Τα ρεβύθια της Μασιαβέταινας

FtS49

υπό Γεωργίου Λ. Αστρακά

Με ιδιαίτερη χαρά δεχθήκαμε ένα κάπως διαφορετικό αφηγηματικό κείμενο από την πάντα καλή πένα του κ. Γιώργου Αστρακά μέσα από τις γραμμές του οποίου ξεδιπλώνεται μία ολόκληρη εποχή και συνθήκες και ήθη που σφράγισαν τους Σκαμνιώτες στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Πρόσθετο χάρισμα η χρήση της αυθεντικής φρασεολογίας που τράβηξε συμπτωματικά την προσοχή των Σκαμνιωτόπουλων, της εντελώς νέας γενιάς, ενώ ακόμη το κείμενο βρίσκονταν επί του πιεστηρίου. Ευχάριστη η αφήγηση, μα δυσνόητοι για τη νέα γενιά αρκετοί όροι / εκφράσεις του Σκαμνού που υιοθετούνται εύστοχα από τον συγγραφέα, τον άξιο Παπαδιαμάντη του χωριού μας. Με παραπομπές προσθέσαμε μερικές επεξηγήσεις, ακριβώς για τους νεαρούς μας αναγνώστες / -στριες.
 

Τα ρεβίθια της Μασιαβέταινας(1) τα πλήρωσα με ένα γερό ξύλο, που έφαγα από τη μάνα μου, που ακόμα το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Να, πως να σας το πω και, κυρίως, πως να σας το γράψω, ακόμα μέσα στο στέρνο μου βρίσκεται το άχτι, που είχα μικρός γι’ αυτή τη γυναίκα, τη Μασιαβέταινα, που για μια ψωροαγκαλιά χλωρά ρεβίθια, που της κλέψαμε, κόντεψε να μας πάει κατηγορούμενους ως … τον Αρειο Πάγο!!!

[Οι τρεις επιστήθιοι φίλοι, Δημήτρης, Αριστείδης, Γιώργος, οι ήρωες της ιστορίας σε αναμνηστική φωτογραφία όταν κατατάχθηκαν στο στρατό]

aristeidis-dimitris-giorgos

 

Βρισκόμαστε στα μαύρα και μίζερα χρόνια της κατοχής.  Συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1943. Τότε εγώ, ο Αριστείδης του Αποστολονίκου(2) και ο Μήτσιος του Σκαροπαναϊώτη(3), ντάλα το καταμεσήμερο, πήραμε τα ζα(4) και τα μανάρια(5) και πήγαμε να τα βοσκήσουμε στου Σπανού το Μαντρί. Μόλις είχε θερίσει το σιτάρι η Τασίκαινα και η καλαμιά ήταν ακόμη αβόσκητη. Είχε αρκετή αγριάδα και τα ζα δεν τη χορταίνουν να την τρώνε τους θερινούς μήνες, που στρίβει και ξηραίνεται το χορτάρι. Στην περιοχή, εκτός από την αγριάδα, είχε και πολλές μουτρούνες, που οι γίδες, κι’ αυτές με τη σειρά τους, δεν τις χορταίνουν με τίποτα. Είναι ένα πολύ θρεπτικό αγκάθι, που, όταν το τρώνε οι μανάρες(6), κατεβάζουν πολύ γάλα, όπως, καλή ώρα, συμβαίνει με τα ζιογκάθια(7) και τα νεοβλάσταρα την άνοιξη.

Αράξαμε, που λέτε, στον πλάτανο της Τασίκαινας(8). Μεγαλόπρεπο και πολύ ζωντανό δέντρο, με πλούσιο και δασύ φύλλωμα και πολύ παχιόν ίσκιο. Σ’ αυτόν τον πλάτανο καθόταν το θεριστή ο Γερο-Τασίκας και τραγούδαγε: Σηκώσ’ απάνου Γιάννο μου και μη βαρυοκοιμάσαι, ενώ ταυτόχρονα βίγλιζε προς τα Μετερίζια για να δει μη και τυχόν ξεμυτίσει ο Νταλαρής από τα Σάλωνα με τα ζα του φορτωμένα ασκιά γεμάτα με μπρούσκο αραχωβίτικο κρασί. Ο Τασίκας, ας μάθουν οι νεώτεροι, ήταν ένα είδος μποέμ της εποχής του, και τη γλέντησε την παλιοζωή, όσο κανένας άλλος Σκαμνιώτης ή κοντοχωριανός.

Λοιπόν καθίσαμε στον ίσκιο κι’ ανάλογα με την ηλικία μας αρχίσαμε να συζητάμε για διάφορα θέματα. Λέγαμε για το ποιος έχει καλλίτερο καρότσι ή για το ποιανού είναι δυνατότερο το μουλάρι και σηκώνει μεγαλύτερο φορτίο ή, ακόμα, για το ποιανού τα σκυλιά είναι πιο θαρραλέα και πιο επιθετικά – Σε τέτοιο περιβάλλον ζούσαμε τέτοια θέματα συζητάγαμε.

Κι’ ενώ συνέβαιναν όλ’ αυτά, ακούμε, για μια στιγμή, το Μήτσιο τ’ Σκαραίων να λέει: Ρε σεις παιδιά! για κοιτάτε κάτι ρεβίθια που έχει η Μασιαβέταινα! Κι’ έδειξε το χωράφι, που ήταν λίγο πιο πάνω προς την κατεύθυνση του Αη Στάθη. Πραγματικά ήταν κατατρύφερα κι’ ένα μπόί ψηλά, που λέει ο λόγος. Σκέτο μπερεκέτι. Κείνη τη χρονιά η Άνοιξη ήταν βροχερή και τα πολλά νερά που πέσανε, βοήθησαν τα σπαρτά να μεγαλώσουν και να κάνουν περισσότερο καρπό. Ήταν, το δίχως άλλο, ένα δώρο στους πεινασμένους Έλληνες, που υπέφεραν από την πείνα κι’ από τη στέρηση, λόγω της κατοχής της χώρας μας από τους φασίστες και τους Ούννους του Χίτλερ.

Τι ήταν ο ευλογημένος να μας το επισημάνει. Τα κοιτάγαμε και ο πειρασμός φώλιαζε για καλά μέσα στην ψυχή μας, σαν ανήμερο θηρίο. Δεν έφευγε από τα ρεβίθια ούτε η σκέψη μα ούτε και το βλέμμα μας. Άρχισαν να τρέχουν τα σάλια μας, άλλά έλα που στη μέση ήταν και η Μασιαβέταινα! Πολύ τη λογαριάζαμε αυτή τη γυναίκα, γιατί δεν έφτανε που ήταν καχύποπτη και πονηρή, μας φόβιζε από πάνω και το γεγονός, πως δε θα δίσταζε να πάρει καμιά ματσούκα και νά’ ρθει να μας ρέψει στο ξύλο. Οι μεγαλύτεροι λέγανε, πως ήταν ίδιος ο πατέρας της, ο Νικολακάκος. Ο Γερο-Μασιαβέτας, ο άντρας της, ήταν βολικός και καλόγνωμος άνθρωπος. Δύο κουβέντες να έλεγες στον Μπαρμπα-Θανάση και το ζήτημα έληγε αμέσως. Σ’ αυτή όμως δεν χωράγανε δικαιολογίες, ούτε ψέματα, ούτε τίποτα από όλα αυτά. Κατευθείαν χτύπαγε στο σταυρό κι’ από κει και πέρα όποιον πάρει ο χάρος.

Είναι αλήθεια, πως κάναμε συμβούλιο. Ο καθένας είπε την άποψή του. Τα ρεβίθια τα θέλαμε όσο τίποτ’ άλλο, αλλά, δυστυχώς, δε μπορούσαμε να βρούμε λύση. Οι μακαρίτες, ο Αριστείδης και ο Μήτσιος, είχανε σοβαρές επιφυλάξεις. Ο Αριστείδης φοβόταν τον πατέρα του, που σε θέματα ηθικής τάξεως ήταν απελπιστικά αυστηρός και δεν έπαιρνε από κουβέντες. Ετσι και του λέγανε, πως το παιδί του έκλεψε ρεβίθια, ήταν σε θέση να το λειώσει στο ξύλο. Πάει! Σ’ αυτό το σημείο ο Αποστολονίκος άφησε εποχή. Και μπράβο του. Ο Μήτσιος πάλι, μολονότι τα λιγουρευότανε τα τσέτσια (έτσι μάθαμε να τα λέμε τα ρεβίθια από τους Ιταλούς) δεν είχε το κουράγιο να κάνει το μεγάλο τόλμημα. Το φάντασμα της Μασιαβέταινας του έκοβε τα ήπατα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι, που είπε: Ρε παιδιά καλά είναι τα ρεβίθια, αλλά σκέφτεσθε να ξεμυτίσει από καμιά μεριά η Μασιαβέταινα; πάμε χαμένοι. Θα μας ξεσβερκώσει. Δεν έχουμε σωτηρία.

Έμεινε λοιπόν να εκφράσω την άποψή μου κι’ εγώ. Προτού όμως σας πω τι είπα, σωστό είναι να πληροφορήσω τους αναγνώστες, πως μου άρεσε να το παίζω και λίγο παλικαράς. Οχι, πως δε φοβόμουν τη Μασιαβέταινα. Κάθε άλλο. Τη φοβόμουν και την παραφοβόμουν, αλλά να ήθελα να φανώ στα μάτια των φίλων μου, ότι είμαι και αντράκι και πως τη Μασιαβέταινα και κάθε Μασιαβέταινα την έγραφα στα παλιά μου τα παπούτσια, που κείνη την εποχή, ο δόλιος, ούτε που ήξερα τι λογής είναι – Γουρονοτσάρουχο και πάλι γουρουνοτσάρουχο!

-Άντε ρε! Είστε φοβητσιάρηδες, τους είπα. Είστε χέστηδες. Σας έκανε η Μασιαβέταινα να νοιώθετε σα γυναίκες!
-Καλά Γιώργο, είπε ο Μήτσιος. Να ιδώ τι θα κάνεις άμα τη δεις με κανα πάλιουρα(9) στο χέρι να σε κυνηγάει. Τότε να δούμε αν είμαστε χέστηδες και γυναίκες…

Τους είχα πληγώσει με τους χαρακτηρισμούς μου και ο Μήτσιος δεν άντεξε την προσβολή. Ο Αριστείδης απλά έκαμε μια γκριμάτσα και δεν είπε τίποτα. Όμως εγώ, με τις μεγαλοστομίες μου, είχα εκτεθεί ανεπανόρθωτα στα μάτια τους. Κατ’ ανάγκην έπρεπε να δράσω, όχι τόσο για να κλέψω τα ρεβίθια όσο, κυρίως, να τους δείξω, ότι δεν φοβάμαι και δεν είμαι σαν κι’ αυτούς.

Αμ’ έπος, λοιπόν, αμ’ έργον. Δεν χάνω καιρό και μια και δυο, ο καλός σου, ίσια στο χωράφι της Μασιαβέταινας. Έβγαλα, θυμάμαι, μια μεγάλη αγκαλιά ρεβίθια κατατρύφερα και λαχταριστά. Κι’ όταν τα πήγα στον πλάτανο, όπου περίμεναν οι άλλοι, τα πέταξα χάνω και με ύφος θριαμβευτή τους είπα: Να ρε! Φάτε να τα ξελαχταρίσετε. Δεν κοιτάτε τι βιός έχει το χωράφι; Θα ζημιωθεί η στριμμένη από μια χεριά ρεβίθια, που πέφτει στον καθένα μας; Άντε ρε σεις! Μην τη λαβαίνετε υπόψη…

-Θα τα φάμε και θα μας φάνε, πρόσθεσε ο Αριστείδης, που, εν τω μεταξύ, ήταν πολύ σκεφτικός. Ίσως το φόβητρο, ο πατέρας του, όπως σας είπα, τον είχε κάνει διστακτικό. Και είχε δίκαιο. Τελικά δεν το γλίτωσε το ξύλο. Έφαγε κι’ αυτός της χρονιάς από τον πατέρα του, όπως, καλή ώρα, κι΄ εγώ από τη μάνα μου. Αφού, ύστερα από λίγες μέρες, που ξανασμίξαμε, μου είπε: Το φαρμάκι δεν τρώγαμε καλύτερα παρά τα ρεβίθια της … Μας πήρες στο λαιμό σου!

Να μη σας πολυλογώ και για να γυρίσουμε πάλι στα ρεβίθια, πέσαμε με τα μούτρα και τα καταβροχθίσαμε, λες και είμαστε θεονήστικοι. Ο Μήτσιος, Θεός σχωρέστονε, που ήταν και λιγάκι φαγανός, κατά πως έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του, έφαγε τα περισσότερα. Τα απολαμβάναμε, ενώ συγχρόνως το σκουλήκι κάποιου ενστικτώδους φόβου μας ροκάνιζε, τα σωθικά. Εγώ έλεγα, έτσι για να διαλύσω την αγωνία μας, ενώ κατά βάθος δεν το πίστευα, πως η Μασιαβέταινα μεσημέρι ήταν και σίγουρα θα κοιμόταν, οπότε δεν θα μας είδε.

Λογαριάζαμε όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Η Μασιαβέταινα μας είδε και μας παραείδε. Από το σπίτι της, απ’ όπου είχε και καλή θέα, μας παρακολούθησε και είδε την εφόρμηση, που έκανα εναντίον των ρεβιθιών της κι‘ από  κει και πέρα, όπως ήταν φυσικό, έδρασε αναλόγως.

Εκεί που καθόμασταν στον ίσκιο κι’ ενώ είχαμε κυριολεκτικά μαδήσει τις ρεβιθιές, κοιτάμε να ξεφυτρώνει σαν φάντης μπαστούνης η Μασιαβέταινα, κρατώντας μια φορτωτήρα(10).

Αχ τι λαχτάρα ήταν εκείνη!! Παγώσαμε κι ο ένας κοίταζε τον άλλον, χωρίς να λέμε λέξη. Και η Μασιαβέταινα όλο και πλησίαζε προς τον πλάτανο. Κιτρινίσαμε σαν τα λεμόνια. Αν κάποιος μας χάραζε εκείνη τη στιγμή δεν θα έτρεχε αίμα από πάνω μας, αλλά, ποιος ξέρει, κάποιο κίτρινο υγρό.

Στη δυσκολότερη θέση ήμουν εγώ. Είπα μέσα μου: Γιώργο ετοιμάσου τώρα να χορέψεις το χορό της αρκούδας. Κι’ όσο έβλεπα να πλησιάζει με τη φορτωτήρα, η καρδιά μου χτύπαγε σα χαλασμένο ξυπνητήρι. Σκέφθηκα πως ως εδώ ήταν το αντριλίκι μου και οι παλικαριές. Θα με κάνει τώρα η Μασιαβέταινα κατάμαυρο στο ξύλο.

Μας πλησίασε. Νεκρική σιγή. Σχεδόν δεν ανασαίναμε. Παραδόξως και πέρα από κάθε ελπίδα, ήταν ήρεμη. Μας χαιρέτησε και χωρίς να χάσει καιρό ρώτησε:
-Ποιος έβγαλε τα ρεβίθια;
-Εγώ, της είπα με φωνή, που μόλις ακουγόταν και έσκυψα το κεφάλι παραμένοντας αμίλητος. Τα σημάδια της ενοχής μου ολοφάνερα.
-Γιατί; Πρόσθεσε.
Τι να απαντήσω; Κείνη τη στιγμή είχα θολώσει. Δε μπορούσα να πω ούτε την παραμικρή λέξη. Απλώς περίμενα να ακολουθήσει το μοιραίο.
-Γιώργο, σε ρωτάω: Γιατί τα ’βγαλες τα ρεβίθια;
-Ρε θεια τά ‘βγαλα. Πάει. Το κακό έγινε. Όμως θα πω στη μάνα μου να σου δώσει ένα δεμάτι ξερά ρεβίθια. Τι άλλο θες να κάνω;

Μ’ αφήνει εμένα και απευθύνεται στον Αριστείδη και στο Μήτσιο:
-Εσείς ρε! Γιατί τα φάγατε;
Και οι δυο κοκάλωσαν. Δεν βγάλανε άχνα από το στόμα τους. Όμως η Μασιαβέταινα επέμεινε:
-Πέστε, ρε σεις, γιατί τα φάγατε;
Και πάλι οι δυστυχείς φίλοι μου δεν είπανε κουβέντα, όμως εμένα η στάση της, που αλλιώς την περίμενα κι’ αλλιώς μας παρουσιάσθηκε, μου έδωσε λίγο κουράγιο, οπότε σα βρεγμένη γάτα της ξαναλέγω:
-Θεια Θυμία σου είπα: Το κακό έγινε. Τι άλλο να σου πούμε; Δε σου αρκεί που θα πω στη μάνα μου να σου δώσει ένα δεμάτι;
-Θα το πεις;
-Θα το πω.
-Καλά. Θα περιμένω κι’ αλίμονο σου, αν δεν το πεις κακομοίρη μου. Τη βλέπεις τη φορτωτήρα; Μ’ αυτή θα σου σπάσω το κεφάλι και θα σε κοψομεσιάσω σα φίδι.

Ω τι ευτυχία!!! Μόλις απόσωσε την κουβέντα της μας άφησε και γύρισε πίσω στο χωριό. Μας φάνηκε απίστευτο. Μας φάνηκε σα θαύμα. Ο Αριστείδης κι’ ο Μήτσιος κατόπιν με πέρασαν από δικαστήριο. Μου ψάλλανε τον αναβαλλόμενο. Ο Αριστείδης μάλιστα, κάπως χαιρέκακα, με ρώτησε: Γιωργάκη που ήταν η παλληκαριά σου μπροστά στη Μασιαβέταινα; Ποιος είναι ο χέστης κι’ ο φοβητσιάρης; Ο Μήτσιος απ’ την άλλη, κάπως θυμόσοφα, μονολόγησε: Μωρέ αφού γλιτώσαμε το ξύλο να μην το πούμε ούτε στον Παπά! Αμάν! Όταν την είδα είπα: Πάει. Τώρα θα μας κάνει μπλε -μαρέ στο ξύλο!

Η ποινή μου επιβλήθηκε από τη μάνα μου. Τη βρήκε η Μασιαβέταινα κι’ ούτε λίγο, ούτε πολύ της ζήτησε το δεμάτι τα ξερά ρεβίθια. Τι να κάνει η φτωχή; Της τα έδωσε, αφού εν τω μεταξύ μου έδωσε, όπως πολλές φορές ως τώρα το ανάφερα, ένα ξεγυρισμένο μπερτάχι μ’ ένα φουρνόξυλο, που βρήκε πρόχειρο μπροστά της. Πέρασαν, τόσα χρόνια από τότε κι’ ακόμα το θυμάμαι. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Την ίδια τύχη κι’ ίσως και χειρότερη είχε κι’ ο Αριστείδης. Ο Αποστολονίκος τον χειροτόνησε για τα καλά κι’ ο άμοιρος, για να πούμε την αλήθεια, δεν έφταιγε σε τίποτα. Ο Μήτσιος τη γλίτωσε τη χειροτονία. Οι Σκαραίοι και ειδικά ο Σκαροπαναϊώτης, ήταν πιο ελαστικοί και πιο συγκαταβατικοί άνθρωποι. Όμως κι’ αυτός χτυποκάρδισε γιατί φοβόταν το χειρότερο.

Ο αναγνώστης στο σημείο αυτό κάλλιστα μπορεί να διερωτηθεί: Μα ήσασταν τρία παιδιά και φοβόσασταν μία γυναίκα; Ολότελα άψυχα ήσασταν; Ναι! Ήμασταν τρεις, αλλά σχολιαρόπαιδα, δώδεκα χρονών κι’ η Μασιαβέταινα δεν αστειευόταν! Ήταν, αλήθεια, σκληρή γυναίκα και δεν άφηνε να κάτσει μύγα στο σπαθί της.

Αυτή η διήγηση είναι ένα μνημόσυνο και στους τρεις πρωταγωνιστές που, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στη ζωή. Οι δύο, ο Αριστείδης κι’ ο Μήτσιος, φύγανε νωρίς και νέοι. Κι’ αυτό σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα, ήταν άδικο. Η θεια Θυμία, η Μασιαβέταινα, εγκατέλειψε τη ματαιότητα πλήρης ημερών. Ήθελα να ζούσε κι’ απ’ αυτήν εδώ τη θέση θα της έγραφα: Είχες δίκαιο. Την περιουσία σου υπερασπιζόσουν. Άλλο, που εμείς και ειδικά εγώ, όντας μικροί κι’ ανώριμοι, σε είχαμε παρεξηγήσει. Και τώρα που μεγάλωσα κι’ ασπρίσανε τα μαλλιά μου, σου χρωστάω ένα ευχαριστώ. Όχι για τα ρεβίθια που σου φάγαμε, αλλά για το ότι δε χρησιμοποίησες τη φορτωτήρα!

 


(1) Είναι η αείμνηστη μητέρα του Στάθη Τζουβάρα
(2) Είναι ο αείμνηστος Νικόλαος Αποστολόπουλος
(3) Είναι ο αείμνηστος Παναγιώτης Αποστολόπουλος, γαμπρός της οικογένειας Σκαρή
(4) ζα= τα ζώα, εννοούνται μουλάρι, γαϊδούρι, άλογο
(5) μανάρια= κατσίκες, οικόσιτες κατσίκες και όχι σε κοπάδι για το γάλα της οικογένειας
(6) μανάρες= το ίδιο, όπως μανάρια
(7) ένα είδος αγκάθι που ωστόσο το νοστιμεύονται οι κατσίκες
(8) Η τοποθεσία του πλάτανου ευρίσκεται κοντά στο σημείο συμβολής του Βαθυρέματος με το Γατόρεμα προς την πλευρά του Αη-Στάθη.
(9) Παλιούρι, αγκαθωτό και σκληρό λεπτό ξύλο που υπάρχει σε πολλά σημεία του χωριού
(10)φορτωτήρα=  ξύλο μακρύ και γερό μήκους περίπου 1, 5 μέτρων που χρησίμευε για το «φόρτωμα» με καυσόξυλα των ζώων στο σαμάρι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *