Ο πόλεμος είναι καταστροφή, ο τρύγος είναι “βάσανο”, ο θέρος είναι μαρτύριο!
Μέσ’ στην κάψα του καλοκαιριού, με ανυπόφορες θερμοκρασίες, ο αγρότης, εργάτης της γης του και δουλευτής του μόχθου του, έρχεται ν’ αξιοποιήσει τα’ αποτελέσματα…..
Ένας ολόκληρος κόσμος για ένα ολόκληρο μήνα θερίζει τη γονιμοποιημένη γη.
Μαντηλοδεμένες γυναίκες με πολύχρωμα τσεμπέρια και μακριά ρούχα (ο θέρος χρειάζεται προφύλαξη από τον ήλιο) κατηφορίζουν για τα’ αλώνια της Λιλαίας στον Πετρίλα και στο Μεγαλοκύρι. Ακολουθούν οι άντρες με τα ζώα και τη βρεγμένη σίκαλη για το δεμάτιασμα και τη μεταφορά του σταριού, με κάδους με νερό φορτωμένους στα μουλάρια, ο Καράς της γερο- Βασίλως, ο γάιδαρος της γερο- Λένης, το κολατσιό μέσ’ στα ταγάρια….
Και με την ανατολή αρχίζει το “πανηγύρι”, ο ρυθμός δινόταν απ’ το τραγούδι που όλες οι γυναίκες μαζί τραγουδούσαν κι ήταν χαρά να βλέπεις ν’ ανεβοκατεβαίνουν τα δρεπάνια που στην κάψα του ήλιου αντιφέγγιζαν κι έδιναν ικανοποίηση στους ανθρώπους. Ξοπίσω τους οι άντρες για τα λιμάρια, το δεμάτιασμα και το φόρτωμα.
Το μεσημέρι λίγη ξεκούραση και πρόχειρο φαγητό για ανανέωση των δυνάμεων. Όλοι μαζί κάτω απ’ τον ίσκιο του πιο κοντινού δέντρου, μ’ απλωμένες τις κουρελές, τα τράστα στη σειρά… ό άρτος ο επιούσιος, το ζυμωτό ψωμί, το κρασί.
Ελληνική γη, πως αξιώνεις τους δουλευτάδες σου μέσα στο καθάριο φώς σου, στον ήλιο σου, στο κάρπισμά σου.
Κι όλο αυτό το “γλέντι” για ένα μήνα! Μέσα Ιουνίου με μέσα Ιουλίου.
Πρώτα ο θερισμός, στη συνέχεια ο αλωνισμός. Εδώ πια δεν παλεύει ο Διγενής με το Χάροντα αλλά ο εργάτης με τον κόπο του να ξεδιαλύνει την ήρα απ’ το στάρι. Και το σιτάρι βέβαια δίνει τη ζωή στον άνθρωπο κι η ήρα στα ζώα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, είν’ ο άνθρωπος που σεβάστηκε τη γη του κι αυτή τον αντάμειψε. Τη δούλεψε με τον δικό του τρόπο κι αυτή του χάρισε τη ζωή.
Σ’ αυτά τα’ αλώνια γυροφέρνει ασταμάτητα το καματερό μέχρι που να βγει ο καρπός καθαρός. Γεροδεμένο το ζώο ευνουχισμένο συνήθως για να’ χει τη δύναμη μέσα του, με την προτροπή τα’ αφεντικού του, σβαρνίζει τα δεμάτια, τα ποδοπατά μέχρι να τα’ αλωνίσει τελείως. Άλλες φορές πάλι το ζώο μόνο του περπατάει γύρω- γύρω, χωρίς τη σβάρνα, δεμένο απ’ τον ξύλινο στύλο πατώντας τα δεμάτια μέχρι να ξεχωρίσει τον καρπό απ’ τα άχυρα.
Το τελευταίο ξεκαθάρισμα έρχεται με το λίχνισμα. Βοήθεια του εργάτη ο βοριάς, όταν στο πρωτοξεκίνημα του έρχεται με μια δροσερή αύρα να βοηθήσει τον άνθρωπο στο αποτελείωμα του αλωνίσματος. Με μεγάλες ξύλινες φκιαριές, παίρνουν απ’ το σωρό και μ’ επιδέξιες κινήσεις το πετάνε προς τα πάνω, ο ίδιος ρυθμός, το τραγούδι. Το σιτάρι μένει κάτω, τα άχυρα πιο κει παρασυρμένα από την πνοή του βοριά. Είναι η ώρα που οι αλωνιστάδες χαίρονται τον κόπο τους, τη σοδειά τους.
Η δικαίωση, η ικανοποίηση, το τέλος.
Μαζεύουν τον καρπό σε σακιά, τα μεταφέρουν σε αποθήκες στο σπίτι τους και τα’ αδειάζουν σε μια γωνιά. Ήδη έχει εξασφαλιστεί το ψωμί της χρονιάς. Σε μια άλλη γωνιά, τα άχυρα σωρεμένα σε πρόχειρα δεμάτια, η τροφή των καματερών τους και η χαρά….των παιδιών τους, που σκαρφάλωναν στο σωρό για να παίξουν, διέλυαν τα δεμάτια κι ακούγανε τις φωνές των γονιών τους.
Σε παλιότερες εποχές οι άνθρωποι δεν είχαν την ευκαιρία της συχνής διασκέδασης, όπως γίνεται σήμερα. Πολλή δουλειά, λίγα χρήματα, πολλή κούραση, λίγη απόλαυση.
Στις λιγοστές ευκαιρίες που δίνονταν να βρεθούνε, να γιορτάσουν και να χαρούν συμμετείχαν όλοι, γιατί όλοι ένοιωθαν την ανάγκη, οι φίλοι, οι οικογένειες, οι παρέες.
Από το βιβλίο ΄΄ΛΙΛΑΙΑ Η ΕΥΔΑΙΜΩΝ΄΄
Βαμβακά Αλεξάνδρα
Κυριακίδης Ανδρέας
( Φιλόλογοι )
Αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα Πολύδροσος Παρνασσού