20141025
Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης
Αναρωτήθηκα από μέσα μου, εννοείται. Θα ήταν σχεδόν κωμικό να θέσω τέτοιο προβληματισμό στους μισοναρκωμένους απ’το κούνημα του λεωφορείου και στιβαγμένους στα στενά καθίσματα συνεπιβάτες μου…
Χάρη στην κρίση, τα «υπεραστικά» –που στον καιρό της ευμάρειας τα καταδέχονταν μονάχα οι μετανάστες- γνωρίζουν σήμερα μεγάλες δόξες. Η μεσαία τάξη, η οποία κάποτε δεν χαμπάριαζε από βενζίνες και διόδια, κατακλύζει τώρα τους σταθμούς των ΚΤΕΛ. Και ταξιδεύει σχετικά ανθρώπινα κι απρόσωπα. Πού οι παλιές εποχές, τα ηρωικά ’70ς, όταν ο οδηγός έβαζε στη διαπασών λαϊκοδημοτικά, οι επιβάτες μεράκλωναν και έπιαναν τον σκοπό ή και τον χορό – καλαματιανοί εν κινήσει στην Εθνική Οδό; Μόνο ένας Κουστουρίτσα ή ένας Πάνος Χ. Κούτρας μπορεί να αναπαραστήσει τέτοια γλέντια…
Το ερώτημά μου πάντως για τον Οδυσσέα στάθηκε κάθε άλλο παρά ποιητικό. Εάν ένας ήρωας αντανακλούσε επί χιλιετίες τον εθνικό μας χαρακτήρα, αυτός δεν ήταν άλλος από τον θρυλικό βασιλιά της Ιθάκης. Όχι ο απρόσιτα ωραίος και γενναίος Αχιλλέας. Ούτε ο απάνθρωπα αλλαζών Αγαμέμνων. Ούτε ασφαλώς ο σοφός Νέστορας… Πώς συμπολίτες μας προτιμούν την ασφάλεια από την ελευθερία; Αντιδρούν με πανικό σε ό,τι απειλεί την μίζερη έστω βολή τους; «Εγώ από μικρό παιδί δεν γούσταρα ντράβαλα και περιπέτειες. Να σχολάω ήθελα κάθε μεσημέρι στις δύο και να επιστρέφω ξένοιαστος στο σπίτι μου.» Αλλά ο εμπνευστής του Δούρειου Ίππου.
Ο πολυμήχανος, ο μπαγαπόντης. Εκείνος που ήξερε τους πλάγιους τρόπους, τα πονηρά κόλπα. Που έπαιζε με τις ψυχολογικές αποχρώσεις φίλων και εχθρών – που έπαιζε και με τους θεούς ακόμα. Ο κατ’εξοχήν επιβιωτικός. Ο επί δεκαετία περιπλανώμενος σε μακρινές στεριές και θάλασσες, πότε τραβώντας των παθών του τον τάραχο, πότε απολαμβάνοντας μέρες κρασιού και λουλουδιών στην αγκαλιά της Καλυψώς. Ο καυχησιάρης, που αφού τύφλωσε τον Πολύφημο με το όνομα «Κανένας», μετά δεν άντεξε να μην του συστηθεί, για να θαυμάσει όλος ο ντουνιάς το ανδραγάθημα του, τι κι αν το μάθαινε κι ο πατέρας του Κύκλωπα, ο Ποσειδώνας, και τον καταδίωκε ως τα πέρατα της οικουμένης; «Οδυσσεύς» εξάλλου σημαίνει εκείνον που εξοργίζει τους άλλους… Ο παραμυθάς, ο οποίος μάγεψε τους Κερκυραίους τραγουδώντας τα πάθη του κι έπεισε τον πατέρα της Ναυσικάς να τον στείλει με ασφάλεια στην Ιθάκη. Ο μάστορας, που κατασκεύαζε με τα χέρια του καράβια και κρεββάτια. Εκείνος που εξόντωσε τους μνηστήρες για να ξανακερδίσει το βασίλειο του και την Πηνελόπη όμως αντί να γαληνέψει και να τα χαρεί, άρχισε από την επομένη κιόλας μέρα να σχεδιάζει καινούργια ταξίδια…
Μικρούς και μεγάλους Οδυσσείς συναντάμε καθ’όλη τη διαδρομή του Ελληνισμού. Ανθρώπους που φλέγονταν από τη λαχτάρα ενός γυρισμού, γνωρίζοντας ότι και πάλι –ανικανοποίητοι- θα έβγαιναν στο δρόμο. Που ονειρεύονταν το αιώνιο, ποντάροντας στο εντελώς πρόσκαιρο. Που κατακτούσαν με διπλωματία και με γαλιφιά τους ίδιους τους κατακτητές τους. Οδυσσέας και Τηλέμαχος σκοτώνουν τους μνηστήρες/ Christophe Thomas Degeorge Έτσι δεν επιβίωσαν η γλώσσα και η συλλογική μας ταυτότητα υπό αλλεπάλληλους ξένους ζυγούς; Απ’την προσάρτηση της Ελλάδας στην ρωμαϊκή κυριαρχία, το 146 π.Χ., η οποία περισσότερο επηρέασε τους Ρωμαίους παρά τους Έλληνες. Μέχρι τη διακυβέρνηση των παραδουνάβιων χωρών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από Έλληνες ηγεμόνες. Απ’τις απανταχού παροικίες, που ανέθρεφαν δαιμόνιους επιχειρηματίες σαν τον Συγγρό και ποιητές σαν τον Καβάφη, μεγιστάνες σαν τον Ωνάση και σκηνοθέτες σαν τον Καζάν. Από τον Κεφαλλονίτη Κωνσταντίνο Γεράκη, ο οποίος έγινε τον 17ο αιώνα αντιβασιλιάς στο Σιάμ. Έως τον Ανδρέα Κορδοπάτη, τον φτωχό Πελοποννήσιο των αρχών του 20ου αιώνα, που δεν θα το έβαζε κάτω εάν δεν μετανάστευε νόμιμα ή παράνομα στην Αμερική. Που οι Αμερικάνοι του βρόνταγαν στα μούτρα την πόρτα κι εκείνος τρύπωνε από το παράθυρο – τα γράφει απαράμιλλα ο Θανάσης Βαλτινός στο ομώνυμο βιβλίο του…
Πώς από εκεί που δεν ορρωδούσαμε προ ουδενός –«το δισάκι μου στον ώμο και στο δρόμο!»- καταλήξαμε δέσμιοι του ίδιου μας του κράτους; Εναποθέσαμε τις ανάγκες και τις ελπίδες μας σε γραφειοκράτες και σε διαπλεκόμενους πολιτικούς, οι οποίοι ανταλλάσσουν ψήφους με ρουσφέτια, που κάνουν τούμπες για να μπουν στο payroll ή ακόμα και στο σαλόνι κάποιου αντιστοίχως διαπλεκόμενου επιχειρηματία; Πώς γραπωθήκαμε –ισόβια βρέφη- απ’τον μαστό του δημόσιου τομέα κι όταν εκείνος στέρεψε, πάθαμε άρνηση, αγανάκτηση, κατάθλιψη; Πώς συρρικνώσαμε τους πόθους μας σε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο υπό διαρκή κατάληψη, σε μια θεσούλα υπαλλήλου που δεν παράγει σχεδόν τίποτα, σε ένα κρεββάτι πληκτικού γάμου και σε ένα ράντζο υπολειτουργούντος νοσοκομείου; Πώς συμπολίτες μας –οι περισσότεροι, φοβάμαι, συμπολίτες μας, σαράντα αλλά και είκοσι χρονών- προτιμούν την ασφάλεια από την ελευθερία; Αντιδρούν με πανικό σε ό,τι απειλεί την μίζερη έστω βολή τους; «Εγώ από μικρό παιδί δεν γούσταρα ντράβαλα και περιπέτειες. Να σχολάω ήθελα κάθε μεσημέρι στις δύο και να επιστρέφω ξένοιαστος στο σπίτι μου» μου έλεγε, ειλικρινέστατα, τις προάλλες ένας συνομήλικός μου. «Όποιον μου το εξασφαλίσει αυτό, θα τον ψηφίσω…»
Το πότε και το πώς έπαψε ο Έλληνας να είναι Οδυσσέας σηκώνει πολυποίκιλες ερμηνείες. Ιστορικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές. Την πιο αισιόδοξη ωστόσο για το δικό μας μέλλον απάντηση την δίνει ο ίδιος ο πανάρχαιος μύθος: Καμιά διάθεση δεν είχε ο ίδιος ο Οδυσσέας να εγκαταλείψει την Ιθάκη και να τρέχει στην Τροία. Τόσο εξαρτημένος ήταν από τη βολή του μικρού του νησιού –στο οποίο ήταν όμως βασιλιάς- ώστε όταν τον κάλεσαν στην Αυλίδα, όπου συγκεντρωνόταν ο ελληνικός στόλος, υποδύθηκε τον τρελό. Πήγε σε ένα χωράφι του και άρχισε να σπέρνει αλάτι. Και μόνο αφού ο Παλαμήδης ακούμπησε μπροστά στο άροτρο του τον νεογέννητο Τηλέμαχο, πέταξε ο Οδυσσέας τη μάσκα και φόρεσε την πανοπλία. Έπρεπε να τον φέρουν δηλαδή στο μη παρέκει. Ίσως και εμείς να μην έχουμε φτάσει ακόμα στο μη παρέκει. Για αυτό και δίνουμε ακόμα βάση σε έωλες υποσχέσεις μέτριων δημαγωγών. Και μισοναρκωμένοι ταξιδεύουμε μέσα στο εθνικό μας λεωφορείο.