Εμείς, στην περιοχή μας, συνήθως το λέμε αλέτρι και σπάνια ξυλάλετρο. Το χρησιμοποιούσαν οι γονείς μας πριν από τον πόλεμο, αλλά και λίγα χρόνια μετά, απ’ αυτόν, για να καλλιεργούν τα κτήματά τους. Σήμερα,. που τα βόδια, τα μουλάρια και τα άλογα τα ακτικατέστησαν τα τρακτέρ και τα παντός είδους γεωργικά μηχανήματα, το αλέτρι θα το βρει κανείς μόνο στα λαογραφικά μουσεία.
Στους χώρους αυτούς εκτιθέμενο, προκαλεί εντύπωση και τραβάει την προσοχή των επισκεπτών, ιδίως των νεοτέρων, που δεν έτυχε να το δουν την ώρα, που το χρησιμοποιεί ο γεωργός κατά την άροση του κτήματός του ή παραπεταμένο στην άκρη κάποιας αυλής, απομεινάρι μιας εποχής, που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Η παράδοση αναφέρει πως το ανακάλυψε ο Τριπτόλεμος, ένας ελευσίνιος ήρωας στα χρόνια της μυθολογίας. Ο Τριπτόλεμος βοήθησε της θεά της γεωργίας Δήμητρα να βρει την κόρη της την Περσεφόνη και η θεά σε αντάλλαγμα τον δίδαξε να καλλιεργεί το σιτάρι. Απ’ αυτή λοιπόν την ανάγκη κινήθηκε ο Τριπτόλεμος για να επινοήσει για φτιάξει το άροτρο ή το αλέτρι. Στην ιστορία όμως είναι γνωστό ως Ησιόδειο Άροτρο και τούτο οφείλεται, ότι πρώτος ο Ησίοδος το περιέγραψε με λεπτομέρεια και πρώτος αυτός μας πληροφόρησε από πόσα κομμάτια αποτελείται.
Το άροτρο του Ησιόδου, με ελάχιστες και μικρές παραλλαγές, σχεδόν διατηρήθηκε το ίδιο, ως τις μέρες μας. Είναι ξύλινο γεωργικό εργαλείο και αποτελείται από πολλά κομμάτια. Με βάση την ονοματολογία που χρησιμοποιούσαν στην περιοχή μας, θα προσπαθήσω να το περιγράψω. Δεν είναι καθόλου εύκολο εγχείρημα. Τα πολλά μέρη και τα εξαρτήματα που το συνθέτουν, κατά κάποιο τρόπο, το καθιστούν δύσκολο στην παρουσίασή του με μόνο όργανο το γραπτό λόγο.
Το σπουδαιότερο κομμάτι που αποτελεί και τη βάση του αρότρου, είναι το κουντούρι ή αλετροπόδα, δηλαδή το ποδάρι του αλετριού. Οι αρχαίοι, από τα ομηρικά ακόμη χρόνια, το ονόμαζαν: Έλυμα. Στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης και συγκεκριμένα στο βιβλίο των κριτών, το κουντούρι το ονόμαζαν: Αροτράποδα, δηλαδή αλετροπόδι. Στο κουντούρι επάνω στηρίζεται και οικοδομείται όλο το υπόλοιπο αλέτρι, γι’ αυτό και οι αλετράδες, προκειμένου να κάμουν γερό και στέρεο αλέτρι, φρόντιζαν το κουντούρι να είναι από σκληρό και ανθεκτικό ξύλο, με προτίμηση το πουρνάρι ή το δέντρο (δρυς). Στην οπίσθια θέση του κουντουριού και σε σχήμα σχεδόν ορθής γωνίας, εκτεινόταν η αλετροουρά. Εμείς λίγο παραφθαρμένα τη λέγαμε και τη λέμε αλετρονουρά. Σ’ άλλες περιοχές την ονομάζουν λαβή ή χειρολαβή. Οι αρχαίοι την αποκαλούσαν: Εχέτλη. Το εξάρτημα αυτό του αλετριού, άλλοτε είναι μονοκόμματο και άλλοτε τις περισσότερες φορές, ματιστό. Όταν είναι μονοκόμματο είναι πιο γερό και πιο ανθεκτικό στις πιέσεις που υφίσταται από το χέρι του ζευγολάτι, στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζει δυσκολίες κατά την άροση – ρίζες, πέτρες κλπ. Αξίζει στο σημείο αυτό να πούμε, πως τα χέρια των γεωργών, κατά την περίοδο της σποράς και των οργωμάτων, ρόζιασαν σε τέτοιο σημείο από την αλετροουρά, ώστε, όπως έλεγαν, να γίνονται σαν τα ποδάρια της χελώνας. Σκληρή και επίπονη εργασία ή άροση και απαιτεί γερά μπράτσα και πολλή δεξιοτεχνία για να μπαίνει το αλέτρι μέσα στη γη ομοιόμορφα και στο κατάλληλο βάθος. Μας έφαγε η αλετρονουρά, έλεγαν και αναστέναζαν από καρδιάς, διότι πραγματικά ή άροση με το ξυλάλετρο, είναι βαριά και εξουθενωτική εργασία. Μετά το κουντούρι, δεύτερο σε σημασία και σπουδαιότητα εξάρτημα, έρχεται το Σταβάρι, ο ιστοβοεύς ή ρυμός των αρχαίων. Το Σταβάρι είναι πιο μεγάλο σε μήκος από το Κουντούρι και ξεκινάει από την γωνία της αλετροουράς και φτάνει ως το ζυγό. Με αυτό το εξάρτημα σύρεται η βάση του αλετριού, που μπαίνει μέσα στη γη και γίνεται το άνοιγμα της αυλακιάς. Μπορεί και αυτό να είναι μονοκόμματο ή ματιστό. Το πρώτο, όπως είναι ευνόητο, προτιμάται. Κατασκευάζεται από αλαφρό, αλλά ανθεκτικό ξύλο, για να μην αυξάνεται πολύ το βάρος του αλετριού και κουράζονται επί πλέον τα ζώα (τα βόδια στην προκειμένη περίπτωση). Ο πλάτανος είναι το δέντρο, που συνήθως προτιμούσαν οι αλετράδες για να φτιάχνουν τα σταβάρια.
Το Υνί ή η ύννις των αρχαίων, είναι το σιδερένιο εξάρτημα που προσαρμόζεται στην άκρη του κουντουριού, την αντίθετη της αλετροουράς, και χώνεται μέσα στη γη για τη διάνοιξη ή σωστότερα το σπάσιμο του εδάφους. Ο Κώστας ο Καταγιώργος και ο Ηλίας ο Σούλιας στο Μπράλο ήταν θαυμάσιοι και μοναδικοί στην κατασκευή ή επισκευή των υνιών. Τους ατσαλώνανε τη μύτη και προς τα φτερά με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτά άντεχαν για δύο και τρία χρόνια, ώσπου να φθαρούν από τη συνεχή τριβή τους με το έδαφος.
Το Παράβολο είναι ένα άλλο επίσης σπουδαίο και αξιόλογο εξάρτημα του αλετριού. Αυτό κατασκευάζεται σε σχήμα V από ξύλο. Μπαίνει πριν από το υνί και σφίγγεται ε4πάνω στο Κουντούρι. Τα δύο αυτά εξαρτήματα προσαρμοζόμενα, αποτελούν στην πραγματικότητα ένα μέσο ή εξάρτημα. Χρησιμεύει κυρίως στο να ανακατεύει το χώμα προς την πλευρά του οργωμένου τμήματος του χωραφιού. Χωρίς το παράβολο δεν θα ήταν δυνατόν να σκεπασθεί ο σπόρος από το χώμα για να φυτρώσει.
Τελευταίο εξάρτημα είναι η σπάθη. Πρόκειται για σιδερένιο έλασμα που τοποθετείται εντός οπής στο μέσον περίπου του Κουντουριού. Είναι κυρτό και χρησιμεύει αφ’ ενός μεν για να στηρίζεται το Σταβάρι και αφ’ ετέρου για να ρυθμίζεται το ύψος και η απόστασή του από το Κουντούρι, μέσω της οποίας και κανονίζεται το βάθος της άροσης.
Μικρότερα εξαρτήματα είναι οι σφήνες, ο πύρος και το κλειδί. Κι’ αυτά κατασκευάζονται από ξύλο Χρησιμεύουν για το σφίξιμο του Σταβαριού στην οπή υποδοχής επάνω στο κουντούρι. Το κλειδί για τη σύνδεση του σταβαριού και γενικά όλου του αρότρου με το ζυγό μέσω του γονυού.
Χρειάζεται, όμως, να προχωρήσουμε και στο ζυγό, διότι και αυτός είναι αναπόσπαστο μέρος του όλου συστήματος. Αποτελείται από μία επιμήκη και στρογγυλή δοκό, τριών μέτρων περίπου, η οποία στα δύο της άκρα είναι ελαφρώς πεπλατυσμένη, έτσι ώστε στο μέρος αυτό να προσαρμόζεται και να στηρίζεται η ωμοπλάτη του ζώου, όταν έλκει το άροτρο. Η προσαρμογή αυτή, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι απαραίτητη, διότι στο σημείο αυτό σπρώχνει το ζώο και επιτυγχάνεται έτσι η έλξη του αρότρου και συνακόλουθα ή άροση του χωραφιού. Μάλιστα, για να μην αποπροσαρμόζεται ο ζυγός και για να μένει σταθερά στην ωμοπλάτη των βοδιών χρησιμοποιούνται οι ζεύγλες(στην καθαρεύουσα: ζεύγλη, από το αρχαίο ζεύγνυμι). Είναι ξύλινες και για κάθε ζευγάρι χρειάζονται δύο: μία για κάθε βόδι. Η ζεύγλα ως ένα είδος λαβίδος ή αν θέλετε καλύτερα, ως ένα είδος δόκανου, περνιέται στο λαιμό του ζώου και κατόπιν μέσω δύο οπών, που είναι ανοιγμένες στην άκρη του ζυγού, προσαρμόζεται στέρεα σ’ αυτόν κι έτσι το καματερό δεν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει. Το στερέωμα της ζεύγλας επάνω στο ζυγό, επιτυγχάνεται με ένα ξύλινο πύρο που ονομάζεται πιζεύγλι (εποιζεύγλιον).
Για τη σύνδεση του αλετριού με το ζυγό χρησιμοποιείται ένα εξάρτημα που ονομάζεται γόνυ. Είναι ξύλινο, σχήματος κυκλικού ελλειψοειδούς και ως επί το πλείστον κατασκευάζεται από βλαστάρι κέδρου, για να είναι αρκετά ανθεκτικό. Ελλείψει κέδρου, χρησιμοποιούνται και άλλα ξύλα. Το γόνυ συνδέεται με το ζυγό μέσω ενός δερμάτινου ιμάντα, το λουρί. Ο ιμάντας αυτός έχει μήκος ένα έως ενάμισι μέτρο. Είναι αρκετά ισχυρός για να αντέχει όχι μόνο στις συνθήκες της κανονικής και απρόσκοπτης άροσης, αλλά και στις περιπτώσεις που το αλέτρι θα συναντήσει εμπόδια εντός του εδάφους (πέτρες, ρίζες), οπότε τα ζώα καταβάλλουν μεγαλύτερη δύναμη. Συμπληρωματικά εξαρτήματα είναι τα σκοινιά και η βουκέντρα. Στην περιοχή μας παραφθαρμένα τη λέμε: φκέντρα. Με τα σκοινιά που είναι δεμένα στα κέρατα των βοδιών, τα κατευθύνουμε έτσι ώστε να ακολουθούν την αυλακιά και να μην παρεκκλίνουν. Με τη βουκέντρα τα κεντρίζουμε για να συνεχίσουν την προσπάθειά τους ή για να καταβάλλουν μεγαλύτερη δύναμη αν χρειαστεί. Ακόμα με ένα έλασμα που είναι προσαρμοσμένο στο ένα άκρο της βουκέντρας και ονομάζεται αξάλη, καθαρίζουμε το άροτρο στην περίπτωση που έχουν κολλήσει επάνω του χώματα, χόρτα κλπ.
Η ζεύξη με σκοπό την έλξη βαρέων αντικειμένων ή την άροση του εδάφους, είναι μία πάρα πολύ βαριά και κοπιαστική εργασία. Βαρύτερη δεν γίνεται. Τα ζώα υποφέρουν και αγκομαχούν κι ο ζευγολάτης ύστερ’ απ’ τον κάματο της ημέρας, πέφτει να κοιμηθεί ξερός και σαν πεθαμένος. Ευτυχώς που με την μηχανοκαλλιέργεια, που διαδόθηκε ευρύτατα τα τελευταία χρόνια και εφαρμόσθηκε σ’ όλες σχεδόν τις περιοχές της Πατρίδος μας, τόσο τα ζώα, όσο κι εμείς οι άνθρωποι απαλλαχτήκαμε από μία τόσο επίπονη και εξουθενωτική εργασία.
Οι αρχαίο χρησιμοποιούσαν το ρήμα ζυγομαχώ στις περιπτώσεις, που ήθελαν να υποδηλώσουν αντιμετώπιση δυσχερών καταστάσεων και προβλημάτων με αβέβαιη κατάληξη. Σχεδόν με την ίδια έννοια χρησιμοποιούμε κι εμείς στην περιοχή μας το ρήμα ζυγοπαλεύω, που είναι ταυτόσημο με το ζυγομαχώ. Λέμε «ζυγοπαλεύω» και εννοούμε ότι μπήκαμε για καλά στο χορό των δύσκολων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ή στην εκτέλεση βαριάς και πάρα πολύ κουραστικής εργασίας. Ακόμα, όταν πρόκειται να αναλάβουμε οικογενειακές ευθύνες, λέμε: Μπαίνω στο ζυγό ή μπήκα στο ζυγό κι αυτό λίγο – πολύ σημαίνει, πως πάει μας έφυγε ανεπιστρεπτί η αμέριμνη ζωή της νιότης. ‘Άλλωστε και οι παντρεμένοι επίσημα, όπως όλοι γνωρίζουμε, λέγονται: σύζυγοι, που σημαίνει, ότι και οι δύο συνεζεύχθησαν, ήτοι μπήκαν στο ζυγό της οικογενειακής ευθύνης για να συζήσουν και να αντιμετωπίσουν την παλιοζωή. Το ξέρω, μερικοί το «συνεζεύχθησαν» , για να το καταστήσουν πιο κομψό ή πιο απαλό, το ερμηνεύουν με την έννοια ότι ενώθηκαν για να αποτελέσουν συζυγία, δηλαδή να γίνουν ταίρι ή ζευγάρι. Έχω την εντύπωση πως όποια ερμηνεία κι αν του δώσει κανείς, στο τέλος στην ίδια κατάληξη φθάνει, δηλαδή οι παντρεμένοι, κακά τα ψέματα, και ως ζευγάρι μπαίνουν στο ζυγό και στις σκοτούρες.! Αυτή λίγο ως πολύ, είναι η άποψη που έχουμε εμείς στη γούρνα για το γάμο, ιδίως μάλιστα, όταν συνοδεύεται από δυσκολίες, αντιξοότητες και απρόσμενες καταστάσεις.
Γεώργιος Π. Τσίτσας