Χρ. Ζιτσαία, Λυρικοί Δρόμοι
Βαθιά κοιμάται η μνήμη σου μέσ’ τ’ άγιο μας το χώμα.
Μα εγώ, καλή, σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι ακόμα.
Με τη φωνή της βροντερή –κι ασκέρι να συνάξει-
Όλα να γίνουν με σειρά κι όλα να μπουν σε τάξη.
Σα βράχο σε στοχάζομαι στο μαύρο αγριοκαίρι
Και πότε πάλι καλαμιά να τη λυγάει τ’ αγέρι.
Να τη λυγάει, να τη χτυπάει, να μην την ξεριζώνει.
Πλήθια φυτρώνουν γύρω σου τα βάσανα κι οι πόνοι.
Της ξενιτιάς της ορφανιάς, της φτώχειας η ζωή σου.
Προσφάγι τ’ ανακάτωνες τα δάκρυα στη ζωή σου.
Με το τσαπί, με το γινί κι άξια και τιμημένα
γυναίκα κι άντρας ήσουνα –χρόνια τυραννισμένα-
Να τ’ αναστήσεις τα ορφανά, μόνο γι’ αυτό να ζήσεις.
Δεν χόρεψες, δεν χάρηκες, δε φόρεσες αρμάτια.
«Νάν’ τα γεράματα καλά κι ας είν’ πικρά τα νιάτα».
Σοφά κι απλά τα λόγιαζες, γλυκά τα καρτερούσες,
κι έγιναν όλα Νόνα μου, καθώς τα πεθυμούσες.
Έγινε ο πόνος άνοιξη κι ο μόχθος ευλογία.
-Πλάγιασες καθώς έστρωσες – που λέει κι η παροιμία.
Παιδιά, νυφάδες, γύρω βιος, δισέγγονα κι αγγόνια.
Έσμιγαν τ’ άνθη της καρδιάς με των μαλλιών τα χιόνια
κι ευτυχισμένη εδιάβηκες την πόρτα του θανάτου.
Δρυ μου ψηλή, που τράνεψα στον ίσκιο σου από κάτου
κι έμαθα τι θα πει καημός κι άνθρωπος π’ αγαπάει
και τι θα πει μια άξια ψυχή που όλα τα πολεμάει.
***
Αντλούμε το ωραίο αυτό στοιχούργημα από τα «Κωσταλεξιώτικα Νέα» , Φύλλο Νο 157, Απρίλιος – Ιούνιος 2009, σελ.: 5