Μετά το 1208 ως την επανάσταση του 1821 ο συντάκτης αυτού του σημειώματος δεν έχει στη διάθεσή του τέτοια στοιχεία. Το μόνο στοιχείο που γνωρίζουμε για την περίοδο πριν από την επανάσταση, είναι μία απογραφή που έκαναν οι Τούρκοι το 1810. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία αυτής της απογραφής, οι κάτοικοι του χωριού ήταν όλοι κι όλοι 100 άτομα. Τα στοιχεία αυτά τα βρήκαμε στο θαυμάσιο βιβλίο του Γιάννη Βορτσέλα, που έχει τον τίτλο «Φθιώτις» και το οποίο συνιστούμε να το προμηθευτείτε, διότι πρόκειται για πάρα πολύ αξιόλογη εργασία.
Στον πίνακα αυτής της απογραφής υπάρχουν στοιχεία και για τα διπλανά χωριά. Έτσι το Γαρδίκι το 1810 είχε 150 κατοίκους, το Δέλφινο 200, τα Δυο Βουνά 125,το Ελευθεροχώρι 1.000, το Κουμαρίτσι 125. Στον Μπράλο δεν αναφέρεται ο συγγραφέας, διότι πιθανώς υπαγόταν σε άλλη διοικητική περιφέρεια.
Συγκρίνοντας αυτά τα νούμερα, διαπιστώνει κανείς, πως τους λιγότερους κατοίκους είχε ο Προκοβενίκος (Σκαμνός) και η Νευρόπολη, ενώ τους περισσότερους το Ελευθεροχώρι. Μάλιστα το Ελευθεροχώρι σε σύγκριση με τα άλλα χωριά, είναι 3 με 4 φορές μεγαλύτερο και αυτό αναμφίβολα προκαλεί εντύπωση μα κι απορία μαζί. Διότι εκ πρώτης όψεως ούτε το έδαφος, ούτε γενικά η κατάσταση της περιοχής δικαιολογεί μία τέτοια δυσανάλογη ανάπτυξη. Τότε λοιπόν για πιο λόγο το Ελευθεροχώρι ήταν τόσο μεγάλο χωριό;
Την απορία μας τη λύνει αφ’ ενός μεν το ίδιο το όνομα του χωριού, όταν προσέξει και αναλογισθεί κανείς με μεγαλύτερη προσοχή τη σημασία του, και αφ’ ετέρου η ιστορία των νεοελληνικών χρόνων με τα όσα αναφέρει το κεφάλαιο περί του θεσμού των «Ελευθεροχωρίων».
Για σκεφθείτε τα χρόνια που οι Έλληνες ήταν σκλάβοι στους Τούρκους, υπήρχε στην περιοχή μας χωριό, που χαρακτηρίζεται «ελεύθερο», δηλαδή χωριό στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι νόμοι των κατακτητών σε βάρος των κατοίκων του ή, αν εφαρμόζονται, εφαρμόζονται πιο ήπια και πιο ελαστικά. Γιατί άραγε να συνέβαινε αυτό;
Έχω τη γνώμη, πως το θέμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, γι’ αυτό εν είδει παρεμβάσεως, θα ασχοληθώ κάπως ευρύτερα μ’ αυτό.
Είναι γεγονός πως κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κατακτητές εξ αιτίας της απηνούς και σκληρής συμπεριφοράς τους, αντιμετώπιζαν πολλά και σοβαρά προβλήματα με τα απείθαρχα και ατίθασα στοιχεία που υπήρχαν σε κάθε χωριό. Άλλωστε απ’ αυτά τα δυναμικά άτομα, σαν από βρυσομάνα, συγκροτούνταν τ’ ασκέρια των κλεφτών και των αρματολών. Παλληκαράδες και νταήδες, όπως ήταν, αντετίθεντο στη βάρβαρη και απάνθρωπη εξουσία και χωρίς να χάσουν καιρό έβγαιναν στο κλαρί, όπου «ζώντες επικινδύνως» πάνω στα ψηλά βουνά, ανέπνεαν τον καθαρό αέρα της κλεφτουριάς.
Η κατάσταση αυτή, όπως ήταν επόμενο, εγκυμονούσε πολλούς και ανεξέλεγκτους κινδύνους για τους Τούρκους και, ακριβώς, για την αντιμετώπισή της, σκέφθηκαν να δημιουργήσουν το θεσμό των «ελευθεροχωρίων». Μ’ άλλα λόγια σκέφθηκαν, πως, αν επέτρεπαν να συναχθούν σ’ αυτού του είδους τα χωριά όλοι οι ανυπάκουοι και απείθαρχοι, τότε, σίγουρα θα είχαν λύσει αυτό το πρόβλημα με τον καλλίτερο τρόπο, διότι, συν τοις άλλοις, θα τους παγίδευαν κι έτσι δεν θα έβγαιναν στην παρανομία, οπότε οι κλέφτες, κατ’ ανάγκη, σιγά – σιγά θα διαλύονταν ή, εν πάσει περιπτώσει, δεν θα τροφοδοτούνταν με καινούργιο αίμα. Η ανατολίτικη πονηριά σ’ όλο της το μεγαλείο και τη μεγαλοπρέπεια!
Απ’ αυτούς λοιπόν τους λόγους δημιουργήθηκε ο θεσμός των «ελευθεροχωρίων» και γι’ αυτό συναντάει κανείς σ’ όλη την επικράτεια πολλά χωριά με το ίδιο όνομα. Αναμφιβόλως ήταν μία έξυπνη και αρκετά ευφυής λύση, πολύ πρωτοποριακή για την εποχή της τουρκοκρατίας, όπου, κατά κανόνα, τα προβλήματα εξεγέρσεως των σκλάβων αντιμετωπίζονταν με ωμή βία και με πάρα πολύ σκληρά βασανιστήρια, όπως ήταν για παράδειγμα, ο ανασκολοπισμός (το παλούκωμα) και η κρεμάλα.
Με βάση τα όσα γράφτηκαν σχετικά, πιστεύω πως κατανοήθηκε και ταυτόχρονα εξηγήθηκε για ποιο λόγο το Ελευθεροχώρι ήταν το πιο πολυάνθρωπο χωριό της περιοχής, ακόμα κι απ’ αυτή την Παύλιανη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος είχε και εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη γεωργοκτηνοτροφική περιοχή, η οποία αρχίζει από τη Δρακοσπηλιά και φτάνει ίσαμε τον Κούβελο και την Μανδρίτσα. Στο σημείο αυτό ευλόγως μπορεί να εγερθεί το ερώτημα:
-Ένα τόσο μεγάλο και πολυάνθρωπο χωριό, γιατί, μετά την επανάσταση, δεν διατηρήθηκε στα ίδια πληθυσμιακά επίπεδα;
Η απάντηση νομίζω πως είναι αρκετά εύκολη. Απλούστατα έπαψαν να υπάρχουν οι λόγοι που εξανάγκασαν τους κατοίκους του προεπαναστατικά να συγκεντρωθούν σ’ ένα χωριό και σε μία περιοχή , που δεν προσφερόταν για άνετη διαβίωση, ιδίως σε ότι αφορά την καλλιεργήσιμη γη. Κατ’ ανάγκη, λοιπόν, συρρικνώθηκε στα όρια και στο μέγεθος ενός ορεινού οικισμού και κατ’ ανάγκη, ύστερ’ απ’ αυτό, η δημογραφική του εξέλιξη ήταν παράλληλη και ομόλογη με τη δημογραφική εξέλιξη των διπλανών χωριών, όπως θα δούμε σε άλλες ενότητες.
Αρκετά, όμως, για το Ελευθεροχώρι, και αρκετά παραβιάσαμε τους κανόνες οικονομίας της ύλης. Ας επανέλθουμε στο Σκαμνό που μας ενδιαφέρει άμεσα.
Το 1836, λοιπόν, όταν πια από το 1832 έχει δημιουργηθεί και λειτουργεί το ελεύθερο Κράτος της Ελλάδας, συστάθηκε ο Δήμος Οιτέων ή Οιτών, που ήταν Δήμος Γ΄ τάξεως. Ο Δήμος αυτός λειτούργησε από το 1836 έως το 1840 και είχε έδρα το Μοσχοχώρι. Περιελάμβανε εκτός απ’ το Μοσχοχώρι, και τα χωριά:
Δαμάστα, Δρακοσπηλιά (Θερμοπύλες), Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια), Ελευθεροχώρι και Προκοβενίκο (Σκαμνός). Καθ’ όλη τη διάρκεια που λειτούργησε ο Δήμος, Δήμαρχος χρημάτισε ο Κωνσταντίνος Παπαποστόλης. Περί της καταγωγής του Δημάρχου και γενικά περί της προσωπικότητός του, δεν υπάρχουν στοιχεία στη διάθεσή μας.
Το 1840 καταργήθηκε ο Δήμος Οιτέων και στη θέση του δημιουργήθηκε ο Δήμος Ηρακλειωτών, που ήταν σαφώς αναβαθμισμένος, με περισσότερα χωριά και ευρύτερες αρμοδιότητες. Στο Δήμο αυτό υπαγόταν και το χωριό μας.