Ελευθεροχώρι 1812

Την εποχή της τουρκοκρατίας επισκέφθηκαν τη χώρα μας πολλοί ευρωπαίοι με σκοπό να γνωρίσουν τους κατοίκους της, τα ήθη και τα έθιμά τους και προ παντός για να δουν από κοντά και να μελετήσουν τα απομεινάρια των κλασσικών χρόνων.

Μερικοί απ’ αυτούς συνδύαζαν το τερπνό μετά του ωφελίμου κι’ έτσι ανεμπόδιστα επιδίδονταν στο λίαν επικερδές άθλημα της αρχαιοκαπηλίας. Άλλοι πάλι με το πρόσχημα του αρχαιολόγου δρούσαν ως κατάσκοποι σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως, για παράδειγμα ο ξακουστός άγγλος αρχαιολόγος Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ. Ο Ληκ όργωσε την Ελλάδα απ’ την μία άκρη ως την άλλη και παράλληλα προς το κατασκοπευτικό του έργο, προέβη και στη συλλογή διαφόρων αρχαιοτήτων και νομισμάτων, τις οποίες στη συνέχεια δώρισε στο Βρετανικό Μουσείο. Ονομαστός επίσης, ως περιηγητής στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε και ο γάλλος Φραγκίσκος Πουκεβίλ, πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή –Πασά στα Γιάννενα.

Μεταξύ των περιηγητών που επισκέφθηκαν την περιοχή μας κι έγραψαν γι’ αυτήν, ήταν και ο άγγλος γιατρός Χένρυ Χόλλαντ. Η επίσκεψή του έγινε το 1812 ή το 1813. Με συνοδεία τούρκων τατάρων (ταχυδρόμων) ξεκίνησε από τη Λαμία το μήνα Δεκέμβριο με σκοπό να φτάσει στην Αττική. Την πρώτη βραδιά της πορείας του διανυκτέρευσε στο Ελευθεροχώρι. Ήταν η περίοδος των Χριστουγέννων, όπως λέει και ο ίδιος. ΣΕ βιβλίο που εξέδωσε στο Λονδίνο το 1815 περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τη διαδρομή από τις Θερμοπύλες ως το Ελευθεροχώρι., καθώς και τις συνθήκες διανυκτέρευσής του σ’ αυτό. Το κείμενο αυτό κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον, γι’ αυτό και σας το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς περικοπές και παραλήψεις.

Πέρασμα των Θερμοπυλών

Αφού αφήσαμε το εξαιρετικό αυτό μέρος (τις Θερμοπύλες) συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Ελευθεροχώρι, όπου σκοπεύαμε να περάσουμε τη νύχτα και το οποίο είναι ένα χωριό ανάμεσα στα υψώματα της Οίτης και πάνω στο μόνο βατό δρομολόγιο που διασχίζει αυτήν την οροσειρά. Από τις Θερμοπύλες ακολουθήσαμε για ένα διάστημα το παλιό μας δρομολόγιο, μόνο που αντί να ξαναπεράσουμε την Ελλάδα (Ελλάδα ονόμαζαν το Σπερχειό ποταμό) προχωρήσαμε για ένα δύο μίλια στη ρίζα των ψηλών βράχων, που εκτείνονταν στα δυτικά του περάσματος για να αποτελέσουν τα δυτικά όρια της κοιλάδας και στη συνέχεια αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την οροσειρά της Οίτης από ένα δρομολόγιο εξ ίσου μοναδικό και ενδιαφέρον, αλλά δύσκολο και όχι ακίνδυνο. Στην αρχή ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι, που ανηφόριζε μέσα από ένα βαθύ και πυκνοφυτεμένο κοίλωμα του βουνού, που ήταν και η κοίτη ενός ποταμού (είναι το ποτάμι της Χαλκομάτας, ο λεγόμενος Πλατανιάς). Στρίψαμε δεξιά και μετά από μιας περίπου ώρας γρήγορη ανάβαση φτάσαμε  στο χείλος των βράχων, που κρέμονται πάνω από την κοιλάδα, ψηλοί, απόκρημνοι και κακοτράχαλοι, σκεπασμένοι, όμως, με πυκνή βλάστηση. Απ’ αυτό το σημείο της κοιλάδας του Σπερχειού η θέα του κόλπου και της οροσειράς της Όθρυος ήταν πολύ εντυπωσιακή και εξ ίσου ενδιαφέρουσα με εκείνη που είχαμε για τελευταία φορά από την περιοχή της Θεσσαλίας. Τώρα στραφήκαμε νότια στο εσωτερικό των βουνών, συνεχίσαμε την πορεία μας και σύντομα δεν βλέπαμε παρά μόνο τα σύννεφα, που προμήνυαν μία θυελλώδη νύχτα και μαζεύονταν γύρω και κάτω μας, σκεπάζοντας κατά διαστήματα το περίγραμμα των ψηλότερων βουνοκορφών, που ήταν εντελώς σκεπασμένες με χιόνι. Υπήρχε κάτι το τρομακτικά άγριο, που δεν μπορεί να ξεχαστεί εύκολα, καθώς πλησιάζαμε το Ελευθεροχώρι. Η νύχτα πλησίαζε και εμείς ήμασταν τυλιγμένοι σε πυκνή ομίχλη, που τώρα έκρυβε όλους τους μεγάλους ορεινούς όγκους, που μας περιέβαλαν. Λόγω του υψομέτρου του χωριού το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό και γινόταν ακόμη πιο διαπεραστικό από το χιόνι και το χιονόνερο που έπεφτε. Το χωριό αποτελούνταν από 80 με 100 άθλια χαμόσπιτα σκορπισμένα εδώ κι’ εκεί στην κακοτράχαλη επιφάνεια ενός υψώματος και ήσαν χτισμένα άτεχνα με λάσπη και πέτρες που βρίσκονταν επί τόπου.

