Παρουσίαση: Βίκτωρ Σαμπώ, από το Παλαιοχώρι Δωριέων.
Η μεγάλη οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας αποτελεί εύλογη αφορμή για να ασχολούμαστε τελευταία, πολύ περισσότερο, με τα κακώς κείμενα της δημόσιας ζωής του τόπου. Σε αυτό συντελεί ασφαλώς και η απόφαση της Βουλής να προχωρήσει στη συγκρότηση πολλών εξεταστικών επιτροπών που θα διερευνήσουν τα «σκάνδαλα» τα οποία ταλανίζουν τον δημόσιο βίο της χώρας. Είναι κοινός τόπος ότι η κρατική μηχανή εδώ και καιρό είναι διαβρωμένη. Ωστόσο η διαπίστωση αυτή, όσο δεν είχε άμεση επίπτωση… στο πορτοφόλι και στην καλοπέρασή μας, δεν μας άγγιζε ιδιαίτερα. Αρκούμασταν απλώς να επισημαίνουμε τα κακώς κείμενα ή έστω να τα στηλιτεύουμε σε ακαδημαϊκού χαρακτήρα συζητήσεις.
Ήταν προφανές ότι ορισμένοι αξιωματούχοι του τόπου οδηγούσαν το σκάφος της πολιτείας… σε επικίνδυνες ξέρες, με το να εμπλέκονται οι ίδιοι (ή οι… παρατρεχάμενοί τους) σε ποικίλες ατασθαλίες (οικονομικές και άλλες), με το να καταβαραθρώνουν την αξιοκρατία και να τοποθετούν σε δημόσιες θέσεις και επιτροπές άσχετα (ή τα λιγότερο σχετικά) πρόσωπα, με το να ανάγουν το ρουσφέτι σε… επιστήμη, με το να υποθάλπουν τη διαφθορά, με το να μην εφαρμόζουν δικαστικές αποφάσεις, με το να αμνηστεύουν τους παρανομούντες, με… με… με…
Παρά ταύτα κανένα αποτελεσματικό μέτρο δεν πάρθηκε για τον περιορισμό του κακού. Ως λαός μάλιστα δίναμε την εντύπωση ότι είχαμε συμβιβαστεί με όλα αυτά τα απίθανα που συνέβαιναν γύρω μας και τα οποία συν τω χρόνω τα αντιμετωπίζαμε και ως κάτι σχεδόν φυσιολογικό. Κάποιοι άλλωστε βολεύονταν από όλο αυτό το «μπάχαλο» καθώς καιροφυλακτούσαν κάτι να κερδίσουν και οι ίδιοι: ένα κοκαλάκι με λίγο μεδούλι (π.χ. έναν διορισμό στο Δημόσιο κάποιου δικού τους προσώπου) ή και ένα ολόκληρο ψητό (π.χ. κάποια δασική έκταση ή μερικά εκατομμύρια ΕCU).
Οι οικονομικές κρίσεις και μάλιστα αντάμα με τη διαφθορά δεν αποτελούν βέβαια αποκλειστικό φαινόμενο των καιρών μας. Απαντώνταν και στην αρχαιότητα. Γνωστή, π.χ., είναι η οικονομική κρίση που έπληξε τους Αθηναίους για μεγάλο μέρος του 4ου αι. π. Χ. Οι αρχές της ανάγονται στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (403 π. Χ.), που βρήκε την Αθήνα ηττημένη και εξαθλιωμένη. Αξίζει να επισημανθεί ότι κάποια γνωρίσματα της κρίσης αυτής είναι πολύ οικεία και στις μέρες μας. Και τότε οι πλούσιοι έγιναν λιγότεροι και πλουσιότεροι και οι φτωχοί περισσότεροι και φτωχότεροι. Και τότε ο πληθυσμός, κατά ένα μεγάλο μέρος, είχε εγκαταλείψει την ύπαιθρο και είχε αναζητήσει τα μέσα επιβίωσής του στην πόλη.
Ωστόσο η έλλειψη εργασίας, σε συνδυασμό και με τη γνωστή αντιπάθεια των Αθηναίων για τις χειρωνακτικές εργασίες, είχε ως επακόλουθο όλοι να προσβλέπουν στον κρατικό κορβανά και να αναζητούν, με κάθε μέσο, έναν μισθό ή κάποιο βοήθημα. Τον πλούτο της πολιτείας τον είχε αντικαταστήσει ο πλούτος μιας μικρής μειοψηφίας που ζούσε ενίοτε και με επιδεικτική πολυτέλεια. Πολιτικοί άνδρες αποκτούσαν περισσότερο πλούτο, που προερχόταν φυσικά και από «λαδώματα», ενώ οι επιλήψιμες πράξεις τους έμεναν συχνά ατιμώρητες. Χαρακτηριστικά είναι όσα είπε ο Δημοσθένης στους Αθηναίους, σε έναν λόγο του που εκφώνησε το 352 π. Χ. Ανάμεσα στα άλλα τούς υπενθύμισε ότι τώρα δεν τιμωρούν όσους ζημιώνουν την πατρίδα, ενώ τον 5ο αι. δεν δίστασαν να καταδικάσουν πολιτικούς άνδρες του αναστήματος ενός Θεμιστοκλή και ενός Κίμωνα μόλις αντιλήφθηκαν ότι αυτοί, παρασυρμένοι από την αλαζονεία της εξουσίας, προέβαιναν σε κολάσιμες πράξεις. Τους επισήμανε ότι, αν και επρόκειτο για μεγάλους πολιτικούς που αποδεδειγμένα είχαν ωφελήσει την πόλη τους («χρηστούς μεν όντας ετίμων»), δεν επέτρεψαν να παραμείνουν ατιμώρητοι («αδικείν δ΄ επιχειρούσιν ουκ επέτρεπον»). Και συνέχισε: «Πράγματι, τότε η πόλη ήταν πλούσια και λαμπρή, σε ιδιωτικό όμως επίπεδο κανένας δεν υπερείχε από τους πολλούς. Και ιδού η απόδειξη: αν κανείς από σας ξέρει πώς ήταν το σπίτι του Θεμιστοκλή ή του Μιλτιάδη και των άλλων σπουδαίων ανδρών της εποχής εκείνης, μπορεί να δει ότι δεν ήταν καθόλου πιο εντυπωσιακό από τα σπίτια των απλών ανθρώπων, ενώ τα οικοδομήματα της πόλης και τα δημόσια έργα ήταν τόσο μεγαλοπρεπή και τόσο ωραία ώστε δεν υπάρχει πιθανότητα να ξεπεραστούν ποτέ στο μέλλον… Σήμερα όμως οι πολιτικοί έχουν τόσο μεγάλη περιουσία ώστε μερικοί από αυτούς έχουν κατασκευάσει σπίτια πιο μεγαλοπρεπή από πολλά δημόσια οικοδομήματα, και μερικοί άλλοι έχουν αγοράσει περισσότερη γη από όλους μαζί εσάς που βρίσκεστε στο δικαστήριο…. Εκείνα τα χρόνια ο Αριστείδης, ο οποίος είχε λάβει πλήρη εξουσιοδότηση να καθορίσει τους φόρους, δεν έγινε ούτε κατά μία δραχμή πλουσιότερος και όταν πέθανε τον έθαψε η πόλη με έξοδά της. Όποτε χρειαζόμασταν κάτι, υπήρχαν περισσότερα χρήματα στο δημόσιο ταμείο από ό,τι είχαν όλοι οι Έλληνες… Τώρα όμως αυτοί που διαχειρίζονται τις υποθέσεις της πόλης έχουν γίνει από φτωχοί πλούσιοι και έχουν μαζέψει για να τρώνε καλά επί πολλά χρόνια. Εσείς όμως… αν χρειαστεί να κάνετε κάτι, δεν έχετε τα μέσα να το πράξετε. Γιατί εκείνα τα χρόνια ο λαός ήταν κύριος των πολιτικών, ενώ τώρα είναι υπηρέτης τους» (μτφρ. Τ. Κουκουλιού).
ΦτΣ 117