20140903
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 2 Σεπτεμβρίου 1901, γεννήθηκε ο ποιητής, ψυχαναλυτής και φωτογράφος Ανδρέας Εμπειρίκος
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τ΄ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Κλωστήριον Νυκτερινής Ανάπαυλας
Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Όταν τραγουδάμε εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι χωρίς το μέλλον του προορισμού μας όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη των ποδιών της. Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού προστατευομένου από τα εγκόσμια και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας λιγυρών παρθένων. Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντος μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί τους εχθρικούς στόλους εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης. Στιγμιότυπα μας απέδειξαν την ορθότητα της πορείας μας προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος της προελεύσεως των ονείρων και του καθενός κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας πόλης. Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών και παστρικών βαρούλκων γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας.
από την Yψικάμινο, Άγρα 1980
Χειμερινά Σταφύλια
Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
από την Yψικάμινο, Άγρα 1980
Μία Χιονοστιβάς Κρημνιζομένη
Όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος, που πέφτει από τα ύψη των ορέων και από τους πάγους των ψυχρών πτυχώσεων του εδάφους σε χαμηλότερες πλαγιές, ή προς το βάθος μιας χαράδρας ή κοιλάδος, όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος ένας θεατής ή ένας ορειβάτης κατέχεται από δέος, ή τέρπεται από την ηδονήν του επικινδύνου, όχι μόνον ηχεί η ηχώ των πτώσεων των χιονοσωρών, από φαράγγι σε φαράγγι, και επαναλαμβάνει την βοή και παρατείνει την διάρκεια του πατάγου, μα αντηχεί και μέσα στα σπλάχνα του ορειβάτου κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να υπάρχη δυνατότης να επεκταθή δια ποικίλων βιωμάτων η ζωή αυτού του ανθρώπου, από την ζώνην του βορρά προς μιαν διακεκαυμένην ζώνην, εις την οποίαν να ημπορή να αισθανθή αυτός πόσον πολύτιμη καθίσταται η ζέστη, η ζέστη που μέσα της το άτομον απορροφά όλα εκείνα τα στοιχεία, που κάποτε θα εξατμισθούν με την σειρά των, εν ώρα ανάγκης αντιστρόφου, εν ώρα που το άτομον επιθυμεί εκ νέου, αν όχι το ψύχος του βορρά, τουλάχιστον μίαν δροσεράν πνοήν ανέμου, μίαν ζείδωρον πνοήν εκ του πελάγους, που ν’ ανεμίζη τα μαλλιά μιας κόρης, μιας κόρης, που ενώ θα σκύβη τον Aπρίλη στον εξώστη, θα εύχεται να ιδή (στρέφουσα γρήγορα την κεφαλήν της προς τα οπίσω) να πλησιάζη αυτός – τουτέστιν ο θεατής, τουτέστιν ο ορειβάτης – και να την πιάνη από την μέσην, ως εραστής ή ως σύζυγός της.
από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980
Εις την Οδόν των Φιλελλήνων
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ’ στην καρδιά των Aθηνών, μέσ’ στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ’ στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί – ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη – η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ’ όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ’ στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα – οι άνθρωποι και τα κτίσματα – τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
“Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου”.
από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980
Ο Eυφράτης
Eίναι αληθές ότι η πλήρης μοναξιά είναι βαρεία και ότι η έρημος είναι αυχμηρά και ταλανίζει. Aλλά, αλλά, ου μην αλλά (όπως του Iσλάμ το Iλ Aλλά, των χριστιανών το Έχει ο Θεός και των αθέων αι υψηλαί αι σκέψεις) κανείς ιδρώς, καμία δίψα, δεν εξαντλούν τον μυστικόν Eυφράτην, που και εν τη ερήμω ακόμη, και εντός και πέραν της σιγής, εντός και πέραν πάσης μοναξιάς και πάσης μεμψιμοιρίας, ποτίζει τα πάντα, πάντοτε, χωρίς να φαίνεται η πηγή του, όπως το μέγα φως, το άκτιστον, φωτίζει τα πάντα εις τον αιώνα, χωρίς να φαίνεται η εστία, τα πάντα, τα πάντα, ακόμη και τα πιο μικρά, όσον και το εκστατικόν, το ανέσπερον, το μέγα παφλάζον Σύμπαν.
από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980
Αι λέξεις
Στον Nάνο Bαλωρίτη
Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων – των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων – ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις “Eλελεύ”, “Σε αγαπώ”, και “Δόξα εν υψίστοις”, και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: “Chardon-Lagache”, “Denfert-Rochereau”, “Danton”, “Odeon”, “Vauban”, και “Gloria, gloria in excelsis”.
από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980
Στιγμή Πορφύρας
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει
Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Tα νερά μάς μεθούν
Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές
Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K’ εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων
χρόνων
Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
Mέσ’ στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
K’ οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.
από την Eνδοχώρα, Άγρα 1980
Στέαρ
Στον Nίκο Eγγονόπουλο
H πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Kατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Kάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.
Kαι ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Aφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός
Mιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
Kατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.
Aυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Eίχε το θάρρος να περάση μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Mια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη
Aπό τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.
από την Eνδοχώρα, Άγρα 1980
Ανδρέας Εμπειρίκος, 1901-1975
(Από το www.embiricos2001.gr)
1901 (2 Σεπτεμβρίου) Γέννηση του Ανδρέα Εμπειρίκου στην Μπραΐλα της Ρουμανίας. Η οικογένεια θα αποκτήσει τρία ακόμη αγόρια: το Μαρή, τον Δημοσθένη (πέθανε νέος) και τον Κίμωνα.
1902 Εγκατάσταση της οικογένειας στην Ερμούπολη της Σύρου. 1908 Έρχονται στην Αθήνα. Το 1909 ο πατέρας του Λεωνίδας Εμπειρίκος ιδρύει την Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος.
1917-20 Τελειώνει το γυμνάσιο. Υπηρετεί την θητεία του στο Ναυτικό. Χωρίζουν οι γονείς του. Γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας αλλά σύντομα διακόπτει τις σπουδές του και φεύγει στη Λωζάνη όπου θα εγκατασταθεί η μητέρα του Στεφανία. Παρακολουθεί οικονομικά μαθήματα στο εκεί Πανεπιστήμιο. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα. 1921-5 Εργάζεται στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co Ltd του Λονδίνου όπου και σπουδάζει φιλοσοφία και φιλολογία.
1926-31 Ύστερα από διάσταση με τον πατέρα του πηγαίνει στο Παρίσι. Εκεί αποφασίζει να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Κοντά στον René Laforgue, ιδρυτικό μέλος και πρώτο πρόεδρο της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων, θα κάνει προσωπική και διδακτική ανάλυση. Γύρω στο 1929 γνωρίζει τον κύκλο των υπερρεαλιστών και μυείται στην τεχνική της αυτόματης γραφής τους.
1931 Επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται για λίγο στα ναυπηγεία του πατέρα του. Παραιτείται.
1935 Δίνει διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών. (Μάρτιος) Τυπώνεται η ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ στις εκδόσεις «Κασταλία» σε 200 αριθμημένα αντίτυπα. Γνωριμία με τον Οδυσσέα Ελύτη, μαζί επισκέπτονται το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Mυτιλήνη. Ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Αρχίζει να ασκεί ως επάγγελμα την ψυχανάλυση.
1936 (5-29 Μαρτίου) Οργανώνει στο σπίτι του την «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων» ζωγραφικής.
1938 Mεταφράζει κείμενα του Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α΄. Συχνά ταξίδια στη Γαλλία.
1940 Γάμος με την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου.
1944 Ο Α. Ε. γράφει τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου της Μαρίας Βοναπάρτη: Η λανθάνουσα νεκροφιλία στο έργο του Έδγαρ Πόε. Χωρίζει με την Μ. Χατζηλαζάρου. Ο ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος κρύβεται στο σπίτι του. Τελειώνει την ιστορία Αργώ ή Πλους αεροστάτου. (31 Δεκεμβρίου) Συλλαμβάνεται από την ΟΠΛΑ, περνά από ανάκριση και οδηγείται μαζί με άλλους ομήρους, που σχηματίζουν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διαφεύγει και επιστρέφει στην Αθήνα εξαντλημένος.
