20150112
Χρήστος Γιανναράς
Αυτή τη φορά η προεκλογική περίοδος είναι βραχύτατη, δεν υπάρχει χρόνος για να μελετηθεί μεθοδικά η χάραξη εκλογικής στρατηγικής των κομμάτων. Βέβαια, και όταν υπάρχει χρόνος, η στρατηγική είναι μάλλον είδος άγνωστο στον ελλαδικό πολιτικό βίο, προεκλογικά την αναπληρώνουν «επί χρήμασι» οι επαγγελματίες του εντυπωσιασμού. Τα κόμματα πουλάνε μόνο εντυπώσεις και η οργανωμένη πώληση εντυπώσεων είναι χρυσοπληρωμένο επιτήδευμα άσχετο με την πολιτική. Για τους επαγγελματίες της πλύσης εγκεφάλου των μαζών οι επαγγελίες διακυβέρνησης της χώρας και οι επαγγελίες αποτελεσματικότητας απορρυπαντικών αποβλέπουν στον ίδιο στόχο: Να κερδίσουν πελάτες, όχι να πληροφορήσουν πολίτες.
Οι πληροφορίες που έχουμε οι ψηφοφόροι για την πολιτική που θα ασκήσουν τα κόμματα αναλαμβάνοντας την εξουσία, είναι συνήθως άκρως ανεύθυνες και αναξιόπιστες: Τα κρατικά ΜΜΕ υπηρετούν, δίχως προσχήματα ή ενδοιασμούς, την κυβερνητική προπαγάνδα και τα ιδιωτικά ΜΜΕ τη «διαπλοκή» των ιδιοκτητών τους με τα κόμματα. Η απολυταρχία των ΜΜΕ μοιάζει να έχει περιορίσει στο ελάχιστο (ή να έχει πλήρως εξαφανίσει) τις δυνατότητες να σχηματίσει ο πολίτης έγκυρη κριτική άποψη για τη σοβαρότητα των κομματικών προεκλογικών επαγγελιών.
Εχει σημασία για τη διαχείριση της ζωής μας και του μέλλοντος των παιδιών μας η επίγνωση της σχετικότητας πια των εκλογών: Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι όλο και πιο άσχετο με τη λαϊκή βούληση και ανάγκη, είναι δείχτης της επιδεξιότητας των κομμάτων στην απάτη και αφορμή ψυχολογικής εκτόνωσης των πολιτών. Πώς να κρίνουν οι πολίτες και να αξιολογήσουν ποιότητα, όταν η πληροφόρησή τους είναι παγιδευμένη και η κριτική λειτουργία σε ολική έκλειψη από τον κοινό βίο; Οταν δεν υπάρχει πτυχή της συλλογικής μας συνύπαρξης όπου να κρίνεται η ποιότητα, να αξιολογούνται οι ικανότητες και το ήθος, να καταξιώνεται η αριστεία, να τιμάται η ανιδιοτέλεια, γιατί τα κόμματα να αποτελέσουν εξαίρεση; Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα δεν λειτουργεί ούτε καν βιβλιοκριτική, οι βιβλιοκρισίες συναρτώνται από τα ποσά που διαθέτουν οι Εκδότες στον Τύπο για διαφήμιση. Η ένταξη και η εξέλιξη στην πανεπιστημιακή ιεραρχία εξασφαλίζεται, πολύ συχνά, με κριτήρια όχι ακαδημαϊκά. Επίσημες βραβεύσεις και παρασημοφορήσεις έχουν αυτονόητα αποσυνδεθεί από την τιμή που αποδίδει μια κοινωνία στην ανθρώπινη ποιότητα.
Απομένει, ίσως, ο εξωθεσμικός (περιθωριακού ενδιαφέροντος) λόγος για να τολμάει «ερωτήσεις κρίσεως»: συγκριτικής αξιολόγησης αρχηγών και κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο μας. Να διερωτάται, λ.χ.: Πόσο δύσκολος πολιτικός αντίπαλος είναι για τον κ. Σαμαρά ο κ. Τσίπρας – και το αντίστροφο. Ποια τα μειονεκτήματα του καθενός και ποιο υστέρημα συνεπάγονται για τη διαχείριση των κοινών. Πώς αξιολογούνται συγκριτικά οι ικανότητες των δύο μονομάχων να εκτιμούν την ποιότητα, να ιεραρχούν προτεραιότητες, να λειτουργούν επιτελικά, να θέτουν ουσιώδεις στόχους και να τους υπηρετούν με συνέπεια αδιαφορώντας για την επιπόλαιη δημοφιλία.
Η απλή και απροκατάληπτη λογική λέει ότι για τον κ. Σαμαρά ο κ. Τσίπρας είναι εύκολος, πολύ εύκολος αντίπαλος. Ηταν συμπτωματικός αρχηγός ενός συμπιληματικού πολιτικού σχηματισμού καθηλωμένου στο 4,7% της προτίμησης των ψηφοφόρων. Και τον κατέστησαν κόμμα εξουσίας, διεκδικητή της πρωθυπουργίας με εκτίναξη στο 27% της λαϊκής προτίμησης, ποιοι παράγοντες; Μα, ολοφάνερα, η οργή και αγανάκτηση του λαού, η αηδία του για τη χαμέρπεια, την ασυνέπεια, την ανικανότητα του διδύμου Βενιζέλου – Σαμαρά.
Είναι περισσότερο από φανερό ότι ο κ. Τ. έχει φυσικά προσόντα που ο κ. Σ. τα στερείται. Εχει παρουσιαστικό ηγέτη και λόγο χυμώδη, υποβλητικό, ενώ οι νευροσπαστικές χειρονομίες και η επιτηδευμένη έκφραση είναι το Βατερλώ του κ. Σ. Δεν παύει ωστόσο ο κ. Τ. να είναι ένα τυπικό «παιδί του κομματικού σωλήνα»: χωρίς σοβαρή προετοιμασία και συγκρότηση για την άνοδο σε θέσεις κορυφαίας ευθύνης, χωρίς ωρίμανση σε προσωπικές επιλογές, πολιτικές και κοσμοθεωρητικές, επίπονα συγκροτημένες.
Αλλά το βασικότερο μειονέκτημα του κ. Τ. είναι ότι βρέθηκε στην κορυφή ενός πολυσυλλεκτικού σχηματισμού χωρίς ραχοκοκαλιά που να τον μορφοποιεί σε κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποπροϊόν διασπάσεων του «ευρωκομμουνισμού» στην Ελλάδα: Των πρώτων εκείνων μαρξιστών που είχαν την οξυδέρκεια και την τόλμη να αποκηρύξουν τον ολοκληρωτισμό του σοβιετικού μοντέλου, χωρίς όμως να έχουν και το κουράγιο να οδηγήσουν την αμφισβήτηση ώς το μεδούλι της κοινής ιστορικο-υλιστικής ραχοκοκαλιάς μαρξισμού και αχαλίνωτου καπιταλισμού.
Ετσι τα προσωπικά ηγετικά προσόντα του κ. Τ. αχρηστεύονται από τον τρόμο που γεννάει στους σκεπτόμενους πολίτες το αλαλούμ των ποικιλιών ιδεοληψίας του «ριζοσπαστικού» συνασπισμού των συντρόφων του. Τρέμει ο κάθε νουνεχής πολίτης ψάχνοντας στη λίστα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για να φανταστεί ποιος θα μπορούσε να χρισθεί υπουργός Εξωτερικών, ποιος υπουργός Παιδείας, ποιος θα οργανώσει Δημόσια Διοίκηση με προτεραιότητα να τεθεί το κράτος στην υπηρεσία του πολίτη και όχι των αδίστακτων μαφιόζων του «συνδικαλισμού».
Δυστυχώς, η απλή και απροκατάληπτη λογική λέει, ταυτόχρονα, ότι στην αναμέτρηση των μονομάχων, ο κ. Σαμαράς είναι επίσης εύκολος, πολύ εύκολος αντίπαλος για τον κ. Τσίπρα. Η αναμέτρηση γίνεται μεταξύ μικρών αναστημάτων, που σημαίνει ότι, όποιος κι αν υπερισχύσει, οι προδιαγραφές του αποκλείουν την ελπίδα σωτηρίας της χώρας. Η Ελλάδα ψυχορραγεί και οι δυο «θεραπευτές» που διαγκωνίζονται στο προσκέφαλό της, ποιος θαυματουργικά θα την γιάνει, είναι: ο ένας δοκιμασμένος και αποδεδειγμένα ολίγος ή ανίκανος, ο άλλος αδοκίμαστος και χωρίς εχέγγυα σοβαρότητας.
Οικονομολόγοι που σέβονται τον εαυτό τους και την επιστήμη τους, αποδείχνουν με νούμερα το χάος στο οποίο έχει βυθιστεί η ελληνική οικονομία με την ηλίθια, μικροκομματική πολιτική που άσκησε το δίδυμο Σαμαρά – Βενιζέλου στα δυόμισι χρόνια της εξουσίας του. Κι εμείς οι πολλοί, δεν ξέρουμε νούμερα, αλλά ψηλαφούμε γεγονότα: Την ψυχανώμαλη εμμονή να περισωθεί, με οποιοδήποτε τίμημα, το πελατειακό κράτος, να μπουκώνονται ακόρεστα οι χρυσοκάνθαροι «νταβατζήδες», να εξοντώνεται μεθοδικά η «μεσαία τάξη», οι άνθρωποι της τόλμης και της δημιουργίας, η ραχοκοκαλιά της παραγωγικότητας. Ψηλαφούμε το πείσμα του «διδύμου» να αποκλειστεί κάθε ανασύσταση του κράτους με γνώμονα την αξιοκρατία, να μη λυτρωθεί ποτέ ο συνδικαλισμός από την κομματική μαγαρισιά και δυσωδία, να μείνουν τα πανεπιστήμια και τα σχολειά κάτω από τον ζυγό του πρωτογονισμού των κομματικών νεολαιών.
Δυστυχώς το αίμα που απαιτούν οι ιστορικές αλλαγές, είναι συνήθως αίμα αθώων. Οχι όσων κακούργησαν αδίστακτα σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων…