20131210
Πηγή: Η Φωνή του Σταυρού
Ονομάζομαι Ζάχος Ευστάθιος του Αθανασίου και της Παναγιούς, το γένος Παπαφιλίππου. Γεννήθηκα στο Σταυρό το 1925. Ήμασταν μια φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου δούλευε στο ΣΕΚ (μετέπειτα ΟΣΕ) εργάτης στην ομάδα. Ο πατέρας μου υπηρετούσε μακριά, Τανάγρα, Δομοκό κτλ. Εγώ πήγαινα στο σταθμό τα καλάθια που του στέλναμε φαγητό, πλυμένα ρούχα κτλ., γιατί ερχόταν κάθε 15 μέρες στο σπίτι μας.
Στην αυλή μας είχαμε πηγάδι με πολύ καλό νερό, γι’ αυτό έρχονταν κι έπαιρναν πολλοί χωριανοί μας νερό, γιατί δεν υπήρχαν βρύσες. Το πηγάδι μας έχει ακόμα νερό.
Στο σχολείο δεν τα ‘παιρνα τα γράμματα. Ενώ ήμουν καλός στην αριθμητική και τη γεωγραφία, δεν τα κατάφερνα καθόλου στην ορθογραφία και τη γραμματική. Το δημοτικό σχολείο το τελείωσα με το ζόρι. Πρωτοπήγα σχολείο στου Κοτρώνα το σπίτι. Μετά στου Γεωργακόπουλου και μετά στον Αη-Θανάση. Δεν υπήρχαν τουαλέτες και πηγαίναμε για την ανάγκη μας έξω…
Από τους δασκάλους θυμάμαι το Λεφτέρη Πουρνάρα. Παιδιά ήμασταν αρκετά. Στην ίδια τάξη από αγόρια ήμασταν ο Κώστας Ζαχαρόπουλος, ο Ηλίας Σάλτας, εγώ, ο Αθανάσιος Αν. Τσιμπούρης και ο Σάββας Ευθ. Καλέμης. Υπήρχαν και κορίτσια που δεν τα θυμάμαι. Φεύγαμε από το νεκροταφείο να πάμε στα σπίτια μας και γέμιζε ο δρόμος παιδιά.
Δεν πήγα στο Γυμνάσιο, γιατί ο δάσκαλος είπε ότι δεν θα περνούσα τις εξετάσεις. Έμεινα στο χωριό και βοηθούσα στις δουλειές τους πρώτα τον γερο-Αριστείδη Κούτρα, που τον εκτελέσαν οι Γερμανοί, και μετά στο γερο-Τασλή (Αναστάσιο Καραναστάση) που τον σκότωσε ο Σκορδής στο καφενείο. Ήμουν μπροστά, όταν έβγαλε το πιστόλι και τον εκτέλεσε. Εγώ πήγα κι ειδοποίησα την Τασλίνα ότι τον σκότωσαν… Μετά πήγαινα όπου χρειάζονταν βοήθεια…
Στην Κατοχή είχα πάει με το γάιδαρο στο ρέμα παραπάνω από τον Αη-Μάρκο να κόψω
καναπίτσες. Ήρθε ένας Γερμανός και μου πήρε το γάιδαρο. Διαμαρτυρόμουν… με τουφέκισε… Πήγα στη γερμανική διοίκηση, βρήκα το γάιδαρο και τον πήρα…
Στο σπίτι μας είχαμε Γερμανούς μόνο για λίγες μέρες
Ο Κώστας Ζαχαρόπουλος μας πήγε μια φορά στον Αη-Θανάση και μας έλεγε για τον κομμουνισμό. Εγώ δεν ανακατευόμουν στις οργανώσεις. Στο στρατό πήγα το 1948 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Στενοχωρέθηκα πολύ, όταν τραυματίστηκα. Έχασα βλέπεις το πόδι μου… Κάναμε μία επίθεση στο ύψωμα Ανώνυμο της Βίγλας, στο Βίτσι. Η δική μας επίθεση ήταν παραπλανητική, ενώ την κύρια επίθεση θα την έκαναν τα ΛΟΚ από άλλη κατεύθυνση, μέσα από μια ρεματιά. Κυρίεψαν το ύψωμα χωρίς οι αντάρτες να τους καταλάβουν καθόλου.
Στο μεταξύ το επιτελείο είχε καταστρώσει τα σχέδια. Έριξαν πολλές οβίδες για να καταστρέψουν τις νάρκες. Σημάδεψαν ένα μονοπάτι με χαρτιά υγείας, για να περνάνε με ασφάλεια οι στρατιώτες μας κτλ. Ξεκινήσαμε. Ήμουν δίπλα στο λοχαγό, που με αγαπούσε πολύ. Είχε φτέρες πολλές και προσπαθούσα να πάω από τα σημεία που ήταν πατημένες οι φτέρες. Σ’ ένα σημείο έσκασε η νάρκη. Έσκασε από το μέσα μέρος του ποδιού μου, χάλασε τελείως τον αστράγαλο και το πέλμα και μ’ έκαψε εδώ πέρα όλον κι εγώ έπεσα κάτω.
Αμέσως σηκώθηκα να περπατήσω, αλλά ξανάπεσα. Φώναξαν τους τραυματιοφορείς να με μεταφέρουν κι αυτοί πήγαν να δέσουν το κομμένο πόδι μου στο μηρό, για να σταματήσει η αιμορραγία. Τους είπα να το δέσουν κάτω από το γόνατο, γιατί αλλιώς θα έχανα το γόνατό μου. Μόνος μου έσωσα το γόνατό μου…
Άλλος δεν τραυματίστηκε από την ίδια νάρκη.Όμως παραλίγο να το βρούμε από το δικό μας ναρκοπέδιο, οπού είχαν συνδέσει χειροβομβίδες με μεσινέζα. Καθώς με κατέβαζαν τραυματισμένο, παρασύραμε μια μεσινέζα κι έσκασε μια χειροβομβίδα, όχι η κοντινή σε μας αλλά η πιο μακρινή. Τραυματίστηκα στις 10 Αυγούστου 1949 τα χαράματα…
Με πήγαν στο νοσοκομείο της Φλώρινας, όπου οι γιατροί έκαναν πολύ καλή δουλειά. Σε όσα νοσοκομεία πήγα αργότερα, δεν μου έκαναν τίποτα καλύτερο, μόνον αλλαγές μου έκαναν… Κατέληξα στο 401. Από 20 τραυματίες που ήμασταν σε ένα θάλαμο μόνο ένας είχε κομμένο χέρι. Οι άλλοι είχαμε κομμένα πόδια…
Μου απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός.
Πήρα και 65 εκατοστά αναπηρίας. Έρχεται κάποιος άγνωστός μου και μου λέει:
– Τι δουλειά θα κάνεις από δω και πέρα, παλικάρι μου;
– Τι να κάνω έτσι που κατάντησα.
– Πρόσεξε να τακτοποιηθείς προτού το αίμα πιάσει πέτσα απ’ πάν’…
Την άλλη μέρα πάω με τις πατερίτσες στην Τράπεζα Ελλάδος. Με διώξαν. Θα σκεφτούμε και θα σου πούμε. Πάω στο διευθυντή με διώξαν κλωτσηδόν…Είχε δίκιο αυτός που με παρότρυνε να φροντίσω να πιάσω κάπου δουλειά
Μετά πήγα στη διοίκηση του ΣΕΚ… Ο Διοικητής ήταν στρατηγός. Σηκώθηκε και με αγκάλιασε… Λέει στον προσωπάρχη αύριο φέρ’τον εδώ… Είπα. “Εγώ είμαι από τη Λαμία”.
Εκεί έχει μια γραμμή… Έγραψε στο διευθυντή της γραμμής να με πάρουν με 22 δραχμές μεροκάματο, όχι με 17.
Δουλειά έπιασα στις 3 Δεκ. 1949. Αμέσως πήγα στο εργοστάσιο για ξύλινο πόδι. Πήραν τα μέτρα, το φτιάξαν. Μόλις τα ‘βαλα περπάταγα. Πάντως από τότε δεν υπάρχει βελτίωση στα ξύλινα πόδια…
Έρχομαι στη Λαμία. Με ρώτησε ο προϊστάμενος, αν με εξυπηρετεί το πασάγιο. Του απαντάω: «Το πασάγιο με εξυπηρετεί, εγώ δεν μπορώ να το εξυπηρετήσω …» Ήταν βλέπετε με αλυσίδες. Πότε να πάω από το ένα μέρος στο άλλο να βάλω την αλυσίδα;…
Παρ’ όλη την ατυχία του ποδιού μου πέρασα πολύ καλά στη ζωή μου.
Πέρασα μια χαρά και στο σιδηρόδρομο…
Παντρεύτηκα το 1963. Ήμουν πολύ τυχερός. Πήρα πολύ καλή γυναίκα.
Στο σύλλογο αναπήρων, έγινα και πρόεδρος, τον εκπροσώπησα και στις παρελάσεις και στην ομοσπονδία. Κι εκτός Λαμίας εκπροσώπησα τους αναπήρους στις εθνικές γιορτές και σε διάφορες εκδηλώσεις. Κατέθεσα στεφάνια σε ηρώα κι εδώ και στο εξωτερικό στο Ελ Αλαμέιν και στο Ρίμινι. Πήγα και στη Γερμανία, στην Κύπρο και πού δεν πήγα. Και παντού μας τιμούσαν πολύ…
Νουνέ[*], σ’ ευχαριστώ πολύ που με τόση προθυμία διηγήθηκες για τους αναγνώστες της εφημερίδας μας ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα της ζωής σου και οπωσδήποτε πολύ ενδιαφέροντα για όλους μας…
[*] Ο Στάθης Ζάχος με είχε βαφτίσει, όταν ήταν 15 ετών. Σημειωτέον έχει πολλά βαφτιστήρια…