Μαργιωρή του Μυλωνά
χάλασ’ ο μύλος δε γυρνά
δε γυρίζει δεν αλέθει
και σ’ όλους μας χαλάει το κέφι
Με το άρθρο μου αυτό θέλω να κάνω πρώτα – πρώτα ένα ταπεινό μνημόσυνο στο Σκαμνιώτη Μπάρμπα-Λουκά Αστρακά, που, δυστυχώς, δεν έφτασε ποτέ στο νερόμυλο των Καστελίων, πέφτοντας θύμα άγριας δολοφονίας των πλιατσικολόγων, κατά τη διάρκεια της κατοχής (1942).
Θέλω να αναδεύσω τη μνήμη των μεγάλων στην ηλικία, που στα νιάτα τους, πολλές φορές πηγαινοέρχονταν στο μύλο για να αλέσουν το σιτάρι ή το καλαμπόκι τους. Κι έχουν πολλά να θυμούνται. Θέλω ακόμα να δώσω στοιχεία σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία των νερόμυλων, ούτως ώστε να μάθουν και να πληροφορηθούν οι νέοι, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν τα «ντράβαλα» στο μύλο, όπως οι πρόγονοί τους. Και η διάσταση αυτή του θέματός μου, θεωρώ πως είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Κυρίως αυτή.
Ο άνθρωπος, όταν έγινε καλλιεργητής της γης και άρχισε να συλλέγει τους καρπούς των δημητριακών φυτών (σιτάρι, βρώμη, κριθάρι, καλαμπόκι κλπ) βρέθηκε στην ανάγκη, τους καρπούς αυτούς να τους επεξεργασθεί, προκειμένου να τους κάνει πιο εύπεπτους και συνακόλουθα πιο νόστιμους. Έτσι, πέρα από το βράσιμο ή το ψήσιμο, κατέφυγε και στην τριβή για να τους μετατρέψει σε ένα είδος σκόνη, το αλεύρι. Για το σκοπό αυτό, αρχή – αρχή, χρησιμοποιήθηκαν λίθινα ιγδία (γουδιά). Αργότερα, και όσο οι άνθρωποι προόδευαν ανακάλυψαν τους λίθινους χειροκίνητους μύλους, που, ως επί το πλείστον ήταν αποκλειστικά εργασία των δούλων. Δύσκολη και βαριά εργασία ο χειρισμός αυτών των μύλων. Οι αρχαίοι συγγραφείς το επισημαίνουν ιδιαιτέρως. Για να απαλλαγούν οι πρόγονοί μας απ’ αυτή τη σκληρή και επίπονη εργασία, εφεύραν τους υδρόμυλους ή υδραλέτες. Οι μύλοι αυτοί, όπως το λέει άλλωστε και το όνομά τους, κινούνται και εργάζονται αποκλειστικά με τη δύναμη του νερού. Στα νησιά όπου δεν υπάρχουν άφθονα νερά, χρησιμοποίησαν τη δύναμη του ανέμου και έτσι στους χώρους αυτούς συναντάμε τους ανεμόμυλους, που σήμερα, ως απομεινάρια, προκαλούν το ενδιαφέρον των τουριστών και των επισκεπτών γενικά. Αργότερα βέβαια οι νερόμυλοι και οι ανεμόμυλοι εγκαταλείφθηκαν, διότι τους αντικατέστησαν με τους μηχανικούς μύλους. Και αυτοί με τη σειρά τους είχαν την ίδια τύχη, διότι τη θέση τους την πήρε η σύγχρονη αλευροβιομηχανία, η οποία χρησιμοποιεί προηγμένη τεχνολογία και καλύτερη οργάνωση.
Σε αρκετά μέρη της πατρίδος μας, όπου υπάρχουν πολλά και άφθονα τρεχούμενα νερά, υπήρχαν και λειτουργούσαν αρκετοί νερόμυλοι. Από αυτούς άλλοι λειτουργούσαν όλο το χρόνο, αν υπήρχε η αναγκαία ποσότητα νερού κι άλλοι ορισμένους μόνο μήνες, λόγω ελλείψεως νερού, ιδίως κατά την περίοδο του θέρους. Στη Ρούμελη και ειδικά στην περιοχή μας, αναλόγως, υπήρχαν πολλά ποτάμια, τα οποία «εν συνδυασμώ» και με τη μορφολογία του εδάφους, παρείχαν τη δυνατότητα, ώστε να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν νερόμυλοι, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων. Από αυτούς που τρόπον τινά έζησαν και λειτούργησαν ως την δεκαετία του ’50, γνωστοί ήταν:
Οι καστελιώτικοι. Ένας του γιατρού του Παπαγεωργίου, ο καλύτερος, στην κορυφή του χωριού, κοντά στο νεκροταφείο. Ο δεύτερος του Μπαρμπα-Σπύρου του Κουτρούμπα.
Πιο κάτω ήταν ο γραβίσιος του Κατσάμπα (;)
και ακόμα πιο κάτω ερειπωμένος, κοντά στο σταθμό της Λιλαίας, ο μύλος του Νερούτσου.
Όλοι αυτοί οι μύλοι κινούνταν και λειτουργούσαν με τα νερά του βοιωτικού Κηφισού.
Αναφέρεται ακόμα και μύλος στο Σκλήθρο. Όπως, όμως, προανέφερα, ως τη δεκαετία του ‘50λειτούργησαν και ο λευτεροχωρήτικος μύλος, πλησίον της γέφυρας του Ασωπού και ο γαρδικιώτικος, στο μέσο περίπου της διαδρομής Οίτης – Κουμαριτσίου. Οι μύλοι αυτοί κινούνταν και λειτουργούσαν με τα νερά του Ασωπού ποταμού, που ήταν άφθονα και αρκετά για όλο το χρόνο. Ο λευτεροχωρίτικος μύλος, για να αναφερθούμε και λίγοκαι στην ιστορία, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, ήταν ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής της Δαμάστας (βακούφικος). Υπό το ιδιοκτησιακό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε ως τα 1833, οπότε η βαυαροκρατία του Όθωνα διέλυσε τη Μονή κι έτσι ο μύλος πέρασε στα χέρια των ιδιωτών. Ποιοι ήταν αρχικά οι ιδιοκτήτες, δεν είναι γνωστό. Λίγο πριν σταματήσει και διαλυθεί, ιδιοκτήτες ήταν οι Αυγέρηδες (Παπαϊωάννου) από το Ελευθεροχώρι και οι Νικολοπουλαίοι από την Οίτη. Παρεμπιπτόντως να αναφέρουμε ότι στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και μάλιστα στον υπ’ αριθμόν 78 φάκελο των Μοναστηρίων, υπάρχουν αρκετά έγγραφα, ως και άλλο υλικό, που αναφέρονται στο μύλο αυτό. Από όλους τους μύλους της περιοχής τη μεγαλύτερη κίνηση είχε ο μύλος του Ελευθεροχωρίου, διότι αφ’ ενός μεν λειτουργούσε όλο το χρόνο και αφ’ ετέρου εξυπηρετούσε τα περισσότερα χωριά, όπως: Ελευθεροχώρι, Σκαμνός, Μπράλος, Δέλφινο, Κουμαρίτσι και σε αρκετές περιπτώσεις και την Οίτη. Στην παρούσα εργασία θα ήταν παράληψη αν δεν αναφέραμε και του Μανώλη το μύλο, που βρισκόταν στον Ντούνο, ήτοι στις εκβολές του Ασωπού, στον κάμπο της Λαμίας, πλησίον της Ηράκλειας. Σώζονται ερείπια του μύλου αυτού, ορατά σ’ αυτόν που ταξιδεύει για τη Λαμία, ακολουθώντας την παλαιά εθνική οδό. Ο μύλος αυτός κυρίως κάλυπτε τις ανάγκες των κατοίκων της Δαμάστας και της Ηράκλειας και της Ηράκλειας.
Προτού αρχίσω την περιγραφή του μύλου, θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ δι’ ολίγων στην προετοιμασία του «αλέσματος». Έτσι αποκαλούσαμε το γέννημα, που προορίζαμε να αλεσθεί. Η προετοιμασία αυτή κατά κύριο λόγο, ήταν έργο της νοικοκυράς. Αυτή έπρεπε να το απαλλάξει από τα σκύβαλα, τις πέτρες και το δαυλίτη. Ο δαυλίτης ήταν ασθένεια του σιταριού. Οι σπόροι μαύριζαν και το ψωμί πίκριζε, αν δεν πλένανε και δε στεγνώνανε εν τω μεταξύ το σιτάρι.
Το περνούσαν λοιπόν από το ρεμόνι ( το ρεμόνι ήταν ένα είδος κόσκινου με πιο μεγάλες τρύπες) ή, αν υπήρχε, από το τριάρι. Με το τριάρι γινότανε καλύτερη δουλειά. Το γέννημα καθαριζόταν σχεδόν απ’ όλες τις ξένες ύλες και το αποτέλεσμα το διαπίστωνε κανείς αργότερα στο αλεύρι και προ παντός στο ψωμί. Μόλις περατωνόταν η εργασία του καθαρίσματος η νοικοκυρά, βοηθούμενη βέβαια και από νοικοκύρη, τοποθετούσε τον καρπό στα σακιά, ταιρομεριάζοντάς τον. Το ταιρομέριασμα (τοποθέτηση του καρπού ισομερώς σε δύο σακιά – μεριές) ήταν απαραίτητο για να μη γέρνει το ζώο, όταν, φορτωμένο, θα το οδηγούσαμε στο μύλο. Ήταν και αυτή μια εργασία απαραίτητη και αναγκαία.
Δομή και λειτουργία του μύλου
Εδώ πρέπει να πω, πως μια σκέτη περιγραφή, χωρίς βοηθητικό, εποπτικό υλικό, όπως είναι για παράδειγμα οι φωτογραφίες, δεν είναι και τόσο ικανή μέθοδος για να περιγράψει κανείς και να αποδώσει πλήρως την εικόνα του μύλου και προ παντός τη λειτουργία του. Όμως, λόγω των αντικειμενικών δυσχερειών, που δεν ήθελα να αναλύσω αυτή την ώρα, δεν μας απομένει άλλη οδός για να προσπελάσουμε το θέμα μας.
Δύο είναι τα κύρια μέρη από τα οποία αποτελείται ο νερόμυλος. Το ένα είναι η Δέση και το μυλαύλακο και το άλλο ο μύλος αυτός καθ’ εαυτόν ή, αν θέλετε με άλλη διατύπωση, το εργαστήρι του μύλου. Το καθένα να το δούμε χωριστά.
Α. Η δέση: Η Δέση είναι ένα μικρό φράγμα του ποταμού που γίνεται πάντοτε σε υψηλότερο μέρος από τη θέση του μύλου και από το οποίο λαμβάνεται η αναγκαία ποσότητα νερού, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη λειτουργία του μύλου. Το νερό αυτό, μέσω ενός αυλακιού (μυλαύλακο) φτάνει ως τον προκάναλο. Για τον προκάναλο και τα λοιπά εξαρτήματα του μύλου, θα μιλήσουμε παρακάτω. Τόσο η Δέση, όσο και το αυλάκι, λόγω κυρίως καιρικών συνθηκών, )κατεβασιά του ποταμού, ιδίως κατά τη χειμερινή περίοδο, φθορά των τοιχωμάτων του αυλακιού από τη συνεχή ροή του νερού) παθαίνουν συχνά ζημιές και το πρόβλημα αυτό, όπως αντιλαμβάνεσθε, ήταν για τον μυλωνά σκέτος πονοκέφαλος. Απ’ αυτή ακριβώς την αιτία προέκυψε και η γνωστή παροιμία: Καθ’ ένας με τον πόνο του κι ο μυλωνάς τα’ αυλάκι!
Β. Ο μύλος: Κατ’ αρχήν πρέπει να πούμε πως ο μύλος είναι μια υδροκίνητη μηχανή, που κατά το μεγαλύτερό της μέρος είναι στεγασμένη. Συνήθως το οίκημα είναι ισόγειο, που διαθέτει επί πλέον και μία προσθήκη (κατεβατό) με φούρνο και κουζίνα για τις ανάγκες του μυλωνά ή και της μυλωνούς. Στη λαογραφία μας, πολλά και ποικίλα αναφέρονται, όχι μόνο για τους μυλωνάδες, αλλά και για τις μυλωνούδες τις πονηρές και τα ξαφρίσματα των αλεσμάτων, για ηθικές παρεκτροπές και για πολλά άλλα.
Τμήματα αυτής της μηχανής είναι τα εξής:
α. Ο προκάναλος. Τι είναι ο προκάναλος; Ο προκάναλος είναι ένας ξύλινος υδραγωγός, τοποθετημένος σε οριζόντια θέση, μέσω του οποίου διοχετεύεται το νερό από το αυλάκι στην κάναλη.
β. Κάναλη (κάδη – βαγένι): Είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από ξύλο, πακτωμένος με τσέλκια που ξεκινάει από τον προκάναλο και καταλήγει στη φτερωτή. Η κάναλη έχει σχήμα κόλουρου κώνου και το φαρδύ της μέρος ευρίσκεται στην επάνω μεριά, ενώ το στενό στην κάτω. Στο επάνω μέρος της κάναλης, στο φαρδύ, είναι τοποθετημένη μία εσχάρα, για να συγκρατεί όλα τα αντικείμενα που παρασύρει το νερό, γιατί αν πέσουν μέσα στην κάναλη, θα τη βουλώσουν κι έτσι θα σταματήσουν τη λειτουργία του μύλου. Στο κάτω μέρος της κάναλης, είναι προσαρμοσμένο ένα ξύλο, εν είδει τάπας, το σιφόνι ή «σφούνι». Το σιφόνι, στη μέση ακριβώς έχει μία στρόγγυλη τρύπα, της οποίας η διάμετρος είναι 0,05 μ περίπου. Επειδή η διάμετρος του σιφονιού είναι μικρή, δεν τρέχει από αυτή μεγάλη ποσότητα νερού και έτσι η κάναλη είναι πάντοτε γεμάτη, γεγονός το οποίο κάνει ώστε το νερό στο σιφόνι να έχει πολύ μεγάλη πίεση σε κάθε περίπτωση και ανάλογα βέβαια με το ύψος της κάναλης, την «κρέμαση». Το νερό, όπως εξακοντίζεται με ορμή από το σιφόνι χτυπάει στα πτερύγια οριζοντίου υδραυλικού τροχού, της «φτερωτής», που κινείται γύρω από τον κατακόρυφο άξονα, ο οποίος προς τα επάνω περνά από τη μέση της κάτω μυλόπετρας, που να σημειωθεί, είναι πάντοτε ακίνητη, και τελικά συνδέεται με την επάνω μυλόπετρα την οποία και περιστρέφει. Οι μυλόπετρες, (κόφτρες, πέτρες, μυλόλιθοι, μύλη) είναι ένα ζευγάρι κυλινδρικές πέτρες, η μία επάνω στην άλλη. Τις πέτρες αυτές τις προμηθεύονταν από τη Μάλτα ή από τη Μήλο. Όπως είπαμε, η κάτω μένει πάντοτε ακίνητη. Η επάνω περιστρέφεται και με την περιστροφή της αλέθει, ήτοι συνθλίβει και κονιορτοποιεί το άλεσμα (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι κλπ). Οι διαστάσεις αυτών των πετρών ήταν οι ακόλουθες: Διάμετρος 1,30 μ, πάχος, 0,27 μ. Οι πέτρες για να λειώσουν και να συνθλίψουν τον καρπό, ήταν χαραγμένες στις επιφάνειες επαφής. Το βάθος αυτού του χαράγματος έφτανε στα 0,006 μ. Στη γλώσσα των μυλωνάδων, το χάραγμα λεγόταν και χαραή. Πολλές φορές τους άκουγε κανείς να λένε: Ο μύλος θέλει χαραή. Η φράση αυτή έχει προσλάβει και χαρακτήρα παροιμίας.
Αναγκαίο εξάρτημα είναι και το καρίκι (σκάφη – χούνι – χοάνη). Το καρίκι είναι ένα είδος κιβωτίου, τοποθετημένου, ακριβώς πάνω από τις μυλόπετρες, σχήματος χοάνης. Στο κάτω μέρος έχει μία οπή από την οποία ρέει ο καρπός. Μέσα στο καρίκι τοποθετείται το άλεσμα, το οποίο λίγο – λίγο, ύστερα βέβαια από κατάλληλη ρύθμιση, εν είδει κλεψύδρας, πέφτει μέσα στις μυλόπετρες, όπου και αλέθεται. Σε ότι αφορά τα βασικά εξαρτήματα, τελειώνω με την αλευροθήκη. Η αλευροθήκη είναι και αυτή ένα τετράφωνο ξύλινο κιβώτιο, τοποθετημένο ακριβώς μπροστά από την έξοδο του αλευριού, που στη γλώσσα των μυλωνάδων λέγεται: Φτύση. Μέσα στην αλευροθήκη, όπως το λέει άλλωστε και η ίδια η λέξη, πέφτει και συλλέγεται το αλεύρι. Στη διάθεσή του ο μυλωνάς είχε και αρκετά βοηθητικά εργαλεία για να κάνει καλύτερα τη δουλειά του, όπως το φτυάρι (κασιάνη – κασική – ξυστρί), το σφυρί (κοιλούνι), η μανέλα, τα σγουβιά κλπ.
Ο μύλος έχει σπουδαία θέση μέσα στη λαογραφική μας θεματογραφία. Τι δεν έχουν ως τώρα γραφεί για τα καμώματα και τις κουτοπονηριές των μυλωνάδων. Πόσα ανέκδοτα και πικάντικες ιστορίες δεν κυκλοφορούν στο στόμα του λαού μας. Ακόμα για το μύλο μπορεί να αναφερθεί, εν είδει συμπληρώματος και η λειτουργία των μανταμιών (μαντάνια –ντρεστίλα- νεροτριβή).
Λαογραφική πλευρά
Όπως αντιλαμβάνεσθε, το θέμα είναι πολύ μεγάλο και ως εκ τούτου είναι ευνόητο, ότι δεν είναι δυνατόν να εξαντληθεί, στα πλαίσια αυτού του σημειώματος. Κατ’ ανάγκην, λοιπόν, τα όσα θα ακολουθήσουν θα είναι απλώς ενδεικτικά και θα υποδηλώνουν το πνεύμα, που αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε στη συνείδηση του λαού μας γύρω από τους μύλους και τους μυλωνάδες.
Αλήθεια, ποιες και πόσες παροιμίες δεν αναφέρονται στους μύλους και στους μυλωνάδες! Ποια και πόσα ανέκδοτα δεν είναι αποθησαυρισμένα μέσα στη λαϊκή μας παράδοση; Ανέκδοτα πικάντικα και γαργαλιστικά που κυρίως έχουν να κάνουν με τις πονηριές και τις μπαμπεσιές των μυλωνάδων που κοίταζαν να σου πάρουν το «ξάϊ» (αλεστικό δικαίωμα) παραφουσκωμένο μπροστά στα μάτια σου. Στην κοινή συνείδηση, όχι αδικαιολόγητα, φάνταζαν ως άρπαγες και φαταούληδες.
Επίσης πολλά από τα ανέκδοτα αυτά αναφέρονται και στις ανήθικες και πολλές φορές τολμηρές χειρονομίες των μυλωνάδων σε βάρος των γυναικών – πελατισσών τους.
Θα προσπαθήσω, κατά προτίμηση, να αναφέρω τις σχετικές παροιμίες που κυκλοφορούν στην περιοχή μας. Οι παροιμίες αυτές, να σημειωθεί, δεν είναι λίγες και προ παντός δεν είναι λιγότερο πνευματώδεις από τις παροιμίες που κυκλοφορούν και χρησιμοποιούνται σχετικά σ’ άλλα μέρη και σ’ άλλες περιοχές της πατρίδας μας.
Σχεδόν σε καθημερινή χρήση είναι η παροιμία: «Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι». Πράγματι με τρόπο πολύ παραστατικό, μέσω αυτής της παροιμίας εκφράζεται ολοκάθαρα και με περισσή ενάργεια η τάση και έφεση που έχει γενικά ο άνθρωπος να νοιάζεται και να ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα δικά του θέματα σε πρώτη προτεραιότητα. Για τα ζητήματα και τα προβλήματα των άλλων, ας είναι πολύ πιο σοβαρά, και πολύ οξύτερα, δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον, ή πολλές φορές, μένει και τελείως αδιάφορος. Καίρια και πολύ εύστοχη ψυχολογική παρατήρηση έκαμε ο λαός μας στο σημείο αυτό, την οποία πολύ παραστατικά τη διατύπωσε, χρησιμοποιώντας εικόνες από τη ζωή και την εμπειρία των μυλωνάδων.
Μία άλλη παροιμία, εξ ίσου εύχρηστη στην περιοχή μας είναι και η εξής: «Σειέται σαν το κάτω μυλολίθι ή σειόνται σαν το κάτω μυλολίθι». Την παροιμία αυτή συνήθως τη λέμε για τους νωθρούς και απελπιστικά αργοκίνητους ανθρώπους. Όπως αναπτύξαμε παραπάνω, η κάτω μυλόπετρα είναι τελείως ακίνητη. Περιστρέφεται μόνο η επάνω. Έ, λοιπόν, ‘όπως ήταν επόμενο, έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους ανθρώπους του μόχθου, που πήγαιναν στο μύλο για να αλέσουν τα δημητριακά τους προϊόντα και χωρίς καθυστέρηση κατέφυγαν σε μία πάρα πολύ πετυχημένη παρομοίωση, που αναντιλέκτως τους βοήθησε να σημειολογήσουν τη συμπεριφορά των νωθρών ή ακόμη και των τεμπέληδων.
Αλλά και για τις δυνατότητες, που έχουν μερικοί να τρώνε και να πίνουν, ότι τους λάχει, χωρίς καμιάν εξαίρεση και, κυρίως, χωρίς να νοιώθουν στομαχικές διαταραχές, υπάρχει παροιμία στο στόμα του λαού μας, που κι αυτή προέρχεται από τη λειτουργία και τις δυνατότητες του μύλου. Λέμε, λοιπόν, πως «ο μύλος αλέθει σιτάρι και καλαμπόκι», που πάει να πει: Φέρτε στο τραπέζι, ό,τι έχετε. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Όλα θα φαγωθούν, χωρίς να δημιουργηθούν δυσάρεστες καταστάσεις από βαρυστομαχιά και δυσπεψία.
Μια άλλη παροιμία, που ακούγεται ευρέως στα χωριά μας, είναι και η ακόλουθη: «Ο μύλος είναι από χαραή (χαραγή)». Μ’ αυτή οι συντοπίτες μας θέλουν να εκφράσουν τη δυνατότητα ή τις δυνατότητες, που έχει κάποιος να ανταποκριθεί επιτυχώς και αποτελεσματικώς στην αποστολή του. Δηλαδή, όπως ο μύλος, που έχει υποστεί πρόσφατη χαραγή αλέθει καλύτερα, έτσι, κατ’ αναλογίαν, κάποιος ανανεωμένος και δυνατός, μπορεί να ανταποκριθεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στο έργο που έχει αναλάβει ή του έχει ανατεθεί. Η ίδια παροιμία σε άλλες περιπτώσεις, διατυπώνεται και με αντίθετο νόημα: «Ο μύλος θέλει χαραή», που πάει να πει, πως σε κάποιες καταστάσεις απαιτείται να επέλθουν βελτιώσεις ή εν πάσει περιπτώσει να σημειωθούν αναγκαίες και απαραίτητες αλλαγές, έτσι ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο.
Στο μύλο υπάρχει ένα εξάρτημα, που ονομαζόταν βαρδάρι ή βαρδάρια. Με το εξάρτημα αυτό ρυθμιζόταν η ροή του καρπού και το καρίκι μέσα στις μυλόπετρες, προκειμένου να γίνει το άλεσμα. Το βαρδάρι, όπως ασφαλώς θα θυμούνται, όσοι πήγαν στο νερόμυλο για να αλέσουν σιτάρι ή καλαμπόκι,, ήταν πολύ θορυβώδες και στα νευρικά άτομα, αρκετά ενοχλητικό. Η εικόνα και προ παντός ο ήχος του βαρδαριού, χρησιμοποιήθηκε για να συνταχθεί η παροιμία: «αν δεν θέλεις να ακούσεις τα βαρδάρια, μην πας στο μύλο».Ή η άλλη που αναφέρεται στις γλωσσούδες γυναίκες, που η γλώσσα τους δεν σταματάει με τίποτα: «της πολυλογούς η γλώσσα και κομμένη βαρδαρίζει».
Βεβαίως υπάρχου και άλλες κι εξ ίσου σημαντικές παροιμίες, που θα μπορούσε να αναφέρει και κυρίως να αναπτύξει κανείς, γιατί το περιεχόμενό τους είναι αρκετά ενδιαφέρον, όπως: «σαν τινάξει ο μυλωνάς τα γένια του, πολλές κουλούρες κάνει».Ή την άλλη: «Μη χαλεύεις καλλιγραφίες στην μυλωνούς τον κώλο».
Δυστυχώς πάντα η έλλειψη χώρου, μας εξαναγκάζει να είμαστε συνοπτικοί και πολλές φορές να τελειώνουμε ανορθόδοξα. Τι να κάνουμε; Ανάγκα και Θεοί πείθονται.
Γεώργιος Π. Τσίτσας