Κατοικία τότε, τί πρέπει να προσέξουμε σήμερα

FtS37

Μία χρήσιμη αναδρομή στο παρελθόν περί τα οικιστικά και άντληση χρήσιμων συμβουλών για το σήμερα

Θέλοντας να θίξω ένα πολύ λεπτό θέμα, αυτό του “ύφους” και της εν γένει εικόνας που πρέπει να παρουσιάζει το χωριό μας, και έχει να κάνει με την ανοικοδόμηση και τα διάφορα έργα κοινής ωφέλεια που γίνονται σ’ αυτό, θα επιχειρήσω μέσα από θύμησες να καταλήξω σ’ ορισμένες προτάσεις ελπίζοντας πως θα έχουν απήχηση στην μικρή κοινωνία του χωριού μας. Μια κοινωνία που επιθυμία μου και στόχος είναι, αλλά και μέλημα όλων μας, να την αναβαθμίσουμε, να την προβάλουμε και έτσι να κερδίσουμε την εκτίμηση και την αποδοχή της ευρύτερης τοιαύτης.

Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή θα σας θυμίσω κατ’ αρχάς πράγματα που άλλοι από μας έζησαν, άλλοι άκουσαν από τους πατεράδες τους ή τους παπούδες τους.

Να ξεκινήσουμε από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα όπου ο θεσμός των συντεχνιών ευνοήθηκε και μάλιστα φρόντισε η Τουρκική εξουσία με κάθε τρόπο να τον κατοχυρώσει. ΄Εβγαλε λοιπόν διάφορα προστατευτικά διατάγματα. Οι διάφορες συντεχνίες τότε ονομάζοντο “συνάφια” η δε συντεχνία των κατασκευών ελέγετο “συνάφι τεκτόνων”. Πάντοτε υπήρχε ένας επικεφαλής σ’αυτές. Αυτό βόλευε τους Τούρκους γιατί είχαν να κάνουν με τον επικεφαλής τόσο για την είσπραξη γρηγορότερα των φόρων, αλλά και για να εκτελέσουν γρήγορα κάποιο τεχνικό έργο.

Τέτοια “συνάφια” υπήρχαν σε πολλές πόλεις και χωριά. Στην Θεσσαλία συντεχνίες υπήρχαν στην Τσαγκαράδα, Αγυιά, Ραψάνη, Αμπελάκια. Από τον Γοργοπόταμο ήταν ο Βασίλης Σκαλιστής ο οποίος έφτιαξε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Μητροπολιτικού Ναού Ιωαννίνων. Σ’αυτά τα “συνάφια” υπήρχε αυστηρή ιεραρχία, εσωτερική οργάνωση, αυστηρότητα στους άγραφους κανονισμούς. Υπήρχαν ο “πρωτομάστορας”, “μάστορας”, “αρχικαλφάς”, “καλφάς”, τα “τσιράκια” και τα “μαθητούδια”. Ο πρωτομάστορας ήταν αυτός που έπαιρνε την άδεια της οικοδομής πληρώνοντας φόρο στον τέκτονα Τούρκο της περιοχής. Αυτός έβρισκε τις δουλειές, εισέπρατε χρήματα για λογαριασμό του “συναφιού”, και γενικά διαχειριζόταν κάθε ζήτημα.

Ο πρωτομάστορας συμφωνούσε με τον ιδιοκτήτη για την κατασκευή και για το οικονομικό μέρος. Γινόταν ένα συμφωνητικό που το υπέγραφαν και οι δύο πλευρές και μέσα σ’αυτό αναφερόταν ακριβώς το τι θα ” έφτιαχναν” πόσο θα πλήρωνε ο ιδιοκτήτης σαν μεροκάματο και πόσο για τα “Σαββατοκύριακα”. Επίσης μέσα σ’αυτό το συμφωνητικό γραφόταν επ ακριβώς το προσωπικό που θα απασχολείτο με το έργο.

Μετά την συμφωνία με τον ιδιοκτήτη ο μάστορας έδινε το σχέδιο του σπιτιού, αφού πρώτα άκουγε τις απαιτήσεις του νοικοκύρη. Στην συνέχεια καθάριζαν το οικόπεδο και επάνω σε πασσάλους έβαζαν τα ράμματα που όριζαν τις γωνίες του σπιτιού. Οι ίδιοι οι κτίστες άρχιζαν να σκάβουν τα θεμέλια του σπιτιού “τα αυλάκια” που ήταν πολύ ρηχά. Ο τοίχος που χτίζαν ήταν συνήθως 0,50 μ. πάχος. Το ισόγειο από τον όροφο χωρίζονταν από ξύλινο πάτωμα καρφωμένο σε “πατόξυλα” που στηρίζονταν στα μεγάλα δοκάρια “τα ταμπάνια”. Το ισόγειο στις αγροτικές περιοχές το χρησιμοποιούσαν βάζοντας μέσα τα “ζωντανά” τους και για αποθήκη. Στον όροφο τα χωρίσματα αρχικά τα έφτιαχναν με κατακόρυφα ξύλινα “τσιμπούκια” μετά πλέκανε βέργες “τσιτιάς” και ύστερα πέταγαν “κοκκινόλασπη” με άχυρο και το στρώναν με το μυστρί. Στις πιό ακριβές κατασκευές τα μεσοχωρίσματα γινόταν με “τσατμά” από δρυ ή φτυλάρι και μετά έκαναν πεταχτό αμμοκονίαμα. Στην απόληξη του τοίχου και περιμετρικά έμπαινε ένα χοντρό “καντρόνι” που στις γωνίες το έδεναν με διαγώνια ξύλα και “φυλαχτάρια”. Πάνω στα “καντρόνια” πατούσαν τα ταβανόξυλα “γρεντιές”. Ακολουθούσε η ξύλινη στέγη που τα διάφορα ξύλα που χρησιμοποιούσαν τα είχαν βαφτίσει με ονόματα που σώζονται μέχρι και τις ημέρες μας όπως “μαχιές ή μαχιάδες”, “ψαλίδια”, “μπαμπάς”, “μπαμπατζάκια”, “κορφιάτης”, “σκουρέτα” κλπ. Επάνω στο πέτσωμα της στέγης έμπαιναν τα κεραμίδια. Το τελικό επίχρισμα το έκαναν με ασβέστη, γιδότριχα και άχυρο. Στα αρχοντόσπιτα το επίχρισμα γινόταν με ασβέστη και ψιλοκομένο λινάρι. Τα παράθυρα ήταν από ξύλινα καφάσια με “σκούρα”, είχαν στο επάνω μέρος τους φεγγίτη και τα κάτω φύλλα ήταν χωρισμένα στα δύο ή τρία και έμπαιναν παντού τζάμια. Το καμάρι της όλης κατασκευής ήταν το τζάκι που γινόταν στο τέλος. Απαιτούσε δε ιδιαίτερη μαστοριά.

Οι “αγροτικές κατοικίες”, όπως ονομάζοντο τότε μαζί με τα ελάχιστα “αρχοντόσπιτα” δημιουργούσαν τους οικισμούς, οι οποίοι στην αρχική τους μορφή ήταν με διάσπαρτα τα σπίτια και διαχρονικά παρουσιάστηκαν με γαλύτερη οικιστική συνοχή. Εξαιρετικοί οικισμοί “χωριά” δημιουργήθηκαν έτσι που κυρίαρχο στοιχείο τους, που είχαν να παρουσιάσουν, ήταν το μεράκι των “μαστόρων” της εποχής εκείνης. Αρκετοί “μάστοροι” γίναν γνωστοί σ’ όλη την Ελλάδα από τα διάφορα έργα τους. Το δεσπόζον στοιχείο μέσα σ’ αυτούς τους οικισμούς ήταν οι εκκλησίες. Εκεί η μαστοριά εμφανιζόταν σε όλο της το μεγαλείο.

Ποτέ τα “συνάφια των τεκτόνων” δεν τελείωναν πολύ γρήγορα. Εάν δεν γινόταν το έργο όπως αυτοί ήθελαν δεν το παρέδιδαν. Δεν διακινδύνευαν την φήμη τους επ’ ουδενί. Λέγαν δε ότι όσο πιο αργά τελείωνε το έργο τόσο καλύτερο ήταν.

Η τότε κατοικία ήταν μικρή, διότι ο κόσμος έλειπε έξω στις διάφορες ασχολίες του που ξεκινούσαν το πρωϊ και τελείωναν το βράδυ, με εξαίρεση τα αρχοντικά που ήταν μεγαλύτερα.

Η εγκατάλειψη της αγροτικής ζωής, η φυγή των νέων σε αναζήτηση νέου τρόπου ζωής και απολαβών, η αστυφιλία ήταν αυτά που επέφεραν συρρίκνωση στα χωριά, εγκατάλειψη και πολλά ερείπια.

Με αργούς ρυθμούς την δεκαετία του ’50 και πιό έντονα την δεκαετία του ’60 άρχισε η ανοικοδόμηση της Ελλάδος να επέρχεται μετά από μακροχρόνιες ταλαιπωρίες που έπληξαν τον λαό μας. Νέες μορφές κατοικίας άρχισαν να παρουσιάζονται. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και ανάγκες που δημιουργήθηκαν είχαν σαν αποτέλεσμα τα νέα δημιουργήματα να ξεφεύγουν πολύ από την αισθητική. Το αποτέλεσμα αυτής της αλόγιστης εξέλιξης το “θαυμάζουμε” σήμερα στα διάφορα αστικά κέντρα. Βασικά καλαίσθητα στοιχεία δεν καταφέραμε να τα διατηρήσουμε και έτσι να κρατήσούμε μια λαϊκή αρχιτεκτονική δομή στα κτίρια δείχνοντας έτσι σεβασμό στην κληρονομιά μας και την φήμη μας ως ΄Εθνος. Δυστυχώς αντί να διδάσκουμε, όπως έκαναν οι πρόγονοί μας, διδασκόμεθα από άλλους πολιτισμούς.

Κλείνοντας αυτήν την ιστορική αναδρομή θα ήθελα να πω ότι σαφώς δεν πρέπει να παραβλέψουμε τις νέες ανάγκες μας σήμερα αποτέλεσμα του τρόπου ζωής όπως εξελήχθηκε, ούτε ακόμη την εξέλιξη της τεχνολογίας των υλικών και αυτήν ταύτην τη λειτουργία της κοινωνίας μας σήμερα. Η αποκέντρωση, που ξεκίνησε εδώ και χρόνια, η αναπτυξιακή πολιτική που ασκείται για την περιφέρεια, το άγχος των μεγαλουπόλεων, έδωσαν κίνητρο σε ανθρώπους που οι ρίζες τους ήταν από κάποια χωριά, σε φίλους τους ή ακόμη και κατοίκους των πόλεων γιοα παλιννόστηση. Το κίνητρο ήταν η αναπαλαίωση επισκευή των πατρογονικών τους κτισμάτων και ακόμη η δημιουργία νέων κατασκευών. Εδώ χτυπώ το καμπανάκι και προτρέπω, προσοχή! Στην εν γένει όψη μιας νέας κατασκευής. Δώστε της όσα περισσότερα παραδοσιακά στοιχεία μπορείτε, κρατήστε ένα “ύφος” σωστό με το χώρο που κτίζετε και το εν γένει τοπίο, με ορθολογιστικές λειτουργίες που υπαγορεύουν οι πραγματικές ανάγκες. Είναι λυπηρό ότι στις μέρες μας στην πλειονότητα των κατασκευών χάνονται και τα τελευταία παραδείγματα της λαϊκής μας παραδόσεως. Αντισταθείτε στον πειρασμό της αναπόφευκτης και ασυλόγιστης εξέλιξης, διότι έχουμε ηθική υποχρέωση να διαφυλάξουμε και να βελτιώσουμε κατά δύναμη με βάση αυστηρά αισθητικά και τεχνικά κριτήρια το Ελληνικό τοπίο και στοιχείο.

Ας έλθουμε όμως στο σήμερα στην σκληρή πραγματικότητα σε μια εποχή δύσκολη για υλοποίηση, με όλα τα κριτήρια που προανέφερα και μη, μιας νέας κατοικίας. Ας έλθουμε σ’ αυτήν την μικρή κοινωνία του χωριού μας, αυτό που από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μέχρι σήμερα παρουσιάζει μια οικιστική ανάπτυξη. Αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης ήταν να πετάξει από πάνω του το χωριό μας την ρετσινιά του “στάσιμου οικισμού” και επάξια κέρδισε τον τίτλο “οικισμός απείρου κάλους”. Και έτσι είναι. Οι νέες κατασκευές και η βελτίωση του όλου τοπίου συνθέτουν αυτό το κάλος.

Θέλοντας να συμβάλω, με την σειρά μου, στην βελτίωση της όλης εμφάνισης του χωριού μας θα καταθέσω πιο κάτω πάρα πολύ λιτά ορισμένα στοιχεία παραδοσιακά που θα προσδώσουν ένα “ύφος” στο χωριό μας και θα το αναδείξουν σε παραδοσιακό οικισμό. Αυτά τα στοιχεία λίγο έως πολύ είναι γνωστά σε όλους μας. Εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο παρά μόνον να σας τα υπενθυμίσω.

Χωρίζω αυτά τα στοιχεία σε δύο κατηγορίες:

α) Σε βασικά υποχρεωτικά στοιχεία.

β) Σε μη υποχρεωτικά (προαιρετικά) στοιχεία.

Στην πρώτη κατηγορία των “βασικών / υποχρεωτικών” στοιχείων διακρίνω:

1. Την υποχρεωτική κεραμοσκεπή με κεραμίδια Βυζαντινού ή Ρωμαϊκού τύπου.

2. Παράθυρα κατά προτίμηση ξύλινα, χωρικού τύπου, με αναλογία πλάτους – ύψους 1:2. Δηλ. εάν το πλάτος είναι 1 μέτρο, το ύψος να είναι 2 μέτρα και μεγαλύτερο.

3. Οι εξώπορτες να είναι ξύλινες ταμπλαδωτές παραδοσιακού τύπου.

4. Το μέγιστο ύψος του κτιρίου να είναι 7,50 μέτρα συν 1,50 μέτρο η στέγη.

5. Μέγιστη πλευρά κτιρίου 8 μέτρα και μετά υποχρεωτικό σπάσιμο, για την καλαισθησία του κτιρίου.

6. Να απαγορεύουμε την Pilotis.

Στην δεύτερη κατηγορία διακρίνω:

7. Οι γωνίες του κτιρίου να γίνονται με επένδυση πέτρας, εφ’ όσον το υπόλοιπο είναι επιχρισμένο.

8. Στην πρόσοψη το υπόγειο και μέχρι την στάθμη του δαπέδου του ισογείου να γίνεται με επένδυση πέτρας.

9. Τα κάγκελα να είναι ξύλινα με σχέδιο ή από μασίφ σιδηρόβεργες πάλι με σχέδιο.

10. Γύρω από τα παράθυρα να γίνονται “κεριά” από σουβά ή επένδυση πέτρας.

11. Πρόβολοι (μπαλκόνια) 1,5 μέτρα και πλάτος όχι μεγαλύτερο των 2 μέτρων.

12. Γείσο στα παράθυρα από πλάκες Καρύστου.

13. Στον περιβάλλοντα χώρο, οι αύλιοι χώροι, να γίνονται από πλάκες Καρύστου / Πηλίου με τμήματα λιθόστρωτα.

14. Στα τοιχεία του περιβάλλοντος χώρου επίχρισμα άγριο με στέψη από φιλέτα πλακών Καρύστου.

Οι μελετητές μηχανικοί θα πρέπει να προτρέπουν τους πελάτες τους “ιδιοκτήτες”, και όταν πρόκειται για μία κατοικία στην ορεινή περιοχή, και να τους εξηγούν το γιατί και ότι το κόστος ουσιαστικά δεν είναι μεγάλο για τέτοιου είδους κατασκευές. Θα διακινδυνεύσω να πω ότι είναι σχεδόν το ίδιο, αρκεί να χρησιμοποιήσουμε τα απαιτούμενα συνεργεία που έχουν κάποια εμπειρία και να μην βιαστούμε.

Από την πλευρά της η πολιτεία θα μπορούσε να επιβάλει κάποιους υποχρεωτικούς από τους πραναφερόμενους όρους / στοιχεία, τέτοιους όμως που να μην αναστέλουν την ανάπτυξη και αποθαρύνουν τον υποψήφιο “νέο ιδιοκτήτη”. Ακόμη μπορεί να προστατέψει τα ήδη υπάρχοντα παραδοσιακά κτίσματα στα χωριά, να τα κρίνει διατηρητέα, να βοηθήσει με επιδοτήσεις και ακόμη με ειδικά χαμηλότοκα δάνεια για να γίνουν οι σχετικές αναπαλαιώσεις.

Απόστολος Δοσούλας

Σχόλιο Διεύθυνσης Σύνταξης:

Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που μπορούμε να φιλοξενούμε στις στήλες της ΦτΣ τέτοια κείμενα, που -γιατί όχι- θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν κώδικα οικειοθελούς αυτοπειθαρχίας και σημείο αναφοράς, από την δυναμική κοινωνία του χωριού μας. Δεν είναι το στοιχείο του καταναγκασμού που εξασφαλίζει την οποιαδήποτε πρόοδο, μα η ισχυρή θέληση για πρόοδο και αισθητική βελτίωση. Με χαρά θα δεχθούμε και άλλες απόψεις από τους μηχανικούς του χωριού μας γύρω από τα θέματα που τοποθετούνται. Εχουμε την πληροφορία, ότι η αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχίας Φθιώτιδος, δεν έχει διαμορφώσει ακόμη τις απαραίτητες τεχνικές προδιαγραφές για λιθοδομές, ώστε να εγκρίνονται οι σχετικές κατασκευές. Αυτό εκκρεμεί από τότε που εδώ και χρόνια εκδηλώθηκαν οι καταστροφικοί σεισμοί στην περιοχή μας και ως εκ τούτου μετετάγει η περιοχή μας σε υψηλώτερους συστελεστές σεισμικότητας. Ταυτόχρονα όμως μας πληροφορούν ειδικοί, ότι κανένα Πολυτεχνείο δεν αμφισβητεί την υψηλή ποιότητα και ασφάλεια της λιθοδομής, αλλ απλά δεν έχουν γίνει ακόμη οι σχετικές μελέτες ώστε να αποκρυσταλλωθούν οι αντίστοιχες νόρμες.

Εμείς απλά θα πούμε, πως όσο από τους αρμοδίους καθυστερούν αυτές οι ρυθμίσεις, τόσο θα καταστρέφεται το χρώμα των παραδοσιακών οικισμών μας που μας περιγράφει ο αγαπητός κ. Απόστολος Δοσούλας παραπάνω. Αυτό το χρώμα όμως είναι ο ίδιος ο πολιτισμός και η ταυτότητά μας, είναι η ψυχή μας. Δεχόμαστε τέτοια αδιαφορία;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *