Αφήγηση του Ι. Μεταξά εν έτει 1897
Σε άλλη θεματική ενότητα αναφερθήκαμε συνοπτικά στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Εκεί εκθέσαμε τους λόγους που τον προκάλεσαν, καθώς και την έκβαση, που είχε και που ήταν σαφώς έκβαση ήττας για μας.
Εδώ, θα αναφερθούμε στον ίδιο πόλεμο. Θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του Μεταξά, που αναφέρεται στις ενέργειες, που είχε κάνει η τότε ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να οργανώσει γραμμή άμυνας στην περιοχή των Θερμοπυλών και γενικά του Καλλιδρόμου. Για το σκοπό αυτό ανάθεσε στον Ιωάννη Μεταξά, Ανθυπολοχαγό του Μηχανικού, τότε, και άριστο επιτελικό αξιωματικό, να μελετήσει τη μορφολογία του εδάφους και ανάλογα να εισηγηθεί για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Έτσι λοιπόν ο Μεταξάς περιήλθε την περιοχή, προς πάσα κατεύθυνση, για να σχηματίσει σφαιρική εικόνα της μορφολογίας του εδάφους. Μία διαδρομή πραγματοποίησε από Δυο – Βουνά, Κουμαρίτσι, Γαρδίκι, Πουρναράκι, Μπράλο και κατέληξε στην Αμφίκλεια.
Από τα στοιχεία που παρατίθενται στο απόσπασμα φαίνεται ξεκάθαρα το κλίμα, που είχε διαμορφωθεί τις ημέρες εκείνες και που δεν ήταν τίποτ’ άλλο από κλίμα φόβου, ανησυχίας και αβεβαιότητας. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα από τις συζητήσεις, που έκανε στο Γαρδίκι, μέσα στο Χάνι της Κυρά-Ζάραινας. Επίσης και τα στιγμιότυπα, που αναφέρει στο Πουρναράκι και αυτά είναι δηλωτικά του ίδιου κλίματος. Μάλιστα αναφέρεαι χαρακτηριστικά στην έντονη στοιχομμυθία μεταξύ ενός Μακεδόνα και ενός ντόπιου. Ο ντόπιος θα ήταν ή Σκαμνιώτης ή Μπραλιώτης. Εύλογα μπορεί να διερωτηθεί κανείς, πως βρέθηκε ο Μακεδόνας την εποχή εκείνη στο Πουρναράκι; Όπως έλεγαν οι γεροντότεροι τις ημέρες εκείνες έβλεπε κανείς αρκετούς Θεσσαλούς και Μακεδόνες, απ’ την περιοχή της Ελασσόνας κυρίως, με τα ζωντανά τους και τις φαμίλιες τους να μετακινούνται προς νότον για να αποφύγουν τη θηριωδία των τούρκων. Ένας απ’ αυτούς ήταν και αυτός που στάθμευσε στην περιοχή μας και που, ο δύστυχος, κοντά στ’ άλλα επλήγη από τους ζωοκλέφτες.
Έχω τη γνώμη πως το απόσπασμα αυτό, πέραν των άλλων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τοπικού χαρακτήρα, γι’ αυτό και το επέλεξα να καταχωρισθεί στις στήλες της Φωνής των Σκαμνιωτών (φύλλο Νο 26 Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1995).
Το Ημερολόγιον του Ιωάννου Μεταξά
Δαδί, 19 Αυγούστου 1897
Πρωί εκινήσαμεν με τον Βλάσσην και με οδηγόν. Ήτο ωραία πρωία και η πρωινή ώρα εχρωμάτιζε με χρυσά και ρόδινα χρώματα τας πρασίνους κλιτύας της Οίτης. Την 06:45 ώρα εισήλθομεν εις την στενωπόν του Δέματος. Η ατραπός ήτο στενή και δύσβατος, διερχομένη μεταξύ δύο αποτόμων ορέων. Έπειτα δε ανέρχεται τας ανατολικάς κλιτύας. Ήτο τόσο δυσχερής, ώστε εις πολλά μέρη επεζεύσαμεν. Διέρχεται δε δια τόπο καταφύτου από άγρια δένδρα και ακανθώδη. Την 07:45 διήλθομεν εις Βρύσην. Εκείθεν η ατραπός κατέστη έτι μάλλον δύσβατος και πετρώδης, κατερχομένη εις το ρεύμα Καρβουναριά όπου εφθάσαμεν την 08:465 και ανεπαύθημεν επί μακρόν υπό τα σκιερά δένδρα τα οποία φύονται εις τας αποτόμους όχθας του. Η άνοδος, μετά την διάβασιν του ρεύματος, ήτο δυσχερεστάτη, δια της αθλίας αυτής ατραπού. Και όμως ο οδηγός μας έλεγεν ότι ήτο η καλλιτέρα και ότι άλλη, πλην ατραπού τινός ακολουθούσης την σιδηροδρομικήν γραμμήν, δεν υπήρχε δια την διάβασιν εις την κοιλάδα του Κηφισσού. Τόσον δε δύσβατος είναι η ατραπός και διακόπτεται υπό τόσων αντηρίδων, ώστε η άμυνα αυτής θα είναι ευχερεστάτη.
Τέλος, μετά κοπιώδη πορείαν εφθάσαμεν εις τον αυχένα Κοστίτσι, οπόθεν είδομεν αναπτυσσομένην προ ημών την κοιλάδα του Κηφισσού πλαισιουμένην απέναντι υπό του Παρνασσού και των αντιστηριγμάτων του, εις τους πρόποδας των οποίων ελεύκαζον πολλά χωρία,
Εκείθεν κατήλθομεν εις Γαρδικάκι, όπου εφθάσαμεν την 09:50 και εσταματήσαμεν εις χάνι πλησίον της Εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου. Η κυρά-Ζάρενα μας ητοίμασεν ένα κοτόπουλον και εφάγαμεν, ενώ ο παπάς του χωριού, παρέκει καθισμένος, μας εκουβέντιαζε.
Διήρχετο ούτω το μεσημέρι και ίσως θα απεκοιμώμην, ότε ηκούσθησαν μακρυνοί πυροβολισμοί κατά αραιά διαλείμματα. ΑΙ ομιλίαι έπαυσαν και, ανήσυχοι, ηκροώμεθα. Διεκόπη άραγε η ανακωχή; Μήπως ήτο η εορτή του Σουλτάνου, όπως έλεγεν ο Βλάσης;
Είπα να ετοιμάσουν τα άλογα. Εφανταζόμην πλέον το εν Λαμία στράτευμα υποχωρούν εις Θερμοπύλας, την μάχην των Θερμοπυλών, την βεβαίαν ήτταν και την εξακολούθησιν της εισβολής. Κανείς μας δεν ωμίλει, και όλοι παραδεδομένοι εις τας σκέψεις μας, ηκροώμεθα τους κανονιοβολισμούς και τας ανησύχους ερωτήσεις του παπά.
Βαθμηδόν, το χάνι επληρούτο χωρικών, οι οποίοι, εις το έτερον άκρον, ορθοί εις ημικύκλιον, παρετήρουν και ανέμενον από ημάς νέα. Οι γεροντότεροι είχον καθήσει εις το άκρον, έξω του ημικυκλίου. Δύο άνδρες θαυμάσιοι ίσταντο ορθοί εις τα δύο άκρα, και οι λοιποί εις το μέσον , νέοι, παιδιά, ορθοί και σιωπηλοί ηκροώντο μετά σεβασμού τους γέροντας και τους άνδρας ηρέμως συζητούντας που θα φυλάξουν τας οικογενείας των, που θα μεταφέρουν τα πολύτιμα πράγματά των, που θα καταφύγουν. Ενεθυμήθην τότε μερικάς σκηνάς του Ομήρου.
Την 2αν μ.μ. ετοιμάσθησαν τα άλογα και αφού απεχαιρετήσαμεν τον Βλάσσην, επιστρέφοντα εις Δυο Βουνά, κατήλθομεν πεζή εις ρεύμα τι, το οποίον διελθόντες εξηπλώθημεν κάτωθεν καρυδιάς, αναμένοντες τους ίππους μας. Εκεί δε εμάθαμεν παρά χωρικών ερχομένων από το Πουρναράκι, ότι οι κανονιοβολισμοί ερρίπτοντο χάριν της εορτής του Σουλτάνου.
Ώστε θα εξηκολουθούμεν τον δρόμον μας.
Ιππεύσαμεν λοιπόν την 02:45 και δια στενής ατραπού εφθάσαμεν την 03:25¨ μ.μ. εις Πουρναράκι και εσταματήσαμεν εις ένα καφενείον παρά την μεγάλην αμαξιτήν οδόν.
Το Πουρναράκι –συνοικισμός των εργατών και αποθήκαι της Εταιρίας Σιδηροδρόμων Λαρίσσης- ήτο προ καιρού εγκαταλελειμμένον, και εις το καφενείον ήσαν μερικοί ποιμένες μόνον. Παρεκεί, εις ένα τραπέζι εκάθητο ο τσέλιγκας, Μακεδών υψηλός και μονοκόμματος. και είχεν απέναντί του έναν Ρουμελιώτην μετρίου αναστήματος, λυγερόν, ευκίνητον και φλύαρον.
Δύο θαυμάσιοι τύποι της φυλής των. Ο Μακεδών παρεπονείτο ότι του εκλάπησαν πρόβατα , ο δε Ρουμελιώτης διεμαρτύρετο και έλεγε ότι ο τόπος επεριποιείτο τους καταφεύγοντες εκεί ένεκα του πολέμου και υπέφερεν ένεκα αυτών. Ο Μακεδών του παρετήρησεν ότι δεν ήτο η Ρούμελη που υπέφερεν αλλά αι βορειότεραι επαρχίαι. Τότε ο Ρουμελιώτης εξανέστη και αράδιασε τας επαναστάσεις και τους εμφυλίους σπαραγμούς, των οποίων θέατρον υπήρξεν η Ρούμελη. Ο Μακεδών του απήντησεν ότι αυτά δεν εγίνοντο χάριν της εθνικής ιδέας, και η συζήτησις εξηκολούθησεν εις τον τόνον αυτόν.
Την 04:30’ ανεχωρήσαμεν και την 04:50’ διήλθομεν δια Μπράλου, αφήσαντες δεξιά την προς Γραβιάν διακλάδωσιν.
Η αμαξιτή οδός εφ’ ης επορευόμεθα ήτο πολύ καλή. Δεξιόθεν ημών εφαίνοντο εις τους πρόποδας της σειράς της Γκιώνας και του Παρνασσού η Γραβιά, η Αγόριανη, η Σουβάλα και τα Δαδιώτικα Καλύβια, μεγάλα χωρία λευκάζοντα εν τη γυμνή πεδιάδι.
Η οδός ακολουθούσα κατ΄αρχάς τας υπωρείας του Καλλιδρόμου, απομακρύνεται τούτων κατόπιν, διερχομένη παρά πόδας ομαλού και χαμηλού αντιστηρίγματος αυτού. Διερχομένη δε τον Κηφισσόν επί γεφύρας, παρά απότομον του Παρνασσού αντιστήριγμα, διευθύνεται προς Δαδίον.
Η κοιλάς είναι γυμνή δένδρων και ξηρά, μη διακοπτομένη από φρακτών ή χανδάκων, είναι δε προσφορωτάτη δια κινήσεις όλων των όπλων. Τας 07:20’ εφθάσαμεν εις Δαδί. Όταν εισηρχόμεθα μας εσταμάτησεν εις ανθυπολοχαγός του πυροβολικού, Στρογγύλης, ονομαζόμενος, ως μας συνεστήθη κατόπιν, και μας είπε να τον περιμένωμεν εις το καφενείον. Εγώ, εξ όλου τούτου ενόμισα ότι τουλάχιστον θα μας έκαμνε το δείπνον. Αφήσαμεν λοιπόν τα άλογά μας εις το χάνι και επήγαμεν εις το καφενείον, όπου μετ’ ολίγον μας εύρε και ο κ. Στρογγύλης, αφού δε μας είπεν ολίγα περί Δαδίου, εν οις και ότι ήτο πατρίς του Ευταξία, μας απεχαιρέτησεν!
Επήγαμεν λοιπόν εις το ξενοδοχείον, όπου εφάγαμεν μίαν ομελέτταν, καλόν τυρί και έπια καλόν κρασί. Ευτυχώς τα τραπεζομάνδηλα ήσαν καθαρά, και αι κλίναι επίσης, ώστε και το φαγητόν ήτο και ο ύπνος θα είναι ευάρεστος.
Γεώργιος Π.Τσίτσας