FtS87&88
Το επώνυμον Πλαστήρας παράγεται και ετυμολογείται:
1) Κατά μίαν άποψιν και γνώμην από την λέξιν πλαστήρα (η) = αρρώστια των προβάτων [Μανόλη Τριανταφυλλίδη: Τα οικογενειακά μας ονόματα. ΄Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, (ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 1982, σελίς 64].
2) Εκ του ρήματος πλάσσω ή πλάττω, (θέμα: πλαθ-j-, > πλάσσ-, ή πλάττ-,) παράγονται σειρά ονομάτων, επιθέτων κ.λπ., ως:
ο πλάθανος, η πλαθάνη, το πλάθανον,
ο πηλοπλάθος (= κεραμεύς, κεραμοποιός),
ο κοροπλάθος (= ο κατασκευάζων μικρά ομοιώματα κουκλών),
ο πλάστης, και τα σύνθετα: ο κηροπλάστης, ο πηλοπλαστης, ο ζαχαροπλάστης κ.λπ. Πλάστης είναι ο τεχνίτης, ο ειδικός εις την κατασκευήν πηλίνων αντικειμένων. Πλάστης λέγεται και ο Θεός, «ο δημιουργός και πλάστης των απάντων»,
ο πλαστήρ,
η πλαστήρα, η πλασταριά και η πλασταργιά,
η πλάσις, και τα σύνθετα: η διάπλασις, η ανάπλασις ,
το πλάσμα [(= εικών, ομοίωμα, δημιούργημα) «.. Μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι . Τι με εποίησες ούτως ; ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ο μεν εις τιμήν σκεύος, ο δε εις ατιμίαν;…». Παύλος: Επιστολή προς Ρωμαίους 9.20, «… Αδάμ γάρ πρώτος επλάσθη, είτα Εύα …», Παύλος: Επιστολή προς Τιμόθεον 2.13],
ο πλαστός, -ή, -όν = ο ψευδής και τα σύνθετα: ο πλαστογράφος, η πλαστογραφία, πλαστογραφώ, η πλαστοπροσωπία, η μυθοπλασία, η λεξιπλασία, εύπλαστος, αδιάπλαστος (= αδιαμόρφωτος), το πλαστούργημα, ο πλαστουργός, πλαστουργώ κ.λπ. ,
ο πλασματίας (= ψευδολόγος),
ο πλαστικός, -ή, -όν = ψευδής,
η πλαστικότης,
το πλαστήριον [= 1) εργαστήριον πλαστικής, 2) το πλαστήρι],
πλαστέος, -έα, έον,
πλαστός, -ή, -όν,
η πλαστότης, γεν. πλαστότητος,
ο πλασμός και τα σύνθετα: ο μεταπλασμός,
το έμπλαστρον,
το πρόπλασμα,
το πλάσιμο,
το κατάπλασμα (Ιωάννης Σταματάκος: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, λήμμα: πλάσσω, σελίς 796. Γ. Ν. Παπανικολάου: Λεξικόν των ρημάτων της Αττικής πεζογραφίας, λήμμα: πλάσσω, σελίς 728, κ.λπ.).
3) Ομοίως εκ του αυτού ρήματος πλάσσω ή πλάττω παράγονται:
α) πλαστήρα (η), πλασταριά (η) και πλασταργιά (η) = η πλατειά σανίς, ή, η μικρά τράπεζα, επί της οποίας γίνεται το πλάσιμον της ζύμης, ή, ο σχηματισμός της εις φύλλα, άλλως πιττοσάνιδο, πλαστήρι. Αρχαίοι αντίστοιχοι όροι είναι: η πλαθάνη, ο πλάθανος, το πλάθανον,
β) πλαστήριον (το), πλαστήρι (το), κοινώς πλάστης (ο) και μπλάστρης (ο) = κυλινδρική λεία ράβδος, η οποία χρησιμοποιείται εις την κατασκευήν λεπτών φύλλων ζύμης, ή, δια της οποίας ανοίγουν την ζύμην (ζυμάρι) εις φύλλα, δια την παρασκευήν πίττας. Ο πλάστης είναι ράβδος ευθυτάτη, κυλινδρική, μήκους 0,75 του μέτρου και πάχους 0,01. Κατασκευάζεται συνήθως εκ ξύλου κρανέας, δια το στερεόν του ξύλου, σπανίως δε από άλλα ξύλα. Το πλαστήρι είναι κυκλοτερής σανίδα από ξύλον πλατάνου, συνήθως με μικράν ουράν εις το ένα άκρον και φέρει οπήν (τρύπα), προκειμένου να αναρτάται (Δημήτριος Λουκόπουλος: Αιτωλικαί Οικήσεις, σκεύη και τροφαί. Αθήναι 1925. Επανέκδοσις Αθήνα – Γιάννινα 1984, σελίδες 94 – 95, και 107).
4) Ομοίως εκ του ρήματος πλάσσω ή πλάττω παράγονται και τα εξής επώνυμα:
Πλασσάρας – Πλασσάρα,
Πλαστάρας – Πλαστάρα,
Πλασταργιάς – Πλασταργιά,
Πλασταρίας – Πλασταρία,
Πλάστης – Πλάστη,
Πλαστήρ,
Πλαστήρας – Πλαστήρα,
Πλαστός – Πλαστή,
Πλαστουργός – Πλαστουργού ,
Πλάστρας – Πλάστρα ,
Πλαστρόπουλος – Πλαστροπούλου
(Ο.Τ.Ε.: Τηλεφωνικός Κατάλογος Αθηνών – Πειραιώς – Προαστείων, Μ–Π. Αθήνα 2001, σελίς 1030, στήλη 2 και 3).
5) Η κατάληξις -τηρ ή τήρας, (της δημοτικής) των ουσιαστικών, παραγομένων εκ ρημάτων, δηλώνει, είτε το ενεργούν πρόσωπον, είτε κυρίως φανερώνει το όργανον, εργαλεία, σκεύη, με τα οποία γίνεται η ενέργεια του ρήματος, ως μαιεύω > μαιευτήρ > μαιευτήρας, λάμπω > λαμπτήρ > λαμπτήρας, σώζων > σωτήρ > σωτήρας, καλώ > κλητήρ > κλητήρας, πλάσσω ή πλάττω > πλάστης > πλαστήρας κ.λπ. (Δημοσθένους Γεωργο-βασίλη: Ετυμολογικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1967, § 39, σελίς 31, Ν. Δ. Τζουγανάτου: Ετυμολογικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, § 15, σελίδες 17 – 18, Λ. Βαμπούλη – Γ. Ζούκη: Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι, § 259, σελίς 130, Αχιλλέως Α. Τζαρτζάνου: Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, § 281, σελίς 169, Νεοελληνική Γραμματική, ΄Έκδοση ΟΕΣΒ, Αθήναι 1941, § 265 σελίς 122).
Συνεπώς πλαστήρας είναι, τόσον ο κατασκευαστής πλαστηριών, όσον και ο εργαζόμενος, ο οποίος και με την βοήθειαν της πλαστήρας και του πλάστου, ανοίγει την ζύμην εις φύλλα, ή, ο ειδικός τεχνίτης εις την κατασκευήν πηλίνων αντικειμένων και σκευών. (Δικαίος Β. Βαγιακάκος: Καταγωγή ονομάτων, λήμμα : Πλαστήρας. Εις Ιστορίαν Εικονογραφημένην. Τεύχος 449, Νοέμβριος 2005, σελίς 129).
Εν προκειμένω η διαμόρφωση του επωνύμου Πλαστήρας εις το χωρίον Προκοβενίκου (Σκαμνού), οφείλεται , είτε εις το ότι κατεσκεύαζεν πλαστήρας και πλαστήρια εκ ξύλου, είτε ήτο «ο πλαστήρ» ή «ο πλάστης’, εργαζόμενος εις το Κεραμοποιείον και Εργαστήριον πηλίνων ειδών και σκευών, το οποίον είχε ο Αθανάσιος Αστρακάς και οι κληρονόμοι του εις θέσιν Καλάμι. Ήτο η εποχή, που η χρήσις πηλίνων ειδών και σκευών μαγειρικής, (πιάτων, κατσαρόλες, κανάτες, λαγήνια (λαΐνια κ.λπ. εκ πηλού), ήτο εις πρώτην ζήτησιν καθημερινής χρήσεως. Δηλαδή το επώνυμον Πλαστήρας ανήκει και εις την κατηγορίαν, η οποία δηλώνει το επάγγελμα του πηλοπλάστου – κεραμοποιού, ως Σαμαράς κ.λπ. (πληροφορία περί της υπάρξεως κεραμοποιείου – πηλοπλαστηρίου εις Καλάμι από την Ελένην χήρα Ευθυμίου Αστρακά, το γένος Νικολάου Αργυρίου, γνωστήν ως Κλαμούραινα, η οποία είχε εργασθή εις το κεραμοποιείο).
6) Κατά μίαν τρίτην άποψιν, το επώνυμον Πλαστήρας, ετυμολογείται και παράγεται εκ του επιθέτου πλαστός, ή, όν = ο ψευδής, ο πλασματίας (= ο ψευδολόγος), ο πλασματικός (= ψευδής). Δηλαδή πλαστήρας χαρακτηρίζεται ο μυθοπλάστης, ο απατεώνας, ο χρησιμοποιών αιμύλους λόγους, κατά τους αρχαίους, προκειμένου να εξαπατήση του άλλους.
Η ως άνω τρίτη άποψις δεν μου φαίνεται πειστική, μου την ανέφερεν κάποιος φίλος μου, Καθηγητής Φιλόλογος – Λυκειάρχης, μακαρίτης ήδη, μετά του οποίου συνεζήτησα το θέμα. Εκτός του, ότι δεν είναι πειστική, δεν έχει και κάποιαν φιλολογικήν μαρτυρίαν και τεκμηρίωσιν. Πάντως μνημονεύεται, αποκλειστικώς και μόνον, χάριν της πληρότητος της ερεύνης.
Αθήναι, 20 Ιουλίου 2006 / Περικλής Αστρακάς
Περί του επωνύμου Πλαστήρας
Ολοκληρώνεται εδώ το κείμενο του προηγουμένου Φύλλου της ΦτΣ Νο 87 που πραγματεύεται το έτυμο του επωνύμου Πλαστήρας
……
ο πλασμός και τα σύνθετα: ο μεταπλασμός,
το έμπλαστρον,
το πρόπλασμα,
το πλάσιμο,
το κατάπλασμα (Ιωάννης Σταματάκος: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, λήμμα: πλάσσω, σελίς 796. Γ. Ν. Παπανικολάου: Λεξικόν των ρημάτων της Αττικής πεζογραφίας, λήμμα: πλάσσω, σελίς 728, κ.λπ.).
2) Ομοίως εκ του αυτού ρήματος πλάσσω ή πλάττω παράγονται:
α) πλαστήρα (η), πλασταριά (η) και πλασταργιά (η) = η πλατειά σανίς, ή, η μικρά τράπεζα, επί της οποίας γίνεται το πλάσιμον της ζύμης, ή, ο σχηματισμός της εις φύλλα, άλλως πιττοσάνιδο, πλαστήρι. Αρχαίοι αντίστοιχοι όροι είναι: η πλαθάνη, ο πλάθανος, το πλάθανον,
β) πλαστήριον (το), πλαστήρι (το), κοινώς πλάστης (ο) και μπλάστρης (ο) = κυλινδρική λεία ράβδος, η οποία χρησιμοποιείται εις την κατασκευήν λεπτών φύλλων ζύμης, ή, δια της οποίας ανοίγουν την ζύμην (ζυμάρι) εις φύλλα, δια την παρασκευήν πίττας. Ο πλάστης είναι ράβδος ευθυτάτη, κυλινδρική, μήκους 0,75 του μέτρου και πάχους 0,01. Κατασκευάζεται συνήθως εκ ξύλου κρανέας, δια το στερεόν του ξύλου, σπανίως δε από άλλα ξύλα. Το πλαστήρι είναι κυκλοτερής σανίδα από ξύλον πλατάνου, συνήθως με μικράν ουράν εις το ένα άκρον και φέρει οπήν (τρύπα), προκειμένου να αναρτάται (Δημήτριος Λουκόπουλος: Αιτωλικαί Οικήσεις, σκεύη και τροφαί. Αθήναι 1925. Επανέκδοσις Αθήνα – Γιάννινα 1984, σελίδες 94 – 95, και 107).
3) Ομοίως εκ του ρήματος πλάσσω ή πλάττω παράγονται και τα εξής επώνυμα:
Πλασσάρας – Πλασσάρα,
Πλαστάρας – Πλαστάρα,
Πλασταργιάς – Πλασταργιά,
Πλασταρίας – Πλασταρία,
Πλάστης – Πλάστη,
Πλαστήρ,
Πλαστήρας – Πλαστήρα,
Πλαστός – Πλαστή,
Πλαστουργός – Πλαστουργού ,
Πλάστρας – Πλάστρα ,
Πλαστρόπουλος – Πλαστροπούλου
(Ο.Τ.Ε.: Τηλεφωνικός Κατάλογος Αθηνών – Πειραιώς – Προαστείων, Μ–Π. Αθήνα 2001, σελίς 1030, στήλη 2 και 3).
4) Η κατάληξις -τηρ ή τήρας, (της δημοτικής) των ουσιαστικών, παραγομένων εκ ρημάτων, δηλώνει, είτε το ενεργούν πρόσωπον, είτε κυρίως φανερώνει το όργανον, εργαλεία, σκεύη, με τα οποία γίνεται η ενέργεια του ρήματος, ως μαιεύω > μαιευτήρ > μαιευτήρας, λάμπω > λαμπτήρ > λαμπτήρας, σώζων > σωτήρ > σωτήρας, καλώ > κλητήρ > κλητήρας, πλάσσω ή πλάττω > πλάστης > πλαστήρας κ.λπ. (Δημοσθένους Γεωργο-βασίλη: Ετυμολογικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1967, § 39, σελίς 31, Ν. Δ. Τζουγανάτου: Ετυμολογικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, § 15, σελίδες 17 – 18, Λ. Βαμπούλη – Γ. Ζούκη: Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι, § 259, σελίς 130, Αχιλλέως Α. Τζαρτζάνου: Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, § 281, σελίς 169, Νεοελληνική Γραμματική, ΄Έκδοση ΟΕΣΒ, Αθήναι 1941, § 265 σελίς 122).
Συνεπώς πλαστήρας είναι, τόσον ο κατασκευαστής πλαστηριών, όσον και ο εργαζόμενος, ο οποίος και με την βοήθειαν της πλαστήρας και του πλάστου, ανοίγει την ζύμην εις φύλλα, ή, ο ειδικός τεχνίτης εις την κατασκευήν πηλίνων αντικειμένων και σκευών. (Δικαίος Β. Βαγιακάκος: Καταγωγή ονομάτων, λήμμα : Πλαστήρας. Εις Ιστορίαν Εικονογραφημένην. Τεύχος 449, Νοέμβριος 2005, σελίς 129).
Εν προκειμένω η διαμόρφωση του επωνύμου Πλαστήρας εις το χωρίον Προκοβενίκου (Σκαμνού), οφείλεται , είτε εις το ότι κατεσκεύαζεν πλαστήρας και πλαστήρια εκ ξύλου, είτε ήτο «ο πλαστήρ» ή «ο πλάστης’, εργαζόμενος εις το Κεραμοποιείον και Εργαστήριον πηλίνων ειδών και σκευών, το οποίον είχε ο Αθανάσιος Αστρακάς και οι κληρονόμοι του εις θέσιν Καλάμι. Ήτο η εποχή, που η χρήσις πηλίνων ειδών και σκευών μαγειρικής, (πιάτων, κατσαρόλες, κανάτες, λαγήνια (λαΐνια κ.λπ. εκ πηλού), ήτο εις πρώτην ζήτησιν καθημερινής χρήσεως. Δηλαδή το επώνυμον Πλαστήρας ανήκει και εις την κατηγορίαν, η οποία δηλώνει το επάγγελμα του πηλοπλάστου – κεραμοποιού, ως Σαμαράς κ.λπ. (πληροφορία περί της υπάρξεως κεραμοποιείου – πηλοπλαστηρίου εις Καλάμι από την Ελένην χήρα Ευθυμίου Αστρακά, το γένος Νικολάου Αργυρίου, γνωστήν ως Κλαμούραινα, η οποία είχε εργασθή εις το κεραμοποιείο).
5) Κατά μίαν τρίτην άποψιν, το επώνυμον Πλαστήρας, ετυμολογείται και παράγεται εκ του επιθέτου πλαστός, ή, όν = ο ψευδής, ο πλασματίας (= ο ψευδολόγος), ο πλασματικός (= ψευδής). Δηλαδή πλαστήρας χαρακτηρίζεται ο μυθοπλάστης, ο απατεώνας, ο χρησιμοποιών αιμύλους λόγους, κατά τους αρχαίους, προκειμένου να εξαπατήση του άλλους.
Η ως άνω τρίτη άποψις δεν μου φαίνεται πειστική, μου την ανέφερεν κάποιος φίλος μου, Καθηγητής Φιλόλογος – Λυκειάρχης, μακαρίτης ήδη, μετά του οποίου συνεζήτησα το θέμα. Εκτός του, ότι δεν είναι πειστική, δεν έχει και κάποιαν φιλολογικήν μαρτυρίαν και τεκμηρίωσιν. Πάντως μνημονεύεται, αποκλειστικώς και μόνον, χάριν της πληρότητος της ερεύνης.
Αθήναι, 20 Ιουλίου 2006 / Περικλής Αστρακάς