Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στα χωριά μας ΙΙα

υπό Πάνου Φούντα

FtS81

Εισαγωγικό σχόλιο σύνταξης

Όταν ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου μέσα από της τάξεις του ΕΑΜ –ΕΛΑΣ, Πάνος Φούντας, μόλις στο προηγούμενο φύλλο της ΦτΣ μας εμπιστεύθηκε την αποκλειστική προδημοσίευση κειμένου από τα προσωπικά του τετράδια ιστορίας για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στα δικά μας χωριά, είχαμε πράγματι συναίσθηση της ιδιαίτερης τιμής, αγάπης και εκτίμησης που επιδαψίλευσε στην ΦτΣ και το επιτελείο της. Τα σχόλια και οι παρατηρήσεις που στη συνέχεια δεχθήκαμε, μας έδειξαν ότι η πρώτη ενότητα που δημοσιεύθηκε στο προηγούμενο φύλλο τράβηξε το έντονο ενδιαφέρον των αναγνωστών μας, σε βαθμό που υπερβαίνει τις αρχικές ήδη αισιόδοξες εκτιμήσεις μας. Το στοιχείο που υπογραμμίζεται μέσα από αυτές τις επισημάνσεις είναι το απαράμιλλο ρουμελιώτικο ύφος, η αυθεντική έκφραση, το προσωπικό βίωμα και η κατάθεση μαρτυρίας, η ντομπροσύνη, η προσήλωση στα γεγονότα και η δυνατή έκφραση των συναισθημάτων του μέσου πολίτη συντοπίτη μας της εποχής εκείνης. Εξ όσων γνωρίζουμε, το πόνημα του Πάνου Φούντα, είναι η μοναδική γραπτή ιστόρηση με επίκεντρο τα δικά μας χωριά και εμπειρίες από τον πόλεμο. Για την ευρύτερη περιοχή έχουμε, οπωσδήποτε αρκετές και εμπεριστατωμένες μελέτες. Μέσα σ΄ αυτές συγκαταλέγεται αναμφιβόλως και η αξιόλογη συγγραφική εργασία του Δαδιώτη Αγωνιστή κ. Κώστα Πεντεδέκα [Η Αμφίκλεια (το Δαδί) στην Εθνική Αντίσταση 1941-44, Εκδόσεις «Εντός»] ο οποίος εκδήλωσε το φιλικό του ενδιαφέρον για τη δημοσίευσή μας.

Ας αφήσουμε, όμως τον Πάνο να μας μεταφέρει στις μεγάλες εκείνες στιγμές του τόπου μας…

*****
Ενότητα ΙΙ

Οπλισμός-Επιμελητεία

Με τανκ, έτσι τα λέγανε οι Γερμανοί, έτσι τα λένε όλοι οι κεφαλαιοκράτες, όλο σίδερο και με ονομασίες όπως Πάτζερ, Τίγρης και άγιος ο Θεός τους… Ατομικά αυτόματα, μαρσίπ τα λέγανε οι ντόετς, φιγουρίνια, λάμπανε, του κουτιού τούτες οι σκοτώστρες, όχι σκοτώστρες στα παιδιά αυτουνόνε αλλά στα παιδιά του λαού, τα δικά τους τα παιδιά πρέπει να ζούνε, κάθε φορά, να μας κάνουν τον έξυπνο και να μας γίνονται αρχηγοί.

 kawallerie-waffen

Τα μαρσίπ, με αορτήρες πέτσινους και περασμένες σε ανθρώπινους σβέρκους, έτοιμοι τούτοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, ατομικά όπλα, αραβίδες ακριβείας, γυαλιστερές ζηλευτές, μυδράλια μαύρο σίδερο, μπουλντόγκ τα λέγαμε εμείς, ο στρατός του Ε.Λ.Α.Σ., σε αρμαθιές οι σφαίρες που μπαίνανε στα κλείστρα και αμέσως οι εξουσιαστές τους, με το δάχτυλο στην σκανδάλη, ρίχνανε ριπές και σκοτώνανε ανθρώπους, για ποιο λόγο; για τα λεφτά των καπιταλιστών κεφαλαιοκρατών. Κανόνια, όλμοι, χειροβομβίδες και πιστόλια μαραμπέλ. Όλα τούτα τα σιδηρικά για το θάνατο των ανθρώπων.

waffen-ss

Η άλλη πλευρά, η πλευρά των συμμάχων…
Τούτοι, πάντα σε σχέση με τους Γερμανούς, ήτανε άοπλοι, είχαν όμως καρδιά, ήτανε ψύχραιμοι άνθρωποι και νταήδες, ψυχωμένοι άντρες, καλοί πολεμιστές. Λίγοι σε αριθμητική δύναμη, 60 χιλιάδες, έναντι των Γερμανών που ήτανε 650 χιλιάδες και άρτια εξοπλισμένοι τούτοι και με αεροπλάνα όλων των ειδών, 430 αεροπλάνα. Οι τρεις μεραρχίες των Άγγλων, είχανε ατομικά τουφέκια, πυροβολικό, αντιαρματικά και λισγάρια χιαστί για να φτιάχνουν ατομικά ορύγματα, θέσεις προφύλαξης…

waffen-ss2

Επιμελητεία

Τίποτα, οι Γερμανοί ό,τι αρπάξουν στο χέρι και δρόμο για τη μάχη και όποιος ζήσει. Η άλλη πλευρά οι ενωμένοι Εγγλέζοι από αρωματικό ταμπάκο μέχρι μεταξωτά βρακιά και όμως πολεμιστές.

Ανθρώπινες συμπεριφορές…

Οι Γερμανοί κακόμουτροι άνθρωποι, με μια λέξη εγκληματίες, αγέλαστοι, απολίτιστοι άνθρωποι. Οι άλλοι, οι ενωμένοι Εγγλέζοι καθαρά πρόσωπα, ευχάριστοι άνθρωποι, γελαστοί. Τραβούσανε την προσοχή ανθρώπων. Η μαλάρια του Θανάση Καρατζολιά.
Σιδηροδρομικός σταθμός Μπράλου, σταυροδρόμι και μεγάλη επιμελητειακή γωνιά των Εγγλέζων, τρόφιμα πολλά και αξίας, νοστιμιά, βιταμίνες για δύναμη και αντοχή. Έτσι, λοιπόν, ξενόφερτοι οι Εγγλέζοι, πραμάτεια μπόλικη, γεμάτη τροφές η επιμελητεία τους. Κτήμα του τα θέλει ο Καρατζολιάς, στον τόπο του έμεινε το βιος, έξω από το κονάκι του, άρα όλα δικά του. Νικημένοι εκείνοι που τα αφήσανε και φύγανε, δικά τους τα θέλανε οι ντόπιοι και οι άλλοι, οι νικητές, όλα δικά τους ήτανε και όλα δικά τους τα θέλανε, ταλαιπωρημένοι από το συνεχή πόλεμο κατά όλων, ψυχροί και αγέλαστοι, βάρβαροι και αιμοσταγείς οι Γερμανοί, λέτε και υπεύθυνος ήτανε ο κόσμος της Ευρώπης, ο κόσμος της Ελλάδας και όχι αυτοί τούτοι οι ίδιοι, με αυτή τους τη νοοτροπία τα θέλουν όλα δικά τους, άλλωστε νικητές είναι…
Έτσι ο Καρατζολιάς φτιάχνει στοίβα σε σχήμα υπνοκρεβατιού σε μάκρος και πλάτος κανονικό και αρχίζει πρώτα με κιβώτια κονσέρβας κορνμπίφ – σίγουρα πράγματα η πρώτη δόση, μετά γαλέτες, γάλατα και ό,τι νόστιμο υπήρχε και από πάνω ρίχνει κουρελόπανα και τα σκέπασε, ανοίγει και τενεκέδες με ελιές ξιδάτες για να αρωματιστεί το δωμάτιο, ώστε αν μπούνε οι Γερμανοί μέσα να τους τραβήξουν την προσοχή οι ελιές, αφήνει την πόρτα ελαφρώς ανοιχτή και μετά τεντώνει και ο ίδιος πάνω από την πραμάτεια και περιμένει…

[ακόμη και πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές κινήθηκαν οι μηχανοκίνητες γερμανικές φάλαγγες διεισδύοντας γοργά στην Ελλάδα (φωτογραφία από την Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος του Σόλωνος Νεοκλ. Γρηγοριάδη)]

germanikiisboli4

Παρασκευή απόγευμα 25 ο Απρίλης και οι Γερμανοί ακροβολιστές μπαίνουν στα σπίτια του σταθμού Μπράλου και όπως είναι πεινασμένοι και κουρασμένοι πέφτουν στα σπίτια, σπάνε πόρτες και ορμάνε και ό,τι βρούνε είναι δικό τους, στον Καρατζολιά, ανοιχτή είναι η πόρτα και μπουκάρουν, ο γέρος στο κρεβάτι της πραμάτειας άρχισε να φωνάζει, τα βογκητά του, το μαλάρια, να μουσκεύει ένα πανί και να το βάζει τάχα στο κεφάλι για πυρετό… Και τούτοι με ένα δυνατό ράους και με προτείνατε τα όπλα, ο Καρατζολιάς βρέθηκε σε μια από τις γωνιές του δωματίου και η αρπαγή κατ’ εξοχήν της κονσέρβας κορνμπίφ ζάλισε τον γέρο και άρχισε να φωνάζει: φάτε κι ελιές γύφτ, φάτε κι ελιές, γύφτ…
Σταματώ εδώ τον ιστορικό μου περίπατο-πρόλογο και παραθέτω τους τρεις τοπικούς χάρτες ακριβείας που τα δύο αντίπαλα στρατεύματα που συγκρουστήκανε στην περιοχή. Από Θερμοπύλια τις πλαγιές του Καλλιδρόμου, βόρεια και περιοχή Μπράλου. Διαβάστε με λοιπόν και νομίζω πως κάτι θα βγάλετε από εκείνα τα γεγονότα και το αίμα που χύθηκε τότε 1940-1944 τον Οκτώβρη μήνα.

 

[Προέλαση Γερμανών αλπινιστών όπως φαίνονται από την πλαγιά του Καλλιδρόμου στην ευθεία της πεδιάδας Σπερχειού, από το Λυκόφως των Ελπίδων, Νίκου Μακρυγιάννη]

germanikieisboli8

Οι ενωμένοι Εγγλέζοι υποχωρούν, ενώ οι Γερμανοί επιτίθενται…
Είναι Μεγάλη Παρασκευή και οι Εγγλέζοι έχουν κάνει την επιλογή της σύγκρουσής τους από πριν στο βουνό Καλλίδρομο. Άλλωστε και ποιον στρατιωτικό δεν σαγηνεύει τούτη η τοποθεσία που πολλά έχουν γίνει και έχουν γραφτεί από το 480 π.Χ. που ο γιος του Δαρείου ο Ξέρξης, βασιλιάδες τούτοι των Περσών, ξεκίνησε για την κατάκτηση της Αθήνας και όχι μόνο και που συγκρούστηκε στα Θερμοπύλια με τον Έλληνα βασιλιά Λεωνίδα και τους 300, της φρουράς του, μαζί του και οι Θεσπιείς και όλοι εκείνοι οι Έλληνες που δεν θέλανε να ζήσουν σκλάβοι! Και άλλοι, άλλοι, Σλάβοι που πατήσανε τον Μοριά, Βούλγαροι που νικηθήκανε από τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο στον κάμπο της Λαμίας και πολλοί άλλοι, άγριοι, διψασμένοι για κατακτήσεις και χρήμα και δόξα και τον κακό τους τον καιρό, τότε και τώρα και πάντοτε…
Και μετά Τούρκοι, ανατολίτες, αγριοβλέμματοι, μουστακότριχοι, βρακοφόροι και χαφτανοσάρικοι, για να μαρτυράνε την προέλευσή τους και την αγριότητα, κληρονομιά θηρίων… Και ύστερα τα γερμανικά ανθρωποτέρατα, και που εκεί, στα Θερμοπύλια στηθήκανε οι Νεοζηλανδοί του στρατηγού Φράυμπεργκ και στη μέση του Καλλιδρόμου μεγάλο μονοπάτι, πλατανιά και Ησαϊα, όλη τούτη η περιοχή, Αϊγιώργη, Λευτεροχωρίτικο Αντέρεισμα, Γκουμανάτου, Πουρναράκι, Γιωργούσενα, οι Αυστραλοί του στρατηγού Μακκέυ. Τούτα τα μέρη δυτικά του Καλλιδρόμου… Και υστερότερα ο Ε.Λ.Α.Σ. με το 2/42 τάγμα με τον 3ο Λόχο και Λοχαγό του τον Σωτήρη Τσιτσιπή – Λοκρό από το Δαδί, ο ακριβός Λοκρός το τρανό μας παλικάρι, στις 20 και 21 Σεπτέμβρη το 1943 κατατρόπωσε τους βάρβαρους της πολιτισμένης γερμανικής πλουτοκρατίας και έδωσε σε μένα την έμπνευση να γράψω το επίγραμμά μου, για τούτη τη μάχη των Θερμοπυλών:

Στο Σωτήρη Τσιτσιπή – Λοκρό,
20-21 Σεπτέμβρη 1943

Δικά σου τα Θερμοπύλια.
Εδώ,
Βασιλιά Λεωνίδα, της Σπάρτης
πολεμήσανε και Ελασίτες
αντάρτες
απ’ τα δικά σου ταμπούρια.
Γερμανούς σιδηρόφραχτους
και Νικήσανε!!!

Έτσι έχουν τα πράγματα με τούτη την τοποθεσία των Θερμοπυλών και γι’ αυτό είναι ιστορικά ξακουστή, μέσα στο χρόνο και στους αιώνες και όσο θα υπάρχει γης με άνθρωπο πάνω της.

Λέμε, λοιπόν, πως οι Έλληνες παραδώσανε τα όπλα στους Γερμανούς και πήγανε στα σπίτια τους… Γι’ αυτό ο ενωμένος στρατός έπρεπε να οχυρωθεί και να πολεμήσει για να μη πιαστεί αιχμάλωτος. Οι Νεοζηλανδοί με το στρατηγό τους Φράυμπεργκ οχυρώνονται στα Θερμοπύλια και προς τα πίσω, κάτω από τις ελιές τις Μωλιότικες, γιατί τα παλιά στενά σήμερα δεν υπάρχουν. Ένα άλλο τμήμα, το τμήμα των Αυστραλών, έχει πιάσει την πλαγιά, το τέλος του βουνού Καλλιδρόμου που σημαδεύει όλο τον κάμπο προς τη Λαμία με όπλα, πυροβόλα και αντιαρματικά.
Όπως η δυτική πλευρά του Καλλιδρόμου, το αντέρεισμα Πουρναράκι και Γιωργούσενα, όλα έτοιμα για τη μάχη. Είπαμε ήτανε Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι, δύο η ώρα, τα πάθη της Εκκλησίας γνωστά μέσα απ’ το πέρασμα του χρόνου και τα ίδια… τα πάθη των ανθρώπων, απότομα, απρόσμενα, σκληρά με πόνο και θλίψη, σπαραγμό και απελπισία, και πώς τούτες οι λυπητερές, γεμάτες πόνο μέρες να φέρουν, να επιβάλουν τρόμο από κρότους σεισμικούς και κίτρινες ανοιξιάτικες τ’ Απρίλη δακρυοσταλίδες, μαζί με κοπάδια γερμανικά στούκας να ρημάζουν την πόλη της Λαμίας…
Στούκας τα λέγανε οι Γερμανοί, τούτα τ’ αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως, κι όταν βουτάγανε στο χάος τ’ ουρανού και ανοίγανε οι σειρήνες τους και αρχίζανε εκείνα τα ουρλιαχτά κι όταν τα μυδράλια να είναι ασταμάτητα, κι όταν εκείνες οι βόμπες που όταν αφήνονταν απ’ τις τρύπες των αεροπλάνων, ελεύθερες, να κατεβαίνουν στη γη, και προτού σκάσουν και κάνουν το μπαμ ν’ αφήνουν εκείνα τα σφυρίγματα στη διαδρομή, ώσπου να ακουμπήσουν στο χώμα και σκάσουν, ήτανε τρέλα και όταν τούτες ανοίγανε γούρνες σε βάθος και πλάτος, γούρνες διαστάσεων και μαζί με όλα αυτά να εκτινάσσονται πέτρες, χώματα και τα σιδερικά συντρίμμια των βομβών, γίνεται κόλαση, σου δημιουργούνε ώρες μυελικής κρίσης, στιγμές παραφροσύνης και όταν ένα μυδράλιο με δύο Αυστραλούς φαντάρους ακουμπισμένο τούτο σε ένα τοίχωμα, στην ανατολική άκρη της Πλατείας Ελευθερίας, να βάζει ασταμάτητα, και με θάρρος αρχαίων Ηράκλειων Ελλήνων παλικαριών, η πόλη να ανατινάζεται χωρίς οίκτο από τους πολιτισμένους ανθρωποφάγους της σοφής Γερμανίας.
Κι όταν τούτες οι σφήκες κάμανε ό,τι κάμανε στη Λαμία, γυρίσανε και χυθήκανε κατά μικρά και μεγάλα κοπάδια αλόγιστα κάτω στο σιδηροδρομικό σταθμό του Λιανοκλαδίου με μυδραλιοβολισμούς και χωρίς να ρίχνουν βόμβες καταστροφής… Αύριο όλα ήτανε δικά τους, για το μεθαύριο, για την εξυπηρέτησή τους δεν ανατινάξανε σταθμούς και γέφυρες.
Έτσι, λοιπόν, τα στούκας ανενόχλητα κοπάδια σφήκες φαρμακερές, με οδηγούς παλαβούς ανθρώπους, ανεύθυνους για τη ζωή τους και για ό,τι κάνανε σε συνανθρώπους και υλικές καταστροφές στα ξένα χώματα που διαβαίνανε και πατούσαν, κατακτητές.

Η Μεγάλη Παρασκευή πέρασε με τους πρώτους βομβαρδισμούς της Λαμίας και τις πρώτες καταστροφές, μαζί με τις λαχτάρες των ανθρώπων, που τούτοι δεν φταίγανε σε τίποτα.
Ήρθε το βράδυ, θλίψη, πόνος και φόβος για το άγνωστο των άλλων ημερών που έρχονταν μέσα στο άγνωστο. Για το τι θα ξημερώσει το Σάββατο, το Μεγάλο Σάββατο πρωί, 19 ο Απρίλης του 1941 και η μέρα ίδια… Ανοιξιάτικη και τούτη η μέρα, μέρα της φύσης, του κόσμου και της ζωής, χάραμα, ορίζοντες καθάριοι, ατμόσφαιρα όλο φως, αναπνοές της ζωής και της γης ολόκληρης…

Κάτω στην παρυφή του χωριού, ακριβώς στον πάτο του, του Απάνω Μπράλου, είπαμε. Στο καρποχώραφο του Κώστα Φούντα, είναι η ρεματιά που ξεκινάει από τη θέση “Πλατανάκι” και τελειώνει στις γραμμές του τρένου, έχει και βάθος και απόσταση τούτη η ρεματιά. Η διαδρομή της είναι χωρίς νερό και μόνο κατά διαστήματα υπάρχουν πηγές, “άμπλας”. Δίπλα, λοιπόν, στο χωράφι και ακριβώς στον όχτο, φρύδι ρεματιάς και χωραφιού, είναι μεγάλη βελανιδιά, κι αν είχα τα χρόνια και την αντοχή της, θα ήμουνα τυχερός… Παρακάτω από εκεί, γύρω στα 150 μέτρα είναι ένα απ’ τα γεφύρια της δημοσιάς Αθηνών-Θεσσαλονίκης, η παλιά δημοσιά. Το γεφύρι λοιπόν το Κουλαδραίικο, εδώ, από τούτο το γεφύρι περάσανε από καμήλες σαλωνίτικες περασμένων εποχών, μέχρι τα τανκς “Πάτζερς” του Χίτλερ προς την Αθήνα.
Από εδώ περάσανε και άλλοι στρατιώτες, Εγγλέζοι, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και όσοι πεθάνανε από αυτούς θαφτήκανε στο εγγλέζικο νεκροταφείο, αριστερά του δρόμου όπως πάμε για Γραβιά, Άμφισσα. Εδώ λοιπόν σε τούτο το γερασμένο βελανιδόδεντρο, καλύψανε τρεις στρατιώτες Αυστραλοί το αυτοκίνητό τους, Τζέιμς, και τούτοι τραβηχτήκανε πιο πέρα απ’ το αυτοκίνητο και πάνω σ’ ένα σιδερένιο τρίποδο στεριώσανε ένα μυδράλιο, που εμείς, αργότερα, στο αντάρτικο του Ε.Λ.Α.Σ., τα λέγαμε Λούις, απ’ την ταχύτητα της βολής τους.

Σάββατο πρωί, ο ήλιος ανέβηκε απ’ τον ορίζοντα αφήνοντας πίσω του τα ψηλά και μακριά αντερείσματα του Καλλιδρόμου, οι γριές γωνιασμένες στους χορταριασμένους φράχτες των αυλών, στραυροκοπιούνται με σκυμμένο κεφάλι, γιατί σήμερα δεν χτυπάνε θλιμμένα οι καμπάνες των εκκλησιών για τον πένθιμο πόνο της ημέρας.
Ημέρα βαριά, μουντή και ανταριασμένη απ’ τα πικρά μαντάτα, οι πλαγιές του Παρνασσού και της Γκιώνας βαριά καταχνιασμένες, χωρίς οπτικό πεδίο, όλα μαύρα… Τις γριές, όπως είναι προληπτικές, τις αναστατώνουνε, τα κρα-κρα ενός ζευγαριού νεκροπουλιών, δύο κοράκια μαύρα, κατάμαυρα με μακριές φτερούγες, σημάδι κακών καταστάσεων, διασχίζουν τον Μπραλιώτικο ουρανό και τραβάνε προς τον κάμπο, προς υγρότοπο για φαΐ και οι γριές θλιμμένες και ξαφνιασμένες απ’ τα κρα-κρα αρχίσανε τις κατάρες με το “μπα, να φάτε τα κεφάλια σας, δεν μας έφτανε το μεγάλο κακό, τώρα ήρθατε κι εσείς”. Κι ενώ γινόντουσαν όλα τούτα και τα στούκας με τους τρελούς Γερμανούς και άιντε κάνε τις γριές να πιστέψουν πως τα κοράκια δεν είναι σημάδι κακών γεγονότων…

Κακές προαισθήσεις λοιπόν, και να, δυο αεροπλάνα, το ένα Στούκας και το άλλο Γιούγκερς και οι Αυστραλοί από κάτω, τους ανοίξανε πυρ, τούτοι από πάνω, πάνω στον ουρανό κάμανε τις στροφές τους, ρίξανε και τούτοι τα πυρά τους και μετά κόψανε δρόμο για τη Βοιωτία και την Αττική…

Το βράδυ έφτασε, οι Αυστραλοί είχαν ριζώσει δυτικά του Καλλιδρόμου, στα αντερείσματα των χωραφιών του Μπράλου… Εδώ ο κόσμος απ’ τη Μεγάλη Παρασκευή ακόμα, άρχισε να φεύγει απ’ τα σπίτια του, απ’ τον Απάνω και Κάτω Μπράλο, όπως και το Παλιχώρι και σιδηροδρομικό σταθμό, τραβηχτήκανε σε δασωτά απόκρυφα προφύλαξης. Ο φόβος φυλάει τα έρμα… Όλος ο κόσμος διαβρωμένος και σκιαγμένος απ’ την προπαγάντα υπέρ των Γερμανών και ντόπιων Μεταξικών και Βασιλικών, Γκλυξμπουργκικών έξυπνων… Πέμπτη Φάλαγγα τη λέγανε και Νέα Τάξη Πραγμάτων, πόσο παλιά είναι τούτη η φράση; Ας είναι, οι άνθρωποι έχουν περισσότερη δύναμη απ’ το Θεό τους, και αποφασίζουν οι ίδιοι για τη ζωή τους. Ας είναι, ανοιχτές πόρτες εκκλησιών, ήχος καμπάνων, λιβανίσματα και γιορτές πένθους και ανάστασης, χαράς και ευθυμιών τούτων των ημερών δεν υπάρχουν και όποιος ζήσει, ας ζήσει…

Απριλιάτικη νύχτα πήρανε των ομματιών τους, τραβώντας σε απόκρυφα οι χωρικοί, για να γλιτώσουν αυτοί και τα οικιακά ζωντανά τους. Άλλοι γωνιάσανε στου Παπά τον Άμπλα, στο δάσος του Ντεντελούκα και άλλοι τραβήξανε για Απάνω Κάνιανη και Σκλήθρο…

Σήμερα ξημέρωσε Κυριακή και 20 ο Απρίλης και Πάσχα! Γιορτή της Χριστιανοσύνης. Ανάσταση σήμερα δεν υπάρχει, οι καμπάνες των εκκλησιών σήμερα δεν αναγγέλλουν το θαύμα της ανάστασης, άλλωστε τούτη, η ανάσταση, γίνεται κάθε χρόνο και μόνο για έναν άνθρωπο, και τούτος Εβραίος… Ο παπα-Χρήστος μαζί με τους χωριανούς πάνε σε απόμερα για να ζήσουν. Ο Ντουρο-Μήτσος, κλασικός μπεκρής, τύφλα απ’ τα χαράματα στο μεθύσι, κατεβαίνει στο κλασικό σοκάκι της Λούκαινας Φουνταίων και εκεί, σε κάποιο παραπάτημα, πέφτει με τα μούτρα προς τον ουρανό. Μιαν άλλη φιγούρα ποιητική λέγω, με το μουσάκι του, ο γέρο-Θανάσης Φούντας, ψήνει το λαμπριάτικο στο φούρνο και όχι στο λάκκο, όπως τα προηγούμενα χρόνια! Ο γέρος από γεννησιμιού του δειλός και θα δούμε… Εγώ γεμίζω το τσιμπούκι μου αρωματικό εγγλέζικο ταμπάκο. Τούτοι είχανε αφθονία από τέτοια. Ανύποπτες στιγμές, ωρολογιακά λεπτά που προμηνύουν θύελλες, ο ήλιος ακόμα δεν είχε σκάσει στο Καλλίδρομο και οι βόγκοι πολλών αεροπλάνων ακούγονται πέρα μακριά στους κάμπους της Ρούμελης και τα φαράγγια και άγριες ρεματιές της. Πόσα να είναι, 20, 40, μπορεί και 50 και να διαβαίνουν τη χαράδρα του ουρανού που σχηματίζεται απ’ τα βουνά Καλλιδρόμου και Οίτης και ανάμεσα στον πάτο της χαράδρας το φαράγγι του Ασωπού και δίπλα, δυτικά στα ριζά της Οίτης οι γέφυρες, Γοργοπόταμος, Ασωπού, δύο, η μία δίπλα στην άλλη, η μεγάλη της Παπαδιάς γέφυρα και τόσες γαλαρίες και πέτακες κι άγιος ο Θεός τους…

Σε τούτο το λούκι ουρανού και γης περνούσανε με τόλμη ανθρώπων, οι αγριάνθρωποι που ταυτίζανε τους εαυτούς τους με Ηράκλειους άθλους. Φτάσανε στη γέφυρα της Παπαδιάς τα αντιαεροπορικά έτοιμα, οι κάνες στραμμένες προς τον ουρανό και οι αντιαεροπορικές βολές μυριάδες, σύννεφα στον ουρανό απ’ τις τούφες καπνού που ενώνονταν μεταξύ τους, μετά την έκρηξη των οβίδων, σκοτεινός ο ουρανός και κάτω στη γη αστραπές και βροντές και κεραυνοί αντάμα… Στιγμές παραφροσύνης, ώρες ολοκληρωτικής τρέλας, ώρες νεκρών, για χωρίς τάφους, τραυματίες χωρίς βοήθεια και ο αεροπορικός πόλεμος κατεβαίνει στον Απάνω Μπράλο, στο χωράφι του Φούντα. Και οι τρεις Αυστραλοί στρατιώτες τους πολεμάνε άφοβα: μυδράλιο αντιαεροπορικό, ατομικό μακρύκανο και περίστροφο, να αμύνονται ηρωικά, άλλος Αυστραλός πέρα απ’ τον καιγόμενο χώρο, δίπλα στο εικόνισμα, στη στροφή της δημοσιάς Αθηνών-Λαμίας, στο μονοπάτι προς τα Σελεβύθια, ακριβώς στο τρίγωνο, μονοπάτι και δημοσιάς στο χάλασμα από χρόνια Αλμπουραίικο Χάνι, Αυστραλός με το περίστροφο στο χέρι και όρθιος ακάλυπτος όντας, να τους πολεμάει, παράδειγμα μίμησης για τόλμη… Ενώ έτσι έχουν τα πράγματα, στο πεδίο του κάθε στόχου σε τούτη την περιοχή, στο Λουκαίικο σοκάκι ο μέθυσος Ντουρο-Μήτσος μουντζώνει τα στούκας που ζήτημα να ήτανε 100 μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, κι όπως περνούσανε τούτα κάποιος απ’ τους Φριτς τον είδε και δίπλα του και ευθεία του αδειάζει μια ριπή, επίδειξη τεχνικής. Δεν τον χτυπήσανε, έφυγε ξεμέθυστος και τρομαγμένος. Ο γέρος Θανάσης Φούντας άφησε το αρνί στο φούρνο και έκοψε δρόμο, που απ’ το φόβο του κατουρήθηκε… Εγώ, με το τσιμπούκι στο στόμα και σε ριπή οφθαλμού, βρέθηκα στα Καμπανόξυλα, κάτω από χοντρές βελανιδιές και παρακολουθούσα τα συμβαίνοντα της ημέρας. Εδώ, τούτοι, ρίξανε τρεις βόμπες, ανοίξανε γούρνες διαστάσεων κοντά στο Τζέιμς. Από τούτο τον κόσμο για την ώρα δεν έπαθε τίποτα κανένας τους.
Άλλα αεροπλάνα με παλαβούς ανθρώπους οδηγούς, φεύγουν προς το Δαδί. Εκεί, στο αεροδρόμιο υπήρχαν 13 αεροπλάνα εγγλέζικα και ελληνικά, τα οποία βρεθήκανε χωρίς πιλότους και καταστραφήκανε όλα. Από αυτά τα αεροπλάνα πήραμε ένα μυδράλιο που σε πολλές μάχες με τους Γερμανούς το χρησιμοποιούσε ο Ελασίτης Γιώργος Φαρδελάς.
Στο πέρασμα του χρόνου και μετά την αμέσως κατάκτηση της πατρίδας, σε τούτο το αεροδρόμιο προσγειώθηκε ένα μικρό αεροπλάνο απ’ το οποίο ο Αλέξης Δρούκαλης, τότε υπεύθυνος κομμουνιστής το αφόπλισε, ήτανε ένα μυδράλιο που ο λοχαγός του Ε.Λ.Α.Σ. Σωτήρης Τσιτσιπής-Λοκρός, το χρησιμοποίησε αρκετά δυναμικά. Εδώ λοιπόν, ο Δρούκαλης δεν αφόπλισε μόνο το γερμανικό τούτο μικρό αεροπλάνο, αλλά άδειασε και όλα τα βαρέλια με τη βενζίνα που την είχανε για τα αεροπλάνα τους οι Εγγλέζοι και είναι περίεργο πώς οι Γερμανοί δεν διερωτηθήκανε ποτέ για τον αφοπλισμό του αεροπλάνου τους, αλλά και το σαμποτάζ στη βενζίνα.

Τούτα, όλα τούτα, την ημέρα της Κυριακής, 20 Απρίλη και μέρα Άγιο Πάσχα, οι πλουτοκράτες αλλόθρησκοι Γερμανοί καίγανε την περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα και απορώ, ο Θεός, αιώνιος στη ζωή και παντοδύναμος, ο Άγιος Χριστός, μόλις είχε αναστηθεί και ο Άγιος Παντελεήμονας δεν κάμανε το καθήκον τους, που ήταν να σώσουν την Άγια Γιορτή της Ανάστασης και μαζί τη Χριστιανοσύνη.

Αυτά από εδώ, απ’ την άλλη πλευρά του αντερείσματος, Χάνι Ζαλαώρα, ύψωμα Πουργιά και το μονοπάτι, σήμερα δρόμος, άσφαλτος που πατάει όλα τα ορεινά χωριά της Οίτης, βουνό τούτη, οι Αυστραλοί σκάβανε θέσεις άμυνας. Και εδώ, οι Αυστραλοί δεχθήκανε τη λύσσα, την υπεροπτική μανία των λυκάνθρωπων αεροπόρων της γερμανικής πλουτοκρατίας. Εδώ, σε τούτο το ύψωμα, τα Πουργιά, στο σβήσιμό του και αμέσως παίρνοντας το σιάδι για τον λόγγο, ήτανε Αυστραλός φαντάρος νεκρός, ξαπλωμένος ανάσκελα με το πρόσωπο προς τον ουρανό και μετρούσε τα αστέρια της νύχτας, ενώ την ημέρα δεχότανε την καυτερή φωτιά του ήλιου, για να αρχίσει να σέπεται, ώστε εύκολα και άφοβα με εκείνο το αλόγιστο θάρρος της μύγας, η μύγα ανεξέλεγκτα και κοπαδιαστά να ρουφάει το πεθαμένο υγρό του άταφου και λεηλατημένου νεκρού. Ξένος, λοιπόν, σε ξένο μέρος, ανώνυμος νεκρός και πριν, ζωντανός, ήρθες στην Ελλάδα να κρατήσεις του Γερμανούς έξω από αυτή και να την κρατήσεις ελεύθερη, είναι έτσι ή σε γελάσανε νεκρό παλικάρι…

Και οι Γερμανοί, τι τους χρωστάγαμε εμείς οι Έλληνες, και ήρθανε να το πάρουν; Και είδα νεκρό παλικάρι, ξανθό παιδί της άλλης και μακρινής χώρας, να με κοιτάνε τα γυαλένια και ανέκφραστα μάτια σου, να με ρωτάνε και εγώ να ντρέπομαι να απαντήσω στο ερώτημά τους και με έπιασε πόνος και ένα δάκρυ που ήθελα με αυτό να πλύνω το νεκρικό και ταλαιπωρημένο σώμα σου και ύστερα να το θάψω κάπου εκεί, μα πώς, που δεν είχα κουράγιο; Και ύστερα σε κοίταξα νεκρέ αδερφέ, παιδί του πλανήτη και έκλεινα τα μάτια μου από ντροπή, μπροστά στο γυμνό κορμί σου… Σκοτωμένε φαντάρε, γιε του πλανήτη, γεννημένος στην άλλη ήπειρο, που λέγεται Αυστραλία…. Σε κοίταζα αδερφέ στα πόδια και παπούτσια δεν είχες, σου τα είχανε κλέψει οι ζωντανοί, κάλτσες, παντελόνι, βρακί, πουκάμισο, φανέλα, μα ούτε και το δίκοχό σου πεσμένο δίπλα στο ένα απ’ τα δυο αυτιά σου, υπήρχε πάνω σου, ήσουν γυμνός, σαν το ψάρι χωρίς λέπια στη θάλασσα. Σ’ έβλεπα από μακριά, να πέφτουν τα όρνια και να ξεσχίζουν τις σάρκες σου, σαν άλλον Προμηθέα, κι εγώ έκλεινα τα μάτια μου, για να μη σκύψω το κεφάλι από ντροπή για το θέαμα της στιγμής. Τι να πεις, έφυγα, σε άφησα εκεί, νεκρέ αδερφέ, χωρίς να μάθω ποτέ τι απόγεναν τα κοκαλάκια σου…

Και θέλω να τους πω, νεκρέ αδερφέ, φαντάρε, όχι στους στρατιωτικοπολιτικούς ηγέτες, αυτοί τούτα τα ξέρανε, που θα σας συμβούνε και όμως σας στείλανε, αλλά τα λέω σε ‘κείνους τους γραμματιζούμενους που κρατάνε τον πολιτισμό, την κουλτούρα, στα χέρια τους, γιατί πάντα πονάνε και πάντα φροντίζουν για τον άνθρωπο και το λέω και σε εκείνον τον Καλλιδρόμιο, τον Ντάνο που δεν ξέρω αυτού, σε αυτή τη χώρα πώς λέγεται, ξέρω όμως πως είναι δημοσιογράφος. ‘Λάτε λοιπόν, τώρα που έχω τα μάτια ανοιχτά, γιατί αύριο που θα κλείσουν, και αυτά που είδα θα τα πάρω στον τάφο, πάρτε λοιπόν τα μηχανήματά σας και ‘λάτε, να απαθανατίσετε το χώμα που ποτίστηκε απ’ το αίμα των παιδιών σας… Σας ευχαριστώ, ένας Έλληνας που στάθηκε εκείνες τις ματωμένες ώρες κοντά σε εκείνα τα παλικάρια… Που ήτανε δικός σας!!!

Σταματάω λοιπόν τη λυπητερή και προχωρώ στα γεγονότα της ημέρας του Πάσχα. Εδώ, λοιπόν, στο σταυροδρόμι του Πατσιοβασίλη, υπήρχαν θέσεις μάχης. Ανατολικά και από πάνω τούτου του μέρους είναι το αντέρεισμα, ύψωμα του Γκουμανάτου με τη βελανιδιά, θεόρατη, από δω καραουλέβεις και το ύψωμα Αϊ Γιώργης του Λευτεροχωριού και κάτω τα περάσματα του Γρανισιώτη και ως κάτω τη σιδηροδρομική γραμμή Αϊ Στάθη, γέφυρα Παπαδιάς και ένα μέρος προς τη γαλαρία, τη μεγάλη. Εδώ, όπως σβήνει το αντέρεισμα και στη δημοσιά, οι Αυστραλοί ανατινάξανε το γεφύρι φεύγοντας ή ακριβώς την Πέμπτη το απόγευμα. Ενώ, πάνω στο ύψωμα σπάσανε τα περισσευάμενα όπλα και αφήσανε πολλές σφαίρες. Τούτο ήτανε στις 24 Απριλίου 1941… Και προχωράς τη φιδίσια δημοσιά και πατάς το χωριό Σκαμνός. Εδώ και αριστερά της δημοσιάς, όπως πας για το Βαθύρεμα, εκεί στου Βέργου το σπίτι και σε κάποια απόσταση, οι Φριτς ρίξανε δυο βόμπες, δεν κάμανε ζημιά.

Οι Αυστραλοί, από τον Άγιο Αθανάσιο που είχαν το στρατηγείο τους και διευθύνανε τις βολές της πυροβολαρχίας τους, την οποία είχαν χωρίσει ανατολικά τους και βορειοδυτικά τους, είχαν απλώσει τηλεφωνικό καλώδιο, απ’ τον Άγιο Θανάση έως το ύψωμα Τριδέντρι, 6 με 7 χιλιόμετρα μακριά. Το ύψωμα Τριδέντρι αγναντεύει όλη την περιοχή της Λαμίας, πάνω από αυτή και ανατολικά την Στυλίδα και την περιοχή της. Αξιόλογο παρατηρητήριο. Όταν οι Γερμανοί βομβαρδίσανε στο Σκαμνό, ένας απ’ τους χωρικούς υπόθεσε πως το καλώδιο ήταν η αφορμή, έτσι πήρε το ψαλίδι, πήγε στο καλώδιο και το έκοψε. Τι να πεις… Πότε όμως ξανασυνδεθήκανε το επιτελείο με το παρατηρητήριο, στο ύψωμα Τριδέντρι, πάντως τούτο έγινε σε μια κρίσιμη στιγμή της μάχης, και εγώ δεν το ξέρω…

Ας είναι, τέτοιες καταστάσεις έχουν και τα απρόοπτα και εγώ, προχωρώ απ’ το χωριό Σκαμνό προς το πεδίο της μάχης… Φτάνουμε στο Βαθύρεμα, μεγάλη χαράδρα, γκρεμίλες κι αχώνευτο φόβητρο κι απάτητο, άνυδρο τούτο το τοπίο. Και εδώ, λοιπόν, οι Αυστραλοί ανατινάξανε τούτο το πέρασμα. Διαβαίνομε τούτον το δρόμο, άγριος τόπος, το πέρασμά του σχεδόν δύο χιλιόμετρα μάκρος… Εδώ οι Αυστραλοί κάμανε τρεις ανατινάξεις στην απόσταση τούτου του δρόμου. Φτάνομε στη στροφή της Μαυροκοψιάς. Κάτω χαμηλά είναι το παλιό χωριό, Ελευθεροχώρι, με τα αμπέλια και από πέρα η τοποθεσία ο Γκούβελος, με μονοπάτι που ενώνει τα δυο βουνά, Οίτη και Καλλίδρομο και ανάμεσά τους η ρεματιά του Ασωπού.
Εδώ, λοιπόν, στη στροφή της Μαυροκοψιάς, άλλη στροφή και δίπλα του δρόμου, δεξιά το εικονοστάσι Άγιος Γεώργιος. Εδώ είναι λάκκα και πάνω απ’ αυτή δασωμένα υψώματα στέκονται μέσα στο χρόνο ατόφια, που μαρτυράνε τον Δυτικό Καλλίδρομο. Ιστορικά τα Καλλιδρόμια, βατά και άβατα, καταράχια. Βίγλες και άλλες πολεμικές θέσεις, τόπος για τρελούς στρατηγούς που αφήσανε άσβηστα γεγονότα, μα και άνθρωποι τίμιοι, παλικάρια, αφήσανε στοιχειωμένους κατορθώματα και μύθους ιστορικούς, παράδειγμα μελέτης…

Από τούτα τα μέρη περάσανε λαοί, που μέσα στο χρόνο χαθήκανε, εξαφανιστήκανε και μόνο το πώς τους λέγανε έχει φτάσει με γραφές και σημάδια στις μέρες μας. Ακόμα στον Καλλίδρομο υπάρχουν τα μονοπάτια τους, περάσματα, βρύσες, χτίσματα και άλλα μνημεία. Από δω περάσανε άνθρωποι, τσοπάνοι, γιδάρηδες, που φτάσανε ακόμα στις μέρες μας, όπως η οικογένεια Λιά Κριθαρούλα, και οι Μπουραζαναίοι, που εγκαταλείψανε τη βουνίσια ζωή και ριζώσανε έως σήμερα στο χωριό Παλιοχώρι της Φθιώτιδας.

Εκείνα τα ιστορικά χρόνια περάσανε από εδώ Δρύωπες, που δώσανε τη ζωή σε τούτα τα μέρη, Αιτωλοί, Πελασγοί, Δωριείς και πολλοί άλλοι, που αφήσανε στο πέρασμά τους πολιτισμό, ιστορία και φιλοσοφική ανθρωπιά. Ακόμα πέρασαν, όπως οι Κέλτες με τον Βρένο τους, το νικητή των Ρωμαίων, που τους υποχρέωσε να του χρυσώσουν και το σπαθί του. Από τούτο το μέρος στο πέρασμα του χρόνου και της ζωής περάσανε και πολλοί κατακτητές. Πέρσες, Ρωμαίοι, Βούλγαροι, Σλάβοι, Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί και όλες οι φυλές του Ισραήλ, και έχει ακόμα ο καιρός γυρίσματα…

Και τώρα παίρνω τη στράτα της αφήγησής μου.

Από τον Άγιο Γεώργιο, την αιώνια σημαδούρα τούτης της γης, κατεβαίνομε στο Χάνι του Καρανάσιου και τραβάμε στις φιδίσιες στροφές του δρόμου τούτου του βουνού. Εδώ συναντάμε και τα αρχαία περάσματα, μονοπάτια, φτάνομε στη λάκκα, στη κάτω λάκκα, αριστερά μας ο γέρο πλάτανος, άνυδρος, καχεκτικός και δίπλα το άλλο ύψωμα, το Ρίζα Πάνο και ανάμεσα στα δυο κατεβαίνει μεγάλη πατητή ρεματιά με μονοπάτι των αρχαίων χρόνων.

Εδώ, και σε τούτη τη στροφή, η αρχή των μεγάλων και πολλών στροφών του υψώματος Τριδέντρι τελειώνει το μακρύ μονοπάτι που έρχεται κάτω, από εκεί που ενώνεται ο κάμπος της Λαμίας με τις βάσεις του βουνού, τα θεμέλιά του, όπως τα Ψωρόθερμα, το χωριό η Δαμάστα και το ποτάμι, ο ιστορικός Ασωπός. Όπως είχαν τα πράγματα ήτανε θάλασσα και η οποία υποχώρησε μέσα στο χρόνο, έρχεται δίπλα της Χαλκωμάτας τούτο το μονοπάτι και ανεβαίνει τη χαράδρα που σχηματίζεται απ’ το Καλλίδρομο και τον όγκο του υψώματος Τριδέντρι, υπάρχει και σήμερα τούτη η στράτα και μόνο στις μνήμες των τελευταίων της ζωής ανθρώπων, υπάρχει… Προχωράμε αριστερά και στην πλαγιά του υψώματος Τριδέντρι βρίσκουμε το μέρος Δοξαρά. Η τοποθεσία Δοξαρά και η λάκκα και τα μαντριά του Φούρλα και ένα καλό αγνάντιο σε εντυπωσιάζει. Στρίβουμε δεξιά και τραβάμε για την Χαλκωμάτα, ταμπούρι εδώ του Δεσπότη των Σαλώνων Ησαΐα, ο οποίος έπεσε νεκρός πολεμώντας τους Τούρκους το 1821. Πάντα βλέπεις το άγαλμά του, εκεί μόνο και έρημο, αλλά γεμάτο ελληνική αισιοδοξία.

Εδώ, σε τούτο το δρόμο στο απάνω μέρος, στο χαντάκι, έχει πλατάνια για κάλυψη, για προφύλαξη από εχθρικά βλέμματα. Προχωράμε και περνάμε τη στροφή δεξιά ώσπου σε κάποια απόσταση ανταμώνομε το μεγάλο μονοπάτι: η διάβα του σχεδόν ανήφορος, άνυδρη και πετρωτή, αρκετά κουραστική, σήμερα αδιάβατη τούτη η στράτα. Προχωράμε για τη Χαλκωμάτα και πριν μπούμε στο έδαφός της, πατάμε και άλλο μονοπάτι που ενώνει τον κάτω δρόμο με τον απάνω… Πάντα προχωράμε στον ίδιο δρόμο, φτάνομε, φτάνομε στη Χαλκωμάτα, βρίσκουμε νερό, δροσιά και ρεματιά με πλατάνια, στον Πλατανιά, όπως λέγεται. Αλλά και το άγαλμα του Δεσπότη Σαλώνων Ησαΐα, ήρωας άξιος και μεγάλος πατριώτης, αμέσως μετά την Αλαμάνα, με τον ηρωικό πόλεμο του Αθαν. Διάκου. Τούτος, ο Ησαΐας, πολέμησε τους Τούρκους και σκοτώθηκε. Απρίλης 1821.

Σταματάμε το αυτοκίνητό μας και βγαίνομε έξω, χαιρετάμε με σεβασμό το άγαλμα του ήρωα πατριώτη, κουνάμε λίγο το κεφάλι μας, μπαίνομε στο αμάξι, του αφήνομε την αιώνια μαρμάρινη παρουσία στον τόπο της θυσίας του και φεύγομε για την καινούργια αφήγησή μας.

Στρίβομε αριστερά και τραβάμε δυτικά: από κάτω δεξιά μας ο κάμπος της Λαμίας και το ποτάμι Ντούνος, ο ιστορικός Ασωπός! Από πάνω μας ο όγκος του δυτικού Καλλιδρόμου, τραβάμε προς το γεφύρι του Ασωπού Ντούνος, πάντα προτού πατήσομε το γεφύρι, ερχόμενοι από τη δημοσιά της Χαλκωμάτας προς τη Λαμία ανταμώνομε το μεγάλο μονοπάτι. Αμέσως πατάμε το γεφύρι που μας οδηγεί στη Λαμία με ένα δρόμο ευθεία εντελώς ευθεία και περνώντας μέσα απ’ τον κάμπο. Εδώ, είναι και η γέφυρα που από αυτή πατάμε τα χωριά δεξιά και αριστερά του δρόμου. Ακόμα δεξιά Αλπόσπιτα, Βαρδάτες και αριστερά το Μοσχοχώρι και ο Μουσταφάμπεης. Ηράκλεια… Απαριθμώντας τούτα τα χωριά γυρίζοντας πίσω προς τον Ντούνο και θα δούμε γιατί, φτάνουμε πάλι εκεί όπου ο Ασωπός χωρίζει τα δύο βουνά, Καλλίδρομο – Οίτη. Εδώ λοιπόν ερχόμαστε φάτσα και τετ α τετ με τα βράχια, γκρεμίλες, κορακολίθαρα, μαδαρά μέρη τούτα της Οίτης κατηφοριές μαχαίρι, λαχανιαστικό τοπίο κι απάνω στη μέση της πλαγιάς περνάει το τρένο με πολλές πέτακες και γαλαρίες… Άνυδρα μέρη και πολλά αρχαία μονοπάτια, περάσματα απ’ το ένα βουνό στο άλλο… Ένα από αυτά κατεβαίνει δυτικά από το Δέλφινο, πέφτει στην πρώτη γαλαρία αμέσως μετά το σταθμό του τρένου, κατεβαίνει στο φαράγγι του Ασωπού, βγαίνει περίπου στο ύψος στα μαντριά του Φούρλα, από εκεί τραβάει στα μέρη της Δαμάστας και τον άγιο Καλλίδρομο πατάμε…
Θα προσπαθήσω να δώσω με ακρίβεια και τούτο το χαμηλό τοπίο, την χαμηλή παρειά και σε τούτο το τοπίο, το ανέβασμα του βουνού μέχρι εκεί που ανταμώνει τη δημοσιά και μέχρι τη χαράδρα του Κοροβέση, δίπλα από τα Θερμοπύλια. Έχει ενδιαφέρον…

Κατεβαίνοντας απ’ τον Ντούνο προς τα Θερμοπύλια σε τούτο το μέρος, πορευόμαστε όλο δεξιά. Είναι δασώδες στην αρχή, από κνούκλες, παλιούρια αγκαθωτά και καναπίτσες… Μέχρι κάτου, τούτο το μέρος έχει και πουρνάρια και ανάλογα με το χώμα τροφή τους και το ύψος τους, η ανάπτυξή τους, το μέρος, το έδαφος αρχίζει να γίνεται και δύσβατο αλλά όχι και απάτητο. Εδώ, λοιπόν, στην αρχή της ρεματιάς του Ασωπού, υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, πιο κάτω είναι ο αλευρόμυλος του Μανώλη. Τούτα έχουν τη σημασία τους… Εδώ το τοπίο είναι ήμερο κι όσο τραβάμε προς τα κάτω αγριεύει, αλλά όχι με δυσκολία, πατιέται εύκολα. Έχει πολλά μονοπάτια που ανεβαίνουν προς το βουνό, μονοπάτια χρησιμοποιούμενα κατά καιρούς από βαρβάτους κατακτητές και κατ’ εξοχήν από τους Τούρκους…

Όπως κατεβαίνουμε, μπροστά μας είναι το χωριό Δαμάστα, προχωράμε και πατάμε το τσιφλίκι του Κόρακα, τούτο ζει ακόμα, αυτός όχι… Εδώ ακριβώς και δίπλα και στα ριζά του βουνού και όχτους του, είναι τα Ψωρονέρια, θερμό νερό μέσα σε γούρνες φυσικές για μπάνιο για τον άνθρωπο. Τώρα περπατάμε τη δημοσιά προς τα Θερμοπύλια, φτάνουμε στον καινούριο δρόμο που πάει προς τον Μπράλο. Προχωράμε τη στράτα μας, φτάνουμε αριστερά μας τα Θερμοπύλια το κύριο μέρος, από πάνω τους το βουνό Ζάστανο και απ’ τη δεξιά πλευρά ανεβαίνουμε το μονοπάτι, κουραστικό, αλλά πατιέται. Όσο ανεβαίνεις προς τα απάνω τόσο το έδαφος κοκκινίζει και τελικά πατάς το ύψωμα, λέγεται εδώ, ήτανε καραούλι παλαιών χρόνων και πέρασμα των αγρίων εκείνης της εποχής. Από ΄δω περάσανε και οι ορδές των Τούρκων την εποχή της άλλης σκλαβιάς, των 400 χρόνων. Είναι γερό πέρασμα σε εκείνες τις εποχές. Λέγεται ότι υπάρχει και ακρόπολη… Εδώ λοιπόν είναι η ρεματιά του Κοροβέση, τούτος πρέπει να ήτανε κλέφτης και εκεί, με μια σφαίρα έμεινε στεγνός από αίμα και με κόκαλα χωρίς κρέας, όμως, με το όνομά του στην χαράδρα του Κοροβέση, όπως και του Τσέλιου το αντέρεισμα της Ευρώπολης, απ’ την Αγόριανη τούτος…

Ανεβαίνουμε τον ανήφορο και ανταμώνουμε πυκνά έλατα και άγρια πεύκα. Ανεβαίνουμε λοιπόν, μπροστά μας όπως ξεκινάει η χαράδρα προς τα κάτω είναι λοφίσκος δασωτός… Εκεί είναι φυτεμένος ένας ογκόλιθος, μπάλα στρογγυλή, γρανιτένια, θεόρατη… πήγα την ακούμπησα, παγερή, άψυχη χωρίς σημάδια ζωής, όμως άφθαρτη απ’ το χρόνο, σταλμένη εδώ, αιώνιος μάρτυρας της φύσης…

Πότε έπεσε εδώ ο μετεωρίτης, εγώ δεν το ξέρω. Ξέρω όμως πως δεξιά μας είναι η Χαλικόβρυση του υψώματος Μουρούζου, μπροστά μας και σε κάποια απόσταση είναι το Σάρωμα, ύψωμα του Καλλιδρόμου και οι λάκκες της Παλιοσουβάλας…

Αριστερά μας, λοιπόν, οι λάκκες του Ζάστανου, βοσκοτόπια τούτες και πολλές καλύβες τσελιγκάδων με βαριά ονόματα και κάμποσοι, οι Μπουραζαναίοι, ριζωμένοι τούτοι εδώ και αιώνες από ιστορικών οικονομικών ξεχωρισμών… Τώρα δεν υπάρχουν τσελιγκάτα. Παλιές εποχές τότε, καινούριες σήμερα, οικονομικές αλλαγές κι άγιος ο θεός τους…
Εδώ βράδιασα, απάνω σ’ ένα λατσουδοκρέβατο, σε ύψος για να προφυλαχτώ απ’ τα σκυλιά. Τέντωσα με αγκαλιά το τουφέκι μου, με πήρε ο ύπνος ώσπου ανέβηκε η Πούλια, και εγώ πάλι στο ποδάρι και δρόμο, για το Σάρωμα τότε… Τώρα τέτοιες εποχές δεν υπάρχουν, για τη γενιά μου και εμένα τελειώσανε πια.

Τελείωσα, ή αποπεράτωσα όπως λέτε εσείς οι γραμματιζούμενοι, την παρουσία των τοποθεσιών μάχης, των αντιπάλων εχθρικών δυνάμεων, Βόρεια, Βορειοδυτικά και Δυτικά του Καλλίδρομου και δυτικής περιοχής Μπράλου… Με αίσθημα ευθύνης για τη σωστή παρουσίαση των γεγονότων, ασχολήθηκα και το πέτυχα και σαν αρχιτεκτονική ροή της σκέψης και τις τοποθεσίες ιστορικές, μαχών, καλύψεων απ’ τα πλευρά και πισώπλατα από αλεξιπτωτιστές κ.ά. Αυτό, θα το κρίνετε εσείς. Αποπειράθηκα να παρουσιάσω το ενδιαφέρον του Καλλιδρόμου, τοπίο και σε χάρτες, παρ’ όλο που δεν είμαι τοπογράφος. Το αποφάσισα ή, το τόλμησα, και κοιτάξτε τους…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *