20130530
Του Στέλιου Συρμόγλου / Πηγή:kostasxan.blogspot.com
Σε γεωγραφικούς χώρους με υψηλό συντελεστή ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, όπως η Ελλάδα, απομονωμένους σαν τα ηπειρωτικά της όρη ή τα νησιά του Αιγαίου της, με το Απολλώνιο φως να λούζει τον τόπο και το Διονυσιακό στοιχείο και το χιούμορ, υπό μορφή “πλάκας” κυρίως να είναι κυρίαρχο στο λαό, ευδοκιμούν παντός είδους “ειρωνείες” και ο πολιτικός ωχαδερφισμός με στοιχεία γκροτέσκο και πρωτογενούς γελοιότητας αποδεικνύεται αυτοφυής. Ο Αντώνης Σαμαράς, ως γνήσιος συνεχιστής μιας πολιτικής παράδοσης δεκαετιών, που καταγράφει χαμένες ευκαιρίες και στηρίζεται στη συνοικιακή λογική με απίστευτα ιδεολογήματα και υπερβάσεις της κοινωνικής αντίληψης, κραδαίνων το “σκήπτρο” της πρωθυπουργικής εξουσίας, ζει ευδαίμων την “πολιτική του άνοιξη”, με μύχιο ωστόσο τον εφιαλτικό φόβο του για την πολιτική του κόλαση που είναι ορατή στον ορίζοντα.
Συνεχίζει την “παράδοση” του γητευτή των ελπίδων του λαού και της παραπλάνησης των πολιτών, σ’ ένα νεότερο, σύγχρονο πλαίσιο, στα δεδομένα της μνημονιακής Ελλάδας, αναπτύσσοντας τις αντίνομες πολιτικές ετερότητες, που διαγράφουν τα ορόσημα του υπαρξιακού του είναι, μέσα στο συγκεκριμένο χώρο της πολιτικής του μηδενισμού. Με μια πολιτικάντικη ευκαιριακή λογική, δεσμώτης των πολιτικών απωθημένων του, με παράσπονδους και ασπόνδυλους αυλόδουλους, που από τα νεανικά τους χρόνια έλαβαν ενεργό μέρος στην πολιτική βλακεία, έτοιμοι για εκούσια πολιτικά σφάλματα, ικανοί να “αποκεφαλίσουν” ακόμη και τον Εσταυρωμένο, για να επιμηκύνουν την παραμονή τους στην εξουσία.
Και στη θέση της κοινωνικής ισορροπίας, ο πολιτικός μηδενισμός και η πολιτική καιροσκοπία βάζουν συνήθως την απελπισία και την απόγνωση, που καταλύουν κάθε είδους αξιοκρατίας. Και στον πολιτικό μηδενισμό το ερώτημα για το νόημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ζωής των πολιτών και το επέκεινα είναι ανόητο…
Προσπαθεί να μας παραπείσει ο πρωθυπουργός, με “συνεπιβήτορες” στην εξουσία τους δύο κυβερνητικούς του εταίρους, ως διαπρύσιος κήρυξ και μισιονάριος της απαρέγκλιτης τήρησης της μνημονιακής πολιτικής, και κατ’ επιταγήν των δανειστών, ότι μπαίνουμε σε περίοδο ανάπτυξης και θα διατρέξουμε μέρες αισιοδοξίας… Ένας ολόκληρος “μηχανισμός” επιστρατεύτηκε για να αναγάγει το κυβερνητικό παραλήρημα περί αισιόδοξης προοπτικής της οικονομίας σε μια ακόμη εθνική παραίσθηση. Η παράκρουση ανίκανων πολιτικών και τεχνοκρατών, που μαθαίνουν την τέχνη τους διοικώντας υπουργεία και δημόσιους τομείς ευθύνης δίχως να έχουν διαχειριστεί ούτε περίπτερο, ξεπερνά κάθε μεταφυσική προχειρότητα.
Ένας ακατανόητος πρωθυπουργικός λόγος, άκρατα δημοκοπικός, διανθισμένος με στίχους του Ελύτη, ως αναπόδραστη καιροσκοπική επιδίωξη να ταυτιστούν οι “άναρχες” και κενές περιεχομένου λέξεις του με τον ιστορισμό και τα μεταφυσικά σύμβολα της έμπνευσης του Ελύτη. Μια επίδειξη δήθεν “εσωτερισμού” χρησιμοποιώντας διάσπαρτα στις δηλώσεις του στίχους του Ελύτη, για να καλύψει την πολιτική του ατροφία. Το υπόστρωμα της ιδανικής ανταρσίας του Ο. Ελύτη μας είναι γνωστό από πολλού, από τότε που διαβάζαμε έφηβοι τα ποιήματα της πλειάδας του με συγκίνηση και ανέκφραστη ευγνωμοσύνη, ώστε να ανεχόμαστε τον συμπλεγματικό πολιτικό βερμπαλισμό να προσβάλλει τον νοσταλγό της ιδεολογίας του φωτός και να τον εκμεταλλεύεται όψιμα και δημοκοπικά η ωφελιμιστική πολιτική αναζήτηση…
Ένας πρωθυπουργός που “αιματοδοτήθηκε” από ανάπηρη ιδεολογία και που συμπαρατάχθηκε με “γραβατωμένους” εκφραστές συμφερόντων. Ένας πολιτικός που σηματοδότησε την παρουσία του στο πολιτικό προσκήνιο, ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια, με εύκαμπτη σπονδυλική στήλη, ώστε να ανταποκρίνεται στις επικύψεις που επιβάλλει η λογική των δανειστών και η διαπλοκή των συμφερόντων. Με ένα λαϊκισμό που εκφράζει την παρακμή του λαϊκού πνεύματος.
Από τη “μήτρα” της κοινωνικής εξαθλίωσης, με εκατομμύρια ανέργους και περισσότερους να προσπαθούν να επιβιώσουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, χωρίς ένα κράτος πρόνοιας, με την ακρίβεια να ανταγωνίζεται ή και να υπερισχύει χωρών με υψηλό βιοτικό επίπεδο πολιτών, με την ύφεση να καλπάζει και το δημόσιο χρέος παρά τις ατελείωτες θυσίες του λαού να παραμένει στο ίδιο επίπεδο, αλλά να καταβάλλονται τα τοκοχρεολύσια στους δανειστές με υποδειγματική συνέπεια, προσπαθούν οι κυβερνώντες να ανασύρουν ψευδεπίγραφες ελπίδες και αισιοδοξία.
Πρόκειται για πολιτική απάτη εκ προμελέτης. Ένα τσούρμο “μεθυσμένων” από την ιδεοληψία της “σωτηρίας” της χώρας και τη λαγνεία της εξουσίας πολιτικών πιθήκων, που έχουν στήσει θρασύτητα το χορό της αδιαφορίας σε βάρος της κοινωνίας, που υπερβαίνει τον κυνικό μηδενισμό της περιγραφής…
Μια κοινωνία χωρίς ερείσματα αξιών, οικονομικά ευνουχισμένη, εξουθενωμένη και σε πλήρη σύγχυση γίνεται αποδέκτης των αυθαίρετων κυβερνητικών υποσχέσεων και ολισθαίνει στην “ελπίδα”, καταγράφοντας την στις δημοσκοπήσεις, προλειαίνοντας έτσι τον κατήφορο της κυβερνητικής υποκρισίας και αυταρχικότητας.
Και μια αντιπολίτευση “χαμένη” στη μετάφραση των κυβερνητικών αντιδράσεων και τεχνασμάτων, χωρίς να έχει “απογαλακτιστεί” από το “επιδοτούμενο” παρελθόν της, ανίκανη να αρθρώσει πειστικό πολιτικό λόγο και να ανταποκριθεί με ρεαλιστικούς όρους στις ρητορικές επελάσεις της κυβέρνησης… Μ’ έναν αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αποδεικνύεται κύμβαλον αλαλάζον, αιχμάλωτος ιδεοληψιών της Αριστεράς. Επιρρεπής στους σοφιστικούς πολιτικούς συλλογισμούς και στην πολιτική αμετροέπεια, ενίοτε μάλιστα και στη μωρολογία, με έκδηλη την κριτική νωθρεία.
Ένας εν πολλοίς ανέγνωμος αν και βαρυστένακτος λαός, αμνήμων, μωρόπιστος , έτοιμος να αναπτερώσει τις ελπίδες του με το πρώτο λεκτικό πυροτέχνημα αισιοδοξίας, με τα κυβερνητικά ράκη φράσεων, με τις δελφικού τύπου δηλώσεις των διαφόρων ορνιθοπετούντων της πολιτικής, για να “διασκεδάσει” την απελπισία του…
Έτσι παραμένουμε εξ αντικειμένου σε μια ασφυκτικά αδιέξοδη πραγματικότητα. Όταν εξωθείται, θα μου πείτε, η πραγματικότητα στα άκρα, γίνεται ερεθιστική και θελκτική…Δεν παύει όμως η πραγματικότητα να δημιουργεί νέες διαστάσεις ευθύνης των πολιτών. Όλων των πολιτών. Κι αυτών που συνεχίζουν να διατρέχουν μια αξιοπρεπή ζωή και των άλλων, των πολλών, της συντριπτικής πλειοψηφίας των δεινοπαθούντων. Και η ευθύνη αυτή δεν είναι δυνατόν πλέον να εκφράζεται με “λεβέντικές” ατάκες χωρίς αντίκρυσμα…
Εκτός κι αν δεν μας απασχολεί η πορεία προς το τέρμα. Και μέσα σε τούτο τον συρφετό των πολιτικών “σωτήρων” μας, που συνωθείται γύρω από τα όσια και τα μεγάλα της πατρίδας και τα ψευτίζει με τη βούλα της ακάθαρτης επαφής του, μας διασκεδάζουν οι θερσίτες της πολιτικής και το ίδιο το δράμα μας!
Γιατί πώς μπορούμε να ανεχόμαστε τον πολιτικό σουρεαλισμό, τη φλύαρη και πεζή πολιτική; Τους “πανταχού απόντες” σε σχέση με την κοινωνική μέριμνα πολιτικούς; Πως μπορούμε να αποδεχόμαστε το όποιο πολιτικό όραμα και να μην είναι ορατό;