FtS35
του Χρήστου Ζαλοκώστα που τυπώθηκε το 1944 και αναφέρεται σε μία ξενάγηση, με ιστορικές αναδρομές, μέσα από ένα οδοιπορικό που έχει αφετηρία την Αθήνα και επισκέψεις στην Θεσσαλία, Βόρειο Ήπειρο & τερματισμό στην Μακεδονία.
———————
Ο συγγραφέας μας γυρίζει στην εποχή του και μας παρουσιάζει την εικόνα της. Κάθε τόπο που περνάει του φέρνει θύμισες από την ιστορία μας και της εξέλιξής μας σαν λαός.
Αναφέρω πιο κάτω μερικά αξιόλογα αποσπάσματα.
” Το αυτοκίνητό μας πηγαίνει προς τη Θεσσαλία από το δρόμο της ιστορίας. Λίγα χιλιόμετρα περίπου από την Κωπαΐδα ανταμώνουμε τη “Σχιστήν οδόν”, που οι αρχαίοι τη θεωρούσαν φαινόμενον γιατί ήταν χειροποίητη κι αρκετά φαρδιά ώστε να περνάνε τ’ άρματα των προσκυνητών των Δελφών!”.
“Η αποξήρανση των ελών έφερε άφθονα πλούτη. Το απότομο άνθισμα βιομηχανίας κι εμπορίου τάραξε τους ανθρώπους και συνέβηκε τότε ό,τι πάντα γίνεται με τις απότομες αλλαγές: γενική αναστάτωση, απαράλλαχτα όπως την προκάλεσαν οι μηχανές στον δέκατον ένατο αιώνα. Εκείνο που νομίζομε πως μόνο σε μας συνέβηκε, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα προ τεσσάρων χιλιάδων χρόνων. ΄Επαψε τότε ο ήσυχος πατριαρχικός βίος, η χώρα απόλαυσε ανώτερα αγαθά πλούσιας ζωής, αλλά μαζί τους ήρθαν τα πονηρά ήθη, ο δόλος, οι σπατάλες των πλουσίων και η απελπισία των φτωχών, ακολασίες, όλα τα πάθη του ανθρώπινου γένους που, νομίζοντας ότι πηγαίνει πάντα στο καλύτερο, τραβάει κάποτε ολόϊσια το δρόμο της καταστροφής. Κι όταν ξεχείλισε η δυστυχία, έγιναν επαναστάσεις που κατέστρεψαν τον πολιτισμό των Μινυών και γύρισαν οι άνθρωποι στη βαρβαρότητα.
Η Κωπαΐδα τότε ξανάγινεν έλος. Τούτη η λίμνη είναι το θερμόμετρο της Ελλάδας: Κάθε φορά που η κακοκαιρία δέρνει τούς Έλληνες, η Κωπαΐδα λασπώνεται και σκορπά γύρω της πυρετούς. Τρεις φορές μονάχα αποξηράνθηκε, μία από τους Μινύες, δεύτερη από τον Μέγα Αλέξανδρο και τρίτη στα χρόνια μας.
Στις όχθες της φυτρώνει ένα είδος αλόης που θαρρείς είναι το σύμβολο της Θεσσαλίας. Πολύν καιρό ο θάμνος αυτός ζει χωρίς ν’ανθίζει, οι ρίζες του πάνε ολοένα βαθύτερα στη γη και μαζεύουν δύναμη που την αποταμιεύει, όσο νάρθει το πλήρωμα του χρόνου και να πετάξει διαμιάς κάτι ωραία κόκκινα λουλούδια. Για πρώτη και τελευταία φορά. ένα μόνο Απρίλη θα βαστάξει αυτό το θαύμα, ύστερα το φυτό θα μαραθεί για πάντα. έτσι κι η Θεσσαλία έφερε στον κόσμο ένα θαυμάσιο πολιτισμό, που μετά την εξαφάνισή του έσβησε κι η ίδια”.
“Από τον Παρνασσό ως τον Όλυμπο δε ζήσαν παρά ληστές, αυτοί έδωσαν και τ’ όνομα στη Δαύλεια που προσπερνάμε τώρα. Δαύλα έλεγαν τ’ αχτένιστα γένια των αγριανθρώπων κι επειδή το μέρος με τα πυκνά χαμόδεντρά του έμοιαζε με τα τραχιά πρόσωπα των ληστάρχων τα βάφτισαν Δαύλεια. Αρχηγός τους ήταν ένας αιμοβόρος, ο Τηρέας, ο πρώτος που τόλμησε να λεηλατήσει το Μαντείο των Δελφών”.
“Οι ελαιώνες της Φωκίδας ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα για το λεπτό άρωμα του λαδιού τους. Αφότου το γεύτηκε ο Ξέρξης, περνώντας δώθε μετά τις Θερμοπύλες, δε θέλησε να δοκιμάσει άλλο, κι ο Παυσανίας γράφει πως στον καιρό του, λάδι της Τιθορέας μεταχειριζόταν το αυτοκρατορικό παλάτι της Ρώμης”.
Σταματάμε στο Δαδί που το λέγαν άλλοτε Αμφίκλεια. Εδώ υπήρχε τα παλιά χρόνια περιώνυμο τέμενος του Διονύσου και Μαντείο. Όσοι θέλουν να μάθουν τα μελλούμενα θυσίαζαν ένα κριάρι, το γδέρναν μόνοι τους και τυλίγοντας το δέρμα του ζώου γύρω στην κοιλιά τους, κοιμούνταν, περιμένοντας να λάβουν χρησμό από τα όνειρα. Κάθε άνοιξη οι Φωκείς γιόρταζαν το Θεό του κρασιού με όργια κι άναβαν μεγάλες φωτιές, ονομαζόμενες “χέεια”. Ως τα σήμερα κρατιέται από τους Δαδιώτες το έθιμο, την αποκριά (που αντιστοιχεί στα Διονυσιακά όργια)”.
“Τώρα περνάμε τη λεκάνη της Δωρίδας που την περικλείνουν ο Παρνασσός, η Οίτη και το Καλλίδρομο. Κάτι σαν αρχαίο αμφιθέατρο σχηματίζουν τα τρία βουνά, με την πεδιάδα κάτω για σκηνή. Μα η βροχή που πέφτει ακατάπαυστα από πρησμένα σύννεφα δεν αφήνει να δούμε τίποτα. Αμέσως μετά το Μπράλο, μόλις άρχισε το ανέβασμα των βουνών, μπαίνουμε σε ομίχλη τόσο πυκνή, ώστε το αυτοκίνητο προχωρεί προσεχτικά. Ακούω κουδουνίσματα προβάτων, μα δεν τα βλέπω. Τέτοιον καιρό τον σιχαίνονται οι βοσκοί γιατί χάνουν εύκολα τα ζωντανά τους. Ο λίγος δρόμος που διακρίνεται μπροστά μας μοιάζει ξεκρέμαστος, το βουνό από πάνω του έχει εξαφανιστεί μέσα στην ομίχλη, ο γκρεμός από κάτω το ίδιο, ώστε να απορείς που στηρίζεται αυτός ο δρόμος.
Σε λίγο προσπερνάμε το μέρος που είχε το παλάτι του ο ημίθεος Ηρακλής, την αρχαία Τραχίνα και καβαλάμε το διάσελο της Οίτης.
Εδώ πάνω φυσούσε αέρας. Είχε διώξει την ομίχλη και φαινόταν τώρα στα πόδια μας η πεδιάδα της Λαμίας, η θάλασσα κι η Εύβοια, με τα ζωηρά χρώματα που παίρνει το τοπίο στην Ελλάδα άμα βρέχει, οπόταν τα χωράφια σκουραίνουν σε ζεστούς καστανούς τόνους κι η πρασινάδα γυαλίζει.
Σταματάμε τ’ αυτοκίνητα και για να ξεμουδιάσουμε περπατάμε λίγο, θαυμάζοντας τον όγκο των νερών που κατεβάζουν οι ράχες. Χείμαρροι τιποτένιοι είχαν πάρει φάρδος που θα το ζήλευε ο Αλφειός, ακούγαμε τη βοή τους από μακριά καθώς κατρακυλούσαν, ξεριζώνοντας ό,τι βρισκόταν μπροστά τους. Και οι πλαγιές των βουνών αχνίζαν, σαν πλευρά αλόγου ύστερ’ από ιπποδρομίες”.
“Η Λαμία είχε στην αρχαιότητα τη φήμη ξιπασμένης. Την κατηγορούσαν ότι, για ν’ αποδείξει την παλιά καταγωγή της έκοψε ψεύτικα προϊστορικά νομίσματα, τα έθαψε στη γη και με ανασκαφές δήθεν τάφερε στο φως. Το όνομά της το πήρε από τη Λάμια, κάποια βασίλισσα του τόπου που επειδή πέθαιναν οι γιοί της τρελάθηκε και σκότωνε τα παιδιά των υπηκόων της ζηλεύοντας την ευτυχία των άλλων”.
Οι βασιλιάδες της Ισπανίας έχουν τον τίτλο του Δούκα της Υπάτης από τον καιρό που οι Καταλάνοι την είχαν πρωτεύουσά τους. Οι Καταλάνοι αυτοί ήταν Ισπανοί άρπαγες φερμένοι στην Ελλάδα τον 14 αιώνα, όταν το Βυζάντιο δεν είχε χρήματα για να διατηρήσει το στρατό και καλούσε ξένους μισθοφόρους εναντίον των Τούρκων”.
“Με το φρούριο της Υπάτης οι Καταλάνοι κυβέρνησαν τον τόπο από τη Θεσσαλία ως την Αττική……….”.
“Προσπερνάμε την Ξυνιάδα λίμνη, την πατρίδα των Νυμφών, εκεί που ακόμα σήμερα, σε κάτι μικρές σπηλιές γύρω στις όχθες της προσκυνάν βοσκοί τις Νύμφες και τους φέρνουν αφιερώματα για να τους προστατεύουν τα πρόβατα. Σε Άγιο δεν είναι ταμένες οι σπηλιές αυτές, καντήλι δεν έχουν, μόνο ανήκουν φανερά στις αρχαίες Νύμφες και τον τραγοπόδαρο Πάνα, το θεό των κοπαδιών”.
Σχόλιο από τη Διεύθυνση σύνταξης:
Συγχαρητήρια και ευχαριστίες στον αγαπητό Απόστολο Δοσούλα για το ωραίο αυτό κείμενο.