FtS66
[κατά διήγηση του Μακρυγιάννη]
υπό Γιάννη Μακρή
Πνευματικό Κέντρο Σταυρού
Όταν η στρατιά του Δράμαλη πέρασε στην Πελοπόννησο, σχεδόν «ατουφέκιστη» -κυρίως λόγω των «αντενεργειών» της διοίκησης προς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τους στρατιωτικούς- πολλοί νόμισαν ότι χάθηκε το παν. Ευτυχώς όμως η αδυναμία ανεφοδιασμού του μέσω της Ανατολικής Στερεάς και το κάψιμο των δημητριακών της αργολικής πεδιάδας ανάγκασαν το Δράμαλη να οπισθοχωρήσει και η καταστροφή της στρατιάς του συμπληρώθηκε από τη στρατηγική δεινότητα του Κολοκοτρώνη και την ανδρεία του Νικηταρά, Υψηλάντη και άλλων.
Στη θετική αυτή εξέλιξη για την υπόθεση της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας πολύ σπουδαίο ρόλο έπαιξε η διακοπή επισιτισμού της στρατιάς του Δράμαλη από τον κεφτοπόλεμο των Ελλήνων στην Ανατολική Ρούμελη, γεγονός όχι πάρα πολύ γνωστό.
Σημαντικό θέατρο των (κλεφτο)πολεμικών επιχειρήσεων αποτέλεσε η Φθιώτιδα, ιδιαίτερα η περί τη Νευρόπολη περιοχή.
Παραθέτουμε στη συνέχεια αυτούσια τη διήγηση του Στρατηγού Μακρυγιάννη που αναφέρεται αδρομερώς στον κλεφτοπόλεμο που διεξήχθη με σκοπό να μην περάσουν οι εφοδιοπομπές προς την Πελοπόννησο, που όμως δίνει παραστατικότατα τη σημασία αυτού του γεγονότος, όταν λέγει επιγραμματικά ότι οι επισιτιστικές προσπάθειες των Τούρκων «δεν τελεσφόρησαν ποτέ ».
« …Τα 1822, του Γιούνη ή έβγα απάνου κάτου , αφού μπήκαν οι Τούρκοι μέσα και πήγαν ‘σ τον Μωριά, δεν μπόρεσαν να μπάσουνε ζαϊρέδες, ότι καθημερινώς τους πολεμούσαμε κλέφτικα εις τα στενώματα. Τότε μία ποσότη Τούρκων έπιασαν τη Νευρόπολη, ως τόπος δυνατός, κι΄ άνοιξαν και τον δρόμον δια να περνούν ζαϊρέδες εις Πελοπόννησο, εις Αθήνα απόξω, οπούχαν ορδιά κατ΄ τον Ρωπόν, εις Έγριπον, και να ‘φοδιάζουνε όλα αυτά τα μέρη. Τότε συναχτήκαμε όλα αυτά τ΄ ασκέρια της Ανατολικής Ελλάδος και πήγαμε και τους πολεμήσαμε γενναίως (κι΄ αυτείνοι πολέμησαν παλικαρίσια). Τους τσακίσαμε. Τους πήραμε τ΄ αργαστήρια τους, σκοτώσαμε από αυτούς, τους πήραμε τόσα λάφυρα, τους βγάλαμε από τις θέσεις τους και κλείστηκαν σ΄ ένα δυνατόν μέρος. Τους βγάλαμε κ΄ ένα κανόνι και τους χτυπάγαμε. Τους πήραμε το νερόν τους και τους στενέψαμε πολύ. Τους πολεμήσαμε από το μεσημέρι ως την αυγή. Τους ήρθε ένα μιντάτι, το χαλάσαμεν. Τους ήρθε κι΄ άλλο από την Αλαμάνα κ΄ έγιναν τότε πιο δυνατοί, πεζούρα και καβαλλαρία, κι΄ αναχωρήσαμε μόνοι μας, άβλαβοι. Πήγε ο καθείς εις το πόστο του κ΄ εμείς εις την Γραβιά. Και τους βαρούσαμε κλέφτικα πάντοτες.
Σε ολίγες ημέρες ξαναπήγαμε συστηματικότερα. Τους πολεμήσαμε δύο ‘μερόνυχτα. Ταμπουρωθήκαμε σε τρεις μεριές πολλά πλησίον τους. Πανωκέφαλα ήταν ο Δυσσέας, βορεινά. Ανατολικώς εμείς, του Σαλώνου, δυτικώς οι Λιδωρικιώτες, Σαφάκας και οι άλλοι. Τους καταφανίσαμε. Τους μαζώξαμε σ΄ ένα μέρος όλους μαζί. Κάναν γερούσια απάνου μας, πεζούρα και καβαλλαρία. Τους ήρθαν πάλι μιντάτα από τ΄ άλλα τα πόστα κι΄ από το Ζητούνι. Σώσαμε κι΄ εμείς τα πολεμοφόδια. Αυτείνοι είχαν σκοπόν την αυγή να μας κλείσουνε μέσα. Και χωρίς πολεμοφόδια και ζαϊρέ θα κινδυνεύαμε. Τότε τα χαράματα τραβηχτήκαμε χωρίς να μας νοιώσουνε. Κι΄ όταν θα περάσουν ζαϊρέδες κάποτε, εκεί όπου ρίχναν ορδί τους βαρούσαμε τη νύχτα, ΄σ την Πέτρα ή αλλού, και δεν τελεσφορούσαν ποτέ. Κι΄ ό γενναίος κι΄ ατρόμητος Θανάσης Σκουρτανιώτης με διαλεμένους από τη Φήβα και κάπου δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν. Τους αφάνιζαν και οι Αθηναίοι…»
***
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, εκδόσεις Ιστορική Έρευνα, σελ. 77,78
Περί το τέλος του μηνός. Η έβγα ή έξοδος, το τέλος. Αντίθ. η έμπα.
Κλιβάνους προς παρασκευήν άρτου κλπ.