος, κοινός» και το ρήμα «αραρίσκω», που σημαίνει «συνάπτω, συνταιριάζω, συνομολογώ», προέρχεται το επίθετο «όμηρος», δηλαδή «από κοινού αρμοσμένος», «από κοινού συζευγμένος», καθώς και το ομόγραφο ουσιαστικό «όμηρος», δηλαδή «εγγυητής συνομολόγησης», «διασφαλιστής συναρμογής». Το κύριο όνομα «Όμηρος» προέρχεται από το προαναφερθέν επίθετο. Ο επιφανέστερος των Ομήρων είναι αδιαμφισβήτητα ο μεγάλος Έλληνας επικός ποιητής, στο πρόσωπο και στο έργο τού οποίου η Ευρώπη, αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότητα, δύνανται να ατενίσουν τις βαθύτατες ρίζες τού πολυτιμότερου πολιτισμού τού πλανήτη μας.
Αχιλλεύς: αυτός ο ονοματικός τύπος, γραμμένος με διπλό «λ» γιά μετρικούς λόγους, προέρχεται από τον τύπο «Αχιλεύς», ο οποίος γεννήθηκε από το επίθετο «άχιλος» που, με την σειρά του, προέρχεται είτε από το επιτατικό μόριο «α-» και το ουσιαστικό «χιλός» (ξερό χόρτο, τροφή), οπότε σημαίνει «αυτός που διαθέτει αφθονία τροφής», είτε από το στερητικό μόριο «α-» και το ίδιο ουσιαστικό, οπότε σημαίνει «αυτός που στερείται ή δεν δέχεται την τροφή». Συσχετίζοντας την προέλευση τού κυρίου ονόματος με τον βίο τού φημισμένου ομηρικού ήρωα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πρώτη ετυμολόγηση αναφέρεται στην παιδική ηλικία του, τότε που φοιτούσε στην διάσημη σχολή τού διδασκάλου Χείρωνα, ενώ η δεύτερη στην προσωρινή, λόγω δικαιολογημένης οργής, αποχώρησή του από την μάχη, κατά την διάρκεια τού Τρωικού Πολέμου. Στην νέα ελληνική το κύριο όνομα απαντά και ως «Αχιλλέας».
Οδυσσεύς: από το ρήμα «οδύσσομαι», δηλαδή «οργίζομαι, θυμώνω, αγανακτώ», προέρχεται το κύριο όνομα τού πολύπαθου και ευφυέστατου ομηρικού ήρωα, σημαίνοντας «εκείνον που υπέστη την οργή, τον θυμό, την αγανάκτηση κάποιου», και στην περίπτωση τού πολυμήχανου Οδυσσέα, «εκείνον που υπέστη την οργή των Θεών». Στην νέα ελληνική το κύριο όνομα απαντά και ως «Οδυσσέας».