Μπαίνοντας στο χωριό είδαμε σαράντα με πενήντα ανθρώπους, μαζεμένους γύρω από το φως μερικών μικρών κεριών σε ένα ετοιμόρροπο χαμόσπιτο, που αποδείχθηκε πως είναι η εκκλησία, απασχολημένους με κάποια θρησκευτική τελετή των Χριστουγέννων. Η κατοικία που μας διάλεξε ο Τάταρός μας ως την καλύτερη του χωριού δεν είχε πρόσβαση για έφιππους, λόγω των απόκρημνων χειλέων του βράχου, κάτω από τα οποία ήταν χτισμένη για λόγους προφύλαξης.

Αποτελούνταν από ένα και μόνον διαμέρισμα με γυμνούς τοίχους από λάσπη και για πάτωμα είχε το έδαφος. Ένα μέρος του δωματίου χρησιμοποιούταν για τα άλογα, ενώ στο άλλο έμεναν δύο πολυμελείς οικογένειες. Τα μόνα έπιπλα ήταν λίγα ξύλινα και πήλινα αγγεία, τα αχυρένια στρώματα και τα μάλλινα παλτά(κάπες), που χρησιμοποιούσαν ως σκεπάσματα τη νύχτα. Στη μέση του διαμερίσματος, άναβε μία μεγάλη φωτιά και όλοι αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, κάθονταν σταυροπόδι γύρω της με μια ικανοποίηση που έμοιαζε να δείχνει πως ακόμη και αυτό ήταν μια πολυτέλεια την οποία δεν είχαν πάντοτε. Έδιναν την εντύπωση μιας μίζερης δυστυχίας  και απόλυτης στέρησης, που σπάνια συνάντησα παρόμοιά της. Η άφιξή μας και η άγρια εισβολή των τούρκων υπηρετών μας στο σπίτι, στην αρχή προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Η μεγαλύτερη κόρη μιας οικογένειας, που κάτω από άλλες συνθήκες μπορούσε να ήταν μια καλλονή, φυγαδεύτηκε εσπευσμένα σ’ ένα γειτονικό παράπηγμα.

Στα πρόσωπα και τη συμπεριφορά όσων παρέμειναν, ζωγραφίστηκε μία βουβή αναμονή κακομεταχείρισης που προκαλεί πόνο στη σκέψη. Ήταν το συναίσθημα, που στα Συναισθηματικά Ταξίδια του ο Στερν έκανε τόσο αποτελεσματική χρήση. Μερικά μικρά δώρα που κάναμε στα παιδιά, έκαναν τους φτωχούς αυτούς ανθρώπους να αισθάνονται άνετα μαζί μας κι’ έδειξαν ευγνωμοσύνη όταν σώσαμε τον αρχηγό της οικογένειας από την άγρια συμπεριφορά ενός από τους σουρούτζηδες. Όταν το βράδυ έφυγαν οι τούρκοι από το σπίτι για να κοιμηθούν σ’ ένα γειτονικό οίκημα, αισθάνθηκαν πιο άνετα και την επαγρύπνηση ακολούθησε κάποια οικεία περιέργεια, πολύ όμοια μ’ αυτή που χαρακτηρίζει τη ζωή των αγρίων. Η κοπέλα που είχε κρυφτεί μόλις μπήκαμε, εμφανίστηκε και πάλι και μπήκε στην ομάδα αυτών που βρίσκονταν γύρω μας και μας περιεργάζονταν.

Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί γύρω από τη θράκα της φωτιάς, συνολικά δεκαπέντε άτομα, χωρίς να αναφέρουμε τα έξι ή οκτώ άλογα που σταυλίζονταν στο άλλο άκρο του διαμερίσματος. Τα κλινοσκεπάσματά μας προκαλούσαν μεγάλη έκπληξη και θαυμασμό και στάθηκε αδύνατο να πείσουμε κάποιο μέλος της οικογένειας να ξαπλώσει στο στρώμα και την  καπώτα του, πριν παρακολουθήσει μέχρι τέλους όλες τις προετοιμασίες για την κατάκλησή μας …

Γεώργιος Π. Τσίτσας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *