20140225
Πηγή: neomonastiri.net
Εργασία Νικολάου Καλημέρη & Μαρίας Τσιλαλή
Από το ύψος του Δομοκού αντικρίζει κανείς πηγαίνοντας προς τα Φάρσαλα τις νότιες εσχατιές της Θεσσαλικής πεδιάδας, οι οποίες κατά τους ιστορικούς χρόνους αποτελούσαν τμήμα της Αχαΐας Φθιώτιδος.
Ο σημερινός νομός της Φθιώτιδος έχει τα βόρεια όρια του στο χωριό Ν. Μοναστήρι, του οποίου η θέση ταυτίζεται με την αρχαία πόλη ΠΡΟΕΡΝΑ. Γύρω από αυτή κυρίως νότια της στον άξονα Δομοκού-Φαρσάλων, έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα τριάντα προϊστορικές θέσεις.
Η συστηματική τοπογραφική έρευνα σε μια περιοχή ανώνυμη προϊστοριολογικά, επιβεβαίωσε παλαιότερες υποθέσεις ότι και η δυτική Θεσσαλία πρέπει να ήταν, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, εξίσου πυκνά κατοικημένοι με την ανατολική. Η ευφορότερη γη, με τα άφθονα νερά και τα θηράματα, υπήρξε κι εδώ ο κύριος παράγοντας της προσέλκυσης του ανθρώπινου στοιχείου από την Αρχαιότερη ήδη Νεολιθική.
Οι κάτοικοι της Αχαΐας Φθιώτιδος ήταν οι Αχαιοί , οι οποίοι στον κατάλογο των πλοίων [ιλιάδα] αναφέρονται ως άντρες του Αχιλλέα μαζί με τους Μυρμιδόνες, και με τους Έλληνες.
Δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι Πρόερνα ανήκε στην Αχαΐα.
Ο Στράβων[θ 434] την απαριθμεί στο φθιωτικό βασίλειο του Αχιλλέα, το οποίο περιέκλειε και τις δύο περιοχές, ανάμεσα στους Θαυμακούς και στην πρωτεύουσα της τετράδας Φθιώτιδας.
Η Πρόερνα βρισκόταν στην κύρια αρτηρία Φάρσαλος-Θαυμακοί, η αρχαιότερη πόλη βρισκόταν στην κωνική μαγούλα [ταψί] αμέσως δυτικά της ασβεστολιθικής κορυφής, της ελληνιστικής Πρόερνας και περιτρέχετε από ένα πολυγωνικό τείχος.
Tη γραμμή των τειχών της Ελληνιστικής περιόδου μπορούμε να ακολουθήσουμε σε αρκετή έκταση.
Τα τείχη περιζώνουν ένα κοίλωμα από δύο κορυφές [212 και 246 μ.] οι οποίες χωρίζονται από ένα ρηχό βύθισμα [190 μ.] κατηφορίζουν στην πεδιάδα των Βρυσιών, όπου , λόγω της εντατικής καλλιέργειας, έχουν εξαφανιστεί οριστικώς.
Ενώνοντας τις δύο άκρες του τόξου των τειχών, η ολική περίμετρος-τους φθάνει τα 2 χλμ ορθώνονται σε 20εκ. προεξέχουσα ευθεντήρια έχοντας πάχος 2,50μ έκπληκτης τεχνικής από καλοπελεκημένους ασβεστόλιθους με ύψος της σειράς 0,57 μ..
Οι 20 σωζόμενοι [στα1924] πύργοι έχουν πλάτος μέχρι 7 μ.
Οι περισσότεροι διαπερνούν μόνο την εξωτερική πρόσοψη ενώ λίγοι ολόκληρο το τείχος.
Η πύλη που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο κορυφές πρέπει να ήταν θολωτή όπως δείχνει ένας σφηνοειδής λίθος πεσμένος μπροστά στο άνοιγμα της.
Στην κύρια πύλη στα νοτιοανατολικά, διατηρείται το κατώτατο τμήμα μιας σκάλας, η οποία οδηγούσε στον α΄όροφο του πύργου και στα παραπέτα.
Στο τείχος υπάρχουν πολλά ανοίγματα για τα βρόχινα νερά ,στη β΄ή στη γ΄σειρά των λίθων. Για να αποφευχθεί πιθανή είσοδος εχθρών από αυτά , στο εσωτερικό της πόλης τα ανοίγματα προστατεύονται από σφηνοειδείς λίθους , όπως τα τείχη της Αμφίπολης στη Μακεδονία.
Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν το 1965 από τον Δημήτριο Θεοχάρη , με σημαντικά πορίσματα , που επιβεβαιώθηκαν και διευρύνθηκαν από τις ανασκαφές της εφορείας κλασικών αρχαιοτήτων Λαμίας [1978-1986].
Σύμφωνα με αυτά η θέση κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από τους προϊστορικούς μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Ιδιαίτερη ακμή θα πρέπει να γνώρισε κατά την κλασική εποχή, στην οποία χρονολογούνται τα περισσότερα οικοδομικά λείψανα.
Τότε οχυρώθηκε ο γήλοφος <ταψί>, γνωστός προϊστορικός οικισμός της χαλκοκρατίας , και έγινε ο κύριος μοχλός της άμυνας της πόλης , που εκτεινόταν στην πεδιάδα , στα νότια και νοτιοδυτικά του.
Βρέθηκαν δυο καλοδιατηρημένα τμήματα του τείχους αυτού , κτισμένου κατά το ακανόνιστο ορθογώνιο ή τραπεζιόσχημο σύστημα.
Τα περισσότερα οικοδομήματα, που έχουν ταυτισθεί μα σπίτια του 5ου και του 4ου αι. π.χ. βρέθηκαν έξω από το τείχος.
Οι τοίχοι τους ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή, καλής συνήθως αρμογής ή από πλακόσχημες πέτρες μεσαίου μεγέθους με υποτυπώδη κατεργασία , τοποθετημένες οριζόντια ή κατακόρυφα σε δυο παράλληλες σειρές.
Την περίοδο αυτή , τον 5ο και τον 4ο αι. π.χ. δηλαδή, διαμορφώθηκε κτιριακά και το ιερό της Δήμητρας Προερνίας , που βρισκόταν έξω από τον αρχαίο οικισμό, στα δεξιά της κεντρικής οδικής αρτηρίας προς Φάρσαλα.
Οι επιχώσεις όλων σχεδόν των οικοδομημάτων ήταν διαταραγμένες και περιείχαν όστρακα που ξεκινούν από την πρωτοελλαδική εποχή.
Όμως ο κύριος όγκος της κεραμικής προέρχεται από θραύσματα οικιακών σκευών που κλιμακώνονται χρονολογικά στους κλασικούς χρόνους. Η σχέση με την Αττική είναι εμφανής, παρά τη γεωγραφική θέση και την μορφολογία του εδάφους της ευρύτερης περιοχής.
Σημαντικό ρόλο θα πρέπει να εξακολούθησε να παίζει η Πρόερνα και στην ελληνιστική εποχή. Την εποχή αυτή η πόλη κόβει νομίσματα, το ιερό της Δήμητρας εξακολουθεί να λειτουργεί και οχυρώνεται ο ψηλότερος λόφος στα ανατολικά του γήλοφου <ταψί>.
Τα ρωμαϊκά όστρακα δεν είναι σπάνια μέσα στις διαταραγμένες επιχώσεις και κάποια οικοδομικά λείψανα ταυτίστηκαν με σπίτια ρωμαϊκών χρόνων. Σίγουρα η ρωμαιοκρατία δεν αποτέλεσε περίοδο ακμής για την Πρόερνα. Μετά την κατάληψή της από το Μάνιο Ακίλιο, η πόλη υπέστη σοβαρό πλήγμα, χωρίς όμως να πάψει να υπάρχει.
Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε ενδείξεις παλαιότερης χρήσης του χώρου, όπως οικοδομικά λείψανα και αύξηση της ποσότητας της προϊστορικής κεραμικής στα βαθύτερα στρώματα ή κάτω από τα θεμέλια των κλασικών σπιτιών.
Τα ανασκαφικά δεδομένα για το κλασικό νεκροταφείο της πόλης είναι περιορισμένα και οπωσδήποτε ανεπαρκή για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων σχετικά με την τυπολογία των τάφων και τα ταφικά έθιμα την εποχή αυτή. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία πάντως, το νεκροταφείο εκτεινόταν τουλάχιστον στα βόρεια και δυτικά του υψώματος <ταψί> και περιελάμβανε κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς τάφους.