Όπως και σε άλλη ενότητα έχουμε καταγράψει και τονίσει, ο Σκαμνός (Προκοβενίκος) ήταν από τα μικρότερα χωριά σε πληθυσμό στην περιοχή μας. Το ίδιο μικρά, σχεδόν ισοδύναμα με το Σκαμνό, ήταν το Σκλήθρο, το Κουμαρίτσι, τα Δυο Βουνά, το Δέλφινο και η Νευρόπολη.
Κατά το Γάλλο περιηγητή και πρόξενο στην Αυλή του Αλή – Πασά, Φραγκίσκο Πουκεβίλ, που πέρασε στις αρχές του 19ου αιώνα από την περιοχή μας, συγκεκριμένα στα 1810, το χωριό απετελείτο από 20 οικογένειες. Με βάση αυτή την πληροφορία ο Ιωάννης Βορτσέλας, υπολόγισε τους κατοίκους του στα εκατό άτομα. Την κάθε οικογένεια την υπολόγισε κατά μέσο όρο στα πέντε άτομα. Στα 11810, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, πάντα κατά τον Πουκεβίλ, το Γαρδίκι απετελείτο από 30 οικογένειες, η Παύλιανη από 80 και το Ελευθεροχώρι από 200. Για ποιο λόγο το Ελευθεροχώρι ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής, το έχουμε εξηγήσει σε άλλη ενότητα, όπως επίσης εξηγήσαμε για ποιο λόγο έφτασε σιγά – σιγά να συρρικνωθεί στις σημερινές του διαστάσεις.
Στις επόμενες απογραφές που έγιναν στα πλαίσια πλέον του ελευθέρου Κράτους της Ελλάδος, η δημογραφική εξέλιξη του χωριού, ήταν η ακόλουθη :
Έτη Άτομα
1861 75
1879 91
1889 147
1896 146
1907 265
1920 243
1928 300
1940 414
1951 364
1961 419
1971 245
1981 233
Τα απογραφικά στοιχεία είναι ειλημμένα από το βιβλίο «Ο Νομός Φθιώτιδος» Αθήνα 1983, του Παναγιώτου Ι. Τσιώνη.
Μελετώντας και συγκρίνοντας τα δημογραφικά στοιχεία, μπορεί κανείς να κάνει τις εξής παρατηρήσεις:
α. Πριν από την Επανάσταση του 1821, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πουκεβίλ και τον υπολογισμό του Βορτσέλα, τα άτομα, όπως είπαμε, ανέρχονταν σε εκατό. Πράγματι αν ληφθεί υπόψη, πως τα γένη (σόϊα) ήταν περίπου δέκα και ότι σε κάθε γένος, κατά προσέγγιση, θα αντιστοιχούσαν , το λιγότερο δύο οικογένειες, τότε ο αριθμός των είκοσι οικογενειών, κρίνεται οπωσδήποτε φυσιολογικός και λογικά αποδεκτός. Ποια ήταν τα γένη; Τζιβαραίοι, Ζαλαωραίοι, Ντααίοι, Σκαραίοι, Αστρακαίοι, (πρόγονοι του Γερο – Σπυρδόπουλου), Αποστολοπουλαίοι, Βασιλοπουλαίοι, και Μιχαλοπουλαίοι (πρόγονοι του Γερο- Μιχάλη που άλλαξαν το όνομά τους από Μιχαλόπουλος σε Αστρακάς μετέπειτα). Οι Λεπιδαίοι και οι Αργυραίοι ήταν επήλυδες (ήρθαν από άλλο μέρος: Οι πρώτοι από το Γαρδίκι και οι δεύτεροι από τη Μαριολάτα).
Για τους Παπαγεωργίου δεν υπάρχουν στοιχεία. Μάλλον και αυτοί ανήκουν στην τελευταία κατηγορία. Πρέπει να ήρθαν από το Μπράλο. Πρέπει, αν δεν κάνω λάθος στους συλλογισμούς μου να ήταν συγγενείς του Ιερέα Παπαγεωργίου Γεωργίου του Νικολάου, που ήταν μπραλιώτης και χρημάτισε εφημέριος Σκαμνού την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Ο Παπα-Γιώργης διέθετε έντονη προσωπικότητα και είχε πολλές και μεγάλες προσβάσεις στα πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Ιδιαιτέρως συνδεόταν με τον Αθανάσιο Ευταξία, ο οποίος ως Υπουργός Παιδείας, ύστερα από παράκληση του Παπα-Γιώργη, ενήργησε και εγκρίθηκε η ίδρυση του Δημοτικού Σχολείου Σκαμνού στα 1899. Η επίσημη ονομασία του ήταν: Γραμματοσχολείο Προκοβενίκου.
Για τους Πολυζωαίους δεν γίνεται λόγος. Στο χωριό εμφανίζονται μετά το 1920. Ο μακαρίτης ο Πολυζώης, ο Μπαρπα- Μήτσος, καταγόταν από την Κάνιανη. Στο χωριό ήρθε σώγαμπρος.
β. Προξενεί εντύπωση το γεγονός, ότι ο πληθυσμός στα 1861, δηλαδή ύστερα από 51 χρόνια μετά την άτυπη απογραφή του 1810, ελαττώνεται κατά 25% και κατέρχεται στα 75 άτομα. Το φυσικότερο θα ήταν να είχε αυξηθεί και διότι είχε παρέλθει μισός αιώνας από το 1810, αλλά και διότι η περιοχή ήταν απελευθερωμένη από τους Τούρκους, οπότε οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ευνοούσαν μάλλον την αύξηση και όχι την ελάττωση. Όμως παραδόξως συμβαίνει το αντίθετο. Γιατί άραγε;
Στο σημείο αυτό, λέω να σταθώ λίγο περισσότερο και να προσπαθήσω να δώσω μιας εξήγηση.
Πρώτα – πρώτα να θυμηθούμε την προφορική παράδοση που μας κάνει λόγο για μια λοιμική αρρώστια, που, χωρίς υπερβολή, σάρωσε το χωριό και την περιοχή γενικότερα. Έστειλε πολλούς ανθρώπους στον τάφο και σύμφωνα με τον Καθηγητή Απόστολο Βακαλόπουλο, επρόκειτο για επιδημία χολέρας. Η επιδημία αυτή σίγουρα έπληξε το χωριό μας και σίγουρα συντέλεσε στη μείωση του πληθυσμού του. Όσοι γλίτωσαν πήραν των ομματιών τους και μετοίκησαν στον Αη-Στάθη. Εκεί πίστευαν πως θα απαλλαγούν από τη συμφορά τους. Δεύτερο στοιχείο που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του είναι οι φθορές και οι απώλειες από την εννιάχρονη περίπου διάρκεια της Επανάστασης. Το χωριό βρισκόταν επάνω στην κύρια οδό Λαμία – Χαλκομάτα – Γραβιά – Άμφισσα και είναι πολύ λογικό να υποθέσει κανείς, ότι θα υφίστατο σε μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες του πολέμου απ’ ότι τα υπόλοιπα χωριά, που ήταν απόμερα. Ποιος γνωρίζει και από που να το μάθει άλλωστε, ποιες απώλειες είχαν τα χρόνια εκείνα;
Μία τελευταία υπόθεση που μπορεί να γίνει συναφώς, είναι η εξής: Η απελευθέρωση της περιοχής, που την περίμεναν σαν θείο δώρο, ασφαλώς και βεβαίως θα έδωσε τη δυνατότητα για μετοικεσία προς ανεύρεση καλλίτερης τύχης. Θα έδωσε τη δυνατότητα να μετοικήσουν σε άλλα χωριά, καλλίτερα και ευφορότερα ή ακόμη και σε αστικά κέντρα. Ανάλογες μετακινήσεις πληθυσμών, αναφέρονται πάρα πολλές στην ιστορία. Τούτο, αν συνέβη και στο χωριό μας, που θα συνέβη οπωσδήποτε, θα ήταν ίσως και η κυριότερη αιτία μείωσης του πληθυσμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα που ενισχύουν την άποψη αυτή έχουμε τους Πλαστηραίους και τους Νικολάου, που αποδεδειγμένα μετοίκησαν στο Παλαιοχώρι. Πότε ακριβώς έγινε αυτή η μετοικεσία, δεν το γνωρίζουμε. Οπωσδήποτε, όμως, μετά την Επανάσταση και για τους λόγους που αναφέραμε.
Απ’ το 1861 έως το 1879σε μία εικοσαετία περίπου, όπου δεν έχουμε πόλεμο, ούτε επιδημίες θανατηφόρων ασθενειών αναφέρονται στην ιστορία, η αύξηση του πληθυσμού είναι μόλις 16 άτομα. Αριθμός πολύ χαμηλός. Κι ‘ εδώ εγείρονται πολλές και σοβαρές απορίες. Τι άραγε να συνετέλεσε στη δημογραφική στασιμότητα; Το πιθανότερο είναι να υποθέσει κανείς οικονομικά αίτια και πιο συγκεκριμένα επισιτιστική ανεπάρκεια. Το χωριό είναι από τα φτωχότερα της περιοχής. Η παραγωγή πολύ χαμηλή και χωρίς μεγάλη ποικιλία. Ο γεωργικός κλήρος ελάχιστος με ημιάγονη γη στις περισσότερες περιπτώσεις. Κυρίως ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, τα έσοδα της οποίας ήταν μηδαμινά, επειδή οι χωριανοί έπεφταν θύματα αισχροκερδών εμπόρων και ανάλγητων μεταπρατών. Με πενιχρά και γλίσχρα εισοδήματα, που μεταφράζονται σε πείνα και ανέχεια, πως να αυξηθεί ένας λαός; Τους θέριζε η αυξημένη θνησιμότητα και πρόωρη γήρανση. Στα πενήντα τους χρόνια, κυριολεκτικά οι άνθρωποι ήταν καταβεβλημένοι και σωματικά ερείπια από την ανέχεια και την πλημμελή σίτιση. Κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι πολύ φυσικό το φαινόμενο του δημογραφικού μαρασμού και της βιολογικής κατάπτωσης. Για την περίοδο και την αύξηση του πληθυσμού πρώτη και κύρια προϋπόθεση είναι η οικονομική βελτίωση και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου.
Βεβαίως, μπορεί να αντιπαρατηρηθεί, πως στις υπανάπτυκτες χώρες, όπου επικρατούν συνθήκες όμοιες μ’ αυτές που βρέθηκαν οι πρόγονοί μας τον περασμένο αιώνα, τα δεδομένα είναι ολωσδιόλου αντίθετα. Εδώ έχουμε πληθυσμιακή έκρηξη που ανατρέπει άρδην όλη την επιχειρηματολογία. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως πιστεύω πως δεν έχει καθολική ισχύ. Για τους Έλληνες αυτής της περιόδου, έχω τη γνώμη, πως οι λόγοι που ανέφερα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πληθυσμιακή εξέλιξή τους. Δυστυχώς τα χρόνια εκείνα και όχι μόνο, οι πρόγονοί μας δεν είχαν την τύχη να απολαύσουν τα αγαθά, που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα. Τότε, όταν στο τραπέζι τους είχαν σιταρένιο ψωμί, πανηγύριζαν. Το τρώγανε σα φρούτο. Τόσο πολύ τους έλειπε και τόσο πολύ είχε μαυρίσει το μάτι τους από την μπομπότα, που πολλές φορές δεν την είχαν ούτε και αυτή.
Απ’ το 1889 και ύστερα οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού οπωσδήποτε θα πρέπει να βελτιώθηκαν. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε κατά πολύ στην αύξηση των κατοίκων του χωριού, οι οποίοι σχεδόν διπλασιάσθηκαν και από κει και πέρα ακολουθείται πορεία ανόδου, ώσπου φτάνουμε στο 1940, όπου ο τετραπλασιασμός, εν σχέσει με το 1810 είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Στο Σκαμνό την περίοδο αυτή ζουν και κυκλοφορούν 414 ψυχές, που δεν αφήνουν ούτε μία σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία θυμόμαστε, πως όπου κι αν έστρεφε κανείς το μάτι του θα έβλεπε τους Σκαμνιώτες και τις Σκαμνιώτισσες τα χρόνια εκείνα να εργάζονται πυρετωδώς κι από νύχτα σε νύχτα για να οικονομήσουν τα προς το ζην. Δύσκολα και δίσεκτα χρόνια κι’ αυτά. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος με τα δεινά και τις συμφορές που σκόρπισε ανάγκασε τους Έλληνες να σκύψουν επάνω στη γη, περισσότερο από ποτέ άλλοτε για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο. Δεν είχαν άλλη λύση και άλλη διέξοδο. Για την περίοδο αυτή χρειάζεται να γραφούν περισσότερα και πιο εμπεριστατωμένα. Ελπίζουμε στο μέλλον, πρώτα ο Θεός και να είμαστε καλά, να ασχοληθούμε διεξοδικότερα μ’ αυτά τα ταραγμένα χρόνια. Έχουμε πολλά να πούμε και να γράψουμε. Ως χωριό ζήσαμε δραματικά γεγονότα, που πρέπει να καταγραφούν, διότι, αλλιώς, υπάρχει ο κίνδυνος να τα αφανίσει η λήθη και θα είναι κρίμα, αν συμβεί αυτό.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη λήξη της εμφύλιας σύρραξης, οι Σκαμνιώτες άρχισαν σιγά – σιγά να εγκαταλείπουν τη γενέτειρα γη και να εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα. Πρόκειται για το φαινόμενο της αστυφιλίας, που έπληξε όλη τη χώρα μας απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι νέοι πλέον στρέφονται προς τις τέχνες και τα διάφορα επαγγέλματα κι έτσι εγκαταλείπουν σε μεγάλο ποσοστό τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Εξ αιτίας λοιπόν αυτού του λόγου, άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά, άλλοι στη Λαμία, οι περισσότεροι, κι άλλοι σ’ άλλες πόλεις και περιοχές της χώρας προς ανεύρεση καλύτερης τύχης. Η αιμορραγία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πληθυσμιακή συρρίκνωση του χωριού μας σε πάρα πολύ χαμηλά επίπεδα. Οι αριθμοί των τελευταίων απογραφών είναι σαφώς πλασματικοί και δεν αποδίδουν την πραγματικότητα. Το χωριό μας, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, μία των ημερών θα είναι αποκλειστικά θέρετρο για συνταξιούχους και γενικά για ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Μακάρι να διαψευσθώ. (Σημείωση έκδοσης: Το κείμενο αυτό γράφτηκε το έτος 1993 και απηχούσε την εικόνα της εποχής).
Γεώργιος Λ. Αστρακάς