Χαρές και λύπες της βουνίσιας ζωής

FtS66

Σαν ύμνο είδαμε για την όμορφη Σκαμνιώτισσα που συγκίνησε το Γιώργο Τσίτσα ωθώντας τον να συνθέσει την εξαίσια ακροστιχίδα «Σκαμνός» που περιλάβαμε στο περασμένο φύλλο της ΦτΣ. Μία, μάλλον, άλλη εποχή που ίσως αρκετοί νεώτεροι και να μην μπορούν να αντιληφθούν με τα σημερινά δεδομένα. Ποιες όμως, ήταν οι χαρές και οι λύπες, πως ζούσαν λίγο παλαιότερα οι Σκαμνιώτισσες και όλες οι γυναίκες της Ρούμελης;

Από τα «Γεωργικά της Ρούμελης» του Δημήτρη Λουκόπουλου [Εκδόσεις Δωδώνη] αντλούμε τα ακόλουθα:

Ζωή κι αυτή! Κι όμως… Πες, αν θέλεις, σε βουνίσια γυναίκα να παντρευτεί στον κάμπο! Ας είναι κι όμορφος και πλούσιος, ο άντρας που της προτείνεις.

-Στο μαραζιάρη τον κάμπο, θα σου πεί, δεν πάω. Καλύτερα τόχω με την μπομπότα και το κρύο νερό μου, παρά να μη μου λείπει τίποτα, αλλά και τίποτα να μην μπορώ να φάω!

Ποιος δεν άκουσε και το δημοτικό τραγούδι:

Μάννα, με κακοπάντρεψες και μ΄ έδωσες στο κάμπο.
Εκεί τρυγόνα δε λαλεί, ο κούκος δεν το λέει …

Όσο είναι καλοκαίρι, τέτοια ταξίδια τα κάνουν με χαρά οι βουνίσιοι, ας είναι και κοπιαστικά. Ξεχιλιαίνουν οι τυραννημένοι αυτοί άνθρωποι. Γιατί ένα ταξίδι, όσα βάσανα κι αν έχει, συνοδεύεται και με ανάλογες χαρές. Περνάς από όμορφα τοπία, από άλλα χωριά. Βλέπει το μάτι σου κάτι άλλο κι ευχαριστιέται. Γνωρίζεις κι άλλο κόσμο. Ζηγώνεις με την ευκαιρία τούτη και τους άλλους χωριανούς σου, που σπάνια συναντούσες, γιατί δε σ΄ άφηνε η δουλειά να τους ιδείς από κοντά και να μιλήστε.

Φαντάσου πδ. χ. μία χωριάτισσα, που δεν ξέρει άλλο τίποτα στη ζωή της, παρά σπίτι και χωράφι, δεν ξέρει άλλο δρόμο, εξόν από κείνον που πάει απ΄ το σπίτι της στο χωράφι. Τι θα γνώριζε από κοινωνία αυτή, αν δεν πήγαινε τις γιορτές στην εκκλησιά κι αν δεν έκανε κάποτε και κανένα τέτοιο ταξιδάκι; Να συντροφέψει και μ΄ άλλες χωριανές της, να χορτάσει το στοματάκι της κουβέντα στο πάει κι έλα του καραβανιού!

Από Νοέμβριο όμως και πέρα τέτοια ταξίδια αποκλείονται. Τότε αρχίζει πια ο χειμώνας. Βροχές πρώτα απ΄ όλα, και χιόνια δεν σ΄ αφήνουν να περάσεις τη ράχη που χωρίζει το χωριό σου απ΄ το κέντρο. Ποτάμια κατεβάζουν, και δεν έχεις γεφύρι να διαβείς στην πέρα μεριά τους για να συνεχίσεις το δρόμο σου.

Πολλές φορές κι΄ αυτά τα κουτσορέματα γίνονται αδιάβατα, όταν βρέξει. Ξερολάγγαδα που ποτέ τους δεν έσυραν νερό γίνονται ποτάμια μεγάλα κι εμποδίζουν το διάβα σου. Και μόλα ταύτα και μ΄ όλες αυτές τις δυσκολίες γίνονται κάποτε και ταξιδάκια. Βλέπεις το καλοκαίρι πολλοί δεν είχαν αρκετά χρήματα για ν΄ αγοράσουν όσο καλαμπόκι τους ήταν χρειαζούμενο για το χειμώνα. Άλλοι και δεν πρόλαβαν από τις δουλειές να παν να φέρουν σόδεμα. Καλότυχοι βέβαια κείνοι που είχαν τον τρόπο τους και τάβαλαν όλα, όσα τους χρειάζονταν, στην αποθήκη!

Έχουν χαρά αυτοί πιάνοντας οι κακοκαιρίες. Κλείονται, μα τι ανάγκη έχουν! Καλοπερνούν γιατί τίποτα δεν τους λείπει, απ΄ όσα χρειάζονται. Οι άλλοι τι να κάνουν που δεν είχον για να φέρουν, όσα τώρα θα τους λείπουν!

Να, γιατί και το χινόπωρο βλέπεις κάποτε καραβάνια που παν για καλαμπόκι. Αν τύχει βέβαια ο καιρός καλός, και στην εποχή τούτη δεν είναι άσχημο το ταξίδι.

Τις περισσότερες όμως φορές πας με καλόν καιρό και γυρίζεις πίσω με χειμωνιάτικον. Περνώντας ράχη ψηλά, όπου πέφτει αντάρα, δε βλέπεις να κουνηθείς από δα ως εκεί. Σε πιάνει και το χιόνι. Εποχή του δα τότε! Σε τυλίγει. Κρυώνεις, παγώνεις, δεν τα καταφέρνεις να κυλίσεις την κείθε μεριά. Σε παίρνει εδεκεί πάνω η νύχτα. Κοιμάσαι όπου βρέθηκες. Όξω, πάνω σε βουνό και νύχτα, κοντά στο νου, συ και το ζώο σου ως το πρωί θα γίνεις τούμπανο. Μπορείς, μαθές, να μην παγώσεις τόσο ψηλά και τέτοια εποχή! Σε βρίσκουν πεθαμένον άλλοι διαβάτες που θα περάσουν αργότερα. Έτσι έπαθαν πολλοί στις ψηλές ράχες, στα διάσελα που κυλούν οι στράτες από τη μια την πλεύρη του βουνού στην άλλη. Έπαθαν κοσμάκης! Άμσε γύρευε! Ακούεται το όνομά τους. Τόδοσαν οι άλλοι οι μεταγενέστεροι σε διάβα, σε ρέμα, σε διάσελο, όπου έτυχε να παραδώσουν τα κώλα οι δύστυχοι κείνοι διαβάτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *