Εκπαιδευτικό σύστημα

20131106

Πηγή: Γιάννης Καλπούζος, «Άγιοι δαίμονες εις ταν Πόλιν»

 

Με όλα τούτα και με τις δυσκολίες στα οικονομικά του, έστρεψε ο πατέρας τον Λεωνή και το Στάμο στο εμπόριο αμέσως μόλις τέλειωσαν το κοινό σχολείο του Τζουμπαλί. Επήρε κοντά του ο θείος Ζωρζής τον Λεωνή και ο θείος Γιακουμής τον Στάμο. Ύστερα γύρισε ο νους του κι ήθελε οι υπόλοιποι να σπουδάσουμε. Ωστόσο ο Τίμωνας δεν ημπορούσε να προχωρήσει στα γράμματα και τον έπαιρνε μαζί του να μάθει τα γιατρικά για να του ανοίξει σπετσαρία. Απεναντίας τον Δημητράκη τον πήραν από τα μισά του κοινού σχολείου στην Πατριαρχική Σχολή, που αργότερα την είπαν Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Σαν ήρθε και η δική μου σειρά, με προόριζε στα βήματα του Δημητράκη. Μας φανταζόταν καθηγητές και σχολάρχες στη Μεγάλη Σχολή, να συγγράφουμε «γραμματική», να αποδίδουμε όπως λαλούσε «..τα αρχαία κείμενα εις την νεοελληνικήν, διότι η μετάφρασις λαμβάνει χώραν μόνον εις ξενόγλωσσα συγγράμματα και να ομιλούν οι μελλοντικές γενεές με θαυμασμό «… δια τους υιούς του Αναστασίου Κομνά».

Ξεκίνησα με μεγάλον ενθουσιασμό στο κοινό σχολείο του Τζουμπαλί. Υπήρχαν τον καιρόν εκείνο κοινά σχολεία σε τριάντα πέντε ενορίες της Πόλης, του Γαλατά, του Σταυροδρομίου και των χωριών του Βοσπόρου, και σε οκτώ από αυτές λειτουργούσε κι Ελληνικό Σχολείο, ανώτερο του κοινού. Παλαιότερο όλων, κείνο του Γαλατά, που λειτουργούσε το 1543, αν εξαιρέσει κανείς την Πατριαρχική Σχολή [λειτούργησε λίγο μετά την Άλωση ως συνέχεια της προϋπάρχουσας Οικουμενικής Σχολής του Βυζαντίου]. Δεν έγλεπα την ώρα να φέξει, να φορτωθώ το μαρσίπιό μου και να πάρω το δρόμο για το σχολείο, οπού ‘ταν κοντά στην Αγιά καπού. Έφτανα πριν από το δάσκαλο και τους συμμαθητές μου.

Μια κάμαρα ήταν το σχολείο πλάι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ερχόμενος ο διδάσκαλος, κάναμε ευθύς προσευχή: «Κύριε ο Θεός μου, οδηγέ της αληθινής σοφίας και φρονήσεως, φώτισόν με …». Κατόπιν καθόταν ο διδάσκαλος στην έδρα χωρίς να βγάλει τον μακρύ τζουμπέ του και οι μαθητές σταυροπόδι στις ψάθες μας. Τα ενθυμούμαι και δακρύζω. Με πόση λαχτάρα επερίμενα ν’ αρχίσει το μάθημα! Να πούμε εν χορώ κατά σειρά τα γράμματα του αλφαβήτου, αλλά και πρώτο με τελευταίο ωσάν να ανεβαίνεις και κατεβαίνεις μαζί την ίδια σκάλα.

Κρατούσαμε με το δεξί χέρι το αβάκιο, και με τον δείκτη του αριστερού, δείχναμε το κάθε γράμμα. Α-Ω, Β-Ψ, Γ-Χ, Δ-Φ. Όσο για τους αριθμούς, γινόταν με παραδείγματα. 1-εις ο Θεός. 2-δύο ματάκια. 3-Αγία Τριάς. Όμως και για τα γράμματα κάμναμε το ίδιο. Άλφα, αρχηγός απάντων. Βήτα, βασιλεύει ο Κύριος. Γάμα, γεννάται ο Χριστός.

