Ο Κλεφταράκος

FtS53

(Ενα Σκαμνιώτικο παραμύθι)
υπό Γεωργίου Λ. Αστρακά

Στο κείμενο, που ακολουθεί, θα σας διηγηθώ ένα παραμύθι, που το άκουσα πολλές φορές από τη Μακαρίτισσα τη Μάνα μου. Σε μένα και στ’ αδέρφια μου, η αείμνηστη, μας έλεγε πολλά παραμύθια και ο ύπνος μας έπαιρνε σχεδόν ακαριαία, όταν ακούγαμε την τελευταία φράση και ζήσανε αυτοί καλά και μεις ακόμα καλύτερα.

Πιστεύω ακράδαντα, πως τα παραμύθια που μας έλεγε όχι μόνον ήταν ευχάριστα, αλλά, που είναι και το σπουδαιότερο, είχαν μεγάλη και ανεκτίμητη παιδαγωγική αξία. Τη γνώμη αυτή άλλωστε την υποστηρίζουν και την παραδέχονται σχεδόν όλοι οι παιδαγωγοί και οι παιδοψυχολόγοι. Συνιστούν ανεπιφύλακτα να λέμε παραμύθια στα παιδιά. Πολλά παραμύθια. Τα ωφελούν αφάνταστα και συμβάλλουν στην ισχυροποίηση της φαντασίας τους, με αποτέλεσμα η δυναμική αυτή να συμπαρασύρει και τις λοιπές πνευματικές λειτουργίες προς το καλύτερο.

Και τώρα στο Σκαμνιώτικο παραμύθι. Θα προσπαθήσω, όσο μπορώ βέβαια, να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα και τα σχήματα έκφρασης της Μάνας μου. Πιστεύω, πως έτσι το κείμενο θα έχει μιαν αμεσότητα προς το κοινό αίσθημα των Σκαμνιωτών. Πιθανόν οι νεώτεροι να συναντήσουν κάποια δυσκολία στην κατανόηση κάποιων λέξεων ή και κάποιων φράσεων ακόμα. Στη περίπτωση αυτή να ζητήσουν τη βοήθεια των μεγαλυτέρων. Θα είναι μια χρυσή ευκαιρία να συζητήσουν για το χωριό και για την ιστορία του. Για τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων.

Λοιπόν, έλεγε, η Μάνα μου: Μια φορά κι’ έναν καιρό και στα παλιά ζαμάνια  ο Παπάς του Παλιοχωριού τη Μεγάλη Βδομάδα αποφάσισε να πάει στη Λαμία ν’ αγοράσει αρνί για το Πάσχα.

iereas

Ήταν λίγο παράξενος και τζαναμπέτης  άνθρωπος. Δεν ήθελε αρνί απ’ τους τσιοπάνηδες του χωριού του, ούτε απ’ τους τσιοπάνηδες των διπλανών χωριών. Νόμιζε, πως τον κοροϊδεύουν στο ζύγι κι’ έπαιρνε βαρύτερο σφαχτό. Γι’ αυτό, που λέτε, καβαλάει τη ψαριά  φοράδα του και μια και δυο ξεκίνησε για τη Λαμία. Ξεκίνησε κανα-δυο ώρες νύχτα για να τον βρει το ξημέρωμα στον κάμπο. Δεν είχε ακόμα φανεί ο αστέρας . Νοιαζότανε να γυρίσει νωρίς στο χωριό. Το βράδυ έπρεπε να βγάλει τον Επιτάφιο.

  • Τι μέρα ήταν Μάνα; ρώτησε κάποιο παιδί από μας.
  • Μεγάλη Παρασκευή. Τη μέρα αυτή γίνεται από ανέκαθεν παζάρι στη Λαμία. Κατεβαίνουν οι χωριάτες και πουλάνε: αρνιά, κατσίκια, φρέσκο τυρί, λάχανα και μυριστικά για τα τζεράκια κι΄ ένα σωρό άλλα καλούδια.
  • Κι΄ ύστερα;
  • Κι’ ύστερα ο Παπάς πέρασε νύχτα το Μπροκοβενίκο και κοντά να φέξει κατηφόριζε στο κακό μονοπάτι . Στον κατήφορο κατέβηκε απ’ τη φοράδα για να μην τσακιστεί το ζωντανό. Για να μην τα πολυλογούμε, όταν έφτασε στο κάμπο ξαναμπήκε καβάλα και τη ματσούκωσε για να κερδίσει χρόνο. Σκιαζόταν μήπως πουληθούν τα καλά αρνιά κι’ αυτός ύστερα θα εξαναγκαζόταν να ψωνίσει κανά λέσιο . Η Παπαδιά φεύγοντας του ‘πε:
  • -Παπάλη  μ’ κοίτα να μην πάρεις καμιά φούσκα και θα μας κοροϊδεύουν στο λάκκο! Να πάρεις καλό αρνί. Τ’ ακούς; Καλό!
  • Καλά βλοημένη μ’. Ξέρω τη δλειά μ’ εγώ. Εσύ τώρα να πλύνεις και να μάεις τα πιδιά κι’ άσε με μένα να βράζω με το ζμί μ΄.

Που λέτε κατά στις δέκα, ο ήλιος είχε ανεβεί δυο φκέντρες  και παραπάνω, ο Παπάς βρήκε το αρνί που ήθελε. Ήταν καμιά δεκαπενταριά οκάδες. Το αγόρασε και χωρίς καθυστέρηση γύρισε για το χωριό. Τη φοράδα δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί. Συνέχεια τη χτύπαγε με τη βίτσα για να φτάσει όσο γινόταν πιο γρήγορα στο Παλιοχώρι. Μόλις ανηφόρησε στου Καρανάσιου και πήρε το ίσιωμα του ζωντανού του έβγαλε την ψυχή. Τα πέταλα της φοράδας πετάγανε φωτιές. Τι να κάνει; Ήθελε να συμμαζέψει κι’ άλλες δουλειές. Δεν ήτανε το αρνί μόνο.

Όμως τον Παπά ένας κλέφτης, απ’ τους ξακουστούς της περιοχής, τον είδε που πήγαινε στη Λαμία για να ψωνίσει αρνί. Δεν ήταν μπροκοβενικιώτης . Από άλλο χωριό ήτανε, αλλά την κλεψιά ήθελε να την κάνει στο χωριό για να θολώσει τα νερά. Ο κλέφτης αυτός, που οι περισσότεροι τον λέγανε κλεφταράκο, επειδή από μικρός είχε βγει στο Μεϊντάνι , ήταν πολύ πονηρός. Σκέτος τρισκατσιούλης . Σκαρφίστηκε που λέτε το εξής κόλπο: Πήρε ένα ζευγάρι καινούργια τσαρούχια με φούντες και πολλά μπιχλιμπίδια  στις πλευρές και στη φτέρνα. Το ένα τσαρούχι το άφησε καταμεσής στη στράτα στα Μετερίζια  και το άλλο στο Σακλόβραχο . Ο ίδιος κατόπιν πήγε και κρύφτηκε απέναντι στο λόγγο, που είναι δίπλα και πάνω από τα αποστολέϊκα  τα χωράφια, και περίμενε.

Ο δύστυχος Παπάς μόλις έφτασε στα μετερίζια και είδε το τσαρούχι πήδησε απ’ την Ψαριά, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να το περιεργάζεται. Κρίμα είπε. Δε γινόταν να εύρισκα και το άλλο; Είναι κατακαινούργιο και αξίζει πολλούς παράδες. Το κοίταξε, το ξανακοίταξε, αλλά στο τέλος το παράτησε. Τι να το κάνω ένα τσαρούχι συλλογίστηκε. Άστο καλύτερα. Μπορεί να ψάξει αυτός που το έχασε και να το βρει. Σ’ αυτόν είναι χρήσιμο. Σε μένα όχι. Καβαλίκεψε και πάλι τη φοράδα και άρχισε να μαζεύει δρόμο. Όταν όμως έφτασε στο Σακλόβραχο κοιτάει, τι να δει; Το άλλο τσαρούχι κι’ αυτό καταμεσής στη στράτα. Πωπώ τι έπαθα, μονολόγησε. Δεν το ΄παιρνα και τα’ άλλο; Τι το παράτησα; Να! Θα το έκανα ζευγάρι!

Δένει, που λέτε, τη φοράδα από μια κουτσουπιά με τα’ αρνί φορτωμένο και μια και δυο γυρίζει στα Μετερίζια για να πάρει το τσαρούχι π’ άφησε. Στο μεταξύ όμως ο Κλεφταράκος χωρίς να χάσει καιρό αρπάζει το αρνί του Παπά κι’ από δω πάνε οι άλλοι . Κύλησε πίσω κατά τη Γρανισιώτη κι’ άντε ύστερα ψάξε να τον βρεις.

Όταν επέστρεψε ο Παπάς είδε να λείπει το αρνί. Τον ζώσανε τα φίδια. Κατάλαβε τι έπαθε. Αχ! ρε τον Κιαρατά , όποιος κι’ αν είναι, καλά μου την έφτιαξε τη στρωματιά , σιγοψιθύρισε.

Στενοχωρήθηκε πολύ. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να γυρίσει στο χωριό χωρίς αρνί, το έφερε βαρύ. Επί πλέον σκέφτεταν και την κοροϊδία των χωριανών. Ούτε πάλι ν΄ αφήσει τη φαμελιά του χωρίς ψητό χρονιάρα μέρα το ‘βρισκε σωστό. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!

Τελικά πήρε την απόφαση να πάει στη Λαμία την άλλη μέρα, Μεγάλο Σάββατο, για να ψωνίσει άλλο αρνί. Πάλι νυχτοπερπατήματα και πάλι νέοι μπελάδες. Για να μην τα πολυλογούμε αγόρασε το αρνί και γρήγορα – γρήγορα πήρε το δρόμο της επιστροφής. Όταν έφτασε και πάλι στα Μετερίζια έκπληκτος ακούει κάτω στις πουρνάρες του Βασιλόπουλου ένα αρνί να βελάζει. Μπέεε, μπέεε ακουγόταν κάθε τόσο. Έστησε αυτί ο Παπάς. Το ξεχώριζε καλά το βέλασμα. Αχ, σκέφθηκε, αυτό το ρημάδι είναι, που νόμισα, που μου το κλέψανε. Λύθηκε φαίνεται κι’ έφυγε το αναθεματισμένο. Εν τω μεταξύ το βέλασμα συνεχιζόταν, οπότε ο Παπάς δε χάνει καιρό, ξεπεζεύει απ’ τη φοράδα και ορμάει ίσια στον κατήφορο μέσα στα πουρνάρια για να πάει να βρει τα’ αρνί.

Ο Κλεφταράκος του την είχε στήσει για καλά τη μηχανή. Αυτός βέλαζε κι’ αυτός ξεγέλασε και πάλι τον Παπά. Το αποτέλεσμα το καταλαβαίνετε. Από  άλλη στράτα βρέθηκε σα διάολος στα Μετερίζια και άρπαξε και το άλλο αρνί του Παπά. Τούτη τη φορά ανηφόρησε κατά του Μοσκολή τη λάκα .

Ο καημένος ο Παπάς έψαχνε από δω, έψαχνε από κει, αλλά αρνί δεν έβρισκε. Τι να κάνει; Στο τέλος απελπίστηκε και γύρισε στη φοράδα του για να συνεχίσει το δρόμο του. Ποια συμφορά τον περίμενε το δόλιο!! Κοιτάει για τα’ αρνί, πουθενά. Πωπώ τι έπαθα! Μου το πήραν και τούτο τα’ αρνί οι σβεντζολόοι . Π’ αναθεμάσαστε παλιόφαρα. Δε μ’ αφήνατε τουλάχιστον το δεύτερο να κάνει Λαμπρή η φαμελιά μ΄! Τι διαβολάνθρωποι είστε εσείς!

Με κατεβασμένο το κεφάλι και πολύ στενοχωρημένος γύρισε στην Παπαδιά. Δε μιλιόταν. Αν τον χαράκωνες, απ’ τη σκασίλα του, θα έβγαζε νερό κίτρινο παρά αίμα. Η Παπαδιά κατάλαβε τι είχε πάθει για δεύτερη φορά και δεν του είπε λέξη. Μονάχα τον πλησίασε, τον έπιασε απ’ το χέρι και του έδειξε τις κότες. Να, του είπε: Θα σφάξουμε δυο-τρεις κότες, θα τις βάλουμε στη σούφλα και θα περάσει η χρονιάρα μέρα. Εσύ να’ σαι καλά και όλα θα γιατρευτούν.

Ο Παπάς δε μίλησε. Κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω και της έδειξε πως συμφωνεί.

Στο σημείο αυτό η αδελφή μου η Κατίνα ρώτησε τη Μάνα μου:

  • -Και γιατί τά ‘παθε όλα αυτά ο Παπάς ρε Μάνα;

Η μακαρίτισσα συνέχισε:

  • Τον τιμώρησε παιδάκι μ΄ο Θεός. Δεν ήθελε να πάρει αρνί απ’ τους τσιοπάνηδες του χωριού του. Τους περιφρονούσε και δεν έκανε καλά. Το γείτονα και το χωριανό, άμα είναι καλοί, δεν πρέπει να τους παραμεράς. Μ’ αυτούς θα πεις καλημέρα. Μ΄ αυτούς θα γλεντήσεις ή θα κάνεις παρζακανιά.
  • Κι΄ ύστερα; ξαναρώτησε η Κατίνα.
  • Κι΄ ύστερα, απόσωσε η Μάνα, ο Παπάς με τη Παπαδιά μάσανε τα παιδιά τους, ψήσανε δύο ολόπαχιες και πολύ νόστιμες κότες και φάγανε τη Λαμπρή. Κι’ απέ ζήσανε αυτοί καλά και μεις ακόμα καλύτερα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *