Σορβολιά – Σοροβολιά

FtS93

Έν μεσαιωνικόν τοπωνύμιον της περιοχής Σκαμνού

1) Το τοπωνύμιον «Σορβολιά», (η), της αγροτικής – δασικής περιφε-ρείας του χωρίου «Σκαμνός», οικισμού του Δημοτικού Διαμερίσματος Οίτης του Δήμου Γοργοποτάμου της Επαρχίας Φθιώτιδος του Νομού Φθιώτιδος, απαντάται υπό τους εξής έξ (6) τύπους και μορφάς: i) «Σορβολιά» (η), ii) «Σοροβολιά» (η) , iii) «Σουρβολιά» (η), iv) «Σουροβολιά» (η), v) «Σουρουβολιά» (η) και vi) «Σουρβουλιά» (η).
Η περιοχή της Σορβολιάς κείται επί της βορείας κλιτύος (πλαγιάς) του υψώματος Πουρναράκι – Πουριά – Δοκίμια , ευρισκομένου μεταξύ του όρους «Καλλίδρομος» – και του όρους «Οίτη» και ειδικώτερον βορείως του γηλόφου «Πουριά», μεταξύ των αγροτικών θέσεων Μακρυά Ράχη – Γιδορέματα.

[η υπό συζήτηση τοποθεσία βρίσκεται δυτικά της Γέφυρας Παπαδιάς]

Η βορεία κλιτύς του ανωτέρω υψώματος, εις το μέσον ταύτης τέμνεται εις δύο τμήματα, το βόρειον και το νότιον τμήμα, δια της αγροτικής οδού (στράτας), η οποία άρχεται από της Πηγής Γρανισιώτη και καταλήγει εις την πηγήν Γιδορέματα, και δια της οποίας οι κάτοικοι του χωρίου, παλαιότερον μετέβαινον εις τα εκατέρωθεν ταύτης υπάρχοντα κτήματά των, μετέφερον την παραγωγήν των, δεδομένου, ότι μέχρι του έτους 1960 η όλη περιοχή εκαλλιεργείτο εντατικώς, δια δημητριακών καρπών, (σίτου, βρώμης, κριθής, αραβοσίτου, ερεβίνθων κ.λπ.).
Επί πλέον η περιοχή εξυλεύετο δια την προμήθειαν καυσοξύλων, προς κάλυψιν των αναγκών θερμάνσεως των οικιών των, κατά την διάρκειαν του χειμώνος, κάλυψιν της ανάγκης μαγειρέματος κ.λπ.
Νοτιώτερον της ως άνω αγροτικής ατραπού και κατά μήκος της ράχεως είναι η επαρχιακή οδός Πουρναράκι – Οίτη – Παύλιανη, μεταξύ δε των γηλόφων Πύργος – Πουριά και δεξιά της οδού, κατά την κατεύθυνσιν προς Οίτην, άρχεται αγροτική οδός προς Μονήν των Παμμεγίστων Ταξιαρχών (΄Αγιος Ταξιάρχης), ενώ εις τους παλαιοτέρους χρόνους η οδός αύτη συνέχιζεν δυτικώς, διερχομένη νοτίως από τον οικισμόν «Ομυαλός», και κατέληγεν εις χωρίον Οίτη (Γαρδικάκι).
Μετά την διέλευσιν εκ της Μακριάς Ράχης και Τρανού Βράχου, δεξιά αφήνετο κλιτύς (πλαγιά) καλλιεργουμένη, εις την οποίαν υπήρχεν ο «Μπακανιάρικος Πλάτανος», εντός αγρού της Ελένης χήρας Ευθυμίου Αστρακά, το γένος Νικολάου Αργυρίου, γνωστής ως Κλαμούραινας, εν συνεχεία δρυοσκεπής και ασκεπής έκτασις, ιδιοκτησία του Κωνσταντίνου Αστρακά του Ταξιάρχου (Αστρακοκώτσιου) κι μετά την διέλευσιν του σχηματιζομένου χάνδακος (ρεύματος), επί της δυτικής κλιτύος της Μακριάς Ράχης, υπήρχεν, βορείως της αγροτικής οδού, ετέρα δρυοσκεπής έκτασις, η οποία απεκαλείτο «Σορβολιά ή Σοροβολιά».
Επί της δυτικής πλευράς της ως άνω εκτάσεως υπήρχε χάνδαξ (ρεύμα) σχηματιζόμενος, λόγω της πτυχώσεως του εδάφους, και εν συνεχεία καλλιεργούμενοι αγροί. Τα δύο ρεύματα βαίνουν βορείως και μετά απόστασιν 200 – 300 μέτρων από της ανωτέρω αγροτικής οδού (στράτας) ενούνται και ούτω σχηματικώς η έκτασις της δρυοσκεπούς Σουροβολιάς είναι έν τρίγωνον.
Εκ της συμβολής των δύο ρεμάτων διήρχετο μονοπάτι, το οποίον άρχιζεν από του ρεύματος της Γρανισώτη – Γαλαρίας, ανήρχετο και κατέληγεν εις την πηγήν «Γιδορέματα». Σχεδόν εις την συμβολήν των ως άνω δύο ρευμάτων και εις απόστασιν ολίγων μέτρων υπήρχεν μία αυτοφυής κρανέα, (Κρανιά, Cornus mas), και μία αγρία άμπελος, αναρριχωμένη επί των δένδρων δρυός. Επί πλέον εις το κατερχόμενον ρεύμα της πηγής Γιδορέματα υπήρχον και υπάρχουν πολλαί άγριαι συκαί.
2) Συνέχεια της αγροτικής – δασικής εκτάσεως του χωρίου Σκαμνός ευρίσκεται η έκτασις του Ομυαλού και εκεί υπήρχεν τοπωνύμιον: «Σουρβιά» (η).
α) Ο Νικόλαος Παναγής εξ Οίτης, εις σχετικήν επιστολήν του με ημερομηνίαν 20-7-1993 περί του τοπωνυμίου «Ομυαλός» εκθέτει επί λέξει:
«… Πολύ παλιά, πολύ πριν από το έτος 1833, ίσως και μερικά χρόνια μετά, στη θέση ΄΄Σουρβιά΄΄ της πιο πάνω περιοχής υπήρχε χωριό με το όνομα Ομυαλός, ερείπια του οποίου βρίσκονται μέχρι τις μέρες μας. Προφανώς από αυτό πήρε το όνομα και η όλη περιοχή …».
(Φωνή Σκαμνιωτών, αριθμός φύλλου 17, Ιούλιος – Αύγουστος 1993, σελίς 4, και αναδημοσίευσις ταύτης εις «Σκαμνός, στην Καρδιά της Ρούμελης», Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σκαμνού Φθιώτιδας. Αθήνα 2006, σελίδες 762 – 763).
Συνεπώς εις την περιοχήν Ομυαλού Οίτης υπάρχει τοπωνύμιον: «η Σουρβιά».
β) Ο Γεώργιος Αστρακάς, υποστηρίζει, ότι:
«…Η λέξη Σορβολιά παράγεται από το σόρβον των αρχαίων. Ο σόρβος ήταν η λέξη με την οποίαν προσδιόριζαν την αγριοκυδωνιά. Στη λατινική ονομάζεται surbus και η λέξη σαφώς προέρχεται από το σόρβον, γιαυτό και η αγριοκυδωνιά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδος ονομάζεται Σουρβιά, ο δε καρπός της Σούρβα. Οι αρχαίοι, ακόμη, την ακριοκυδωνιά την ονόμαζαν και ΄΄όα΄΄ …».
(Φωνή Σκαμνιωτών, αριθμός φύλλου 24, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1994, σελίς 4, αναδημοσίευσις εις τόμον «Σκαμνός», σελίς 772).
Συνεπώς εις την περιοχήν του χωρίου Σκαμνού υπάρχει τοπωνύμιον: «η Σορβολιά».
3) Κατόπιν όλων των ανωτέρω διαπιστούται, ότι εκ της αυτής λέξεως, εις μεν την περιοχήν Ομυαλού το τοπωνύμιον διαμορφούται και σχηματίζετια ως «Σουρβιά», (η), εις δε την περιοχήν του χωρίου Προκοβενίκου (Σκαμνού), ως «Σοροβολιά, ή, Σορβολιά , ή, Σουροβολιά, ή, Σουρουβολιά, ή, Σουρβολιά».
Αι δύο θέσεις Σουρβιά και Σορβουλιά, εις ευθείαν νοητήν γραμμήν δεν απέχουν πλέον των δύο χιλιάδων (2000) μέτρων και ευλόγως τίθεται το ερώτημα: Πού οφείλεται η διαφορετικότης του σχηματισμού του τοπωνυμίου; Προκειμένου να δοθή ητιολογημένη απάντησις, πρέπει να εκτεθούν λεπτομερώς τα κατωτέρω:
4) Η λέξις Σόρβος (ο) δεν είναι της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης, αλλά της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσης και παράγεται εκ της λατινικής Sorbus, -i, ως κατωτέρω. (Μανώλης Τριανταφυλλίδης: Die Lehnwörter der mmittelgriechischen Volgärliteratur, σελίδες 123 – 124, και αναδημοσίευσις: Εις Άπαντα. Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1963, σελίς 428). Επίσης η γραφή surbus είναι λανθασμένη, το δε ορθόν είναι Sorbus, -i.
Αι αντίστοιχοι αρχαίαι ελληνικαί λέξεις είναι: όα, όη, οίη και ούα (η) = το δένδρον σουρβιά (η) και σουρδουλιά (η), λατινιστί: Sorbus, και ο καρπός εκαλείτο όον (το) = το σούρβον και το σούρδουλον, λατινιστί: sorbum, το οποίο εσχίζετο και ετίθετο εις την άλμην (αρμύραν) προς χρήσιν.
Η όα διακρίνεται:
α) εις όαν την αγρίαν (= αγριοκυδωνιά ή αγριομηλιά) και
β) εις την όαν την ήμερον (= σουρβιάν). (Ιωάννης Σταματάκος: Λεξικόν της αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, σελίς 670, στήλη α΄, Μορφωτική Εταιρεία: Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν και Εποπτικον Λεξικόν, Τόμος Β΄, στήλη 2619).
5) Αντίστοιχοι λατινικαί λέξεις είναι:
i) sorbus, -i = ούα, οίη, όα και όη, το δένδρον σουρβιά και
ii) sorbum, -i = όον, ούον, σόρβον, σούρβον,
(Στέφανου Κουμανούδη: Λεξικόν Λατινοελληνικόν, σελίς 816. Ευστρατίου Τσακαλώτου: Λατινοελληνικόν Λεξικόν, σελίς 663).
Εκ των ως άνω λατινικών λέξεων εσχηματίσθησαν εις την μεσαιωνικήν ελληνικήν και δημοτικήν οι κάτωθι όροι και λέξεις:
i) Σόρβος (ο) , Σορβία (η), σουρβία (η), σορβιά (η), σουρβιά (η) και σορμπιά (η), προς δήλωσιν του δένδρου σουρβιά η ήμερος.
Ειδικώτερον εις τον Πόντον η Sorbus domestika αποκαλείται ούα (η), ή ούβα (η), ή βούβα (η), ή γούβα (η). Οι καρποί της είναι πλούσιοι εις βιταμίνην C, σορβίνη, παρασορβινικόν οξύ και αιθέρια έλαια. Είναι όμως ξινοί και στυφοί και θα πρέπει κανείς να περιμένη μέχρι αργά το φθινόπωρον να υπερωριμάσουν ή να πέση παγετός για να φαγωθούν (Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού. Μάλλιαρης Παιδεία. Αθήνα 2006, Τόμος 7, σελίς 351).
ii) σόρβον (το), Σούρβος (το), σούρβον (το), και σούρβο (το) = ο εδώδιμος καρπός ωρισμένων ειδών του γένους σόρβος, και ιδίως ο καρπός του είδους sorbus doméstika, κοινώς γνωστού, ως ήμερος σορβιά ή σκουρουχιά ή σκαρούπα, ή ούβα, εις την περιοχήν Τραπεζούντας του Πόντου, και, παρουσιά, εις τα Τρίκαλα, δηλαδή ο καρπός της σορβιάς.
Επίσης το σούρβον απαντάται και ως «σούρβολον» (το), το οποίον είναι μεσαιωνικόν και κατά τον Φιλήντα αποτελείται εκ του σούρβον + μούσπουλον, κατά συμφυρμόν (Μ. Φιλήντας: Γλωσσογνωσία και Γλωσσογραφία Ελληνική, Τόμος 1 σελίς 122 . Ν. Π. Ανδριώτη: Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Γ΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1983, σελίς 332, στήλη β΄. Αθανάσιος Θ. Φλώρος: Νεοελληνικό Ετυμολογικόν και Ερμηνευτικό Λεξικό, Αθήνα 1980, σελίδες 604 – 605). Κατά τον αυτόν τρόπον και το δένδρον εκαλείτο σουρβολιά (η) = η μεσπιλέα (μεσπιλιά), κοινός μουσμουλιά.
Το γράμμα β μετατρέπεται εις δ εις τας περιοχάς όπου ωμιλείτο η αρχαία δωρική διάλεκτος: «… Η τροπή β → απαντάται και στη Λακωνία: βέρκιος. έλαβος, πρβλ. δορκάς …». [Σ. Δωρικός – Κ. Χατζηγιαννάκης: Η Πελασγική Φύση των μεταμορφώσεων του «ΣΙΓΜΑ». (Εις περιοδικόν «ΙΧΩΡ» , τεύχη 47 – 48, Ιούλιος – Αύγουστος 2004, σελίδες 109 – 120, και εν προκειμένω σελίς 113 στήλη β΄)]. Ούτω εκ του τύπου σούρβολον (το), ή σούρβουλον (το), δημιουργείται ο τύπος Σούρδολον (το), ή Σούρδουλον (το), δια τροπής του βήτα (β) εις δέλτα (δ).
Επομένως το τοπωνύμιον οφείλει την γένεσίν του εις την μεσαιωνικήν λέξιν «σουρβολιά». Η μεσαιωνική ελληνική γλώσσα είναι η διαμορφωθείσα, από του 6ου αιώνος μ.Χ. μέχρι του 1453 μ.Χ. Κατά συνέ-πειαν η σουρβολιά δεν είναι, ούτε η αγρία κυδωνιά, ούτε η αγρία μηλιά.
Εις τον πληθυντικόν «Τα Σούρβα» εν Μακεδονία είναι η περιφορά των μικρών παιδιών, τα οποία ψάλλουν και τραγουδούν τα κάλαντα, κατά την παραμονήν της πρωτοχρονιάς και την πρωτομαγιάν, συνεκδοχικώς δε σούρβα αποκαλούνται και τα δεδομένα και λαμβανόμενα φιλοδωρήματα.
Τα φιλοδωρήματα αποτελούνται από ξηρούς καρπούς, απαραιτήτως δε από ξυλοκέρατα (χαρούπια),- επειδή θεωρούνται ως προερχόμενα από τον τόπον του Χριστού, -, καρύδια, λεπτοκάρυα (φουντούκια), αμύγδαλα, στραφίδες. Εις τα συγγενικά παιδιά εδίδοντο και νωπά λουκάνικα. Τα φιλοδωρήμαα λέγονται και σουρβακίδια (τα).
Εις την βουλγαρικήν γλώσσαν τα σούρβα λέγονται souroba.
iii) σουρβάκα (η) και σούρβα (η) = κλάδος (βέργα), σουρβιάς ή ακρανιάς (Κρανιάς), με την οποίαν τα παιδιά τρέχουν καθ’ ομάδας, εις τας οικίας, την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου και σουρβακούν τας θύρας ή τους ανθρώπους και τραγουδώντας λέγουν ειδικάς ευχάς.
iv) Τα ρήματα: σουρβώ, σουρβίζω και σουρβακίζω = κτυπώ με την σουρβάκα, κατά τα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιάν και Πρωτομαγιάν, την θύραν της οικίας δια να ανοίξουν. Επί πλέον κτυπούν τον νοικοκύρην εις την ράχην και τους οικείους του, τραγουδώντας:
«Σούρβα, σούρβα
γερό κορμί, γερό σταυρί
σαν ασήμι, σαν κρανιά
και τη χρον’ γούλοι γεροί
και καλόκαρδοι».
(Γεώργιος Μέγας: Ελληνικές Γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας, β΄ έκδοση, Αθήνα 1998, σελίς 60, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Τόμος 22, Β΄ έκδοσις, σελίς 161, Κ. Παπαθανάση – Μουσοπούλου: Παραδοσιακές εκδηλώσεις του λαού μας . Αθήνα 1992, σελίδες 25 – 26).
Εις τον Πόντον οι καρποί της Σουρβιάς λέγονται Ούβα και διανέμοντο τα Χριστούγεννα εις τα παιδιά, τα οποία έψαλλον κάλαντα. Μάλιστα η τελευταία στροφή των καλάντων υπενθυμίζει αυτήν την υποχρέωσιν της οικοδέσποινας:
«… ‘ Ερθαν του Χριστού τα παλικάρια,
θέλνε ούβαν, θέλνε λεφτουκάρια ….»
(Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, Τόμος 7, σελίες 351).
v) σορβίτης (ο), σορβιτόλη (η) = γλυκαντική ουσία εξαγομένη εκ της σουρβιάς και χρησιμοποιείται εις την φαρμακοβιομηχανίαν, ως υποκατάστατον της ζακχάρεως κ.λπ.
(Ιωάννης Σταματάκος: Λεξικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης, Τόμος Γ΄, σελίς 2559. Θεοδώρου Χελντράΐχ: Λεξικόν των Δημωδών ονομάτων των φυτών της Ελλάδος, Εκδόσεις Αδελφών Τολίδη, Αθήνα, σελίς 37, Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, Αθήνα 1997, Τόμος 54, σελίς 485).
6) Εις την δημώδη λατινικήν γλώσσαν της νοτίου βαλκανικής χερσονήσου, την άλλως καλουμένην αρωμουνικήν ή κουτσοβλαχικήν, σχηματίζεται η λέξις σούρβα, ουσιαστικόν θηλυκόν, πληθ. σούρβι (súrvă, súrvi), προς δήλωσιν του καρπού του δένδρου της μεσπιλέας (μεσπιλιάς), κοινώς μουσμουλιάς, δηλαδή το μέσπιλον (μούσμουλον), κοινώς σούρβον. (Κ. Νικολαΐδης: Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης. Αθήναι 1909, σελίς 497).
7) Εκ του ουσιαστικού sorbus εδημιουργήθη το υποκοριστικόν Sorbulus, (Sorbus + κατάληξη, –ulus, ή, –ullus = sorbulus = η μικρή σορβιά), [περί της καταλήξεως –ulus, ίδετε: Θεοφάνους Α. Κακριδή: Γραμματική της Λατινικής Γλώσσης, παρ. 112, σελίς 103. Αχιλλέως Α. Τζαρτζάνου: Γραμματική της Λατινικής Γλώσσης. Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων. Αθήναι 1956, παρ. 111, σελίς 110. Αγαπητός Τσοπανάκης: Νεοελληνική Γραμματική. Β΄ ΄Εκδοση. Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1994, παρ. 776, σελίς 649].
Εξ αυτού παράγεται και ετυμολογείται το τοπωνύμιον σορβουλιά (η), κατά το τυπικόν και φωνητικόν σύστημα της Ελληνικής και δεν οφείλεται εις συμφυρμόν κατά τα ανωτέρω.
Επίσης παράγονται:
i) Το επώνυμον Σορβόλης ή Σόρβολος. Γνωστός ο Νικόλαος Σόρβολος, γεννηθείς κατά τα τέλη του 14ου αιώνος μ.Χ., ήτο εξελληνισμένος Βενετός, εμπειροτέχνης και λιμενάρχης (admiratus) εις τον λιμένα Χάνδακα (Ηράκλειον Κρήτης), αποθανών ολίγον πριν από το 1468 [Ν. Σφυροέρας: λήμμα Σόρβολος Νικόλαος (Νicolaus Sorbolo) εις εγκυκλοπαίδειαν ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, έκδοση 1997, τόμος 54, σελίς 362].
Παλαιότερον επεκράτει η άποψις, ότι ωνομάζετο Αθανάσιος Σόρβολος (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού. Παύλος Δρανδάκης. ΄Εκδοσις Δευτέρα, Τόμος 22 , σελίς 106, στήλη β΄), ή, Θεοδόσης Σόρβολος και με την προσωνυμία Καραβίτης.
Εις Βενετικά έγγραφα, δημοσιευθέντα κατά τα έτη 1961 – 1962, ονομάζεται Νικόλαος Σόρβολος. [Μ. Ι. Μανούσακα: Νεότερα στοιχεία για το Νικόλαο Σόρβολο, λιμενάρχη του Χάνδακα και Εμπειροτέχνης στην υπηρεσία της Βενετιάς. Περιοδικόν: Κρητικά Χρονικά, Τόμοι 15 – 16, (1961 – 1962) τεύχος 2, σελίδες 140 – 155 και 319). Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, έκδοσις 1997, Τόμος 54, σελίς 362] , και
ii) Το τοπωνύμιον Σουρβιά (η), το οποίον υπάρχει εις την περιοχήν Ομυαλού του χωρίου Οίτη Φθιώτιδος. Γνωστή είναι και η Μονή Σουρβιάς: Αύτη κείται εντός δάσους καταφύτου εξ οξυών, προς τα βόρια – ανατολικά του Βόλου και κατά την ανατολικήν ακτήν της Λίμνης Βοιβηΐδος, εις την περιοχήν του χωρίου Κερασιά της Επισκοπής Δημητριάδος του Νομού Μαγνησίας. Ο ναός τιμάται επ΄ ονόματι της Αγίας Τριάδος. Εκτίσθη κατά το έτος 1627 και ανεκαινίσθη κατά το έτος 1640. Σώζονται κάποιαι επιγραφαί και χειρόγραφα. Κατά τα έτη 1821, 1854 και 1878 διηρπάγη και ελεηλατήθη υπό των Τούρκων. (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 22, σελίς 161, στήλη α).
8) Το τοπωνύμιον «Σορβολιά» ανήκει εις την κατηγορίαν των δενδρωνυμίων και φυτωνυμίων. Εις την ευρυτέραν περιοχήν του χωρίου Σκαμνού υπάρχουν πολλά τοπωνύμια, σχηματιζόμενα, είτε εκ του ονομάτος του φυτού, είτε εκ του ονόματος του φυτού με την προσθήκην του ιδιοκτή-του, ως ΄Ελατος, Πουρνάρα, Αγκορτσιά, Αχλάδα, Κορομηλιά, ή, Αγριοκορομηλιά, Τσαπουρνιά, Φτελιά, στου Φάκα την Φτελιά, στην Συκιά της Λεμονιάς, στη Συκιά της Λεπίδαινας, στην Συκιά του γέρου – Σπύρου, στην Πουρνάρα του Τζιβαρομήτρου, στου Ταξιάρχη τον Πλάτανο, στα Τρία Δένδρα, στου Στεφανή τον Πλάτανο, στου Γερονάσιου τον Πλάτανο, στο ρέμα της Λεφτοκαρυάς [λεπτοκάρυον = φουντούκι], άλλως στο ρέμα της Αχλάδας, στου Πατσονίκου τον Πλάτανο, στου Σπ’ρδόπλ’ το δέντρο = (στού Σπυριδόπουλου το δένδρο), στο δένδρο του Τζιβαροθύμιου, κ.λπ.
9) Εις το γένος των φυτών «σόρβος» ανήκουν περίπου 90 είδη, εκ των οποίων επτά (7) απαντούνται εις την Ελλάδα και είναι γνωστά με την κοινήν ονομασίαν σουρβιά ή σορβιά και με την λογίαν ονομασίαν σορβία.
Τα απαντώμενα αυτοφυή είδη σουρβιάς είναι:
i) Το είδος Sorbus domestica (= οικιακή σουρβιά), γνωστόν ως ήμερη σουρβιά, ή, σκουρουχιά, ή, καρουπιά, ή, σκαρούπα, ή, ούβα εις τον Πόντον.
ii) Το είδος Sorbus torminalis (= πλατανόφυλλη σορβιά), κοινώς γνωστόν ως Πρακανιά. Είναι φυλλοβόλον δένδρον ύψους 15 μέτρων, με πυκνήν κόμην και παλαμόλοβα φύλλα. Έχει μικρά λευκά άνθη. Απαντάται εις τα δάση της βορείας Ελλάδος.
Θα πρέπει να εξετασθή, μήπως ο μπακανιάρικος πλάτανος, δεν είναι πλάτανος , αλλά σουρβιά πλατανόφυλλος, δηλαδή πρακανιά, η οποία, λόγω παραφθοράς, ονομάζεται μπακανιάρκος πλάτανος. Προς τούτο επιβάλλεται η εξέτασίς του παρ΄ ειδικού επιστήμονος (φυτολόγου – δασολόγου).
Εις τον Σκαμνόν την Πλατανόφυλλον σορβιάν αποκαλούν άγριον πλάτανον, ο οποίος ανθίζει κατά μήνα Απρίλιον. Ενθυμούμαι, ότι μία πλατανόφυλλος σορβιά, με λευκά άνθη υπήρχεν δεξιά της στράτας προς Αχλάδα και άνωθι της θέσεως Ρώνη, εις την ευρύτερον περιοχήν «Σπανού το μαντρί» και εις απόστασιν 15 – 20 μέτρων προτού φθάσωμεν εις το χωράφι της Βλάχαινας . ΄Εκοψα λευκά άνθη από τον δήθεν ΄Αγριον Πλάτανον την 1ην Απριλίου 1947, καθ’ όν χρόνον η Καμπάνα της Εκκλησίας Αγίου Γεωργίου εκτύπα πένθιμα, λόγω του θανάτου του βασιλέως Γεωργίου του Β΄, την 1ην Απριλίου 1947.
Συνεπώς μια απλή επίσκεψις εις τον Μπακανιάρικον Πλάτανον, κατά μήνα Απρίλιον, και εκ της διαπιστώσεως υπάρξεως λευκών ανθέων, αποδεικνύεται, ότι πρόκειται περί της πλατανοφύλλου σουρβιάς.
Πάντως δέον ενταύθα να σημειωθή, ότι η χλωρίς (= το σύνολον των δένδρων, φυτών κ.λπ.) της περιοχής Σκαμνού είναι πολύ πλούσια – και καλόν θα ήτο, μίαν ημέραν, να καταγραφώσιν όλα τα είδη της χλωρίδος. Ειδικώτερον εντός του Βαθυρέματος, βορείως της Φτελιάς υπάρχουν άγριαι καστανιαί, λίπαι, άγριαι συκαί κ.λπ.
iii) Το είδος Sorbus aucuparia (= πτηνόφυλλη σουρβιά).
iv) Το είδος Sorbus aria (= αρία σορβιά), γνωστόν ως μεγάλη ασημοσορβιά.
v) Το είδος Sorbus umbellata (= μικρή ασημοσορβιά).
vi) Το είδος Sorbus graeca ή sorbus cretica (κρητική ασημοσορβιά) και vii) Το είδος Sorbus chamaespilus, κοινώς γνωστόν, ως χαμαισπηλιά, η οποία είναι μικρός θάμνος ύψους 50 – 100 εκατοστομέτρων με ελλειπτικά φύλλα, ρόδινα άνθη και μικρούς πορτοκαλόχρωμους καρπούς. Λόγω του μικρού ύψους δύναται να χαρακτηρισθή ως Sorbulus = σορβουλιά, δηλαδή μικρή σορβιά.
Ιδιαίτερα είδη αύτης είναι η:
i) Mespilus germanica = μεσκουλιά, μεσπιλιά, μουσμουλιά και
ii) Eriobotrya japonica (Εριοβότρυα η ιαπωνική) = μεσπιλιά, μουσμουλιά (Θ. Χελντραΐχ, op. cit. σελίς 37. Εκδοτική Αθηνών. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 10. Φυτολογία, σελίδες 203 – 204). Αμφότερα δεν είναι αυτοφυή φυτά της Ελλάδος, αλλά εισαχθέντα και καλλιεργούμενα προς εμπορίαν των καρπών μεσπίλων, μούσμουλων.
Πέραν των ανωτέρω υπάρχουν και απαντώνται εις άλλας χώρας και πολλά άλλα είδη, ως η sorbus Americana, ή sorbus aucuparia, ή sorbus Edulis (= εδώδιμος σουρβιά) κ.λπ. (Εγκυκλοπαίδεια: ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, έκδοσις 1997, τόμος 54, σελίδες 361 – 362).
10) Συνεπώς το τοπωνύμιον Σουρβολιά είναι μεσαιωνικόν, είναι δενδρωνύμιον και οφείλει την ονομασίαν του εις το σχετικόν δένδρον σουρβολιά (= μεσπιλέα, μεσπιλιά, μουσμουλιά), ο δε καρπός του είναι το σούρβολον, μέσπιλον , μούσμουλον.

Αθήνα, 10 Μαρτίου 2007 / Περικλής Αστρακάς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *