FtS53
Το σημαδιακό έτος 2000 που διανύουμε προσδιορίζει και το χρονικό διάστημα της εμφάνισης, παρουσίας και δράσης της Χριστιανικής θρησκείας που σφράγισε και επηρέασε ανεξίτηλα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του πλανήτη μας, ενώ για την παγκόσμια κοινότητα η γέννηση του Θεανθρώπου αποτέλεσε την κοινή βάση των ημερολογιολόγων για τη μέτρηση του χρόνου δηλ. για Χριστιανούς και μη. «Δεν θα αλλάξει τίποτα στην τρίτη χιλιετία εάν δεν αλλάξουμε εμείς», σημειώνει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος σε βαθυστόχαστο κείμενο / μήνυμά του που με χαρά φιλοξενούμε σε άλλη στήλη.
Σοβαρή η έκκληση του Ποιμενάρχη μας και είναι στ΄αλήθεια αφορμή να αναλογισθούμε πόσο και πόσοι εξ ημών που δηλώνουμε Χριστιανοί Ορθόδοξοι είμαστε έτοιμοι να συμμερισθούμε με συγκεκριμένα έργα και συμπεριφορά, αυτή την πρόσκληση. Πολύ φοβούμαστε ότι περισσεύει στις μέρες μας η υποκρισία και η ροπή προς τα ανούσια. Ταυτόχρονα πέφτει στα χέρια μας ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη του ανθρώπου για τον οποίον ειπώθηκε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα προσηλωμένος στο Χριστιανισμό και που βρίσκονταν σε μία συνεχή αναζήτηση και προβληματισμό, ενώ δήλωνε «δεν ελπίζω σε τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος!» κι ωστόσο εντυπωσιάζεται και δείχνει βαθύ σεβασμό και δέος για το πρόσωπο του ασκητή που επισκέφθηκε στα Μετέωρα. Κι αυτό φαίνεται με τούτα δω τα δικά του λόγια:
«…. Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του ο Μακάριος Σπηλαιώτης. Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ. Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να΄ χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ΄ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Εφτασα κατά το μεσημέρι στ΄ασκηταριά. Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα. Σαν νάχει φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του. Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός. Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μού δειξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλη του γκρεμού.
Πήρα ν΄ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τ΄αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά, χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτ΄ άλλο. ΄Εκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδώ η φωνή του ανθρώπου.
Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:
-Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρύπνιες και την πείνα, μα αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.
-Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε. Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν΄ανέβει στον ουρανό. Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει. Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τά ΄χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πώ, από που ν΄αρχίσω. Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.
Αποκότησα τέλος:
-Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
-Όχι πια παιδί μου. Τώρα γέρασα, γέρασε κι΄αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.
-Με το Θεό! έκαμα ξαφνιασμένος. Κι ελπίζεις να νικήσεις;
-Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.
-Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
-Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
-Πιο άνθρώπινος, γέροντά μου.
-Ένας μονάχα δρόμος.
-Πως τον λέν;
-Ανήφορο. Ν΄ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από το ξεδιψασμό στη δίψα, από τη χαρά στον πόνο. Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος, διάλεξε.
-Είμαι ακόμα νέος. Καλή ΄ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:
-Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει ο Χάρος.
Ανατρίχιασα
-Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.
-Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ΄ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!
Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:
-Είσαι έτοιμος; μου κάνει.
Αγανάκτηση με κυρίεψε και πείσμα.
-Όχι! φώναξα.
-Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυκιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;
-Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε η πόρτα της Παράδεισος. Μα θ΄ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; θ΄ανοίξει; είσαι σίγουρος;
Δυό δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:
-Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συγχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.
-Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συγχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.
-Αλίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε και η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.
-Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως τό ΄πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιός ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πως θά ΄ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Άσωτος Υιός, ο Σατανάς, θ΄αναίβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ΄ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες, θα του πει, καλώς ήρθες, γιέ μου. Συχώρεσέ με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου. Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πώ.
-Έχω ακουστά, γέροντά μου, πως ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε: «Τι έχεις κι αναστενάζεις; τον ρώτησε. Δεν είσαι ευτυχής; -Πως νά ΄μαι ευτυχής, Κύριε, του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος είναι ένα συντριβάνι και κλαίει. –Τι συντριβάνι; -Τα δάκρυα των κολασμένων».
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
-Ποιός είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη. Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:
-Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.
-Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης. Θέλω, μα δεν μπορώ.
-Αλίμονό σου, αλίμονό σου, δυστυχισμένε. Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει. Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση; Όταν στράφηκε στο Θεό και είπε: Εγώ. Ναι, ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ΄ το καλά στο νου σου: Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
-Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
-Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ, εσύ κι εκείνος. Δεν υπέρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δύο, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τι ΄ναι ο θάνατος, θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε, το πρόσωπό του φωτίζουνταν. Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνονταν από τα χείλη του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
-Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
-Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε. Είμαι ευτυχής παιδί μου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς. Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε ακόμα αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, σαν γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι ο Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
-Φεύγεις; Έκαμε. Άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
-Χαιρετίσματα στον κόσμο.
-Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δεν φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο».
***
Με την επέτειο των γενεθλίων (17.02.1883 στο τουρκοκρατούμενο τότε Ηράκλειο της Κρήτης) του πολυγραφότερου και περισσότερου μεταφρασμένου –σε περίπου εξήντα γλώσσες και διαλέκτους- Έλληνα συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, συμπίπτει η αναφορά μας αυτή που θεωρούμε επίσης μικρή απόδοση τιμής στον μεγάλο Έλληνα στοχαστή. Θεωρούμε σημαντικό ότι το Ίδρυμα και Μουσείο «Νίκος Καζαντζάκης» ξεκινάει τώρα για πρώτη φορά μία συστηματική προσπάθεια συγκέντρωσης των κειμένων του συγγραφέα που είναι εγκατεσπαρμένα σε εφημερίδες και περιοδικά από τις αρχές του αιώνα και εντεύθεν με σκοπό την έκδοσή τους που θα καλύψει περίπου 20 τόμους, χωρίς εδώ να περιλαμβάνεται το μεταφραστικό έργο του και οι παιδικές διασκευές άλλων βιβλίων, από τον Ιούλιο Βερν μέχρι το Φρειδερίκο Νίτσε ή τα άρθρα του στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη ή ακόμη τα γράμματά του προς τους δικούς του και άλλους φίλους, οπότε θα έχουμε αρκετές δεκάδες τόμους που θα φθάσουν τους ογδόντα μέχρι και, ενδεχομένως, τους εκατό.
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή, ιδιαίτερα τον καιρό που έγραφε –και το 1938 εξέδωσε- τη μνημειώδη Οδύσσειά του με 33.333 στίχους, αν και καθιερώθηκε περισσότερο ως πεζογράφος και μυθιστοριογράφος, που μετέφρασε επιπρόσθετα αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.
Ο Νίκος Καζαντζάκης σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1902-1906) και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι με δάσκαλο τον Μπερξόν, που τον επηρέασε, όπως και ο Νίτσε. Μετά το Παρίσι περιηγήθηκε την Ελλάδα, ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και την Ιαπωνία και την Κίνα.