FtS86
1) Κατά το δεύτερον έτος της Επαναστάσεως του 1821, ήτοι κατά το έτος 1822, επέκειτο η εισβολή εις την ανατολικήν χέρσον Ελλάδα και την Πελοπόννησον της συγκεντρουμένης εις Υπάτην στρατιάς του Δράμαλη. Τα ελληνικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Οδυσσέα Ανδρούτσον είχον στρατοπεδεύσει εις την Νευρόπολιν και την Δρακοσπηλιάν. Μετά το πολεμικόν συμβούλιον των οπλαρχηγών υπό τη προεδρίαν του Δημητρίου Υψηλάντου εις Μπράλον, κατά τας 24, 25 και 26 Μαρτίου 1822, και την αποτυχίαν των στρατιωτικών επιχειρήσεων, τόσον εις την Στυλίδα και Αγίαν Μαρίναν, όσον και εις την Υπάτην, δια μεγάλον χρονικόν διάστημα παρενώχλουν τα τούρκικα στρατεύματα, ως και τας εφοδιοπομπάς.
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ομότιμος καθηγητής της Νεοελληνικής Ιστορίας, εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, (: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1982, σελίς 229) γράφει:
«… Οι Τούρκοι, επειδή αιφνιδίασαν τους ΄Ελληνες, είχαν στην αρχή τα πάντα άφθονα, αλλά είχαν την αφροσύνη να μη διατηρήσουν την επαφήν τους με ορισμένα κέντρα εφοδιασμού των μετόπισθεν. Και όταν ξεχύθηκαν στην Πελοπόννησο, οι Ρουμελιώτες άρχισαν ένα αμείλικτο καθημερινό κλεφτοπόλεμο στα στενώματα, με στόχο τις εφοδιοπομπές του. Για την τακτική του αυτή, που ωφέλησε πολύ τον αγώνα των Πελοποννησίων, και για τις τοπικές συγκρούσεις, για τις οποίες άλλοτε δεν γνωρίζαμε τίποτε, μας μιλεί με το γνωστό παραστατικό του ύφος ο Μακρυγιάννης, ώστε αξίζει να του παραχωρήσουμε τον λόγον …».
Τότε οι Τούρκοι είχον καταλάβει την Νευρόπολιν και κατά μήνα Ιούνιον 1822, έλαβε χώραν μάχη, την οποίαν μόνον ο Μακρυγιάννης μνημονεύει και περιγράφει:
«… Τα 1822, του Γιούνη η έβγα απάνου κάτου, αφού μπήκαν οι Τούρκοι μέσα και πήγαν στον Μωριά, δεν μπόρεσαν να μπάσουνε ζαϊρέδες, ότι καθημερινώς τους πολεμούσαμε κλέφτικα εις τα στενώματα. Τότε μία ποσότη Τούρκων έπιασαν τη Νευρόπολη, ως τόπος δυνατός, κι άνοιξαν και τον δρόμον δια να περνούν ζαϊρέδες εις Πελοπόννησο, εις Αθήνα απ΄ όξω, οπούχαν ορδιά κατ΄ τον Ρωπόν, εις ΄Εγριπον, και να ‘φοδιάζουνε όλα αυτά τα μέρη. Τότε συνταχτήκαμε όλα αυτά τ΄ ασκέρια της Ανατολικής Ελλάδος και πήγαμε και τους πολεμήσαμε γενναίως (κι’ αυτήνοι πολέμησαν παλληκαρί-σια). Τους τζακίσαμε. τους πήραμε τ’ αργαστήρια τους, σκοτώσαμε από αυτούς, τους πήραμε τόσα λάφυρα, τους βγάλαμε από τις θέσεις τους και κλεί-στηκαν σ΄ ένα δυνατόν μέρος. Τους βάλαμε κι ένα κανόνι και τους χτυπάγαμε. Τους πήραμε το νερόν τους και τους στενέψαμε πολύ. Τους πολεμήσαμε από το μεσημέρι ως την αυγή. Τους ήρθε ένα μιντάτι, το χαλάσαμεν. Τους ήρθε κι άλλο από την Αλαμάνα κι έγιναν τότε πολύ δυνατοί, πεζούρα και καβαλαρία, κι αναχωρήσαμε μόνοι μας άβλαβοι. Πήγε ο καθείς εις το πόστο του κι εμείς εις την Γραβιά. Και τους βαρούσαμε κλέφτικά πάντοτες.
Σε ολίγες ημέρες ξαναπήγαμε συστηματικώτερα. τους πολεμήσαμε δυο μερόνυχτα. Ταμπουρωθήκαμε σε τρεις μεριές πολλά πλησίον τους. Πανωκέφαλα ήταν ο Δυσσέας, βορινά, ανατολικά εμείς, του Σαλώνου, δυτικώς οι Λιδορικιώτες, Σαφάκας και οι άλλοι. Τους καταφανίσαμε. τους μαζώξαμε σ΄ ένα μέρος όλους μαζί. Κάναν γερούσια απάνου μας, πεζούρα καβαλαρία. Τους ήρθαν πάλε μιντάτια από τ΄ άλλα τα πόσα κι από το Ζιτούνι. Σώσαμε κι εμείς τα πολεμοφόδια. Αυτήνοι είχαν σκοπόν την αυγή να μας κλείσουνε μέσα. και χωρίς πολεμοφόδια και ζαϊρέ θα κιντυνεύαμε. Τότε τα χαράματα τραβηχτήκαμε χωρίς να μας νιώσουνε. Κι όταν θα περάσουν ζαϊρέδες κάποτε, εκεί οπού ρίχναν ορδί τους βαρούσαμε την νύχτα, στην Πέτρα ή αλλού, και δεν τελεσφορούσαν ποτέ. Κι ο γενναίος κι ατρόμητος Θανάσης Σκουρτανιώτης με διαλεμένους από τη Φήβα και κάτου δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν. Τους αφάνιζαν και οι Αθηναίοι …». (Σπύρου Ι. Ασδραχά: Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα: Εκδόσεις Α΄ Καραβία, Αθήναι, σελίδες 96 – 97, ΄Ιδετε προσέτι: Γιάννη Μακρή: Κλεφτοπόλεμος κατά των οπισθοφυλακών του Δράμαλη το 1822, στη Φθιώτιδα, και την Ανατολικήν Στερεά Ελλάδα, εις Φωνήν Σκαμνιωτών, αριθμός φύλλου 66, Μάρτιος – Απρίλιος 2002, σελίς 6, στήλαι 4 – 6, Ευθύμιος Δ. Τζιβάρας: Η μάχη της Νευρόπολης: εις Φωνήν Σκαμνιωτών, αριθμός φύλλου 11, Ιούλιος – Αύγουστος 1992, σελίς 3. Δημήτριος Σταμέλος: Νικηταράς, Αθήνα 2003, σελίς 81, Θεόδωρος Ρηγόπουλος: Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881, Αθήναι 1979, σελίς 27).
2) Τα κτυπήματα εις την Πέτραν, είναι η τοποθεσία Σκαμνού, μετά τα Μετερίσια μέχρι το γεφύρι του Σακλόβραχου και επ΄ αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
α) Όταν διήρχετο η εφοδιοπομπή του Δράμαλη, εχρησιμοποίει την παλαιάν Δημοσιάν. Προηγείτο Τούρκος στρατιώτης. Όταν έφθασεν εις την θέσιν «Ασπρόστρατα» περιοχή Σκαμνού, όπου διαταυρώνετο με την στράταν, οδηγούσαν προς την Πουρνάρα, Ταξιάρχη τον Πλάτανον και εν συνέχεια προς του Βλαχάκη τα Μαντριά, κάποιος Ζαλαώρας προσέτρεξεν και συνεπλάκη με τον Τούρκον στρατιώτην και οι δύο κατρακύλισαν μέχρι την θέσιν «Πιν’γούρα».
β) Κατά μήνα Μάρτιον 1822, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, είχεν παρατάξει το στρατόπεδόν του εις Νευρόπολιν και Παλαιάν Δρακοσπηλιάν, είχεν τοποθετήσει φρουράν εις τον ΄Αγιον Αθανάσιον Σκαμνού, αποτελουμένην από τεσσαράκοντα (40) ενόπλους, 40 κλέφτες, προκειμένου να φυλάσσουν την δίοδον (μονοπάτι) προς Νευρόπολιν. Μάλιστα οι κλέφτες αγόρασαν τρόφιμα (ψωμί, κρασί, τυρί κ.λπ.) από τους κατοίκους του χωρίου Σκαμνού.
γ) Όταν η εφοδιοπομπή έφθασεν εις τον Σκαμνόν, πέρασεν από την Τρανήν Βρύσην και το Παλαιοχώραφον και επλησίαζεν εις την στροφήν, εις τα Μετερίσια, εδέχθη τα πυρά των ελλήνων μαχητών, οι οποίοι ήσαν ταμπουρωμένοι.
Η λέξις «Μετερίσια», σημαίνει πρόχωμα, ταμπούραι, προμαχών. Τότε οι τούρκοι στρατιώται, οι οποίοι συνώδευον την εφοδιοπομπήν, επεχείρησαν κυκλωτικόν ελιγμόν εγκλωβισμού. Από Τρανήν Βρύσην κατευθύνθηκαν προς το Κάτω Χωριό και από εκεί ηκολούθησαν το μονοπάτι, το οποίον αρχίζει από το Γατόρεμα και οδηγεί προς την Γρανισιώτην, προκειμένου να τους αποκλείσουν εις τον Σακλόβραχον. Οι έλληνες αντελήφθησαν έγκαιρα την απόπειραν εγκλωβισμού των και ωπισθοχώρησαν προς τον Σακλόβραχον και τον Μπράλον. Κατά την φάσιν της επιθέσεως και οπισθοχωρήσεως, εσυνεχίσθη η ανταλλαγή πυρών, το τουφεκίδι μέχρι τον Μπράλον. Η τελευταία συμπλοκή έλαβεν χώραν εις το στένωμα, από της σημερινής θέσεως του γεφυριού της Παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών – Λαμίας εις Σακλόβραχον, μέχρι του αυχένος της κορυφής του Λειβαδορέματος και του Γκουμανάτου το δένδρον, από όπου διήρχετο μέχρι των ημερών μας και η στράτα. Εκ του λόγου τούτου η σχετική πολεμική εμπλοκή, και παρενόχλησις (κτύπημα) της εφοδιοπομπής, χαρακτηρίζεται εις τα πιστοποιητικά των αγωνιστών του 1821, ως η μάχη του Μπράλου.
Περί όλων των ανωτέρω μου ανέφερεν ο Κωνσταντίνος Βασιλόπουλος του Αθανασίου, γνωστός ως ο «Βασιλοκώτσιος», τα Χριστούγεννα του έτους 1960, εις την παλαιάν οικίαν του εις Σκαμνόν, – όπου τον επεσκέφθην και με εφίλευσεν και με καρύδια -, ως και ο Αθανάσιος Τζιβάρας του Ευσταθίου (1862 – 1966). Και οι δύο είχον τας πληροφορίας των από τους γονείς των, από τα γερόντια, δεδομένου, ότι ο παππούς του Κωνσταντίνου Βασιλόπουλου, ο Βασίλειος Δήμου, γνωστός ως Βασιλάκης, είχεν πολεμήσει και είχε λάβει μέρος εις πολλάς μάχας κατά την διάρκειαν της Επαναστάσεως 1821, ως υπαξιωματικός. Ομοίως και ο Νικόλαος Δημητρίου Ντάος είχεν λάβει μέρος εις πολλάς μάχας ως επικεφαλής (μαγκαζής) ομάδος πολεμιστών. (΄Ιδετε και Γεώργιος Μ. Τσίτσας: Η μάχη του Μπράλου το 1822, εις Φωνήν Σκαμνιωτών, αριθμός φύλλου 15, Μάρτιος – Απρίλιος 1993, σελιδες 3 και 4, και φύλλον 16, Μάϊος – Ιούνιος, 1993, σελίδες 3 – 4, εις την οποίαν ο αρθρογράφος Γεώργιος Τσίτσας μεταφέρει και καταγράφει την παράδοσιν του Νικολάου Ντάου του Δημητρίου).
3) Ο ΄Αγγλος ιστορικός George FINLAY (Γεώργιος Φίνλευ) εις το έργον του: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνον 1861, Τόμος Α΄, ελληνική μετάφρασις: Αλέκος Γεωργούλης, Εκδόσεις: Αφοί Τολίδη, α.χ. και εις την σελίδα 384 εκθέτει:
«… Στις 13 Νοεμβρίου έγινε κοντά στη Γραβιά μία μικροσυμπλοκή μεταξύ ελλήνων και τούρκων. Οι έλληνες νικήθηκαν, σκοτώθηκαν αρκετοί αξιωματικοί. Ο ίδιος ο Οδυσσεύς παρ΄ ολίγον θα έπεφτε στα χέρια των Αλβανών του Οθωμανικού στρατού. Ευτυχώς που ήταν χειμώνας πια και ο Μεχμέτ Πασάς απέφυγε να εκμεταλλευθή την Νίκη του …» .
Η ανωτέρω περικοπή του άγγλου ιστορικού αναφέρεται εις κάποιαν συμπλοκήν τον Νοέμβριον 1822, μεταξύ του στρατεύματος του Οδυσσέως Ανδρούτσου και των τούρκων στρατιωτών του Κιοσσέ Μεχμέτ Πασά πλησίον της Μονής της Παναγίας του Δαδιού (Απόστολος Βακαλόπουλος: μνημονευθέν έργον, σελίδες 308 – 309. Κάρπου Παπαδοπούλου, λοχαγού: Ανασκευή των εις την Ιστορίαν των Αθηνών, αναφερομένων. Περί του στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτσου. Αθήνα 1837, Ανατύπωσις Βεργίνα Φεβρουάριος 1997 σελίδες 20 – 23. Προσέτι ίδετε και Κάρπου Παπαδοπούλου: Απάνθισμα του ιστορικού αγώνος των Ελλήνων. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, Μάρτιος 1976, Κεφάλαιον 3ον σελίς 58. Χρήστος Μιχ. Ενησλείδης – Γεώργιος Ευστ. Παπαλιάκος: Το Μοναστήρι του Δαδιού. Πέμπτη Έκδοση. Αθήνα. Ιούλιος 2005, σελίδες 59 – 72). Η διαφορά των δύο ημερομηνιών 2-11-1822 και 13-11-1822, είναι τεχνητή μεταξύ Ιουλιανού και Γρηγοριανού Ημερολογίου (παλαιού και νέου).
Η ανωτέρω πολεμική συμπλοκή δεν πρέπει να συγχέεται με την στρατιωτικήν παρενόχλησιν (κτύπημα) της εφοδιοπομπής εις Μετερίσια και Πέτραν Σκανού, άλλως μάχην του Μπράλου, διότι έλαβον χώραν εις διαφορετικάς εποχάς, η μία τον Ιούνιον 1822, η άλλη τον Νοέμβριον 1822. Συνεπώς η όλη επιχειρηματολογία του Γεωργίου Π. Τσίτσα, περί ταυτισμού των δύο πολεμικών συμπλοκών ελέγχεται αυθαίρετος. Πέραν των ανωτέρω εις την συμπλοκήν Πέτρας Σκαμνού και εν συνεχεία εις Σακλόβραχον Σκαμνού – Μπράλου, δεν υπήρχον νεκροί, ενώ αντιθέτως εις την πολεμικήν συμπλοκήν πλησίον της Γραβιάς ( Μονή Παναγίας Αμφικλείας. Δαδιώτικα Καλύβια) είχομεν πολλούς νεκρούς.
4) Η αποτυχία της στρατιωτικής επιχειρήσεως, τόσον εις την Αγίαν Μαρίναν, όσον και εις την Υπάτην (Πατρατζίκι) οφείλεται εις την διένεξιν μεταξύ Οδυσσέως Ανδρούτσου και των μελών του Αρείου Πάγου. Εις την συνεργασίαν του Ανδρούτσου και του Νικηταρά οφείλονται αι δολιοφθοραί εις βάρος των εφοδιοπομπών της στρατιάς του Δράμαλη.
Σχετικά ο Δημήτριος Σταμέλος εις το έργον του: «Νικηταράς, πρότυπο Παλικαριάς και Αρετής» Αθήνα 2003, και εις την σελίδα 81 εκθέτει τα ακόλουθα:
«… Η αγωνία του Νικηταρά που συνέχεια τον διακατέχει για την πορεία του Αγώνα, δεν βρίσκει ανταπόκριση, τούτη την κρίσιμη ώρα, από τα μέλη του Αρείου Πάγου . Τον τιμωρούν, με την αδιαφορία τους, γιατί είναι στενός φίλος και συνεργάτης του Αντρούτσου, γιατί τους μίλησε με τη γλώσσα της αλήθειας και της ειλικρίνειας, γιατί τους αντιμετώπισε ως αληθινός πατριώτης και δεν θέλησε να υποκύψει στις ολέθριες για την πατρίδα, προτροπές τους. Όμως η άρνησή τους να τον βοηθήσουν, τον ίδιο και τους συμπολεμιστές του, όπως και τους άλλους οπλαρχηγούς, αποτελούσε άρνηση βοήθειας προς την Επανάσταση, προς την ίδια την πατρίδα. Ως εκεί τους είχε οδηγήσει το μίσος τους προς τον Οδυσσέα.
Η συνεργασία Νικηταρά – Αντρούτσου θα συνεχισθεί και τους επόμενους μήνες, κυρίως στην προσπάθειά τους να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη στρατιά του Δράμαλη. Έτσι στις 10 Ιουλίου, όπως διασώζει ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, ΄΄οι Οδυσσεύς και ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς, α΄ ανεψιός του Κολοκοτρώνη) ευρισκόμενοι μετά στρατού εις την Ανατολικήν Ελλάδα κατέλαβον τα στενά και εισερχομένην της οπισθοφυλακής του εχθρού μετά των τροφών και των εφοδίων θαρραλέως επετέθησαν ούτοι κατ΄ αυτής, εκυρίευσαν τα κομιζόμενα και διεσκόρπισαν καταθραύσαντες την οπισθοφυλακήν, ήτις οπισθοδρόμησε και εκλείσθη πάσα είσοδος του εχθρού εκ της Στερεάς ώστε ο Δράμαλης απελπισθείς κατεβεί εις ΄Αργος΄΄ …».
Όμως η πατρότης της ιδέας και του σχεδιασμού των ως άνω στρατιωτικών παρενοχλήσεων και των δολιοφθορών των εφοδιοπομπών της στρατιάς του Δράμαλη ανήκει εις τον Γέρο – Πανουργιά, ως εκθέτει ο Τάκης Λάππας, εις την εις την εργασίαν του: «Ρουμελιώτες στην Επανάσταση Β΄ Δημήτριος Αινιάνας, Γεροπανουργιάς» Αθήνα 1958 και εις τας σελίδας 30 – 31 αυτού (ανάτυπον και περιοδικόν Φθιώτις, τεύχη 15 – 16, Έτος Δ΄, Μάϊος – Αύγουστος 1958, σελίδες 177 – 178). Ας του δοθή λοιπόν ο λόγος:
«… Η στιγμή ήταν κρίσιμη όχι μονάχα για τη Ρούμελη και το Μοριά, μα για όλη την Επανάσταση. Αναστατωμένοι συνάχτηκαν σε σύσκεψη όλοι οι καπεταναίοι της Ρούμελης, με αρχηγό τον Οδυσσέα.
Ιούλιος, η εποχή που είχαν θερίσει κι αλωνίσει όλα τα γεννήματα και για κάθε περίσταση, να τα προφυλάξουν, τα είχαν μεταφέρει στα ορεινά μέρη. Τα κοπάδια ακόμα τα ξεκαλοκαίριαζαν στα βουνά. «Μόνο τα αμπέλια, τα βαμπάκια και τα καλαμπόκια χλοΐζουν, αλλά δεν τρέφουν». Σ΄ αυτή την κατάσταση βρισκόταν όλη η περιοχή της Ανατολικής Ρούμελης που θα την πλημμύριζαν σε λίγο τα ασκέρια του Δράμαλη.
Ο Οδυσσεύς ήταν της γνώμης να αφήσουν τον Δράμαλη, χωρίς να τον χτυπήσουν. Δεν θα μπορούσε να σταθεί για πολύ εδώ, κι ύστερα θα περνούσε στο Μοριά.
Τριάντα χιλιάδες στρατό μας προσφέρονται για θυσία, είπε ο Οδυσσέας κατά τον Pouqueville. Αυτό μπορεί να ταράξει την ησυχία των κυρίων Υπουργών μας στην Κόρινθο. Μα σίγουρα η παρουσία τους θα κάνει ενεργητικούς τους αδερφούς μας στην Πελοπόννησο. Αυτοί ας κάνουν καλά. Αν πάλι δεν θέλουν να κάνουν τον κόπο να τους σκοτώσουν, ας αφήσουν την φροντίδα αυτή στους πυρετούς και την πείνα … (Pouqueville, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Μετάφρασις Ζυγούρα. Τόμος Δ΄, σελίς 67).
Κι ήταν της γνώμης ο Οδυσσέας, αφού αφήνανε να περάσει το κύριο σώμα του Δράμαλη, να χτυπήσουνε ύστερα με κλεφτοπόλεμο τις επικουρίες του που θα κατηφόριζαν σε λίγο.
Όλοι συμφώνησαν μαζί του. Τον Πανουριά όμως δεν τον έφτανε αυτό. Ο Pouqueville μας φύλαξε όλη τη σκηνή αυτή.
Σηκώθηκε, πέταξε από πάνω του την τραγίσια κάπα του κι αφού αγκάλιασε τον Οδυσσέα, «ο γεροβοσκός των Σαλώνων» είπε:
– Ναι, οι θέρμες, η πείνα κι ο Σουλτάνος είναι οι πιστοί μας σύντροφοι. Μα γω όμως στο ασκέρι του Δράμαλη θέλω να κάνω και τη μπροστοφυλακή του ..
Παράξενα όλοι πρόσβλεψαν στο γερό αρχηγό. Δεν τους άφησε όμως για πολύ, να περιμένουν και ξακολούθησε.
– Έχω κι άλλο σύντροφο: τη φωτιά και το τσεκούρι, και θα πάω μπροστά να τον βρω.
Και τους εξήγησε το σκοπό του: Τους είπε πως έπρεπε να κάψουν και να καταστρέψουν όλα τα χωριά, ακόμα και τις καλύβες που θα ήταν στο δρόμο του Δράμαλη. Να κάψουν όσες θημονιές δεν είχαν ακόμα αλωνίσει, να κρύψουν στους λόγγους όλα τα ζωντανά, να μη μείνει ούτε κόττα στις αυλές, ούτε μέλισσα σε κυψέλη, ούτε ένας καρπός πάνω σε δέντρο. Παντού στο διάβα του ο πασάς να βρει ερημιά κι αφανισμό.
Όλοι συμφώνησαν με τη γνώμη του Πανουριά, που ο ίδιος ανέλαβε να εκτελέσει απλώνοντας το χαλασμό αυτό και την ερήμωση ως την Ελευσίνα. Κι όταν σε λίγο τα ασκέρια του Δράμαλη φτάσανε στην ανατολική Ρούμελη, δεν μπόρεσαν να βαστηχτούν. Δε βρήκανε τίποτε να συντηρηθούνε, και το πολυάριθμο ιππικό του δεν συνάντησε άλλο από ξερόχορτα … Πήρανε σύντομα το δρόμο για το Μοριά που δε θ΄ αργούσε να γίνει ο τάφος τους.
Κι ύστερα ο Πανουριάς με τους άλλους καπεταναίους πιάνοντας τα περάσματα και με κλεφτοπόλεμο, απόκοψε κάθε επικοινωνία και εφοδιοπομπή του Δράμαλη. Έτσι οι Ρουμελιώτες αγωνιστές σκάψανε τον τάφο που θα ρίχνανε μέσα οι Μοραΐτες τα ασκέρια του Μαχμούτ πασά Δράμαλη …».
Εγώ απλώς θα προσέθετα εις τα ανωτέρω, πως ο τάφος αρχίζει από τα «Μετερίσια και την Πέτραν Σκαμνού», ως και από τον Σακλόβραχον του Σκαμνού – Μπράλου», συνεχίζεται καθ΄ όλην την διαδρομήν από Λεβαδειά – Θήβα – Μεγαρίδα – Κόρινθον και καταλήγει εις τα Δερβενάκια, εις τον ΄Αγιον Σώστην και το Αγιονόρι, όπου τελικώς ενταφιάσθη η στρατιά του Δράμαλη και διεσώθη η Επανάστασις και η Ελευθερία των Ελλήνων.
5) Αυτά τα ολίγα δια μίαν καλλιτέραν, πληρεστέραν και πλέον κατατοπιστικήν εξιστόρησιν και επανεξέτασιν ενός πολεμικού συμβάντος, το οποίον ενδιαφέρει πρωτίστως την ελληνικήν ιστορίαν και δευτερευόντως την τοπικήν ιστορίαν, τόσον του χωρίου «Σκαμνός», όσον και του χωρίου «Μπράλος».
Αθήνα, 6 Απριλίου 2006 / Περικλής Αστρακάς
***
Ουδεμία σχέση με το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας, που γνωρίζουμε σήμερα. «Άρειος Πάγος» ονομάσθηκε η Κυβέρνηση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Ίδετε ιδιαίτερο άρθρο.