Ήμουν σε όλα τα μαθήματα πολλά καλός κι έπαιρνα επαίνους. Στο αλφάβητο, στην αριθμητική, στην ανάγνωση, στη γραμματική και αποστόμιζα σαν το νερό που τρέχει το μάθημα της Φυλλάδας. Αμά ο δαίμονάς μου και η δυστυχία μου ήταν η ορθογραφία. Δεν κρατούσε ο νους μου. Πάσχιζα με τον έναν τρόπο. Μαχόμουν με τον άλλο, τα λάθη εκεί. Φτερούγιζε η σκέψη μου σε όλα. Μα στην ορθογραφία έπεφτε όπως το γρόσι στη λάσπη.

Αυτό ήταν το μαράζι μου και μαζί ο φόβος. Κρατούσε τότε η γνώμη των δασκάλων «ο μη δαρείς ου παιδεύεται» και οι τιμωρίες ήταν καθημερνές για όλους τους μαθητές. Πότε χτυπήματα με το βεργί και τον στρόβο [=σκοινί στριμμένο] στις απαλάμες, στις πλάτες και στους κώλους, και πότε πολύωρη ορθοστασία. Όμως ετούτα τα άντεχα. Κείνο που με τρόμαζε ήταν ο φάλαγγας. Όλους τους τρόμαζε. Έβγαλαν και τραγούδι γι’ αυτόν άλλοι πρωτύτερα από μας: «Άρξον, χειρ μου αγαθή, γράφου γράμματα καλά μη δαρθής, μην παιδευθής, μη εις φάλαγγα βαλθής».

Ήταν Γενάρης μήνας, τη χρονιά όπου στο τέλος της γίνηκε η πυρκαγιά στο Τζουμπαλί και ολίγους μήνες πριν αποσκολήσω. Χιόνιζε τρεις μέρες και κατόπιν πάγωσαν όλα. Πρώτο μου μέλημα σαν έφτασα στο σχολείο ν’ ανάψω το μαγκάλι. Κουβαλούσαμε για τούτο όλοι οι μαθητές απ’ το σπίτι ολίγα κάρβουνα κάθε μέρα. Ύστερα να στρώσω το ψαθί μου και να βγάλω από το μαρσίπιο το αβάκιο, το καλαμάρι και το τεφτέρι. Κι ακόμη από τη μία άκρη του σωλήνα του καλαμαριού τους καλάμους, τακοντύλια και τη ρίγα, και από την άλληνα το δοχείο με το μελάνι και το σφουγγάρι οπού ‘χαμε να καθαρίζουμε τους καλάμους ή να τους ακουμπάμε ολίγο, μη στάξει το μελάνι στο χαρτί.

Το μαγκάλι ξεγέλαγε μονάχα τα μάτια. Τουρτουρίζαμε όλοι οι μαθητές, κι όπως καθόμαστε στις ψάθες. Δεν νοιώθαμε ούτε τις πατούσες μας ούτε τα κοκαλωμένα δάχτυλα των χρειών μας. Κάμναμε να τα λυγίσουμε και θαρρούσαμε πως θα σπάσουν.
«Τάξις, βραχυλογία, σαφήνεια!» είπε από την έδρα ο μισέ Στρατής, όπως συνήθιζε να λέγει κάθε τόσο.

Έσιαξε το κωνοειδές ψηλό καπέλο του κι ύστερα πρόσταξε να γράψουμε ορθογραφία στα αβάκια με τα κοντύλια, καθώς το μελάνι ήταν παγωμένο και δεν κόλλαγε στον κάλαμο. Έπιασα το κοντύλι και με δυσκολία έσερνα τα δάχτυλα να γράψω. Σαν παραδώσαμε όλοι τα αβάκια στον Μείζονα [= ο καλύτερος μαθητής] και τα εξέτασε, βρήκε σε μένα έξι λάθη σε δέκα αράδες όπου εγράψαμε. Ύστερα τα έδωκε στον διδάσκαλο. Είχαν και άλλοι ανορθογραφίες, αμά εμένα διάλεξε να παιδέψει.

Με φώναξε να σηκωθώ, κι ‘όπως στάθηκε ομπρός του πρότεινε το αβάκιό μου. Το πήρα και θωρούσα στη γρανιτένια πλάκα τα λάθη οπού ΄χε κυκλώσει ο Μείζονας. Του φάνηκε πως καμάρωνα, ενώ εγώ έλιωνα από το φόβο και την εντροπή μου.

«Ου συ θαυμάζεις, τουθ’ ετέροισι γέλως» είπε με περιφρόνια κι ευθύς αποφάσισε κράζοντας: «Εις φάλαγγα!»

Τίποτες δεν απολοήθηκα. Σάμπως είχα φωνή να βγάλω; Την κατάπιε ο φόβος. Ένιωσα μονάχα ρίγος να τρέχει στη ράχη μου κι άρχισα να τρέμω σύγκορμος. Το ‘χα γλυτώσει μέχρι τότε το κακό. Ο Μείζονας και τρεις άλλοι ανέλαβαν να με δέσουν στον φάλαγγα. Τούτος ήταν δύο ξύλα με δυο αντικριστά βαθουλώματα στο καθένα εκεί όπου έμπαιναν τα ποδάρια, και άκρες τους είχαν τρύπες και σκοινί για να δένουν.

Με ξάπλωσαν μπρούμυτα. Γύμνωσαν τα ποδάρια μου, τα πέρασαν στα βαθουλώματα ως τα κότσια κι ένιωσα τα ξύλα να σφίγγουν. Το κούτελό μου και το κορμί μου ως τα γόνατα ακουμπούσε στο πάτωμα και μου κρατούσαν τα ποδάρια λυγισμένα. Βούρκωσαν τα μάτια μου και τα δάκρυα κυλούσαν βροχή. Άκουσα τον διδάσκαλο να σηκώνεται απ΄ την έδρα και να ζυγώνει.
«Στρααακ:» ήχησε ο λώρος [=πέτσινο λουρί] ωσάν να χτυπούσε σε γαληνεμένο νερό, και στις παγωμένες πατούσες μου θαρρούσα πως μπήγονται βελόνια.

Μια, δυο, τρεις … πέντε… Έσκουζα μ’ αναφιλητά. Ο διδάσκαλος συνέχιζε να βαράει και μαζί φώναζε: «Μπρε θεοκατάρατε!»

Σαν να μην έφτανε ο πόνος που με θέριζε, ένιωσα και τα κάτουρά μου να μουλιάζουν το σαλβάρι μου. Κι όπως φανταζόμουν ν’ απλώνονται στα σανίδια και να τα θωρούν οι συμμαθητές μου, με μαχαίρωσε διπλή εντροπή.

Απόστασε ο διδάσκαλος και έδωσε το λώρο στον Μείζονα. Σιγανότερα κείνου τα χτυπήματα, αμά πλιο μου, φλόγιζαν οι πατούσες ένιωθα να πρήζονται κι ο πόνος γινόταν αβάσταχτος. Στα τριάντα χτυπήματα έπαψε και ο Μείζονας, αλλά το μαρτύριό μου δεν είχε τελέψει. Ο μισέ Στρατής πρόσταξε τους μαθητές να ψάλουν: «Πάντες οι μαθητές συνέλθετε ενθάδε, όπως του ανοήτου γαρ την κεφαλήν εμπτύσητε…» και περνούσαν ένας – ένας, έφτυναν στο κεφάλι μου κι έτρεχαν τα φτύματα στα μούτρα μου μαζί με τα δάκρυά μου.

Μόλις με λευτέρωσαν απ’ τον φάλαγγα, έφυγα κουτσαίνοντας για το σπίτι και μ’ όλη την εντροπή του κόσμου απάνω μου. Στο απογευματινό μάθημα δεν επήγα. Αποφάσισα να μην ξαναπάω. Βάλθηκε ο πατέρας να μου αλλάξει γνώμη. Να με στείλει σε άλλο σχολείο. Στη λεγόμενη Προκαταρκτική Σχολή του Φαναρίου ή σ’ αυτό που λειτουργούσε στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου ή στο κοινό σχολείο του Μουχλίου, όπου ο διδάσκαλος ήταν φίλος του. Δεν στάθηκε δυνατόν να γυρίσει η γνώμη μου.

«Σκότωσέ με τώρα δα! Συ που μου ‘δωκες τη ζωή πάρ’ την μου κιόλας! Σχολείο δεν ξαναπάω!» του λαλούσα.

Κάμαμε εκείνες τις μέρες με τον φίλο μου τον Ανθία και κάτι που έφραξε έτσι κι αλλιώς το δρόμο για όλα τα σχολειά. Παραφυλάξαμε σε ένα απόμερο τόπο και πετροβολήσαμε τον μισέ Στρατή. Του σπάσαμε το κεφάλι και τα ποδάρια. Όμως με γνώρισε, ή κάποιος που μας είδε του το φανέρωσε. Έφτανε τούτο να μη με δέχονται πια σε κανένα σχολείο. Έκαμαν κι από το Πατριαρχείο στον πατέρα αυστηρές συστάσεις και ολίγο έλειψε να με κλείσουν στο μπουντρούμι.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *