Alpha Bank: Η απόφαση της ΕΚΤ στηρίζει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας

20150131

Πηγή: Alpha Bank / Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων

Η έναρξη του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που αφορά στην αγορά δημοσίου και ιδιωτικού χρέους και θα ισχύει από τον Μάρτιο του 2015 έως το Σεπτέμβριο του 2016, αναμένεται να έχει θετικές επιδράσεις για την Ελλάδα στηρίζοντας τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης την επόμενη διετία, αναφέρουν στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων οι αναλυτές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

Οι βασικοί παράγοντες της ανάκαμψης που παρατηρήθηκε το 2014 αναμένεται να διατηρήσουν και σταδιακά να ενισχύσουν τη δυναμική τους. Συγκεκριμένα, η μικρή αύξηση του ΑΕΠ που επετεύχθη ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του 2014, οφείλεται στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και του εξωτερικού τομέα.

Όσον αφορά στο 2015 αναμένεται:

Πρώτον, η επιτάχυνση της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς η προβλεπόμενη διατήρηση της τιμής του πετρελαίου σε χαμηλό επίπεδο ενισχύει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Δεύτερον, η συνέχιση της θετικής συμβολής του εξωτερικού τομέα στην ανάπτυξη. Σημειώνεται ότι η ύφεση της οικονομίας από το 2008 έχει οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα ο εξωτερικός τομέας να επιδρά θετικά στην οικονομική δραστηριότητα επί 6 συνεχή έτη (από το 2009 έως και το 2014). Το 2015 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών μέσω της υποτίμησης του ευρώ, αλλά και υποχώρηση των εισαγωγών μέσω της μείωσης της τιμής του πετρελαίου. Η ανακοίνωση της έναρξης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στις 22/1/2015 προκάλεσε μεγαλύτερες πιέσεις στο Ευρώ και αναμένεται να διατηρήσει την ισοτιμία σε χαμηλό επίπεδο σε όλη την διάρκεια του 2015. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την Ελληνική οικονομία είτε μέσω της ενίσχυσης των ταξιδιωτικών εισπράξεων καθώς το 58,3% αυτών αφορά εισπράξεις από χώρες εκτός Ζώνης του Ευρώ, είτε μέσω της ενίσχυσης των εξαγωγών αγαθών εκ των οποίων το 53% περίπου κατευθύνεται σε χώρες εκτός Ευρωζώνης.

Τρίτον, η θετική συμβολή των ιδιωτικών επενδύσεων στο ΑΕΠ ως συνδυαστικό αποτέλεσμα της χαλαρότερης νομισματικής πολιτικής και της διαμόρφωσης ευνοϊκότερων πιστωτικών συνθηκών στην Ευρωζώνη, καθώς και της εμπέδωσης της σταθερότητας στο σχεδιασμό πολιτικής. Αυτή η εξέλιξη θα τερματίσει την αρνητική συμβολή των επενδύσεων στο ΑΕΠ από την αρχή της κρίσης, το 2008 έως και σήμερα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθίζηση της αγοράς κατοικίας. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι το τρίτο τρίμηνο του 2014, οι επενδύσεις σε κατοικίες αφαίρεσαν από το ΑΕΠ μια ποσοστιαία μονάδα.

Δεδομένης της πίεσης που προκάλεσε η σημαντική πτώση των τιμών του πετρελαίου στον ήδη αρνητικό πληθωρισμό της χώρας, η έναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης αποτελεί ένα παράγοντα αποσυμπίεσης της αποπληθωριστικής διαδικασίας. H αύξηση της προσφοράς χρήματος στην οικονομία που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μείωση του κόστους δανεισμού, είναι δυνατό να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση. Η πρόθεση της ΕΚΤ είναι ο έλεγχος του αποπληθωρισμού καθώς έχει συνδέσει την διάρκεια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης με την επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί για πληθωρισμό περί το 2%.

Η συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα της ΕΚΤ μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς αγορές. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένοι περιορισμοί για την περίπτωση της Ελλάδος.

Πρώτον, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα θεωρούνται επιλέξιμα εφόσον η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα και δεύτερον, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και χρεογράφων δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από τον Ιούλιο του 2015.

Η εκπλήρωση των ανωτέρω όρων από την πλευρά της Ελλάδος διευκολύνει την προοπτική αγοράς ελληνικών κρατικών ομολόγων περί τα €6 δισ., εντός του 2015. Τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώση των αποδόσεων αυτών των τίτλων, ceteris paribus, διαμορφώνοντας συνθήκες ομαλής επανόδου του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές.

Μια τέτοια εξέλιξη σε συνδυασμό με μια περιορισμένης κλίμακας ελάφρυνση του χρέους με τη μορφή επιμήκυνσης των λήξεων και μειώσεως των επιτοκίων θα καθιστούσε ενδεχομένως εφικτή την αναθεώρηση προς τα κάτω των τεθέντων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα των επόμενων ετών. Η Ελλάδα άλλωστε έχει εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της στη δημοσιονομική σφαίρα έχοντας επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα για δυο συναπτά έτη σε επίπεδο σημαντικά ανώτερο άλλων χωρών της Ευρωζώνης.

Σημαντικό ρόλο για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης έχουν ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά του.

Πρώτον, η σύνδεση του επιπέδου του πληθωρισμού με την διάρκεια του προγράμματος. Δηλαδή το πρόγραμμα ενδέχεται να παραταθεί εάν κατά τη λήξη του ο πληθωρισμός δεν βρίσκεται κοντά στο στόχο του 2%. Η πρόταση αυτή διαφοροποιεί σημαντικά την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ σε σχέση με αντίστοιχα προγράμματα άλλων Κεντρικών Τραπεζών καθώς σημαίνει ότι το πρόγραμμα παραμένει πρακτικά «ανοιχτό» έως ότου επανέλθει ο πληθωρισμός στο επιθυμητό επίπεδο. Οι χαμηλές τιμές πετρελαίου και το αρνητικό επίπεδο που πληθωρισμού στην Ευρωζώνη γίνεται σαφές ότι αυξάνουν τις πιθανότητες να παραταθεί το πρόγραμμα και το συνολικό ύψος του να υπερβεί το €1,1 δισ. Το γεγονός αυτό ενισχύει τον υποστηρικτικό ρόλο της ποσοτικής χαλάρωσης στην προσπάθεια τόνωσης της ασθενικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης.

Δεύτερον, το πρόγραμμα προβλέπει τον καταμερισμό του κινδύνου κατά 20% στην ΕΚΤ και κατά 80% στην Κεντρική Τράπεζα της κάθε χώρας. Καθίσταται σαφής δηλαδή η πρόθεση της Κεντρικής Τράπεζας να κρατήσει χαμηλά την «αμοιβαιοποίηση» του κινδύνου (risk sharing) στην Ευρωζώνη.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *