Έναν αξιοπρεπή θάνατο! Τίποτ’ άλλο

FtS112

Άγγελου Ελεφάντη

Το ανθρώπινο σώμα, ως αφύσικο, ως νόμω οντότητα, είναι η μόνη φύση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα άλλα έμβια όντα, δεν αυτοσυντηρείται μόνο, αλλά και επαναστατεί και ερωτεύεται και αυτοκτονεί, δηλαδή διατρέχει εκούσια τον κίνδυνο του θανάτου. Του ανήκει η επίγνωση του απόλυτου πέρατος, του θανάτου. Γι’ αυτό η επαναστατική δραστηριότητα είναι βιολογικά παράλογη, έρχεται σε αντίθεση προς το άμεσο συμφέρον του ατόμου, αφού περιέχει τον κίνδυνο του θανάτου, γράφει ο Φαράκλας ο μικρός ο Γιώργος.

Η επανάσταση, λοιπόν, ως δραστηριότητα αλλαγής της νόμω οντότητας του ανθρώπου, εξανθρωπίζει. Αλλά δεν είναι φυσική δραστηριότητα, όπως η αναπαραγωγή και η αυτοσυντήρηση. Και αν η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» του 1789 θεωρεί υποχρέωση των πολιτών να εξεγείρονται ενάντια στην τυραννία, τούτο δεν συνιστά δικαίωμα με την αυστηρή έννοια του όρου. Και εν πάσει περιπτώσει δεν μπορείς να το επικαλεσθείς στα στρατοδικεία όταν προσάγεσαι σ’ αυτά ως «κομμουνιστοσυμμορίτης» ή κάτι τέτοιο. Μπορείς όμως να πεθάνεις αυτοβούλως για μιαν ιδέα του εξανθρωπισμού σου. Όπως το έκαναν πολλοί. Να τα βάλεις με τους ανθρώπους, ακόμη και με την άγρια φύση, ξέροντας ότι αυτή στο τέλος θα σε τσακίσει, όταν εσύ θα έχεις χάσει την ανθρώπινη αρματωσιά σου, όταν δεν θα είσαι παρά ένα άοπλο ζώο που το λογικό του δεν του χρησιμεύει παρά για ν’ απελπίζεται, ότι ήγγικεν η ώρα…

Είχε φτάσει ή ώρα του τέλους και του διασυρμού για τους αντάρτες της 2ης Επίλεκτης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, την άνοιξη του 1949, αφού άσκησαν επί τρία χρόνια, επί ματαίω, το δικαίωμά τους στην επανάσταση.

Τρία χρόνια ανηφοριές, κατηφοριές, λαγκάδια, λογγιές, βουνά απάτητα, λόγγοι αδιάβατοι, τσουγκάνια, στουρναρόπετρες, πέτρες κοφτερές, ματωμένα ίχνη πάνω τους από τα ξυπόλυτα ποδάρια. Χείμαρροι, αφρισμένα τα ποτάμια, αδιάβατα, βαρκά, νεροσυρμές, λάσπες, νερά, αστέγνωτο το κορμί, δρολάπια, βροχές, άνθρωποι υδρόβιοι, υδροσταγείς. Χιόνια ένα μπόι, κρούσταλλα, πάγοι, χιονοθύελλες, κρυοπαγήματα, κρουσταλλιασμένος ο τόπος, τόπια άξενα, θανατερά, απαγορεύεται η φωτιά, ο καπνός προδότης. Ψείρα και απλυσιά, ρούχα μπαλωμένα, ξεφτίδια, πόδια γυμνά, πείνα, αναφαγιά μέρες και νύχτες, σιτηρέσιο από μουλαρίσιο πατσά, σφαγμένο γάιδαρο, άλογο ανάλατο, «αεροκουρκούτι», ψωμί δεν είχαν, δεν είχαν παντεσπάνι, μάταια οι αντάρτες έψαχναν στις τσέπες της χλαίνης για κανένα ξεχασμένο ψίχουλο, και κάτι βατόμουρα που βόσκησαν στα υψώματα της Γκιώνας βγήκαν ξαδέρφια του μανδραγόρα, τους μαστούρωσαν. Ένα μήλο μέσα από το χιόνι, δώρο στο στρατηγό διοικητή, τον μέραρχο Διαμαντή, στρατηγός – ξεστρατηγός είχε κι αυτός μέρες να φάει, ως είκοσι λογάριαζαν προκαταβολικά το κόστος σε νεκρούς, σε επιχειρήσεις που απελπισμένοι αναλάμβαναν, μόνο και μόνο για να φάνε και να αποσπάσουν κάτι από τα πλούσια ελέη της επιμελητείας του κυβερνητικού στρατού. Άγνωστο σε ποιόν ο κλήρος, αλλά βαρύς.

Άδεια τα χωριά, έρημοι οι δρόμοι, τσουκνίδες στους κήπους, μισογκρεμισμένα τα σπίτια, κατεβασμένοι στις πόλεις οι άνθρωποι με το ζόρι, «ανταρτόπληκτοι», στοιβαγμένοι στα τόλ και στ’ αντίσκηνα. Μόνο λιπόσαρκες γάτες κι αγριεμένοι σκύλοι, χορτάτοι από πτώματα, αραιοί Καπαπίτες, μέτωπο διάχυτο, ρευστό, πανταχόθεν βαλλόμενοι, κρατημένα τα περάσματα, οχυρωμένοι οι δρόμοι, ενέδρες, περιπολίες, αναγνωριστικές κινήσεις, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις – σκούπα, σάρωμα λόχμη τη λόχμη, κλοιός κι άλλος κλοιός, που σφίγγει την τανάλια του στους προγραμμένους, είκοσι, τριάντα, πενήντα, ογδόντα χιλιάδες πάνοπλοι, και καλοταϊσμένοι κυβερνητικοί, μ’ αεροπλάνα και κανόνια, και με τους φίλους τους καλούς, τους Αμερικανούς, Μάυδες, παρακρατικοί μαυροσκούφηδες διψασμένοι για αίμα, οκτώ οι μεραρχίες, δεκάδες τα τάγματα ν’ αποκλείσουν τους αντάρτες από παντού, να τους μαντρώσουν, να τους πετσοκόψουν.

Ονόματα περίεργα, ασυνήθιστα στ’ αυτί, Βραγγιανά, Τοπόλιανα, Χούνη, Σελά, Μηλιά και Γόλιανη, πρωτεύουσα τα Φ’δάκια, Παπαρούσι, Τατάρνα, Ρωσιά, Κοκάλια, Κουφάλα, Κώνισκος, Βελοτά, Μαραθιά, Ζαγανά, Κρίκελλο, Πουγκάκια, Ανιάδα, Βράχα, Κατελάνο, Χόχλια, Πιτσωτά, Καρίτσα, Αρέντα, Νιάλες, Μπάρος, Καταραχιάς.

Από τον Παρνασσό στα Τζουμέρκα το δρομολόγιο και πάλι πίσω, στ’ Άγραφα, στην απάτητη ορεινή Ναυπακτία, στα Γκράβαρα, από κει στο Βελούχι, να περάσουν στη Χελιδόνα, να κατέβουν στ’ Αραποκέφαλα, να πάνε στου Βάλτου τα χωριά, κι από κει πίσω στη Γκιώνα, να γυρίσουν στα Βαρδούσια, να περάσουν την Οίτη, να ελιχθούν και πάλι προς τ’ Άγραφα, στα Πετρίλια κλεισμένοι θ’ αποφύγουν τον κλοιό με πυρ ομαδόν εκ του ισχύου, θα διαβούν τα Καγκέλια στα 1.600 μέτρα υψόμετρο, πάνω από το παγωμένο χιόνι θα γλιστρήσουν στον Ξεριά του Καρπενησιού, θα περάσουν τη δημοσιά, σερνάμενοι για το πουθενά, χιλιάδες χιλιόμετρα ξυπόλητες και πεινασμένες πορείες, πολυβολημένες, βομβαρδισμένες, ολμισμένες, «για να διατηρηθεί η πολεμική φυσιογνωμία της περιοχής» ήταν η διαταγή που ερχόταν από το Γενικό Αρχηγείο, σε κάθε πλαγιά να περιμένει το ανοικτό μνήμα –όχι δεν πρόφταιναν να σκάψουν μνήματα, βουλώνανε τα χαντάκια οι σκοτωμένοι, τριάντα, εξήντα, ενενήντα νύχτες πορεία, λούφα και παραλλαγή την ημέρα, χωρίς ανάσα, άυπνοι, ορθοί και περπατώντας έκλειναν τα μάτια οι προγραμμένοι βλέποντας παράξενους εφιάλτες, η φάλαγγα κόβεται, σκορπά, ξανασμίγει, σέρνεται σαν κάμπια και πολεμά. Σώνεται, λιγοστεύει.

Ξεκίνησαν λιγοστοί το ’46, αυγάτισαν το ’47, έφτασαν τους χίλιους, καταχείμωνο έκαναν τη μεγάλη πορεία από τη Ρούμελη ως τη Βωβούσα κοντά στο Γράμμο, ξεφεύγοντας από θανάσιμους κλοιούς, εκεί ντύθηκαν, οπλίστηκαν, φόρτωσαν μουλάρια μ’ εφόδια και πολεμοφόδια, είδαν στην επιστροφή το Χάρο με τα μάτια από χιονοθύελλα στα Τζουμέρκα, επέστρεψαν στη μάνα τους, τη Ρούμελη, αναστάτωσαν τα σχέδια των Τσακαλώτων και του Βαν Φλιτ, φώλιασαν στη Φωκίδα, στη Λοκρίδα, στην Παρνασσίδα, έφθαναν ως τα Γεράνια και την Πάρνηθα. Θα ήταν έως τρεις χιλιάδες το ’48, ως χίλιοι στις αρχές του ’49, πριν φτάσει το καλοκαίρι δεν απέμειναν ούτε πεντακόσιοι: «Συνελήφθη και αποπειραθείς να αποδράση, εφονεύθη». Έτρωγε κόσμο και κοσμάκι το εκτελεστικό απόσπασμα στην Ξηριώτισσα της Λαμίας και στη Λάρισα. Τραύματα κακοφορμισμένα, σκουληκόβρωτα και σκωληκόβριθα, ούτε μία γάζα, εγχείρηση κάτω από το έλατο με το μαχαίρι, το διαμπερές κοιλιακό στο έλεος των αγριμιών περίμενε το άδειασμα της γεμιστήρας των Μάυδων να δώσει τέλος στο μαρτύριο, σακατεμένα κορμιά βορά των αγριμιών, πτώματα τυμπανιαία και οδωδότα.

Αντάρτισσες, κορίτσια από τα χωριά επιστρατευμένα στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά. Εξήντα τα εκατό η γυναικεία «επάνδρωση» του Δημοκρατικού Στρατού, πολέμησαν κι αυτές, άυπνες, ξέπνοες, άπλυτες, νηστικιές, «κρατούσαν το αυτόματο στο στήθος σαν το πρώτο τους παιδί», πατώντας το θάνατο με θάνατο για να ξεφύγουν από τα αρσενικά των νικητών. Νέοι, επιστρατευμένοι κι αυτοί κι άλλοι εθελοντές – πολεμιστές που δεν άφησαν το όπλο από τον καιρό του Αλβανικού, άδεια στομάχια, «μάτια γεμάτα αστέρια», να ανιχνεύουν τα σκοτάδια της κακοτράχαλης Ρούμελης για πέρασμα, όλοι οι «κομμουνιστοσυμμορίται» της κυβερνητικής αναλγησίας στον ίδιο χορό του θανάτου, για μιαν ιδέα που δεν την αναγνώριζαν πια, ζουλάπια ως κατάντησαν, με την ανάσα του αγριμιού από λούφα σε λούφα, μήπως ξεφύγουν, τρία χρόνια στην έξοδο του Μεσολογγίου, χωρίς διέξοδο, οι αντάρτες.

Οι πολέμαρχοι, ο Διαμαντής, ο Γιώτης, ο Περικλής, η Βούλα Πριόβολου, ο Στέφος, ο Καπλάνης, ο Χρυσιώτης, ο Μπέκιος, ο Νικηφόρος, ο Πυθαγόρας, ο Αγησίλαος, ο Αμάρμπεης, ο Πελοπίδας, ο Μαντέκος, ο Καραγιώργης, ο Δαφνομήλης, ο γιατρός Λάιος Ταξιάρχης, ο Κιλισμανής, ο Αβδής, ο Παπαϊωάννου σώνονταν κι αυτοί. Το κερί είχε ανάψει κι από τις δύο μεριές, σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν οι περισσότεροι. Όλμοι, ριπές, γάζωμα από σπιτφάιερ, καυτό σίδερο, για να εξοντώσει την αντάρτικη φάλαγγα, αυτό το λαβωμένο αλλά αεικίνητο ερπετό. Έμεναν πολλοί πίσω στο πέρασμα, ανάμεσα από το ατσαλένιο σμήνος. Συνέχιζαν οι υπόλοιποι, όλο και λιγότεροι, ώσπου τα υπολείμματα της επίλεκτης 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ στη Ρούμελη διαλύθηκαν κι αυτά όταν στις 21 Ιουνίου 1949 σκοτώθηκε ο μέραρχος Διαμαντής.

Τι ήθελαν, τι σκόπευαν, σε τι πίστευαν οι αντάρτες του ΔΣΕ; Έναν έντιμο συμβιβασμό, να μην τους σκοτώσουν οι Βουρλάκηδες, να μην τους δέρνουν οι Σουρλαίοι, να μην τους καίνε τα χωριά οι Νταλήδες, να μην σαπίζουν στα Μακρονήσια, τα χαμίνια να μην ρεζιλεύουν τους αξιωματικούς και τους καπεταναίους του ΕΛΑΣ, οι τρομοκράτες χίτες και οι ταγματασφαλίτες να πάνε στα σπίτια τους κι αυτοί, να σταματήσει το κούρεμα και οι βιασμοί των κοριτσιών. Εκεί που έφτασαν τα πράγματα από το ’48 στα ’49 οι αντάρτες ήθελαν να γυρίσουν σπίτι τους, αλλά όχι σαν ληστές και «συμμορίται». Ως Έλληνες πολίτες, σαν τους άλλους, τους εθνικόφρονες, με ίδια δικαιώματα να άφηναν τα όπλα. Και πολέμησαν ενάντια σ’ αυτούς που τους τα στερούσαν σε εκατοντάδες μάχες. Είχαν στον έλεγχό τους την ορεινή περιοχή από την Πάρνηθα ως τ’ Άγραφα και τα Τζουμέρκα, κατέβαιναν στον κάμπο, απειλούσαν τις πόλεις, κατέλαβαν την Αμφιλοχία, το Δομοκό, το Καρπενήσι, το Λιδωρίκι, την Καρδίτσα.

Όπλα δεν είχαν ούτε πολλά, ούτε καλά. Το καλύτερό τους ήταν η αέναη κίνηση και ο αιφνιδιασμός: η αντάρτικη τακτική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «πεδίο βολής και λακίσεως». Και το ακόμη καλύτερο: η ανήκουστη σωματική αντοχή, η αντοχή δηλαδή στην πίστη και το δίκιο τους. Αλλά, αντί για συμβιβασμό και κατευνασμό, πέτυχαν το αντίθετο: να διαλυθούν, να εξοντωθούν. Τα υπολείμματά τους, μετά το Γράμμο, τον Αύγουστο του 1949, θα γνωρίσουν το πικρό ψωμί της Τασκένδης, όμηροι πια, χρόνια σχεδόν τριάντα. Κι οι άλλοι μισοί στα σίδερα.

Πρέπει να πάει κανείς μακριά πίσω στο χρόνο, για να βρει παρόμοια αναλγησία νικητών.

Λίγα είναι τα βιβλία για τον Εμφύλιο Πόλεμο, ελάχιστες μελέτες, μερικά χρονικά και απομνημονεύματα αγωνιστών.

Το βιβλίο του Βασίλη Αποστολόπουλου, “Το χρονικό μιας εποποιίας: Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη”, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, για το οποίο γράφω εδώ, δεν είναι η ιστορία του Εμφυλίου στη Ρούμελη, δεν είναι ιστορική πραγματεία, δεν είναι κάν ένα χρονικό. Είναι μία ελεγεία για το ψυχορράγημα των μαχητών, για το αίμα που αδειάζει στάλα – στάλα από τις φλέβες, για τα μάτια που ξεραίνονται χωρίς δάκρυα. «Ήθελα να κλάψω, αλλά δεν μπορούσα», λέει. «Δεν μας ένοιαζε ο θάνατος, αλλά η διαπόμπευση». «Τι θέλαμε; έναν αξιοπρεπή θάνατο, τίποτε άλλο». Μαχητής ο ίδιος στην Αλβανία, στον ΕΛΑΣ, στα Δεκεμβριανά, συνέχισε στην Εμφύλιο, τα έζησε τα τραγικά χρόνια, γι’ αυτά έγραψε, όπως τα έζησε.

Το βιβλίο με την εκπληκτική του παραστατικότητα έχει τόσα πληροφοριακά στοιχεία που μπορεί να δώσει υλικό για δέκα διατριβές. Αλλά και κάτι το ανεκτίμητο για τις ερχόμενες γενεές, που θα σκύβουν και θα ξανασκύβουν πάνω στην τραγικότερη σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας: ένα γράψιμο τόσο σωματικό, τόσο κοντά στο αποκαμωμένο, το πεινασμένο, το λαβωμένο, αλλά και περήφανο σώμα των ανθρώπων (και των ζώων), των ανδρών και των γυναικών του ΔΣΕ και των φαντάρων του κυβερνητικού, που σε κάνει να φαντάζεσαι τη φοβερή αντιμαχία πάνω στα βουνά της Ρούμελης. Τα αγαπάει αυτά τα κακοτράχαλα «τόπια», που τους έπνιγαν, τους σακάτευαν τα γυμνά πόδια, τους πάγωναν. Βρίσκει καιρό να τα κοιτάζει με σωλομικό λυρισμό, ενώ γύρω πέφτουν ριπές. Ρίχνει το βλέμμα του στον διπλανό του, τον συναγωνιστή, αλλά και τον αντίπαλο, όταν κι αυτός ξεγυμνωμένος από τη δύναμή του, μοιράζεται την ίδια μοίρα. Είναι μία πραγματική ανθρωπογεωγραφία του πολέμου, η αφήγησή του αυστηρή και ακριβής.

Βρίσκει καιρό ακόμη και να σαρκάσει, να αυτοειρωνευτεί, να περιγελάσει σαν σε σπουδαιογέλιον που έλεγαν οι αρχαίοι, κι έτσι με εγγύτητα προς τους ανθρώπους και τόπους, εισάγει τον αναγνώστη στην αμεσότητα της επαφής με το ιστορούμενο γεγονός, για να μπορέσει να το ψαύσει ο ίδιος, και τολμηρά έως βλάσφημα, να βάλει στο νου του τις καταστάσεις του Εμφυλίου που δεν χωρά ο νους του ανθρώπου.

Όταν το χειμώνα του 1953 ο Βασίλης Αποστολόπουλος, ο δάσκαλος, βγήκε από τη φυλακή, μια Κυριακή πρωί επήγα να τον πάρω στη στάση του λεωφορείου, να πάμε σπίτι, σε μια παράγκα που μέναμε τότε, στη Φραγκοκλησιά. Κατέβηκε από το λεωφορείο και προσπαθούσα να τον αναγνωρίσω: είχα να τον δω από το 1946. Είδα κάποιον με ένα πρασινωπό παλτό, που έψαχνε με το βλέμμα. Αυτός ήταν. Πήγαμε σπίτι, χαρές για τ΄ανταμώματα, ύστερα από τόσα και τέτοια χρόνια, αυτός και οι δικοί μου. Μαζί και η πρωτοξαδέρφη μου, η Μαρία, επιστρατευμένη αντάρτισσα στην κατάληψη του Καρπενησίου, τον Φλεβάρη του 1949. Τα είχε κι αυτή νωπά τα γεγονότα, πολέμησε και τράβηξε των παθών της τον τάραχο. Ο δάσκαλος μιλούσε, μιλούσε ασταμάτητα, χείμαρρος η αφήγηση ως αργά τη νύχτα, για τα Βαρδούσια, για τη μάχη στο γεφύρι του Κόρακα, τη μάχη στα Πετρίλια, για το πέρασμα στα Καγκέλια, την κατάληψη του Καρπενησίου, τον «μουλαρίσιο πατσά», που σκοτώθηκε ο τάδε, που χάθηκε ο δείνα. Ήθελε να τα πει, έτσι φρέσκα όπως τα είχε, να μην ξεχαστούν. Δάσκαλος λόγιος ήταν. Ήξερε τι πάει να πει προφορική παράδοση. Αυτά που έλεγε τότε και που τα άκουσα κι άλλες φορές, αυτά τα ίδια είναι γραμμένα στο βιβλίο του. Ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα, ούτε εξωραϊσμένα, ούτε παραλλαγμένα.

Το βιβλίο του δασκάλου είναι μια μάχη, σκληρή με τον πιο ύπουλο εχθρό, τη λήθη, την επιλησμονή, μάχη στην οποία όλοι είναι λιποτάκτες, άλλος πολύ, άλλος λίγο, οι περισσότεροι αυτόμολοι στη λησμονιά. Ο δάσκαλος δεν λιποτάκτησε στον πόλεμο, προσδοκούσε απλώς έναν έντιμο θάνατο, που μόνο κατά τύχη δεν ήρθε. Τον συνέλαβαν όμως στο Νεχώρι, στο χωριό του και χωριό της μάνας μου, στις 25 Νοεμβρίου 1949, μαζί με τον συγχωριανό, φοβερό αντάρτη Γιώργο Τσιαξίρη και τον Μοράβα από την Υπάτη. Ετοιμάζονταν να διασχίσουν οι τρεις τους διακόσιες χιλιάδες στρατιώτες και την απόσταση από το Βελούχι ως την Αλβανία. Μόνοι τους, σαν λύκοι. Όμως δεν ήταν λύκοι. Πριν κινήσουν για το μεγάλο ταξίδι, πέρασαν από το έρημο χωριό μας, να αποχαιρετήσουν τους πεθαμένους. Απέθεσαν και δυο λουλούδια στα μνήματα, από τα τελευταία που υπήρχαν μήνα Νοέμβρη. Εκεί τους συνέλαβαν οι στρατιώτες, σ’ ένα κατώι που στάθηκαν να βγάλουν τη νύχτα.

Ο δάσκαλος δεν λιποτάκτησε στον πόλεμο, αλλά ούτε και στον πόλεμο ενάντια στη λήθη. Είναι αληθής. Μάρτυρας το βιβλίο του για τα μαρτύρια και το τραγικό μεγαλείο των ανταρτών του ΔΣΕ στη Ρούμελη. Μας δείχνει ότι μόνο με όρους τραγωδίας μπορούμε να κατανοήσουμε τους αντάρτες.

***

Αναδημοσίευση από το εξαιρετικό περιοδικό «Λαϊκή Αναγέννηση» -Ιστορία, Λαογραφία, Πολιτισμός, Λαμία, Τεύχος 23, Περίοδος Γ’ – Απρίλης – Ιούνης 2010, σελ.35

Το κείμενο του Άγγελου Ελεφάντη αναφέρεται στο πρώτο βιβλίο ενός ακόμη Βασίλη Αποστολόπουλου, εκτός του Σκαμνιώτη, ενός από τα τρία αδέρφια Σκαμνιώτες, ηρωϊκούς αντάρτες του ΕΛΑΣ. Του Βασίλη Αποστολόπουλου, δάσκαλου από το Νεχώρι Ευρυτανίας που από την τάξεις του τιμημένου ΕΛΑΣ πολέμησε τον κατακτητή στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το παρόν κείμενο έχει ως αφορμή το βιβλίο του δάσκαλου αγωνιστή της Αντίστασης υπό τον τίτλο: “Το χρονικό μιας εποποιίας- Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη” –Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995- πρωτοδημοσιεύθηκε στον Πολίτη, δεκαπενθήμερο τεύχος 20- 05.04.1996, στη συνέχεια περιελήφθη στο βιβλίο του: “Μας πήραν την Αθήνα. Ξαναδιαβάζοντας μερικά σημεία της Ιστορίας 1940-1951”, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *