FtS93
(Καλοσκοπή) 17-18 Απρίλη 1944
Τάκη Λάππα
Ματωβαμμένες δάφνες της Ρούμελης
Αγώνες – Θυσίες 1941-44
Λαμπρή του 1944. Την αυγή της δεύτερης μέρας της Πασχαλιάς, ακούστηκαν στα ξέμακρα της Κουκουβίστας ντουφεκιές. Σαν βγήκαν μερικοί χωριανοί στο ξάγναντο, είδανε ν’ ανηφορίζει στον τόπο τους τεράστια φάλαγγα. Αντάρτικη ομάδα που έτυχε στο δρόμο τους, προσπάθησε να ανακόψει τον εχθρό για λίγο, ως να προκάνουν οι Έλληνες να ξεμακρύνουν από τα σπίτια τους. Και μέσα στο χωριό ακούγονταν τρομαγμένα ξεφωνητά: «Γερμανοί έρχονται! Γερμανοί! Φύγετε!».
Αλαφιασμένοι οι Κουκουβιστιανοί, αρπάζανε στα γρήγορα ένα μπόγο με ρουχισμό, και παίρνανε την ανηφόρα κατά το βουνό να βρουν καταφυγή. Απ’ τους εννιακόσιους μείνανε στο χωριό καμιά διακοσαριά, γέροι, γριές και ανήμποροι.
Το ντουφεκίδι δεν βάστηξε για πολύ. Ανήμποροι οι αντάρτες να κρατήσουν άλλο τη φάλαγγα, αποτραβήχτηκαν στα ψηλώματα. Έτσι ανεμπόδιστοι οι Ναζί πατούσαν την Κουκουβίστα. Ήταν η ώρα 10 το πρωί στις 17 του Απρίλη στα 1944. Η φάλαγγα είχε ξεκινήσει χαράματα απ’ τα Καστέλλια. Στο δρόμο τους οι Γερμανοί καίγανε όποιο ξωκκλήσι ή τσοπάνικη καλύβα συντυχαίνανε.
Για πρώτη φορά τόσο μεγάλη και παράξενη φάλαγγα πατούσε τούτο το χωριό. Ζύγωναν τους δύο χιλιάδες στρατιώτες αρματωμένοι καλά, κι είχαν μαζί τους τέσσερα ορειβατικά κανόνια, δέκα μεγάλους όλμους, χώρια τα μυδράλια και τα πολυβόλα. Ξωπίσω τους μπόλικα ξεφόρτωτα ζωντανά. Εντύπωση, όμως, κάνανε οι στρατιώτες. Γιατί στη φάλαγγα δεν ήταν μονάχα Γερμανοί. Ήταν μαζεμένες όλες οι φυλές του κόσμου. Τι ήθελες και δεν έβλεπες. Μ’ όλο που ήταν όλοι τους ντυμένοι τη γερμανική στολή, τα πρόσωπα και το χρώμα τους φανέρωναν άλλη φύτρα!
Καθώς ήταν ομάδες ξεχωριστές, ακούγονταν αλλιώτική γλώσσα. Η μία ομάδα δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με την άλλη, παρά με νοήματα. Οι Γερμανοί ήταν καμιά πεντακοσαριά και λίγοι μαυροπουκάμισοι φασίστες που κάνανε τον αγωγιάτη στα ξεφόρτωτα μουλάρια. Τα μπουλούκια, κοντά χίλιοι, ήταν Ρουμάνοι, Σλοβάκοι, Κροάτες, Βούλγαροι και κιτρινόχρωμοι Τάταροι. Όλοι μισθοφόροι. Και τη φάλαγγα έκλεινε ένας λόχος από τριακόσιους παράξενους ανθρώπους. Τούτοι ήταν που ήταν. Σαν τους έβλεπες «γαϊδούρα απόρριχνε», όπως μου είπε κάποιος ντόπιος. Ήταν Αραπάδες με χαραγμένα τα μάγουλά τους απ’ τα γεννοφάσκια τους. Απ’ τη μύτη και τα’ αυτιά τους κρέμονταν χαλκάδες σαν σκουλαρίκια. Τα μεγάλα και παχιά χείλια τους αφήνανε να φαίνονται δυο σειρές από κάτασπρα δόντια, που τους κάνανε ακόμα πιο φριχτούς κι αποκρουστικούς: Όλοι τους μια κοψιά, με σφιχτοδεμένε, όμως, κορμιά. Αυτός ήταν ο περίφημος λόχος των Μαροκινών. Κεφαλή τους ο Γάλλος λοχαγός Αντρέ Ρουέν, απ’ την Αλσατία.
Λίγος καιρός ήταν που φέρανε το λόχο αυτό απ’ το γαλλικό Μαρόκο στην Ελλάδα και τον κρατούσανε στη Γραβιά. Τον είχαν πάντα μακριά απ’ τους άλλους μισθοφόρους και καμιά σχέση. Κρασί και όλα τα πιοτά τους απαγορεύανε να πίνουν κι η τιμωρία τους θάνατος! Κάποιος που παράκουσε, το πλήρωσε με τη ζωή του. Τον ντουφέκισαν μπροστά στο λόχο. Δεν τους αφήνανε να πίνουν, γιατί σαν μεθούσανε γίνονταν έξη τους. Το οινόπνευμα ενεργούσε πάνω τους αφροδίσια και παθαίνανε πριαπισμό … Μανιασμένοι ρίχνονταν να βιάσουν άντρα, γυναίκα, γέρους, παιδόπουλα, ό,τι ζωντανό βρισκόταν μπροστά τους … Κοντολογίς ήταν ανήμερα μαύρα θεριά που απ’ τη ζούγκλα της Αφρικής, οι Ναζί τους κουβάλησαν να σπαράξουν και σκλαβωμένους άσπρους!
Η φάλαγγα, άλλη δουλειά δεν είχε παρά να αφανίσει σύσπιτο το ανταρτοχώρι αυτό. Την πληροφορία αυτή έδωσε ένας Έλληνας που αξίζει να αναφέρω το όνομά του. Μήτσος Ηλ. Σταθόπουλος, απ’ τα Καστέλλια. Ήξερε Γερμανικά κι αφού απόχτησε την εμπιστοσύνη των Ναζί έκλεβε πληροφορίες και διαταγές … Τα πρόδινε στους Έλληνες πατριώτες και τους ειδοποιούσε. Πρόσφερε τόσες και τόσες υπηρεσίες στην Πατρίδα του! Στο τέλος τον ανακαλύψανε οι Γερμανοί και τον ντουφεκίσανε.
Χωρίς αργητά η φάλαγγα άρχισε τη δουλειά της. Σφιχτοζώσανε το χωριό από παντού και πέσανε στην αρπαγή. Οι μισθοφόροι, εξόν απ’ τους μαύρους, ήταν οι πιο καλοί στο κούρσεμα. Οι μαύροι μείνανε ακόμα παράμερα. Δεν ήρθε η ώρα τους … Τα κλεψίμια τα κουβαλούσανε στην πλατεία, που τους πρόσμεναν οι αφέντες τους. Αφού ξεδιαλέγανε ό,τι θέλανε και τα φορτώνανε οι Ιταλοί στα μουλάρια, τα υπόλοιπα, μικρότερης αξίας, τα χαρίζανε στους μισθοφόρους.
Σαν ξεγύμνωσαν τα σπίτια, ύστερα βάλθηκαν να σκάβουν και να ξεχώνουν από λάκκους τα πράγματα που οι χωριάτες είχαν κρυμμένα. Τούτη τη φορά τίποτα δεν γλίτωσε. Μπήκανε ακόμα και στην εκκλησιά κι αρπάξανε τα ιερά σκεύη, τα μεταξωτά άμφια, το αργυροδεμένο Ευαγγέλιο και πιστολίζανε τις αγιωτικές εικόνες. Αδυναμία δείξανε στην εικόνα της Παναγιάς και σ’ όλες τις Αγίες. Πάνω τους ζωγραφίσανε πρόχειρα διάφορες αισχρότητες. Μερικοί για να γελάσουν, μασκαρευτήκανε τα άμφια και γύριζαν μέσα στο χωριό. Οι μισθοφόροι κείνη τη μέρα ξεπέρασαν στην τέχνη της αρπαγής τους αφέντες τους Ναζί.
Το σούρουπο άρχισε ν’ αργοπέφτει τυλίγοντας το πολυκουρασμένο χωριό. Οι Γερμανοί με τους μισθοφόρους τους χαίρονταν το κούρσος τους. Με το ξεγύμνωμα της Κουκουβίστας τελείωσε η πρώτη πράξη της τραγωδίας της. Τώρα στη δεύτερη πράξη, οι ως τώρα θεατές θα γίνονταν πρωταγωνιστές!
Όλο το διάστημα της αρπαγής, οι Μαροκινοί από μακριά παρακολουθούσαν. Τώρα έφτασε η ώρα να παίξουν κι αυτοί το ρόλο τους. Οι αφέντες τους, τους φυλάγανε για την πρεπούμενη στιγμή. Κι έφτασε! Οι Γερμανοί δώσανε το λεύτερο στους μαύρους να ψάχνουν τα σπίτια κι όπου βρίσκουν κρασί να πίνουν όσο θέλουν. Σύγχρονα τους αφήσανε να καταλάβουν πως οι γυναίκες του χωριού θα ήταν στη διάθεσή τους. Άλλοι που δε θέλανε οι διψασμένοι από πιοτό και σάρκα κτηνάνθρωποι της Αφρικής.
Με παράξενα ξεφωνητά, άναρθρες κραυγές, χάχανα, ξεχύνονται στις γειτονιές του χωριού ψάχνοντας πρώτα για κρασί. Όπου συντυχαίνουν βαρέλι, με πιστολιές ανοίγουν τρύπες. Όπως κρουναλιάζει από το βαρέλι το κρασί, βάζουν το στόμα τους και πίνουν, πίνουν! Γύρω από ένα βαρέλι, δέκα δεκαπέντε μαύροι, κολλημένοι στο βαρέλι, με λαχτάρα καταπίνουν το κρασί που ξεπετιέται απ’ τις τρύπες. Αφού πιουν κάμποσο, κοιλιώνται μεθυσμένοι. Τη θέση τους παίρνουν άλλοι αραπάδες που διψασμένοι καρτερούσανε να κολλήσουν το στόμα τους στις τρυπημένες δούγες του βαρελιού. Που να τους προκάνουν οι κάνουλες των βαρελιών … Σ’ όλα τα κατώγια που υπάρχουν κρασοβάρελα, γίνεται αυτό. Μοιάζουν με κουτάβια που πέφτουν πάνω στη μάνα τους σκύλα να βυζάξουν! Και μερικοί φιλότιμοι που γιόμισαν το στομάχι τους κρασί, στο μεθύσι τους θυμήθηκαν και το λοχαγό! Βρίσκουν το δισκοπότηρο, το γεμίζουν κρασί, και το φέρνουν τρεκλίζοντας και χαχανίζοντας να πιει κι ο Γάλλος λοχαγός Αντρέ Ρουέν! …
Πολλές ώρες δεν κράτησε τούτο το ξεφάντωμα. Απ’ το πολύ κρασί, όλοι οι Μαροκινοί είναι μεθυσμένοι. Αν όμως το κρασί τους έσβησε τη δίψα του πιοτού, τους άναψε τον πόθο της σάρκας. Έπρεπε τώρα κι απ’ αυτή να ξεδιψάσουν.
Αγριόθηροι, μ’ αφρισμένα χείλια ξαπολιώνται και χιμάνε μέσα στα σπίτια, αποζητώντας ανθρώπινη σάρκα. Στ’ αντίκρισμά τους οι χωριάτες τρομαγμένοι πηδάνε απ’ τα παράθυρα να γλιτώσουν. Το σκοτάδι γεμίζει από γυναικεία στριγκλίσματα, κλάματα, σπαραχτικά ξεφωνητά κι απ’ το διαβολικό γέλιο και τα ουρλιάσματα των μαύρων. Μια οργιαστική αλλά και τραγική νύχτα. Ζήτημα, αν στου πολέμου τη θύελλα, δοκίμασε ένα τέτοιο, άλλο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης.
όσες απ’ τις γυναίκες, νιές, γριές, δεν προκάνουν να φύγουν, με ρόπαλα, με τα δόντια, με τα νύχια παλεύουν να γλιτώσουν το βιασμό. Αρκετές τα καταφέρνουν. Άλλες, όμως, λαβωμένες, λιπόθυμες, ξεψυχισμένες, αφήνονται στα χέρια των Μαροκινών. Βιάζονται απανωτά. Κορίτσια ξεπαρθενεύονται, μεσόκοπες και τρεμογόνατες γριές βιάζονται, ακόμα και γέροι παρά φύση! … Με σκισμένα ρούχα, ξεσκισμένες σάρκες, μ’ ανείπωτα μαρτύρια στο κορμί, αφού τα χορτάσουν οι ύαινες της Αφρικής, παρατάνε τα θύματά τους μέσα σε λίμνη από αίμα …
Η αμόλευτη ηθική της χώρας μας, που τόσο αγνή βαστάχτηκε απ’ τις Ελληνίδες, με κάνει να μην αναφέρω ονόματα συγκεκριμένα, αν κι έχω. Τους φτάνει το άθελο και μαρτυρικό ντρόπιασμά τους! Ας μείνουν ανώνυμες στην ιστορία της Κατοχής οι ηρωίδες αυτές. Το στεφάνι της «ομολογήτριας» για πάντα θα τις συντροφεύει.
Δεν μπορώ, όμως, να κρύψω και μερικά περιστατικά. Τα ανθρωπόμορφα θεριά, μπαίνουν στο σπίτι της Χ.Κ. που τη βρίσκουν λεχώνα να βυζαίνει το βρέφος. Αρπάζουν το βυζασταρούδι και το πετάνε στην αυλή. Ύστερα ρίχνονται να τη βιάσουν. Της ξεσκίζουν τα ρούχα, της ματώνουν το κορμί, μα κείνη αντιστέκεται ηρωικά. Ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι την παραδίνει στα χέρια τους λιπόθυμη. Σ’ άλλο σπιτικό, βρίσκουν στο παραγώνι να κείτεται η κουτσή και τυφλή ογδοντάχρονη Β.Αχ. Της ρίχνονται. Με χοντρό δαυλί η γριά χτυπάει στο κεφάλι δυνατά κάποιον απ’ αυτούς. Τούτο αγριεύει τους συντρόφους του. Τη βιάζουν μ’ ανείπωτα μαρτύρια. Ύστερα αρπάζουν αναμμένα δαυλιά και της τα χώνουν στις μασχάλες, στο στήθος και στο γεννητικό της όργανο. Ύστερα τη σκοτώνουν. Αλλού πάλι ο σαρανταπεντάρης Θ.Μ. παλεύει να υπερασπισθεί κάτι γυναίκες. Τον σκοτώνουν κι ύστερα ασελγούν στο κουφάρι του. Το ίδιο και το Θ.Τ 60. Σε κάποιο φτωχοκάλυβο ανήμπορος βρίσκεται στο στρώμα εβδομηνταχρονίτης γέροντας. Ούτε τα χρόνια, ούτε η κατάστασή του εμποδίζουν τους αραπάδες απανωτά να ασελγήσουν …
Η αφροδίσια μανία των Μαροκινών δεν περιορίζεται στους ανθρώπους. Ο πριαπισμός τους σπρώχνει ακόμα και στην κτηνοβασία. Ανάμεσα στα πλιάτσικα που έχουν συνάξει στο πλάτωμα του χωριού, είναι και μία γαϊδούρα. Οι Ναζί τη χαρίζουν στους μαύρους να ξεσπάσουν τη σαρκική τους μανία. Με μία συμφωνία. Η κτηνοβασία να γίνει μπροστά σε όλους. Οι μεθυσμένοι κτηνάνθρωποι δέχονται. Πολλοί Γερμανοί συνάζονται να παρακολουθήσουν το σεξουαλικό αυτό θέαμα.
Οι μαύροι φέρνουν τη γαϊδούρα ανάμεσα στους συγκεντρωμένους αφέντες τους, να ξεπληρώσουν τη σαρκική τους υπόσχεση. Ένας απ’ τους Μαροκινούς κρατάει το ζωντανό απ’ το χαλινάρι, άλλος σηκώνει και βαστάει την ουρά για να ευκολύνει τον επιβήτορα, ενώ ο τρίτος κάνει χρέη γαϊδάρου! … Ολοτρόγυρα οι Ναζί διασκεδάζουν χαχανίζοντας και χειροκροτάνε το απίθανο αυτό σύμπλεγμα! … Γελάνε, ενώ θα έπρεπε να κρύβουν το πρόσωπό τους από ντροπή για τους συντρόφους τους στον πόλεμο! Το μαρτύριο του ζωντανού δεν τελειώνει με τον έναν. Κρατάει κάμποσο. Γιατί αρκετοί μαύροι παίρνουν τη θέση του γαιδάρου … Κι ολόγυρα οι θεατές Ούννοι, με ξεφωνητά τους ξεθαρρεύουν! … Στην πολύτομη μαύρη ιστορία των Γερμανών που αφήσανε για τούτο τον πόλεμο, οι σελίδες τους για την Καλοσκοπή θα είναι οι διαλεχτότερες!
Αργά, ύστερα απ’ το μεσονύχτι, περίπολα απ’ τους άλλους μισθοφόρους γυρόφερναν τις γειτονιές του χωριού και περιμάζευαν τους αραπάδες. Οι πιο πολλοί πεσμένοι μέσα στα σοκάκια αναίσθητοι απ’ το μεθύσι. Παράξενη σιωπή γεμίζει τη νύχτα, λες και τίποτα δε γίνηκε. Ανάρια και που από κάποιο σπίτι ακούγεται γυναικείο κλάμα ή βαρύς αναστεναγμός απ’ τα βάθη της πονόδαρτης ψυχής της. Δερνοκοπιώνται για το στανικό ντρόπιασμά τους, το ανάκουστο πάθημά τους …
Η δεύτερη πράξη απ’ το δράμα της Καλοσκοπής έκλεισε με τα αιματοστάλαχτα όργια και την κτηνοβασία των Μαροκινών τη νύχτα της 17 προς 18 του Απρίλη 1944. Τα ξημερώματα θ’ άρχιζε η Τρίτη πράξη.
Την αυγή στις 18, Τρίτη μέρα της Λαμπρής, αφού αποτραβήξανε απ’ το χωρίο τα κλεψίμια τους, βάλθηκαν να καταστρέψουν συνθέμελη την Καλοσκοπή. Με εμπρηστική σκόνη αρχίσανε να βάζουν φωτιά στα σπίτια. Σε λίγο λαμπαδιάζει από παντού. Στο σχολειό, βγάζουν έξω τα θρανία, τα στοιβάζουν και τα καίνε. Το ίδιο και το σχολειό. Στην εκκλησία δεν περιορίστηκαν στο ξεγύμνωμα που της κάνανε. Την ανατινάζουν με δυναμίτες συνθέμελη. Τα εικονίσματα, τα ιερά βιβλία τα πετάνε σε κάποιο γειτονικό αχυρώνα και τα καίνε. Ο καπνός φτάνει μεσούρανα. Η φωτιά κόρωσε και κατατρώγει το χωριό από παντού. Απ’ τα διακόσια σπίτια καμιά εικοσαριά ξεμοναχιασμένα γλίτωσαν.
Το απομεσήμερο, όταν η φάλαγγα έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού για τη βάση της, άφηνε ξωπίσω στην Κουκουβίστα μονάχα καψαλισμένα ντουβάρια. Αποκαΐδια γίνανε και μεταβλήθηκε σ’ ερημοχώρι. Οι διαγουμιστές βουλήθηκαν να τη ξεθεμελιώσουν και το φέρανε σε τέλος. Όμως οι κάτοικοι δε λύγισαν, δεν τσάκισαν. Αν και ξεσπίτωτοι θα ξακολουθούσαν τον αγώνα ως τη στερνή στιγμή, ως τη μέρα που ο ήλιος της λευτεριάς θα έλουζε το αφανισμένο χωριό τους. Ατσαλόψυχοι βάλθηκαν να περιμαζέψουν το ρημαγμένο χωριό τους και να ζήσουν μέσα στα γκρεμίδια.
Έμελλε η τρίπραχτη τραγωδία της Κουκουβίστας να έχει κι επίλογο. Μήνας δεν πέρασε από τότε που την κακουργέψαν οι Γερμανοί. Οι Κουκουβιστιανοί με ελατοκλώναρα και φτέρες σκεπάσανε πρόχειρα τα καψαλιασμένα ντουβάρια των σπιτιών τους και μένανε. Μα στις 29 του Μάη στα 1944, αναπάντεχα το χωριό δέχθηκε κανονιές. Έξω νου οι χωριανοί φεύγανε απ’ το χωριό τους για το βουνό. Τέσσερα βαριά κανόνια στημένα στον κάμπο της Γραβιάς, κοντά στα Καστέλλια, χτυπούσανε την Κουκουβίστα. Ήταν η χαριστική βολή! Πέντε μερόνυχτα κράτησε το κανονίδι. Ό,τι γλίτωσε απ’ τη φωτιά, οι οβίδες το αποτέλειωσαν. Τα χαλάσματα γκρεμίζονταν και το χωριό γίνηκε απέραντος σπιτόταφος με σωριασμένες πέτρες κι αγκωνάρια, καψαλισμένες ξυλοδεσιές, σίδερα και ξεριζωμένα δένδρα. Ο χαλασμός αυτή τη φορά ήταν ολοκληρωτικός. Και το κακό δεν περιορίστηκε στα πέντε μερόνυχτα. Κάθε τόσο, όλο και τη θυμόνταν τα κανόνια. Όσες φορές ο Γερμανός διοικητής ξεφάντωνε μεθυσμένος, είτε νύχτα, είτε μέρα, πρόσταζε να ρίξουν μερικές κανονιές και στο ανταρτοχώρι αυτό της Ρούμελης. Όλο το καλοκαίρι κράτησε το αδιάκοπο αυτό κανονίδι κι οι χωριάτες ζούσαν όλο τον καιρό στους λόγγους και τις σπηλιές. Τις νύχτες δούλευαν στα χωράφια τους. Με την προσμονή πως δεν θ’ αργούσε να φτάσει η τιμωρία του σκληρού δυνάστη. Κι ήρθε!