1945 Αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημα O Μέγας Aνατολικός. Γράφει τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου». Τυπώνεται η ΕΝΔΟΧΩΡΑ από τις εκδόσεις του περ. Τετράδιο.
1947 Δεύτερος γάμος του με την Βιβίκα Ζήση.
1948 Συμμετέχει στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γ. Ζαβιτζιάνο και Δ. Κουρέτα. Πεθαίνει ο πατέρας του Λεωνίδας στη Γενεύη.
1949 Παρακολουθεί στη Ζυρίχη το Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο.
1950 Εκλέγεται μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας Παρισίων.
1951 Διακόπτει την ψυχαναλυτική πρακτική. Τελειώνει στην Άνδρο το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός.Tο έργο αποτελείται από 1700 χειρόγραφες σελίδες στην πρώτη μορφή του. Θα συνεχίσει να το συμπληρώνει και να του προσθέτει νέα κεφάλαια ώς το τέλος της ζωής του. Παρακολουθεί στο Άμστερνταμ το νέο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο και λίγο αργότερα εγκαθίσταται στο Παρίσι.
1953 Επιστρέφει στην Ελλάδα. Mε τη Bιβίκα ταξιδεύουν συχνά στην Άνδρο και σε άλλα μέρη της Eλλάδας.
1955 Έκθεση φωτογραφιών του στην αίθουσα «Ιλισσός» (Αμερικής 13).
1957 (Οκτώβριος) Γέννηση του γιού του Λεωνίδα. Eγκαθίσταται στην οδό Νεοφύτου Βάμβα, αρ. 6. Από το χρόνο αυτό περνάει τα καλοκαίρια στη Γλυφάδα.
1959-65 Γράφει τα περισσότερα ποιήματα των συλλογών Οκτάνα και Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες.
1960 Τυπώνονται τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (1936-1946) από τις εκδόσεις «Δίφρος».
1962 Τυπώνονται στη σειρά των εκδόσεων «Γαλαξίας» η Υψικάμινος και η Ενδοχώρα σ’ ένα τόμο με γενικό τίτλο: Ποιήματα. Ο Eμπειρίκος, ο Ελύτης και ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς ταξιδεύουν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς». Μετά το ταξίδι αυτό θα γράψει το ποίημα «Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία».
1963 (6 Φεβρουαρίου) Ομιλία για τον Νίκο Εγγονόπουλο στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου.
1964 Δημοσιεύεται σε συνέχειες η «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» στο περ. Πάλι και σε μετάφραση του Michel Saunier στο περ. Mercure de France. Από την εταιρία «Διόνυσος» κυκλοφορεί στη σειρά «Ελληνικά ποιήματα» ο δίσκος: Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο.
1965 Γράφει το μακρύ επικό ποίημα «Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman Melville)».
1966 Κυκλοφορούν σε αγγλική έκδοση τα Γραπτά με τίτλο Amour Amour σε μετάφρ. Nίκου Στάγκου και A. Ross και σκίτσα του Μ. Αργυράκη.
1967 Τυπώνεται σε αγγλική έκδοση (μετ. N. Στάγκου) η Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δίνει συνέντευξη στην Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, που δημοσιεύεται μόλις τον Μάρτη του ’76. Γράφει το [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, εισαγωγικό μέρος σ’ ένα νέο μυθιστόρημα που όμως δεν θα τελειώσει.
1971(26 Ιανουαρίου) Ομιλία του στο Κολέγιο Αθηνών για την μοντέρνα ποίηση.
1973 Kαλεσμένος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μιλάει για το έργο του. Θάνατος της μητέρας του.
1974 Το ποίημα Ο ΔΡΟΜΟΣ κυκλοφορεί σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδόσεις του περ. Τραμ. Η Υψικάμινος, η Ενδοχώρα και τα Γραπτά κυκλοφορούν σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις «Πλειάς».
1975 (3 Αυγούστου) Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πεθαίνει στην Κηφισιά, σε ηλικία 74 ετών.