Δημοτικό σχολείο Σκαμνού Ματιές στο χθες

FtS107

Στο δημοτικό σχολείου Σκαμνού, πριν αυτό αδρανοποιηθεί ελλείψει παιδιών, μαθήτευαν εν έτει 1951 τριάντα δύο (32) παιδιά. Στην ίδια τάξη, πρωτάκι, βρέθηκα μαζί με την Γεωργία Αστρακά, το Γιώργο Δ. Τζιβάρα, τον Παναγιώτη Ντάο και το Χρήστο Β. Αποστολόπουλο.

Ως δάσκαλοι θήτευσαν οι Σοφοκλής Αναστασόπουλος (πολύ ψηλός, γύρω στα δύο μέτρα- συγγενής, γαμπρός, της οικογένειας Καρανάσιου, που διατηρούν το Χάνι Καρανάσιου στο Λευτεροχώρι) και ο –νομίζω Βασίλης- Παπασπύρου (δεινός ιεροψάλτης) που έμεινε στο Σκαμνό για κάμποσα χρόνια.

[Ιματισμός UNRRA- Τσιλίκα]

 ImatismosOunra  Tsilika

 

Εν συνεχεία υπηρέτησε στο ίδιο σχολείο η νύφη του Σκαμνού Ελένη Χαρίση – Αποστολοπούλου, σύζυγος του συγχωριανού Βασίλη Π. Αποστολόπουλου. Τα τελευταία χρόνια πριν το κλείσιμο του σχολείου τα ελάχιστα παιδιά δίδαξε ο κ. Γιάννης Μακρής από το Σταυρό. από κοινού με παιδιά από τον Μπράλο.

PaediRoumelis Xoriatopoula

 

Ο ίδιος εξαίρετος εκπαιδευτικός μου διηγήθηκε τη βαθιά του συγκίνηση όταν χρειάσθηκε να συμπράξει στο πρωτόκολλο καταγραφής και αδρανοποίησης του σχολείου στο Σκαμνό. Όσο λειτουργούσε το σχολείο Σκαμνού, είχε εφαρμογή το σύστημα της «συνδιδασκαλίας». Ανά δύο τάξεις παραδίδονταν τα ίδια μαθήματα.. Ο δάσκαλος κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε να ασχοληθεί εκ περιτροπής με όλες τις τάξεις και όλα τα παιδιά.

Καθώς τα οικονομικά μέσα ήταν περιορισμένα, χρησιμοποιούσαμε αντί για τετράδια έναν μικρό μαυροπίνακα και κονδύλι που μπορούσαμε να σβήνουμε και να ξαναγράφουμε άπειρες φορές. Τα βιβλία δεν τα πετούσαμε και τα φυλάγαμε –πολλές φορές σε άσχημη κατάσταση- για τα επόμενα αδέρφια μας. Εμείς είμαστε έξι αδέρφια, αλλά οι πολυμελείς; οικογένειες ήταν κάτι σύνηθες. Αντί για κόλλα UHU χρησιμοποιούσαμε την κόλλα από τις αμυγδαλιές ή νερωμένο αλεύρι. Βασική γραφική ύλη ήταν το γράψιμο με πένα και μελάνι. Μελάνι φτιάχναμε πολλές φορές στύβοντας τις παπαρούνες και τούτο στο πλαίσιο περιστολής του κόστους. Η παπαρούνα όταν την στύψεις, αν και κόκκινη, βγάζει ένα σκούρο ζουμί. Χαρτοφύλακας ή σχολική τσάντα φυσικά δεν υπήρχε, αλλά χρησιμοποιούσαμε ως υποκατάστατο ένα υφαντό ταγάρι που οι Σκαμνιώτισσες νοικοκυρές το φρόντιζαν ιδιαίτερα, ώστε να είναι περίτεχνο. Συνήθως την «τσάντα» αυτή του σχολείου την πρόσφερε η νονά. Κι εγώ δεν αδικήθηκα και δέχθηκα από την νονά μου Ζωή Τζιβάρα μία ωραία υφαντή τσάντα. Η ίδια ήταν νονά και της Χρυσούλας Αποστολοπούλου.

Μερικά τετράδια, όμως, ήταν απαραίτητα. Τα αγοράζαμε επί πιστώσει από το μαγαζί Πολυζώη, στον Άνω Μπράλο. Σε ένα μεγάλο βιβλίο ο -μακαρίτης τώρα- Πολυζώης είχε ανοίξει μερίδες για κάθε οφειλέτη όπου κατέγραφε τις πωλήσεις του επί πιστώσει. Γι’ αυτό τον τρόπο συναλλαγής χρησιμοποιούταν ο όρος «βερεσέ» (τούρκικη λέξη). [Στο Σκαμνό λειτουργούσαν δύο μαγαζιά, του Νίκου Ζαλαώρα, εκεί που είναι ο μεγάλος πλάτανος και του Αποστόλη Χ. Αποστολόπουλου, όπου όμως ήταν ελάχιστα τα εφόδια]. Εκ παραλλήλου συμπλήρωνε εκείνος ο ευπροσήγορος άνθρωπος στον Μπράλο και ένα μικρό βιβλιαράκι που κρατούσε ο οφειλέτης αντιγράφοντας την κίνηση του λογαριασμού. Κάτι σαν το βιβλιάριο ταμιευτηρίου που μας δίνει σήμερα ακόμη η τράπεζα. Η εξόφληση γίνονταν είτε με την πώληση της όποιας πενιχρής σοδειάς ή από την κοπή ξυλείας στο Καλλίδρομο από τον πατέρα μου που μαζί με τον Ηλία Αστρακά και Σπύρο Πολυζωίδη συγκροτούσαν ενιαίο συνεργείο ξυλοκόπων.

Λίγο μετά τον εμφύλιο σπαραγμό, η χώρα μας δέχθηκε τη βοήθεια της Αμερικής που διαδέχθηκε ως πάτρωνας την Μεγάλη Βρετανία στο πλαίσιο διακανονισμού της Γιάλτας που χώρισε τον κόσμο σε ζώνες επιρροής. Με τη βοήθεια από την Αμερική είχαμε να μοιραστούμε για μικρούς και μεγάλους μεταχειρισμένο ιματισμό (την έλεγαν ΟΥΝΡΑ και πολύ μετά είδα ότι επρόκειτο για την οργάνωση UNRRA= United Nations Relief and Rehabilitations Administration), αλλά και τροφοεφόδια αποκλειστικά για τα παιδιά που απειλούνταν από νοσήματα συνεπεία υποσιτισμού. Λόγω της γενικευμένης απορίας είχε προβλεφθεί πρωινό συσσίτιο στο χώρο του σχολείου. Παρασκευάζαμε γάλα από σκόνη και το μοιράζαμε σε κύπελλα που φέρναμε από το σπίτι όπου εκ των προτέρων είχαμε τρίψει μέσα ψωμί. Μας έδιναν και ένα κίτρινο τυρί, που τουλάχιστον σ’ εμένα δεν άρεσε καθόλου. Για τη διαδικασία αυτή του συσσιτίου είχαμε να συμβάλλουμε εναλλάξ όλα τα παιδιά τόσο για την καθημερινή παρασκευή του, όσο και για τα απαραίτητα καυσόξυλα που χρειάζονταν για το καζάνι, αλλά και την θερμάστρα στην αίθουσα διδασκαλίας. Η συλλογή και μεταφορά των ξύλων γίνονταν με ένα είδος εκδρομής στην περιοχή Αγίου Αθανασίου και λίγο πιο πάνω, στη θέση Χαλάστρα, εκεί που σήμερα υπάρχει ο μεγάλος οδικός κόμβος.

Θα όφειλα να σημειώσω ότι αυτή η μίζερη αναμφιβόλως κατάσταση σε τίποτα δεν πείραξε την ψυχική μας ισορροπία –θέλω να πιστεύω- αφού όλος ο τοπικός κοινωνικός περίγυρος κινούνταν στις ίδιες συντεταγμένες. Οι ειδικοί αποφαίνονται ότι προκαλεί ψυχικό τραύμα η διαπίστωση του παιδιού όταν βλέπει τριγύρω του ότι υστερεί δραματικά σε σχέση με τους συνομήλικούς του. Τούτο, όμως, λίγο πολύ, δεν συνέβαινε και διατηρούσαμε την ψυχική ευφορία και παιδική αγνότητα.

Σε κάθε περίπτωση ο χώρος που μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα είναι για μας ιερός. Μιλάμε για το πρώτο και σπουδαιότερο σκαλοπάτι που χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τα όποια παραπέρα βήματα στη ζωή μας. Μας λυπεί πάρα πολύ που άνθρωποι σήμερα, με διάφορα προσχήματα, ρόλους και αρμοδιότητες, που ωστόσο τίποτα το χρήσιμο δεν κομίζουν στο χωριό και την κοινωνία του, και με παντελή έλλειψη σεβασμού σ΄ αυτή την ιερότητα της σχέσης με το χώρο και το κτίριο αυτό, μας εμποδίζουν να τον επισκεπτόμαστε και να τον φροντίζουμε. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί εξαχρείωση των ηθών και οπισθοδρόμηση, ακόμη και αν εκδηλώνεται από ανθρώπους ευτραφείς, χορτάτους και αιρετούς του ΟΤΑ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *