Ιερωμένοι στην Εθνική Αντίσταση

FtS100

Για τη θέση των ιερωμένων στις μεγάλες στιγμές του Έθνους έχουν γραφτεί πολλά και αντικρουόμενα μεταξύ τους. Ανάλογα με το πρίσμα που οι συγγραφείς προσεγγίζουν το θέμα, δίνουν την δική τους υποκειμενική θεώρηση. Κατά μία εκδοχή εμφανίζονται ιερωμένοι με πλήρη ταύτιση προς τους στόχους και πόθους του γένους μας και κατά την άλλη –αντίθετη εκδοχή- εμφανίζονται αποστασιοποιούμενοι, ουδέτεροι ή και πολέμιοι των εθνικών μας στόχων. Και μόνο το γεγονός ότι έχουν γραφτεί αντικρουόμενες εκδοχές και παραδείγματα μας αφήνουν να αντιληφθούμε ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Αυτά τα παραδείγματα απαντώνται στις μεγάλες στιγμές της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας του ’21 με τον Παπαφλέσσα ή το Διάκο ή τον Ησαΐα Σαλώνων από τη μία πλευρά, αλλά και τους μεγαλόσχημους του Πατριαρχείου που έσπευδαν να αποκηρύξουν κάθε προσπάθεια ανάκτησης της ελευθερίας των Ελλήνων.

[Αρχιμανδρίτης Αγαθόνικος Καρούζος]

Παρόμοιες εμπειρίες καταγράφονται στην πρόσφατη περιπέτεια της πατρίδας μας με την απριλιανή στρατιωτική δικτατορία του ’67 με ιερωμένους που πλησίασαν και συνεργάσθηκαν με τους δικτάτορες που ταλαιπώρησαν τον Ελληνικό Λαό, ενώ δεν έλειψαν και τα φωτεινά παραδείγματα κληρικών που στάθηκαν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου λαού. Φωτεινό παράδειγμα, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος.

Εξετάζοντας την συμμετοχή των κληρικών στην Εθνική μας Αντίσταση στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της τριπλής Ιταλο-γερμανο-βουλγαρικής κατοχής, παρατηρούμε ότι η συμμετοχή του Κλήρου στην Εθνική Αντίσταση είναι ευρεία και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα της Ιεραρχίας, ενώ οι συνεργασθέντες με τον κατακτητή αποτελούν μειοψηφία.

Στη δική μας περιοχή της Ρούμελης έχουμε να αναφέρουμε τον Πατέρα Ανυπόμονο, Αρχιμανδρίτη Γερμανό Δημάκο, τον Ηγούμενο στην Ιερά Μονή Αγάθωνος που στάθηκε δίπλα στον Άρη σαν στρατιωτικός ιερέας και στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Πρόσφατα μας άφησε για το μεγάλο ταξίδι και αναφερθήκαμε μέσα από τη ΦτΣ στον τιμημένο ιερωμένο και αγωνιστή.

Είχαμε ακούσει για πολλούς ακόμη ρασοφόρους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και ιδιαίτερα για τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Προφήτη Ηλία Παρνασσού, Αρχιμανδρίτη Αγαθόνικο Καρούζο. Για καλή μας τύχη λάβαμε μόλις πρόσφατα ένα βιβλίο πολύ καλογραμμένο από τον αγωνιστή Ιωάννη Βούζα – Λαδιά από τη Φωκίδα [Αρκαδίου 38, 155 62, Χολαργός – Αθήνα 2008, ιδιωτική έκδοση ISBN: 978-960-930502, Μορφές Μαρτύρων Αγωνιστών, Αρχιμανδρίτης Αγαθόνικος Καρούζος]

Άνθρωπος με μεγάλο πνευματικό εκτόπισμα και μόρφωση ο θεοσεβής Ηγούμενος Αγαθόνικος –κατά κόσμον Αριστομένης Καρούζος- υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα στο χώρο της ιεροσύνης με έργο σημαντικό και μάλιστα πέρα από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, όπως στη διοίκηση και διαχείριση της Μονής, την ιστορική έρευνα και τεκμηρίωση για το Μοναστήρι, αλλά και τα ευρύτερα πεδία του πολιτισμού. Ήταν φυσικό να έχει αποδοχή και ευμενή απήχηση στην τοπική και την πιο πλατιά κοινωνία. Ιδιαίτερη ήταν η φιλία του με τον μεγάλο μας ποιητή της Εθνικής Αντίστασης, τον Άγγελο Σικελιανό, τον εμπνευστή των Δελφικών Εορτών, καθώς και με την σύζυγό του διαπρεπή επίσης διανοούμενη, καλλιτέχνιδα και ηθοποιό, Εύα Πάλμερ.

Υπό την καθοδήγηση του Αγαθόνικου, το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στον Παρνασσό έγινε στην περίοδο της κατοχής κρησφύγετο, σταθμός περίθαλψης και τροφοδότης των ανταρτών του Παρνασσού.

Οι καταδότες. δυστυχώς και οι διάφοροι συντοπίτες –ευτυχώς ελάχιστοι- που προτίμησαν να τα’ χουν καλά με τους κατακτητές, υπήρξαν μοιραίοι για τον Αγαθόνικο που έδωσε την ίδια του τη ζωή στο βωμό για τη λευτεριά της Πατρίδας. Η στάση του προϊσταμένου του Μητροπολίτη Άμφισσας Αθανασίου Παρίση, που –όπως αποδεικνύεται- τίποτα δεν διδάχθηκε από τον προκάτοχό του Ησαΐα Σαλώνων- μας δείχνει την άλλη, τη ζοφερή πλευρά του νομίσματος.

Να αφήσουμε, όμως, καλύτερα τον αγαπητό κ. Γιάννη Βούζα, να μας μιλήσει μέσα από το νέο βιβλίο του για το ιστορικό της εκτέλεσης του Αγαθόνικου:

***
20.02.1943

Η αναφορά στις προσωπικές μαρτυρίες των συγγενών του γράφοντος που τυχαίνει μακρινός συγγενής του Αγαθόνικου και έζησε από κοντά τα γεγονότα της δολοφονίας του, καθώς και τα ενθυμήματα πολλών άλλων συντοπιτών μας και μοναχών του Μοναστηριού, που προφορικά αντάλλασσαν τις ενθυμήσεις τους για τα γεγονότα με τους συγγενείς του ηγουμένου για πολλά χρόνια, περιγράφονται παρακάτω και αφορούν στα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν τόσο κατά τη σύλληψη και κράτηση του Αγαθόνικου, όσο και κατά την εκτέλεσή του απ’ τους Ιταλούς φασίστες και αποτελούν τον κύριο σκοπό της συγγραφής του γραπτού τούτου. Οι μαρτυρίες είναι πρωτογενείς και αντικειμενικές και η μνημόνευσή τους μετά εξηκονταετίαν και πλέον, συμπληρώνουν τα παραλειπόμενα των όσων σχετικά με την εκτέλεση του Ηγουμένου της Ι. Μονής του Προφήτη Ηλία έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ενώ στοχεύουν στην ανάδειξη της πατριωτικής δράσης και της θυσίας του Αγαθόνικου που προερχόταν από τον ανώτερο κλήρο της Ορθοδοξίας και δολοφονήθηκε στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξης της Εθνικής Αντίστασης του ελληνικού λαού κατά της τριπλής κατοχής.

Το δράμα της εκτέλεσης του Αγαθόνικου έζησαν: ο αδελφός του Παναγιώτης Καρούζος, η σύζυγός του Αφροδίτη το γένος Φακή, τα τρία νεαρά παιδιά τους: η Βασιλική, ο Νίκος και η δεκάχρονη Χρυσούλα, οι συγγενείς του και όλος ο κόσμος της Φωκίδας, ιδιαίτερα της Άμφισσας.

Η Φωκίδα, όπως και το 70% των περιοχών της Ελλάδας, από την αρχή της κατοχής και μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας ελέγχονταν διοικητικά από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Στην Άμφισσα ήρθαν οι Ιταλοί το Μάη του ’42 και αντικατέστησαν τους Γερμανούς. Φρούραρχος των Ιταλών στην Άμφισσα, όταν εκτελέστηκε ο Αγαθόνικος, ήταν ο ταγματάρχης Βεντικουέρα.

Ο Ηγούμενος Αγαθόνικος υπήρξε όχι μόνον πνευματικός πατέρας, αλλά και η καρδιά του Μοναστηριού που χτυπούσε αδιάλειπτα για 40 χρόνια που διήρκησε η μοναστική ζωή του, μια ζωή αφιερωμένη στην Ορθοδοξία και στην πατρίδα. Ιδιαίτερα, όταν η σκλαβιά και τα δεινά της κατοχής άγγιξαν τα φυλλοκάρδια της ψυχής του, ο Αγαθόνικος, απ’ τους πρώτους υψηλόβαθμους της ιεροσύνης, συντάχθηκε με τον αγωνιζόμενο λαό, με την Εθνική Αντίσταση και δεν δίστασε να δώσει τη ζωή του στο βωμό της λευτεριάς της πατρίδας απ’ τους φασίστες κατακτητές.

Α’ τους πρώτους μήνες της κατοχής οι αντιστασιακές οργανώσεις και οι πρωτοπόροι αντάρτες του Παρνασσού βρήκαν στο Μοναστήρι φίλους, υποστηρικτές και οπαδούς με πρώτο τον Ηγούμενο Αγαθόνικο, που συνεργάσθηκε ανελλιπώς δραστήρια, παίρνοντας όλα τα ενδεικνυόμενα συνωμοτικά μέτρα λόγω της θέσης που κατείχε.. Το Μοναστήρι είχε γίνει το κρησφύγετο των ανταρτών του Παρνασσού. Ο Αγαθόνικος βοηθούσε τους αντάρτες με τρόφιμα και πληροφορίες για τα μέτρα και τη δράση των Ιταλών, που κάθε μέρα γινόταν πιο βίαιη και επικίνδυνη για όσους συμμετείχαν στις αντιστασιακές οργανώσεις. Τους παραχωρούσε περίθαλψη και στέγη πολλές φορές. Ο Αγαθόνικος παρ’ όλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε κείνα τα χρόνια, ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και να συμμετάσχει πιο δραστήρια στην Εθνική Αντίσταση και να αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις για την ανάπτυξη του αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας.. Όταν έμενε στην Άμφισσα στο σπίτι του αδελφού του, επισκεπτόταν συχνά το γειτονικό χωριό Αη Γιώργης και ερχόταν σε επαφή με τα στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων και των αντάρτικων ομάδων.

Η στάση του Μητροπολίτη Φωκίδας Αθανάσιου Παρίση απέναντι στην αναπτυσσόμενη ένοπλη αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των κατακτητών, ήταν αρνητική και αντίθετη από αυτή του Ηγουμένου Αγαθόνικου. Ο Μητροπολίτης, προφανώς, δεν συμμεριζόταν και δεν επιδοκίμαζε την ένοπλη δράση κατά των κατακτητών. Ο Μητροπολίτης απαιτούσε από τον Αγαθόνικο να σταματήσει τη βοήθειά του προς τους αντάρτες με πρόσχημα τη διαφύλαξη και προστασία του Μοναστηριού από τη μήνη των κατοχικών αρχών. Οι σχέσεις με αφορμή τη στάση του Αγαθόνικου απέναντι στην Εθνική Αντίσταση έπαιρναν μεταξύ της κεφαλής της Εκκλησίας στη Φωκίδα και του Ηγούμενου του Μοναστηριού κάθε μέρα που περνούσε χαρακτήρα αντιπαλότητας. Το κύρος και η λάμψη της προσωπικότητας του Αγαθόνικου, προφανώς και η αντιζηλία του Μητροπολίτη Άμφισσας, δεν ήταν άσχετα με τους λόγους που την κρίσιμη στιγμή οδήγησαν τον Μητροπολίτη να μην κάνει τίποτα για την αποτροπή της εκτέλεσης του Ηγουμένου Αγαθόνικου. Προφανώς, το τι συνέβαινε στο Μοναστήρι και ποια η στάση του Αγαθόνικου, έγιναν, από διάφορους διαύλους, γνωστά στις κατοχικές αρχές. Δεν έλλειπαν οι λιγοστοί μεν, ντόπιοι συνεργάτες και καταδότες των Ιταλών στην Άμφισσα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις και στα χωριά.

Ο Αγαθόνικος μη συμφωνώντας με τις παρεμβάσεις του Μητροπολίτη στο ζήτημα της ενεργού δράσης κατά των κατακτητών σε συνάρτηση και με τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, για να κερδίσει χρόνο ώσπου ν’ αποφασίσει την οριστική έξοδό του στο βουνό, υπέβαλε στον Μητροπολίτη δεύτερη αίτηση για παραίτηση από τα μοναχικά του καθήκοντα, η οποία έμεινε αναπάντητη. Ο Μητροπολίτης είχε απορρίψει το 1941 την πρώτη αίτηση παραίτησης του Αγαθόνικού. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν γρήγορα. Ο Μητροπολίτης ανέθεσε την ηγουμενία του Μοναστηριού στον μοναχό Παρθένιο. Ο Αγαθόνικος ήρθε στην Άμφισσα και έμενε στο σπίτι του αδελφού του. Και εξακολούθησε να επικοινωνεί με τις αντιστασιακές οργανώσεις. Οι κινήσεις και οι επαφές του Αγαθόνικου παρακολουθούνταν απ’ τους Ιταλούς συστηματικά πια.

Οι αντάρτες συνέχισαν, όπως πρώτα, να πηγαίνουν στο Μοναστήρι.. Απ’ το Μοναστήρι διέσχιζαν τον ελαιώνα, έβγαιναν πάνω απ’ το χωριό Σερνικάκι και Αη Γιώργης και περνούσαν στην Γκιόνα και αντίστροφα. Ήταν ο πιο σύντομος και σχετικά ασφαλής δίαυλος επικοινωνίας των ανταρτών μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.

Οι Ιταλοί πληροφορημένοι για τις κινήσεις των ανταρτών, έστελναν συχνά απόσπασμα να περιπολεί και να ενεδρεύει στην τοποθεσία Στενή, κάτω από το Μοναστήρι, στην πλαγιά του Παρνασσού πάνω από τον ελαιώνα, με σκοπό να παρεμποδίσουν το πέρασμα των ανταρτών από το Μοναστήρι προς τη Γκιόνα. Στις 17 Φλεβάρη του ’43 το Αρχηγείο Παρνασσίδας στη θέση Στενή, κάτω από το Μοναστήρι χτύπησε και συνέτριψε ιταλικό απόσπασμα. Σχετικά με τις απώλειες που υπέστησαν οι Ιταλοί στη μάχη στη Στενή αναφέρονται αντικρουόμενα στοιχεία.

Στο βιβλίο της Θάλειας Κρητικού αναφέρεται: «… όλοι οι Ιταλοί έπεσαν νεκροί … πλην ενός, που τραυματισμένος μεταφέρθηκε στη Μονή, για περίθαλψη από τους Μοναχούς». Ενώ στο βιβλίο του Γ.Ν. Κουτσοκλένη αναφέρεται: «Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν, το έβαλαν στα πόδια, -αφήνοντας εκεί και τον μοναδικό τραυματία της συμπλοκής- κι έφτασαν στην Άμφισσα τρέχοντας». Οι πληροφορίες που κυκλοφορούν ανάμεσα στον κόσμο μετά τα γεγονότα ήταν ότι το απόσπασμα εξοντώθηκε παντελώς, ενώ μοναδικός επιζήσας ήταν ένας τ5ραυματίας που περισυνέλεξαν οι μοναχοί και τον παρέδωσαν στους Ιταλούς όταν αυτοί επέδραμαν στο Μοναστήρι και το έκαψαν. Έτσι εξηγούνται και τα σκληρά αντίποινα των Ιταλών –να κάψουν το Μοναστήρι και να εκτελέσουν τον Ηγούμενο Αγαθόνικο.

Την ίδια μέρα της εξόντωσης του ιταλικού αποσπάσματος οι Ιταλοί συνέλαβαν τον Αγαθόνικο στο σπίτι του αδελφού του και προβήκανε σε συλλήψεις και άλλων υπόπτων πολιτών για συνεργασία με τους αντάρτες. Οι καταδότες των Ιταλών, ως τη μέρα που κρεμάσανε οι αντάρτες τους συνεργάτες τους πληροφοριοδότες, τη δασκάλα Σταμούλη και το γυρολόγο Καραμπασέα έξω από την Άμφισσα, δίνανε και πέρνανε με τους Ιταλούς. Δεν είχαν ακόμα νοιώσει για τα καλά το τιμωρό χέρι του αγωνιζόμενου λαού. Την επόμενη μέρα ισχυρές δυνάμεις Ιταλών, παίρνοντας μαζί τους τον Ηγούμενο έφθασαν στο Μοναστήρι, ενώ μικρό ιταλικό απόσπασμα έφτασε στον τόπο της μάχης και μάζεψε τους νεκρούς Ιταλούς στρατιώτες και κατά την επιδρομή συλλάμβανε όσους στο δρόμο του συναντούσε. ΟΙ αντάρτες μετά τη μάχη και την εξόντωση της περιπόλου είχαν απομακρυνθεί από το Μοναστήρι. Οι Ιταλοί επέδραμαν στο Μοναστήρι, το λεηλάτησαν και το έκαψαν. Πήραν ό,τι πολύτιμο βρήκανε, άδειασαν τα κελάρια του και μεθοκοπούσαν. Η λεηλασία και η φωτιά κατέστρεψαν πολλά από τα κειμήλια και τα βιβλία που βρίσκονταν στο Μοναστήρι. Ευτυχώς που το μένος και η βαρβαρότητα των Ιταλών δεν ξέσπασε και στην εκκλησία και δεν την κάψανε. Οι Ιταλοί επιστρέφοντας το βράδυ από το Μοναστήρι, πήραν μαζί τους και τον κρατούμενο Αγαθόνικο, τον έφεραν στην Άμφισσα και τον έκλεισαν στο παλιό Γιάγτζειο Γυμνάσιο σε ένα μικρό βοηθητικό δωμάτιο με ανεξάρτητη είσοδο που χρησίμευε ως πειθαρχείο και που βρισκόταν στο ισόγειο του δεξιού τμήματος του νεοκλασσικού κτιριακού συγκροτήματος. Στο παλιό γυμνάσιο ήταν καταυλισμένα τμήματα και η διοίκηση του ιταλικού συντάγματος της Άμφισσας.

Ο γράφων με τον αδερφό μου Περικλή, όντας μαθητές του γυμνασίου μη καταγόμενοι από την Άμφισσα, ενοικιάζαμε ένα δωμάτιο σε σπίτι που βρισκόταν απέναντι από το γυμνάσιο, στο δρόμο που πήγαινε προς τον Αλευρόμυλο και το Κοιμητήριο της Άμφισσας. Κείνη την ημέρα όλη η Άμφισσα ήταν αναστατωμένη από τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στο σπίτι που μέναμε οι Ιταλοί είχαν επιτάξει το κατώι και στάβλιζαν τα δύο άλογα, του Ιταλού συνταγματάρχη και του ιπποκόμου του.

Ο εγκλεισμός του Ηγούμενου στο παλιό γυμνάσιο, την Πέμπτη το βράδυ που επέστρεψαν οι Ιταλοί στην Άμφισσα μετά το κάψιμο του Μοναστηριού, μας έγινε αντιληπτός. Με λίγες λέξεις ιταλικές που ξέραμε προσπαθούσαμε να μάθουμε απ’ τον ιπποκόμο κάτι για τον Αγαθόνικο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πήγαμε αμέσως στο σπίτι του θείου μας Παναγιώτη Καρούζου, αδελφού του Αγαθόνικου που βρισκόταν σε καμιά ‘κατοστή μέτρα πιο πάνω απ’ το γυμνάσιο, στην οδό Ηφαίστου (Αλεξάνδρου Ξηρού) και τον ενημερώσαμε για όσα είχαμε δει. Όλη η οικογένεια του θείου ήταν ανήσυχη και τρομοκρατημένη, βίωνε τα γεγονότα που διαδραματίζονταν, ανήμπορη να επηρεάσει την εξέλιξή τους. Όλη την επομένη μέρα με τον αδελφό μου, απ’ το δωμάτιό μας, πίσω απ’ την κουρτίνα του παραθύρου, παρακολουθούσαμε την πόρτα του κελιού που κρατούσαν οι Ιταλοί τον Ηγούμενο και ενημερώναμε τους οικείους τους για ό,τι παρατηρούσαμε σχετικά με την κράτηση του Αγαθόνικου και τις ενέργειες των Ιταλών.

Η ιταλική διοίκηση ήταν αποφασισμένη να εμποδίσει την ανάπτυξη του αντιστασιακού ένοπλου κινήματος του ελληνικού λαού, που κάθε μέρα δυνάμωνε, με την τρομοκρατία και τις δολοφονίες. Οι Ιταλοί αποφάσισαν την εκτέλεση του Ηγούμενου, θεωρώντας τον κεντρικό και υπεύθυνο πρόσωπο στα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί και προμήνυαν δυναμική πια αναμέτρηση με την αναπτυσσόμενη ένοπλη αντίσταση στη Φωκίδα.

Η απόφαση για την εκτέλεση του Ηγούμενου έγινε γνωστή το Σάββατο το πρωί, 20 Φλεβάρη 1943. Η είδηση διαδόθηκε σε όλη την πόλη. Την είδηση πληροφορήθηκε και ο παπάς της εκκλησίας Ευαγγελίστριας της Άμφισσας, παπα-Αιμιλιανός. Ο κόσμος εμβρόντητος και αναστατωμένος περίμενε με αγωνία την τρομερή και μαύρη αυτή ώρα της εκτέλεσης του εκλεκτού κληρικού, Ηγούμενου Αγαθόνικου Καρούζου, λαμπρού Έλληνα πατριώτη. Όπως θυμούνται τα ανίψια του Ηγούμενου και οι συγγενείς, την κρίσιμη αυτή στιγμή η μητέρα τους –νύφη του Ηγούμενου, Αφροδίτη Καρούζου, το γένος Φακή, μαζί με το γιο της Νίκο σε συνεννόηση με το σύζυγό της Παναγιώτη Καρούζο, επισκέφθηκε το Μητροπολίτη Αθανάσιο για να ζητήσει την παρέμβασή του στις ιταλικές αρχές, ώστε να αποτραπεί τυχόν καταδίκη του Ηγούμενου στην εσχάτη των ποινών. Ο Μητροπολίτης έδειξε πως αγνοούσε τα διαδραματιζόμενα γεγονότα και όχι μόνον αυτό, αλλά δεν έκρυψε και τη δυσαρέσκεια του για τη στάση του Ηγούμενου Αγαθόνικου. Έτσι μετέφερε στην οικογένειά της απογοητευμένη η νύφη του Ηγούμενου, το αποτέλεσμα της συνάντησής της με τον Αθανάσιο. Ο Δεσπότης Αθανάσιος την περίοδο της κατοχής είχε δραστήρια συμμετοχή στα δρώμενα στη Φωκίδα. Το γεγονός αυτό δείχνει πως ο Αθανάσιος μπορούσε να κάνει αυτό που δεν έκανε παρ’ όλο που του ζητήθηκε, να παρέμβει στις ιταλικές αρχές για να αποφευχθεί η εκτέλεση του Αγαθόνικου.

Ας σημειωθεί, ότι ο Δεσπότης Αθανάσιος ήταν εκείνος, που μαζί με άλλους παράγοντες της Άμφισσας επενέβη αποφασιστικά στις ιταλικές κατοχικές αρχές και διεσώθη ο Φώτης Τσίγκας –σημαίνων στέλεχος του ΕΑΜ Φωκίδας.

Οι υποψίες των Ιταλών στράφηκαν και κατά του Παναγιώτη Καρούζου, του αδελφού του Αγαθόνικου. Η οικογένειά του και οι συγγενείς αγωνιούσαν για την τύχη του, που κρεμόταν από μια κλωστή.

Η στάση του Δεσπότη Αθανάσιου κατά τη σύλληψη, κράτηση και εκτέλεση του Αγαθόνικου ήταν αρνητική και προφανώς εκπορευόταν τόσο από την αντιζηλία του προς την προσωπικότητα του Αγαθόνικου, όσο και από την αντιπάθειά του προς την εξελισσόμενη ένοπλη Εθνική Αντίσταση του ελληνικού λαού ενάντια στον κατακτητή.

Ο παπα-Αιμιλιανός μαζί με τον 14χρονο ανιψιό του Ηγούμενου, Νίκο Καρούζο, έσπευσε κι αυτός στον Μητροπολίτη, ελπίζοντας πως κάτι θα μπορούσαν μαζί να κάνουν για να σωθεί ο Ηγούμενος, μάταια όμως. Δεν έγινε ποτέ γνωστό τι ειπώθηκε στην συνάντηση αυτή. Η Θάλεια Κρητικού στο βιβλίο της αναφέρει σχετικά: «Δεν γνωρίζομεν αν η καταδικαστική απόφαση είχεν ανακοινωθεί προηγουμένως στο Μητροπολίτη και γιατί έδειξε να την αγνοεί! Ούτε αν πριν ή μετά τη συνάντηση αυτή με τον παπα-Αιμιλιανό, έκανε κάποια κίνηση, για να απαλλάξει της κατηγορίας τον Αγαθόνικο ή τουλάχιστον να εμποδίσει την άμεση εκτέλεση».

Σε τέτοιες στιγμές η ελπίδα συνεχίζει να ζει και παροτρύνει σε ό,τι μπορεί να γίνει. Με τον αδελφό μου τον Περικλή παρακολουθούσαμε όλη την ημέρα με μεγάλη αγωνία την πόρτα του πειθαρχείου του παλιού γυμνασίου, όπου κρατούνταν ο Ηγούμενος, για να ειδοποιήσουμε, αν τον πάρουν απ’ το πειθαρχείο οι Ιταλοί, τους συγγενείς και τον κόσμο για να γίνει κάτι, τι; η Κακιά ώρα δεν άργησε νά ‘ρθει. Οι Ιταλοί, ενώ απελευθέρωσαν όσους κρατούμενους είχαν συλλάβει κατά την επιστροφή τους από το πυρπολημένο Μοναστήρι, πήραν από το κρατητήριο τον Ηγούμενο συνοδεία και τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης, έξω από το Κοιμητήριο της Άμφισσας. Στην Άμφισσα, εκτός από το ΕΑΜ, δραστηριοποιούτανε και η ΕΚΚΑ, καθώς και η νεολαιίστικη οργάνωση ΕΝΑΡ –Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης. Η ΕΝΑΡ υπήρξε μία από τις νεολαιίστικες οργανώσεις που συνενώθηκαν και συγκροτήθηκε η ΕΠΟΝ στις 23 Φλεβάρη 1943. Οι κάτοικοι της Άμφισσας πληροφορούμενοι το τι είχε συμβεί, καθώς και οι αντιστασιακές οργανώσεις, κινητοποίησαν τα μέλη τους και κόσμος άρχισε να μαζεύεται και να ακολουθεί μέσα στο λόγγο σε απόσταση τους δήμιους, που οδηγούσαν τον Ηγούμενο προς το νεκροταφείο στον τόπο της εκτέλεσης, που βρισκόταν μέσ’ στον ελαιώνα στο δρόμο προς το χωριό Τοπόλια. Ανάμεσα στον κόσμο και οι συγγενείς του Ηγούμενου με τον παπα-Αιμιλιανό και πολύς κόσμος, αψηφώντας τον κίνδυνο, έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να σωθεί ο Ηγούμενος. Ιταλοί στρατιώτες παρατάχθηκαν στη γεφυράκι στο δρόμο που έβγαινε έξω από την Άμφισσα προς το νεκροταφείο. Απαγόρευαν την προσέγγιση του κόσμου στον τόπο της εκτέλεσης και τον απωθούσαν όσο μπορούσαν πιο μακριά από το νεκροταφείο, έξω από το οποίο είχαν επιλέξει τον τόπο της εκτέλεσης.

Ο κόσμος δεν απομακρυνόταν και με αγωνία και εκνευρισμό ανέμενε μέχρι την τελευταία στιγμή, μήπως και γίνει κάτι να σωθεί ο Ηγούμενος. Οι Ιταλοί σε μια αιωνόβια ρίζα ελιάς έστησαν τον Αγαθόνικο σε ένα κάθισμα, τον έδεσαν πάνω σ’ αυτό, του σκέπασαν τα μάτια μ’ ένα μαντήλι και παρέταξαν το εκτελεστικό απόσπασμα για να ολοκληρώσουν το μακάβριο έργο τους. ο Αγαθόνικος, με πλήρη συνείδηση του χρέους του προς την Ορθοδοξία και την πατρίδα, ατάραχος αντιμετώπισε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Δε λάλησε το «χαίρε Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν», που αναφωνούσαν οι μονομάχοι, πρόγονοι των εκτελεστών του Αγαθόνικου μπαίνοντας στην αρένα, αλλά το μόνο που απαίτησε από τους δήμιους του να εξομολογηθεί ως χριστιανός. Όπως αναφέρει στο βιβλίο της η Θάλεια Κρητικού, στην εκτέλεση παραβρίσκονταν και ο Μητροπολίτης Αθανάσιος και οι Ιταλοί επέτρεψαν στον παπα-Αιμιλιανό να τον εξομολογήσει. Ο Αγαθόνικος αποκάλυψε στον εξομολογητή του την κρύπτη στο Μοναστήρι, που είχε φυλάξει τα ιερά κειμήλια του Μοναστηριού, που ο παπα-Αιμιλιανός θα τα αποκάλυπτε, κατά την επιθυμία του Αγαθόνικου, μόνον όταν εξέλιπε κάθε κίνδυνος απώλειάς τους. Αυτό και έκανε ο παπα-Αιμιλιανός ύστερα από πολλά χρόνια. Τα κειμήλια διασώθηκαν, η μόνη επιθυμία του μάρτυρα της Ορθοδοξίας σεμνού πατριώτη αγωνιστή εκπληρώθηκε. Το τέλος της εξομολόγησης του Αγαθόνικου σήμανε και το τέλος της ζωής του. Ακολούθησε η εκτέλεση παρουσία του Μητροπολίτη Αθανασίου και του Διοικητή της Χωροφυλακής της Άμφισσας.

Ο Αγαθόνικος πριν δεχθεί τα δολοφονικά βόλια του αποσπάσματος αναφώνησε «Η Ελλάς θα ζήσει». Ο Αγαθόνικος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 59 χρονών, ανάμεσα στους πρώτους στον κατάλογο των υψηλά ιστάμενων κληρικών που τα στρατεύματα κατοχής δολοφόνησαν για τη συμμετοχή τους στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης. Με το αίμα του Ηγούμενου της, τις φλόγες και τους καπνούς, η πυρπολημένη Μονή του Προφήτη Ηλία Παρνασσού, όπως και το ’21, άναψε για ΄άλλη μια φορά τη φλόγα της Εθνεγερσίας στη Ρούμελη και σ’ όλη την Ελλάδα.

Το μακάβριο έργο των δολοφόνων Ιταλών κατακτητών δεν περιορίστηκε στην εκτέλεση του Ηγούμενου. Ακολούθησε η εκτέλεση του επίσης προδομένου διερμηνέα των Ιταλών – Σπύρου Καφαντζάκη.

***
Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον Πατέρα Ανυπόμονο. Μία καλή πηγή είναι το προσωπικό του έργο Αρχιμ. Γερμανός Κ. Δημάκος,Πάτερ Ανυπόμονος: Στο βουνό με τον Σταυρό, κοντά στην Άρη, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα-Αθήνα 2005, έκδοση 2η
Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία βρίσκεται στον Παρνασσό. Στα δυτικά του βρίσκεται η Γκιώνα και νοτίως εκτείνεται ο Κορινθιακός Κόλπος. Πρωτοϊδρύθηκε το 1019. Τούτο συνάγεται από Πατριαρχικό Σιγίλλιο του έτους 1572. Το ίδιο Μοναστήρι, όπως και αρκετά άλλα, προσέφερε πολλά και στον αγώνα του ’21.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *